Ο Τραμπ, μολονότι εμφανίζεται ανοικτά να μην έχει κανένα πρόβλημα με δικτάτορες, δικτατορίσκους, βασανιστές και τραμπούκους σαν τον ίδιο ανά τον πλανήτη (οπότε δεν θα έπρεπε, κάτω από αυτό το πρίσμα, να έχει ιδιαίτερο πρόβλημα ούτε με τους Ιρανούς ισλαμοφασίστες δικτάτορες), ήρθε στην εξουσία ως διαπρύσιος κήρυκας της αποχώρησης των ΗΠΑ από τη συμφωνία των Έξι (ΗΠΑ, Ρωσία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Κίνα, Γερμανία) με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου. Στόχος της ομπαμικής, επίσης βρώμικης αυτής συμφωνίας ήταν να εξασφαλιστεί ότι η Τεχεράνη δεν θα είχε ποτέ την ικανότητα να αναπτύξει πυρηνικά όπλα, άρα ότι ο βαθμός εμπλουτισμού ουρανίου εντός ιρανικού εδάφους θα βρισκόταν πάντα υπό διεθνή έλεγχο, ώστε να διασφαλιστεί πως αυτός θα έχει ως μόνο στόχο ειρηνικές χρήσεις της πυρηνικής ενέργειας. Ο ιμπεριαλιστικού τύπου αυτός επεμβατισμός δεν στοιχειοθετήθηκε στη βάση του φασιστικού χαραχτήρα του καθεστώτος της Τεχεράνης, κάτι που ίσως έδινε στη συμφωνία και μια δημοκρατική πλευρά, αλλά στη βάση της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων, μιας ιμπεριαλιστικής αρχής που επιτρέπει στις υπερδυνάμεις και στους ιμπεριαλιστές δεύτερης γραμμής να έχουν εκατοντάδες (ή και χιλιάδες στην περίπτωση των Ρωσίας-ΗΠΑ) πυρηνικές κεφαλές, αλλά απαγορεύει σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δεύτερου και του τρίτου κόσμου να αποκτήσει αυτό το όπλο για να στερεώσει την εθνική της ανεξαρτησία.
Ο τραμπούκος του Λευκού Οίκου, λοιπόν, ο οποίος εμφανίζεται ως μέγας υπερασπιστής της ακεραιότητας του Ισραήλ (ενώ στην πραγματικότητα είναι υπονομευτής της, μαζί με την δεξιά σωβινιστική γραμμή του έξαλλα φιλοτραμπικού και φιλοπουτινικού Νετανιάχου), απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία με το Ιράν, οδηγώντας πρακτικά στο ψαλίδισμα και σιγά σιγά στην κατάρρευσή της, αφού απειλεί με κυρώσεις εταιρείες και οργανισμούς που συναλλάσσονται με το Ιράν σε διάφορα επίπεδα.
Παρά το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εμφανίστηκαν να θέλουν να συνεχίσουν απρόσκοπτα την εφαρμογή της, τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, που δεν έχουν καμία διάθεση να βυθιστούν οικονομικά ανοίγοντας πόλεμο με την Ουάσινγκτον και υφιστάμενα κυρώσεις, άρχισαν να φεύγουν τρέχοντας από το Ιράν, στο οποίο μόλις είχαν αρχίσει να «ανοίγουν» δουλειές, μετά τη συμφωνία του 2015. Συν τοις άλλοις, οι Ευρωπαίοι, σε στρατηγική παρακμή, συνεχίζουν (ακόμη και όσοι δεν είναι ρωσόδουλοι, αλλά απλώς υφεσιακοί προς τη Μόσχα, όπως ο Μακρόν - βλ. G20 της 28ης-29ης Ιουνίου) να αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως «κέντρο», ως δύναμη δηλαδή την οποία έχουν ανάγκη ως διαμεσολαβητή με όσους θεωρούν δίκαια ή άδικα ως «τριτοκοσμικούς τραμπούκους». Αυτός είναι ακριβώς ο θρίαμβος του Κρεμλίνου, που ενώ θέλει να κάθεται στα μεγάλα τραπέζια των ιμπεριαλιστών ως βασικός παίκτης και πυρηνική υπερδύναμη, θέλει ταυτόχρονα να υποδύεται προς τις δυνάμεις εκείνες στον Τρίτο Κόσμο που έχουν δίκαιες ή άδικες αντιθέσεις με τη Δύση τον εξισορροπητικό παράγοντα, να είναι δηλαδή ο καλυμμένος δήθεν «αντιιμπεριαλιστής» σύμμαχός τους στα τραπέζια των ισχυρών του πλανήτη.
