Άμεσα έγιναν αντιληπτές οι πρώτες πρακτικές συνέπειες της επιβολής του νέου νόμου μέσα στην ειδική περιοχή. Οι αρχές απέσυραν όσα βιβλία από τις βιβλιοθήκες του Χονγκ Κονγκ έκριναν ύποπτα, πολλοί από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης έσπευσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα και να διαλύσουν τις οργανώσεις τους, οι ξένοι δημοσιογράφοι απειλήθηκαν με απέλαση σε περίπτωση που «περνούσαν τη γραμμή» που έθεσαν οι κινέζοι σοσιαλφασίστες πάνω στο πολιτικό ρεπορτάζ ενώ οι αμερικανικές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο αποχώρησής τους από την περιοχή καθώς τίποτα πια δεν εμποδίζει τις κινεζικές αρχές να συλλαμβάνουν στελέχη τους που αρνούνται να τους παραδώσουν ευαίσθητα ηλεκτρονικά δεδομένα.
Η νέα εξέλιξη ήταν υποχρεωτική για την κρατικο-μονοπωλιακή στρατοκρατικο-γραφειοκρατική αστική τάξη του Πεκίνου, η οποία κατέλαβε την εξουσία ανατρέποντας το επαναστατικό προλεταριάτο στα 1978, καθώς η από τα 1989 βίαιη είσοδός της στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αρένα σε συμμαχία με τη ρωσική πυρηνική υπερδύναμη προϋπόθετε το κλείσιμο του εσωτερικού της μετώπου. Γι’ αυτό φρόντισε να καταστείλει την εξέγερση στο Θιβέτ στα 2008, να στείλει την εθνότητα των Ουιγούρων στο Σινγκιάνγκ σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να υποβάλει τον κινεζικό λαό σε μια ασύλληπτη αστυνομική ηλεκτρονική παρακολούθηση και έλεγχο. Τα πρόσφατα επεισόδια στα σύνορα με την Ινδία και οι συνεχείς προκλήσεις στον Ειρηνικό δείχνουν ότι πλησιάζει η ώρα για μια ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση του Πεκίνου στο εξωτερικό και ένας δημοκρατικός θύλακας μέσα στα ρουθούνια του όπως είναι το Χονγκ Κονγκ θα του δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα. Γι’ αυτό βάλθηκε με κάθε τρόπο να κουρελιάσει τη συμφωνία παράδοσης του ’97 που έδινε στην πόλη πολιτική και οικονομική αυτονομία.
Οι κινήσεις των κινέζων σοσιαλιμπεριαλιστών δεν έμειναν αναπάντητες. Μια σειρά κυβερνήσεις της δύσης, κάτω από την πίεση της κοινής τους γνώμης, πήραν μέτρα κατά της Κίνας. Π.χ. η βρετανική κυβέρνηση πρόσφερε τη βρετανική υπηκοότητα σε 3 εκ. κατοίκους του Χονγκ Κονγκ και απαγόρευσε την είσοδο της Huawei στο τηλεπικοινωνιακό της δίκτυο 5G, η αυστραλιανή κυβέρνηση ανέστειλε το σύμφωνο για τις απελάσεις που είχε υπογράψει με το Χονγκ Κονγκ, το ίδιο και η καναδική κυβέρνηση που επιπλέον ανέστειλε την εξαγωγή ευαίσθητου στρατιωτικού εξοπλισμού, η Ουάσιγκτον επέβαλε κυρώσεις σε κινέζους αξιωματούχους που εμπλέκονται σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Σινκιάνγκ ενώ το Νέο Δελχί λόγω των επεισοδίων στα σύνορά του απαγόρευσε 59 κινεζικές εφαρμογές κινητών τηλεφώνων καθώς και άλλες πλευρές των εμπορικών συμφερόντων της Κίνας στην Ινδία. Όμως αυτό είναι το λιγότερο που θα μπορούσαν να κάνουν αυτές οι χώρες απέναντι σε μια τόσο ωμή επιβολή ενώ ακόμα και οι οικονομικές πιέσεις δε φαίνεται να πτοούν τους κινέζους στρατοκράτες-νεοχιτλερικούς. Αυτοί εκμεταλλεύτηκαν τη δίψα των δυτικών μονοπωλίων για φτηνή εργατική σάρκα για να ρουφήξουν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής τους ενώ οι ίδιοι δε σταμάτησαν ποτέ να εξοπλίζονται. Για ένα τέτοιου είδους μονοπώλιο ο στρατός, που είναι επιφορτισμένος με το καθήκον της κατοχής και της καταλήστευσης ξένων και μάλιστα ανεπτυγμένων χωρών, αποτελεί μεγαλύτερη εξασφάλιση για τα κέρδη του παρά ο οποιοσδήποτε ανταγωνισμός σε επίπεδο αγοράς. Μ’ αυτή την έννοια δεν υπάρχει πιο άστοχη εκτίμηση από αυτή που κάνουν οι δυτικοί φιλελεύθεροι αναλυτές όταν αντιπαραβάλλουν τους προηγούμενους δήθεν φιλικούς κινέζους ηγέτες στον σημερινό Ξι. Οι προηγούμενοι, επίσης ωμοί δικτάτορες σε βάρος του λαού στο εσωτερικό της Κίνας, αλλά λιγότερο βίαιοι στο εξωτερικό, αντιστοιχούσαν στην εποχή που το κινέζικο φασιστικό κρατικό μονοπώλιο έπρεπε να καθησυχάζει την Δύση, ώσπου να γιγαντωθεί οικονομικά και στρατιωτικά. Τώρα που γιγαντώθηκε χρειάζεται τον Χίτλερ του και τον Πούτιν του, χρειάζεται πάνω απ όλα τη βία, δηλαδή τον Ξι του. Χωρίς τους Τενγκ Σιαοπίνγκ, Γιανγκ Ζε Μιν και Χου Γιν Τάο, ο Ξι δεν θα υπήρχε, άλλωστε δικτατορεύει με την έγκριση των προκατόχων του και όχι σε οποιαδήποτε σύγκρουση με αυτούς.
