Στο βάθος δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο. Το Ισραήλ είναι κι αυτό ένα αστικό κράτος και μάλιστα κυρίως το νεαρό κράτος ενός νεαρού έθνους, του εβραϊκού ισραηλίτικου. Και ζει κι αυτό με τις αυταπάτες αλλά και τις αδυναμίες και τις αθλιότητες της ηγετικής τάξης του.
Το ότι όλοι οι Εβραίοι στον κόσμο θέλουν αυτό το κομμάτι γης σαν το έσχατο καταφύγιο τους από έναν νέο παγκόσμιο γενοκτονικό διωγμό τους είναι κάτι που βγαίνει μέσα από τις ασύλληπτα σκληρές εμπειρίες τους και έχει απόλυτη ηθική και πολιτική νομιμότητα. Όμως καμιά χώρα, πόσο μάλλον μια μικρή χώρα σαν το Ισραήλ, δεν μπορεί να είναι καταφύγιο κανενός, αν δεν στηρίζει την άμυνα και την ύπαρξη του πολύ περισσότερο από όσο στο στρατό του στη δημοκρατική αντιφασιστική ενιαιομετωπική πάλη όλων των λαών της γης, οπότε και στο κύρος που έχει στους κόλπους αυτών των λαών. Γιατί το παγκόσμιο αντιφασιστικό μέτωπο δεν είναι μια γλυκερή ανθρωπιστική ονειροφαντασία, είναι ιστορικά αναπόφευκτο για τον εξής απλό λόγο: επειδή το ίδιο είδος ιμπεριαλισμού που θέλει να εξοντώσει τους Εβραίους και το κράτος τους, θέλει να εξοντώσει κάθε δημοκράτη και αντιφασίστα, κάθε ελεύθερο και αξιοπρεπή άνθρωπο στη γη, και τελικά κάθε χώρα που θέλει να είναι ανεξάρτητη και που αντιστέκεται στην αναγκαστικά βίαιη και ρατσιστική του κυριαρχία. Η ανομολόγητη αξίωση για την εξολόθρευση του Εβραίου σαν τέτοιου, που σήμερα κρύβεται πίσω από την αξίωση για την κατάργηση μόνο ενός κράτους στη γη, του «εγκληματικού κράτους των Εβραίων», είναι απλά το πρώτο διεθνές μάθημα και το πρώτο τεστ κανιβαλισμού στο οποίο ο υποβάλει ο ρωσοκινεζικός νεοχιτλερικός άξονας τους λαούς όλης της γης. Την ίδια ώρα ο ίδιος Άξονας και ειδικά ο ηγέτης του, η Ρωσία, κάνουν τα πάντα για να δουλέψουν από τα μέσα και να κακοφορμίσουν όλες τις αρρώστιες της τάξης που διοικεί αυτό το κράτος-καταφύγιο από τις οποίες η χειρότερη και πιο δεμένη με τις πρώτες φάσεις της ύπαρξης σχεδόν κάθε εθνικού κράτους είναι ο επεκτατικός σοβινισμός, η μεγαλοκρατική του αρρώστια. Αυτή είναι η εικόνα που θέλουν οι κανίβαλοι να δίνει το Ισραήλ προς τα έξω. Είναι ο μόνος τρόπος για να κάνουν οι νεοχιτλερικοί το μελλοντικό θύμα τους να μοιάζει με το τέρας που περιγράφουν στις μάζες.
Ο επεκτατισμός με το πρόγραμμα του Μεγάλου Ισραήλ που θα έπρεπε τάχα να πιάνει όλο το έδαφος του βιβλικού Ισραήλ υπήρχε στους κόλπους του σιονιστικού κινήματος, δηλαδή του εβραϊκού εθνικού κινήματος, πριν κιόλας από τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ το 1948, λίγο μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο. Από τότε υπήρχαν δύο χοντρικές τάσεις. Η μία τάση ήταν η σαφώς πλειοψηφική, αυτή η σε γενικές γραμμές προοδευτική και δημοκρατική του εργατικού σιονισμού όπου ήταν πιο ισχυρή η σοσιαλδημοκρατία αλλά είχε αρκετή δύναμη και η σοσιαλιστική αριστερά, π.χ. που ήθελε τα δυο κράτη στην Παλαιστίνη το εβραϊκό και το παλαιστινιακό. Μάλιστα η πιο αριστερή τάση σε αυτό το ρεύμα, η κομμουνιστική διεθνιστική (που ένα κομμάτι της ήταν τα μέλη της Μπουντ του ΣΔΕΚΡ), είχε παλέψει μαζί με τους παλαιστίνιους κομμουνιστές ακόμα και για την ενότητα των δύο εθνών μέσα στο ίδιο κράτος, γραμμή που δεν προχώρησε κυρίως εξαιτίας της κυριαρχίας της αντίδρασης στο παλαιστινιακό εθνικό κίνημα. Έτσι διαμορφώθηκαν τα δύο εδαφικά ξεχωριστά έθνη-κράτη.