Το Ιράν απαντά εδώ και λίγους μήνες με συνεχείς μονομερείς αποχωρήσεις από άρθρα της συμφωνίας, ως αντίποινα, κάτι που θα καταστήσει την τελευταία (σχεδόν ήδη το έχει κάνει) νεκρό γράμμα. Σημαντικότερες ωστόσο είναι οι εσωτερικές εξελίξεις και η αναδιάταξη δυνάμεων εντός του ισλαμοφασιστικού καθεστώτος των μουλάδων της Τεχεράνης και το προς ποια κατεύθυνση τις σπρώχνει η κοινή στρατηγική (με ανάλογο μοίρασμα ρόλων) Τραμπ - Ρωσίας. Όλη - όλη η φαινομενικά αλλοπρόσαλλη τακτική Τραμπ, να κλιμακώνει τις πιέσεις και να απειλεί με άμεση στρατιωτική δράση, κάνοντας πίσω την τελευταία στιγμή (υποτίθεται ως «καλός» και «μη πολεμοχαρής» έναντι των «γερακιών» στην Ουάσινγκτον) έχει ως στόχο την ενίσχυση των δυνάμεων εντός Ιράν που έχουν ως στρατηγική τους την υποταγή της Τεχεράνης στη Μόσχα ή εν πάσει περιπτώσει τη στρατηγική συμμαχία μαζί της, υποτίθεται για την επίτευξη των στόχων του ιρανικού τοπικού ηγεμονισμού.
Στις δύο τελευταίες προεδρικές εκλογές, του 2013 και του 2017, ο πραγματικός ηγέτης του καθεστώτος, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, στήριξε έμμεσα πλην σαφώς την υποψηφιότητα του Ρουχανί (προέδρου σήμερα του Ιράν), ως μιας γραμμής λελογισμένου ανοίγματος στη Δύση και προσπάθειας το Ιράν να παίξει με όρους ύφεσης και σχετικού modus vivendi με τον οικονομικά κυρίαρχο δυτικό ιμπεριαλισμό, διατηρώντας φυσικά τις περιφερειακές ηγεμονιστικές του φιλοδοξίες στον μουσουλμανικό κόσμο και ειδικότερα στη Μέση Ανατολή (π.χ. Συρία). Αυτή ήταν μια σχετική ήττα της σκληρά ρωσόφιλης σοσιαλφασιστικής γραμμής Αχμαντινετζάντ, η οποία είχε κυριαρχήσει την προηγούμενη οκταετία (2005-2013) και η οποία είχε αναδειχθεί σε πρωτοπορία της ρώσικης γραμμής του ενιαίου αντιδυτικού μετώπου υπό την ηγεσία της Μόσχας (βλ. τις στενότατες σχέσεις με τον σοσιαλφασίστα Τσάβες της Βενεζουέλας).