Στην ΕΕ η ανάληψη δράσης κατά του κινεζικού σοσιαλιμπεριαλισμού είναι ακόμα δυσκολότερη καθώς εδώ οι πράκτορες του Άξονα έχουν διεισδύσει στις κυβερνήσεις και τις αντιπολιτεύσεις, ιδίως στην υπερδιαβρωμένη Γερμανία με μια πρώην σταζίτισα σαν την Μέρκελ να είναι ο πολιτικός αρχηγός όχι μόνο όλης της γερμανικής αστικής τάξης αλλά όλης της ΕΕ. Πιστεύουμε ότι η Κίνα λογάριασε ότι η καλύτερη στιγμή για την κατοχική δικτατορία της στο Χονγκ Κονγκ ήταν στην αρχή της ανάληψης της εξάμηνης προεδρίας της ΕΕ από τη Γερμανία. Ταυτόχρονα και η γαλλική αστική τάξη, παρόλο που πολιτικοστρατιωτικά και ενεργειακά είναι πολύ πιο ανεξάρτητη από τη Ρωσία από όσο η γερμανική, έχει κι αυτή στενή συνεργασία με την πρώτη επειδή αυτή και μόνο της ικανοποιεί εν μέρει τα ανίκανα γεροντικά ιμπεριαλιστικά της πάθη στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή.
Να γιατί η γερμανογαλλική πρωτοβουλία για επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία λόγω του διαμελισμού της Ουκρανίας και της προσάρτησης της Κριμαίας κατέληξε σε φιάσκο και τα μέτρα που πάρθηκαν από την ΕΕ είχαν συμβολικό χαρακτήρα. Απέναντι στην Κίνα η στάση της Γερμανίας είναι χειρότερη ακόμα και από όσο είναι απέναντι στη Ρωσία. Αυτό γιατί ένα πελώριο μέρος της γερμανικής παραγωγής, ιδιαίτερα της βαριάς βιομηχανικής, απορροφιέται από την Κίνα. Έτσι κανείς δεν κυνήγησε τη Μέρκελ στη Γερμανία όταν ξεδιάντροπα δήλωσε ότι ο κατοχικός ναζιστικού τύπου νόμος για την ασφάλεια στο Χονγκ Κονγκ δεν είναι λόγος για πάγωμα των συνομιλιών με το Πεκίνο. Επίσης και η ρωσόφιλη κυβέρνηση της Ιταλίας δεν κατήγγειλε τον νόμο για το Χονγκ Κονγκ (https://formiche.net/2020/07/did-someone-said-hong-kong-china-crackdown-divides-italy/). Όμως η σωτηρία για τους κινέζους φασίστες ήταν η αντίθεση της Ελλάδας και της Ουγγαρίας που έπαιξαν καίριο ρόλο ώστε να μην εξεταστούν λεπτομερώς σκληρά μέτρα κατά της Κίνας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο!!! (https://www.globaltimes.cn/content/1194542.shtml). Αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά πόσο πιο πολύτιμη είναι η Ελλάδα για τη Ρωσία (που θυμόμαστε πως την είχε σώσει από κλιμάκωση των δυτικών κυρώσεων επί Κοτζιά) και την Κίνα, αν βρίσκεται μέσα στην ΕΕ δίνοντας λίγη πολιτική ελευθερία στους υπηκόους της, μια επίφαση πολιτικοοικονομικής εξουσίας στην ΕΕ, και βάσεις στο ΝΑΤΟ για να επιτίθεται αυτό στον Τρίτο Κόσμο, παρά αν βρίσκεται έξω από αυτήν.