Η άλλη τάση, η μειοψηφική στο σιονιστικό κίνημα, η λεγόμενη «αναθεωρητική (ρεβιζιονιστική)» με επικεφαλής τον Ζέεφ Γιαμποτίνσκυ, ήταν εθνοσοβινιστική και με ιδεολογικούς δεσμούς στο μεσοπόλεμο με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Αυτή η τάση ήθελε εξ αρχής το Μεγάλο Ισραήλ, δηλαδή ήθελε τους παλαιστίνιους Άραβες υποτελείς ή διωγμένους από το Ισραήλ. Από αυτή την τάση γεννήθηκε το αντιδραστικό κόμμα Λικούντ και αυτηνής παιδιά ήταν οι πρωθυπουργοί Μπέγκιν, Γιτζάκ Σαμίρ, Σαρόν και, τελικά ο χειρότερος απ όλους, ο προβοκάτορας Νετανιάχου. Μάλιστα ο δεύτερος από αυτούς ήταν στέλεχος της πιο αντιδραστικής ομάδας των ρεβιζιονιστών, αυτών της ομάδας Στερν που έφτασε να παίρνει όπλα από τους χιτλερικούς ενάντια στην Αγγλία στη διάρκεια του Β παγκόσμιου πόλεμου επειδή η Αγγλία επεδίωκε συμμαχία με τους μετριοπαθείς Άραβες, ενώ το προοδευτικό σιονιστικό ρεύμα πολέμησε σταθερά στο αντιφασιστικό μέτωπο. Ήταν η πρώτη φορά που εβραϊκή ακροδεξιά βρέθηκε να συμμαχεί αντικειμενικά με τους Παλαιστίνιους που τότε πολέμησαν με την επίσημη ηγεσία τους ανοιχτά στο πλευρό του Χίτλερ σαν στρατολογητές μουσουλμάνων στα βαλκανικά Βάφεν SS. Οι ρεβιζιονιστές σιονιστές μπόρεσαν να γίνουν ένα ισχυρό ρεύμα στο Ισραήλ, όταν μετά τον άδικο από την πλευρά των αραβικών χωρών πόλεμο του 1967 εξασφάλισαν την κατοχή της Δυτικής Όχθης. Έτσι δυνάμωσαν οι επεκτατικές διαθέσεις γενικά στην αστική τάξη και οι ρεβιζιονιστές πήραν μαζί τους και το πιο δεξιό κομμάτι του εργατικού σιονισμού, κατ αρχήν με τον Νταγιάν και αργότερα με την ίδια την Γκόλντα Μέιρ. Αυτοί που ενίσχυσαν στην πραγματικότητα αυτό το δεξιό επεκτατικό ρεύμα, αν και με διαφορετικό τρόπο, ήταν οι δύο ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις στον ανταγωνισμό τους για τον έλεγχο της περιοχής.
Ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός κύριος υποκινητής της Ισραηλο -Παλαιστινιακής σύγκρουσης
Τον ενεργητικό ρόλο στην ενδυνάμωση της ισραηλοπαλαιστινιακής αντίθεσης αλλά και του ισραηλινού επεκτατισμού τον έπαιζε η υπό μεγαλορώσικη κυριαρχία ΕΣΣΔ, δηλαδή αυτή μετά τα 1956. Αυτή από τη μια έσπρωχνε όλα τα αραβικά κράτη και ειδικά τους Παλαιστίνιους να μην αναγνωρίζουν την ύπαρξη του Ισραήλ, ενώ η ίδια έσπρωχνε την ισραηλινή δεξιά να είναι πιο αδιάλλακτη υποσχόμενη ότι θα έστελνε στο Ισραήλ εβραίους από την ΕΣΣΔ σαν εποικιστές της Δυτικής Όχθης, πράγμα που τελικά έκανε σε πελώρια κλίμακα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Πιο παθητικά αρνητικό ρόλο έπαιζαν οι ΗΠΑ. Αυτές για να μην χάσουν τους Άραβες δεν ενθάρρυναν, ως τη ρωσόφιλη προεδρία Τραμπ, την ισραηλινή δεξιά να προσαρτήσει τα Κατεχόμενα προτιμώντας όσο δεν υπήρχε ένα εθνικά ανεξάρτητο παλαιστινιακό κίνημα να περάσουν στα χέρια της φιλικής τους Ιορδανίας στην οποία κατέφευγε ένα μεγάλο μέρος από τους παλαιστίνιους πρόσφυγες από τους πολέμους του 1948 και του 1967. Από την άλλη οι ΗΠΑ δεν πίεζαν το Ισραήλ να κάνει πραγματικές υποχωρήσεις στο ίδιο το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα για να μην αποθαρρύνουν έναν πολύτιμο σύμμαχό στην περιοχή των πετρελαίων που να στέκεται απέναντι στους πιο ανεξάρτητους και πολιτικοστρατιωτικά ισχυρούς άραβες εθνικιστές όπως ήταν ο Νάσερ ή ο Σαντάμ. Μόνο μετά την ήττα τους στο Βιετνάμ το 1975, που σηματοδότησε την αρχή της στρατηγικής πτώσης τους σαν υπερδύναμης, οι ΗΠΑ άρχισαν να επιδιώκουν μια αραβο-ισραηλινή και ισραηλο-παλαιστινιακή συμφωνία ειρήνευσης για να μη χάσουν και τους Άραβες και το Ισραήλ από την όξυνση αυτών των αντιθέσεων που υποδαύλιζε με όλο και μεγαλύτερη επιτυχία η ανερχόμενη διπλωματικά αν και πιο αδύναμη οικονομικά και στρατιωτικά ρώσικη υπερδύναμη. Αυτή η υποδαύλιση συνεχίστηκε και στην περίοδο που η Ρωσία προσποιήθηκε την εξαφανισμένη μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ στα 1990.
Γενικά την επεκτατική αρρώστια σε κάθε έθνος και κάθε κράτος την ενθαρρύνει πιο δραστήρια κάθε ιμπεριαλισμός φασιστικού τύπου, που είναι εκείνος που έρχεται σχετικά καθυστερημένος στη μοιρασιά του κόσμου, (παλιά Γερμανία, Ιαπωνία και Ιταλία απέναντι στην πιο ισχυρή οικονομικά Αγγλία, σήμερα Ρωσία, Κίνα απέναντι στις πιο ισχυρές οικονομικά ΗΠΑ), οπότε επιδιώκει από τη φύση του μια ανατροπή με τη βία του ισχύοντας ιμπεριαλιστικού στάτους κβο. Έτσι επιδιώκει μια επιθετική αποκτήνωση των πάντων μέσα από την οποία αυτός μπορεί να βρίσκει σαν συμμάχους τους χειρότερους και ταυτόχρονα να αλληλοεξοντώνει τους εχθρούς του. Ένας μεγάλος στόχος του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού, ο οποίος βγήκε μέσα από την ανατροπή εκ των ένδον και την αρπαγή της εργατικής εξουσίας στην ΕΣΣΔ και είχε γι αυτό από την αρχή φασιστικά χαρακτηριστικά, ήταν το να δυναμώσει την έχθρα όλων των αραβικών και μουσουλμανικών εθνών, με το Ισραήλ. Έτσι ξαναζωντάνεψε μέσα τους ως αντισιονισμό τη νικημένη στο Β παγκόσμιο πόλεμο κακή κληρονομιά του γερμανικού ναζιστικού ιμπεριαλισμού, που ήταν ο αντισημιτισμός. Αυτός βρήκε τότε ένα πολύ εύφορο έδαφος στη φεουδαρχική αντίδραση του αραβικού κόσμου που μόλυνε και τα αραβικά εθνικά αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Ήδη από αυτού του είδους την τεχνητή υπερόξυνση της αντίθεσης των Αράβων και των Μουσουλμάνων όλου του κόσμου με μια χώρα με τόσο μικρό πληθυσμό σαν το Ισραήλ η νεοτσαρική Ρωσία έχει καταφέρει να δηλητηριάσει με το νεοχιτλερικό αντισημιτισμό πελώριους πληθυσμούς στη γη, ενώ δευτερευόντως έχει καταφέρει να φτιάξει κυρίως στη Δύση έναν ρατσιστικής φύσης αντιμουσουλμανικό φόβο.