Το ποντάρισμα του Χαμενεΐ στη γραμμή Ρουχανί φάνηκε να δικαιώνεται με την επίτευξη της πυρηνικής συμφωνίας, καθώς ένα μεγάλο μέρος των δυτικών κυρώσεων άρχισε να αίρεται, κάτι που άρχισε να αποτυπώνεται και στα μεγέθη της ιρανικής οικονομίας. Ο αντίπαλος του Ρουχανί, μάλιστα, Εμπραχίμ Ραΐσί, στις προεδρικές εκλογές του 2017, σκληρός ισλαμοφασίστας και γνωστός για τις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές τη δεκαετία του ‘80, είχε δεχθεί ράπισμα από την πλευρά του ανώτατου ηγέτη, όταν έγινε γνωστό πως διακινούσε σενάρια ότι ο ίδιος είναι ο εκλεκτός του για την προεδρία, ενώ είχε πλασάρει τον εαυτό του ανοικτά ως σύμμαχο της Ρωσίας, καθώς είχε συναντηθεί στην προεκλογική περίοδο με τον πρόεδρο του Ταταρστάν (ομόσπονδης δημοκρατίας της Ρωσίας με μουσουλμανικό πληθυσμό). Η συνάντηση είχε διαφημιστεί από το φιλικό προς τον Ραϊσί στρατόπεδο των ΜΜΕ του Ιράν ως συνάντηση με τον “απεσταλμένο του προέδρου Πούτιν”. Τότε τόσο τα μέσα της φράξιας Ρουχανί, όσο και δυνάμεις εθνικιστών μη ρωσόδουλων από την πιο σκληρή συντηρητική φράξια του ιρανικού καθεστώτος (ακόμη και από τους Φρουρούς της Επανάστασης) είχαν καλέσει τη Ρωσία να μείνει μακριά από την εμπλοκή στα εσωτερικά του Ιράν (https://warsawinstitute.org/a-russian-thread-in-iranian-elections/). Ο ιρανικός εθνικισμός έχει άλλωστε ιστορικά αντιρωσική παράδοση, λόγω της επεκτατικής πολιτικής του τσαρισμού από τον 19ο αιώνα και των ταπεινωτικών όρων που έθετε στην Περσία, χρησιμοποιώντας τον ηγεμονισμό και τη στρατιωτική του δύναμη στον Καύκασο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μπρεζνιεφική Μόσχα σε γενικές γραμμές δεν είχε υποστηρίξει τους μουλάδες στον πόλεμο με το Ιράκ το 1980-1988, αντίθετα εξόπλιζε το καθεστώς του Σαντάμ, ενώ και οι Ιρανοί κνίτες του Τουντέχ είχαν χτυπηθεί σκληρά από τον Χομεϊνί τη δεκαετία του ‘80.
Όμως η τραμπικη γραμμή της μετωπικής αντιπαράθεσης με το Ιράν φάνηκε να δικαιώνει ως από μηχανής «ρώσικος» θεός τη θεωρία των πιο λυσσασμένων αντιδυτικών κύκλων της Τεχεράνης ότι η γραμμή σχετικής ύφεσης με τη Δύση είναι άχρηστη και επιζήμια και οδηγεί το Ιράν σε ήττες και σε μείωση του περιφερειακού του ρόλου. Έτσι, ο “αρχιτέκτονας” της συμφωνίας και άνθρωπος της γραμμής Ρουχανί, υπουργός Εξωτερικών Ζαρίφ, υποχρεώθηκε σε ταπεινωτική παραίτηση την οποία ο Ρουχανί τελικώς δεν έκανε δεκτή, ενώ ο Χαμενεΐ, που λειτουργεί και ως εξισορροπητικός παράγοντας μεταξύ των διάφορων τάσεων του καθεστώτος, διόρισε στις αρχές Μαρτίου του 2019 τον φιλοπουτινικό Ραϊσί στη θέση του επικεφαλής του δικαστικού συστήματος της χώρας, το οποίο οι μουλάδες ελέγχουν απολύτως. Εκτός αυτού, και σε μία ακόμη κομβικότερη για το μέλλον του Ιράν νίκη του, ο Ραΐσί εξελέγη α’ αντιπρόεδρος της 88μελούς Συνέλευσης των Ειδικών, του σώματος δηλαδή το οποίο θα εκλέξει τον νέο ανώτατο ηγέτη του Ιράν μετά τον θάνατο ή την παραίτηση του Χαμενεΐ. Ανώτατος ηγέτης σημαίνει σε τελική ανάλυση δικτάτορας του Ιράν, αφού κάθε πράξη του προέδρου, του κοινοβουλίου, των ενόπλων δυνάμεων, του δικαστικού συστήματος ή των Φρουρών της Επανάστασης (του ισλαμοφασιστικού στρατού που οι μουλάδες έχουν φτιάξει δίπλα και παράλληλα στις παραδοσιακές ένοπλες δυνάμεις της χώρας, με πλήρη διάρθρωση στρατού ξηράς, ναυτικού, αεροπορίας και ειδικών δυνάμεων) τελεί υπό την αίρεση της έγκρισης του αρχηγού και “καθοδηγητή” του κράτους.
