Έτσι αποδείχτηκε αφενός ότι η ρωσική πρεσβεία συνιστά το πραγματικό πολιτικό επιτελείο της σημερινής κυβερνητικής Ιταλίας και αφετέρου ότι η οικονομική διείσδυση της Μόσχας εκεί συμβαδίζει με τη χειροτέρευση της κατάστασης της ιταλικής εργατικής τάξης. Σε συνθήκες τέτοιου τύπου αρκεί ένα μήνυμα από τον πρέσβη της υπερδύναμης για να πάρει η κυβέρνηση-τσιράκι της αστυνομικά μέτρα και να διαλύσει εργατικές απεργίες και άλλες λαϊκές κινητοποιήσεις. Δικαιολογώντας τη θέση της κυβέρνησής του ο ρώσος πρέσβης, Σεργκέι Ράζοφ, δήλωσε ότι «η Ρωσία διαρκώς προσπαθεί να διασφαλίσει τις καλύτερες συνθήκες για τις ιταλικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία», υπονοώντας ότι θα πρέπει αντίστοιχα οι συνθήκες της εργατικής τάξης στην Ιταλία, καθώς και τις άλλες δυτικές χώρες που έχουν παρόμοια σχέση με τον άξονα, να υποχωρήσουν στο επίπεδο του ανατολικού εργασιακού μεσαίωνα, αλλιώς η Ρωσία θα τις διώξει να πάνε πίσω δηλαδή στα σχετικά πιο ψηλά μεροκάματα των χωρών του πιο σύγχρονου δημοκρατικού καπιταλισμού.
Αυτό το περιστατικό είναι πολύ διδακτικό γιατί δείχνει ότι ο κατευνασμός, ακόμα και η υποταγή του δυτικού μονοπωλιακού κεφάλαιο απέναντι στους ρωσοκινέζους νέος χίτλερ, έχει την πηγή του στην μανία τους να εξασφαλίζουν ψηλότερα κέρδη στα πλαίσια του ανταγωνισμού της με τα άλλα, κυρίως δυτικά μονοπώλια. Όμως το κύριο δίδαγμα είναι το πόσο θράσος έχει αποκτήσει η ρώσικη υπερδύναμη στην Ευρώπη με τη γλοιώδη ή και φιλική στάση που δείχνει απέναντί της και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και ακόμα περισσότερο η ευρωπαϊκή σοσιαλφασιστική «αριστερά».