Παρά την κατευναστική πολιτική της Δύσης οι δυτικές κυρώσεις απέναντι στην Κίνα είναι μια ένδειξη του ότι όσο αγριεύουν οι επιθετιστές η ανάγκη δημιουργίας ενός παγκόσμιου αντιφασιστικού αντιφαιο-«κόκκινου» μετώπου γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Σύμφωνα με πολλούς δυτικούς αναλυτές, το Πεκίνο πολεμάει απέναντι σε ένα ολοένα και πλατύτερο μέτωπο δυνάμεων που οδηγεί σε μια μελλοντική «παγκόσμια συμμαχία» εναντίον του (FT, στο ίδιο). Ο θανάσιμος κίνδυνος εδώ για την Ευρώπη αλλά και για την ευρωαμερικανική συνεργασία ενάντια στον Άξονα έγκειται στη συγκέντρωση των πυρών ενάντια στην μακρινή Κίνα για να αφεθεί απέξω ή ακόμα χειρότερα να θεωρηθεί εν δυνάμει σύμμαχος ενάντια στην Κίνα ο διπλωματικός και στρατιωτικός επικεφαλής του νεοναζιστικού Άξονα που είναι η Ρωσία του Πούτιν. Αυτή η ταχτική εφαρμόζεται κατά κόρον από πράκτορες αυτού του άξονα μέσα στις δυτικές κυβερνήσεις. Ο ανοιχτά ρωσόδουλος Τραμπ είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ενός θορυβώδους αντικινεζισμού δεξιού εθνορατσιστικού τύπου ή τύπου ιμπεριαλιστικού οικονομικού πολέμου, ο οποίος λειτουργεί σαν κούφιος αντιπερισπασμός υπέρ της Ρωσίας. Μια τέτοιου είδους «αντικινέζικη» θέση κράτησε για το Χονγκ Κονγκ και ο Σαλβίνι στην Ιταλία. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις του Άξονα φροντίζουν να συντηρούν με τη διπλωματική τους δραστηριότητα τέτοιες αυταπάτες. Δηλαδή τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα ενώ είναι αδέλφια σε όλη την αντιδημοκρατική και αντιδυτική στρατηγική τους εκεί που ο καθένας εκδηλώνει το πρακτικό κέντρο της πολιτικοστρατιωτικής επίθεσής του, δηλαδή η Ρωσία στην Ευρώπη και η Κίνα στην Ανατολική και Νότια Ασία, ο άλλος κάνει το κορόιδο, δηλαδή δεν εγκρίνει αυτές τις ενέργειες του αδελφού του αλλά ούτε τις καταδικάζει. Έτσι η Κίνα πχ δεν ενέκρινε το διαμελισμό της Ουκρανίας, ενώ και η Ρωσία δεν ενέκρινε την βίαιη προσάρτηση του Χονγκ Κονγκ.
Όμως αυταπάτες και μάλιστα καταστροφικές υπάρχουν και στο εσωτερικό του δημοκρατικού κινήματος στο Χονγκ Κονγκ. Η επέμβαση στο Χονγκ Κονγκ έγινε δυνατή μόνο μέσα από την εσωτερική υπονόμευση και πολιτική αποδυνάμωση του δημοκρατικού κινήματος στο Χονγκ Κονγκ που την προκάλεσαν οι εθνοφασιστικές τάσεις του λοκαλισμού. Δες κείμενο ΟΑΚΚΕ πριν από 9 μήνες (https://www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-23-31/item/1167-). Αυτόν τον ενθάρρυνε και σε πρώτη φάση τον αντάμειψε πολιτικά το κινέζικο σοσιαλφασιστικό καθεστώς σε βάρος των δημοκρατών, όπως η πουτινική Ρωσία είχε ενθαρρύνει και είχε ανταμείψει τους εθνορατσιστικά αντιρώσους χιτλερικούς του Δεξιού Τομέα ώστε να παίξουν ηγετικό ρόλο στην καθαίρεση του Γιαννούκοβιτς και έτσι να προβοκάρουν όλο το δημοκρατικό κίνημα. Οι γενικά αντικινέζικες, συχνά εθνορατσιστικού τύπου λοκαλιστικές τάσεις τελικά κυριάρχησαν μέσα στο κίνημα και απομόνωσαν το δημοκρατικό κίνημα του Χονγκ Κονγκ από τον κινέζικο ηπειρωτικό πληθυσμό και τους τόσο πολύτιμους ηρωικούς δημοκράτες του. Είναι επίσης αυτές οι ίδιες τάσεις που προβάλλοντας τον αποκρουστικό φασίστα Τραμπ και τη χειρότερη μορφή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σαν προστάτη του κινήματός τους απομόνωσαν το κίνημα από την παγκόσμια δημοκρατική αριστερά στην οποία δουλεύει ο σοσιαλφασισμός και γι αυτόν οι σημαίες με τον Τραμπ (που οι ίδιοι καθόλου δεν αντιπαθούν) είναι προπαγανδιστικό δώρο εξ ουρανού.
Το παράδειγμα του Χονγκ Κονγκ προσφέρει χρήσιμα διδάγματα για το αντιφασιστικό κίνημα του μέλλοντος και για το είδος της πολιτικής πάλης που θα χρειαστεί να δοθεί αν κάποια στιγμή ο λαός αντιληφθεί σαν κύριο εχθρό το σοσιαλφασισμό και θελήσει να του αντισταθεί.