Το παιχνίδι της Ρωσίας εντός Ιράν παίζουν, ηθελημένα ή αθέλητα, και οι δυνάμεις εκείνες που, σε απάντηση στην αντιιρανική γραμμή του Λευκού Οίκου, κινούνται με ενέργειες όπως οι επιθέσεις σε τάνκερ στα Στενά του Ορμούζ. Αν σκεφτεί πάντως κανείς ότι ο υποστράτηγος των Φρουρών Κασέμ Σολεϊμανί, αρχηγός της Δύναμης Κουντς, που είναι η δύναμη η επιφορτισμένη με τις καλυμμένες επιχειρήσεις εκτός του ιρανικού εδάφους, διατηρεί στενότατες σχέσεις με τη Ρωσία και το ρώσικο στρατιωτικό επιτελείο, ενώ ο ΟΗΕ του έχει επιβάλει κυρώσεις που ουσιαστικά του απαγορεύουν να πατήσει το πόδι του εκτός Ιράν (τις οποίες φυσικά η Ρωσία αγνοεί επιδεικτικά), μπορεί κανείς να σκεφτεί πόσο συντονισμένα μπορεί να δρουν προς όφελος του Κρεμλίνου οι προβοκάτορες και στις δύο πλευρές της αντιπαράθεσης Ουάσινγκτον - Τεχεράνης.
Στην ουσία πάντως, ο Τραμπ δεν επιδιώκει, όπως οι κλασσικοί επεμβατιστές Ρεπουμπλικανοί νεοσυντηρητικοί, τύπου του συμβούλου του για θέματα Εθνικής Ασφάλειας Μπόλτον, μια στρατιωτική αντιπαράθεση με το Ιράν. Εκείνο που θέλει είναι να ενισχύσει, προς όφελος των Ρώσων φίλων του, την αντιδυτική φασιστική γραμμή μέσα στο καθεστώς των μουλάδων και τη στρατηγική εξάρτηση του Ιράν από τη Ρωσία, όπως ήδη έχει συμβεί, με τη Μόσχα να αγοράζει ιρανικό πετρέλαιο έναντι μηχανολογικού εξοπλισμού και τροφίμων.
Αν σκεφτεί κανείς δε ότι, μετά την κτηνώδη δολοφονία του φιλικού προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα Κασόγκι στο σαουδαραβικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, ο Σαουδάραβας μισοδικτάτορας πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν βρέθηκε να υποστηρίζεται από τη Ρωσία και να δέχεται τα πυρά κυρίως των Ευρωπαίων, που κάνουν ό,τι μπορούν όχι για να του κόψουν τις σατράπικες δικτατορικές εκδηλώσεις, αλλά σε τελική ανάλυση για να τον στείλουν μια ώρα αρχύτερα στη Μόσχα - αλλά και το γεγονός ότι ο Ερντογάν, παρά τις ανεξαρτησιακές τάσεις του, είναι αυτός που κατ εξοχήν πιέζεται - μέσω του μετωπου των ξετσίπωτα ρωσόφιλων Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου και του σωβινιστή Νετανιάχου, που εμφανίζονται μάλιστα ως “δυτικός αμερικανόφιλος άξονας” στην ανατολική Μεσόγειο - ώστε να πέσει στην αγκαλιά της Μόσχας, καταλαβαίνει κανείς ότι το σκηνικό μιας πλήρους ενεργειακής ασφυξίας για την Ευρώπη, πραγμα το οποίο αποτελεί όρο για τον παγκόσμιο πολεμικό ξεφάντωμα του ρωσοκινέζικου Άξονα, δεν είναι και τόσο μακρινό - πια - μέλλον.