Το κλειδί για τη διατήρηση ανοιχτής της αντισημιτικής πληγής είναι η παρεμπόδιση της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους
Το βασικό πρακτικό μέτρο που παίρνει ο ρώσικος ιμπεριαλισμός για να μην επιτρέπει την ενότητα του Ισραήλ με τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο είναι να εμποδίζει τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους, δίπλα στο κράτος του Ισραήλ, όπως επέβαλε η ιστορική απόφαση 242 του 1947 του ΟΗΕ. Σε αυτή την απόφαση είχε πρωτοστατήσει η ΕΣΣΔ όταν ήταν σοσιαλιστική, όπως πρωτοστάτησε και στη διπλωματική αλλά και στρατιωτική υπεράσπιση του νεαρού κράτους του Ισραήλ όταν τα αραβικά κράτη κάτω από την ηγεσία του αγγλικού ιμπεριαλισμού του επιτέθηκαν το 1948 από όλες τις πλευρές για να το εξαφανίσουν.
Αντίθετα δηλαδή από τα παραμύθια που λένε κυρίως οι «αριστεροί» αντισημίτες στους λαούς ότι ο αγγλικός ιμπεριαλισμός έφτιαξε το Ισραήλ για να υποτάξει τους άραβες, ήταν ακριβώς αυτός ο κύριος αρνητής της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ τη στιγμή που αυτό ήταν έτοιμο να ανακηρυχθεί από τον ΟΗΕ μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, μαζί με το παλαιστινιακό κράτος και δίπλα σε αυτό. Αυτή τη στάση την κράτησε η Αγγλία, επειδή από μια μεγάλη εθνικοπατριωτική δύναμη του αντιφασιστικού πολέμου μετατράπηκε σύντομα μετά το νικηφόρο τέλος του στην πιο δεξιά πτέρυγα του παλιού ιμπεριαλιστικού κόσμου προκειμένου να διασώσει τις αποικίες της. Για να κερδίσει την αραβική αντίδραση, δηλαδή τις μοναρχίες της Αιγύπτου, της Συρίας, του Ιράκ, της Ιορδανίας που ήταν φανατικά εχθρικές στον προοδευτικό και κοινωνικό σχηματισμό που έστηναν οι κυρίως δημοκρατικοί εβραίοι στην περιοχή της Παλαιστίνης και ταυτόχρονα για να εμποδίσει τα νέα εθνικά αντιιμπεριαλιστικά κινήματα να αυτονομηθούν ιδεολογικά απέναντι σε αυτές τις μοναρχίες, η Αγγλία, συμπαρατάχθηκε αποφασιστικά με τις αραβικές μοναρχίες ενάντια στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Στην ουσία δηλαδή, και όχι τυχαία, στον πόλεμο του 1948 ενάντια στο νεοδημιουργημένο κράτος του Ισραήλ η Αγγλία και οι αραβικές μοναρχίες πήραν τη θέση της χιτλερικής Γερμανίας στο ρόλο του προστάτη του τότε αντιδραστικού παλαιστινιακού κινήματος. Γι αυτό το λόγο οι «αριστεροί» αντισημίτες κρύβουν συστηματικά το ότι το πρώτο κίνημα των Παλαιστινίων ενάντια στη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους ακόμα και ενός κράτους κοινού για Εβραίους και Παλαιστίνιους πριν από το β παγκόσμιο πόλεμο, ήταν το κίνημα του φεουδάρχη μουφτή της Ιερουσαλήμ Αλ Χουσεϊνί. Αυτός συνεχίζει και σήμερα να θεωρείται πρωτεργάτης του παλαιστινιακού εθνικισμού, ήρωας της Χαμάς, και για ένα μεγάλο αρχικό διάστημα και της Φατάχ, ενώ στον β παγκόσμιο είχε στρατολογήσει τους μουσουλμάνους των Waffen SS. Το Ισραήλ μπόρεσε να γεννηθεί σαν κράτος ακριβώς επειδή έδωσε εξετάσεις αντιφασισμού σε μια κρίσιμη στιγμή για την ανθρωπότητα και επειδή η σοσιαλιστική σταλινική ΕΣΣΔ στάθηκε με σταθερότητα και συνέπεια απέναντι στην Αγγλία με αντιφασιστικό αλλά και αντιιμπεριαλιστικό σθένος. Μάλιστα οι ΗΠΑ, που οι «αριστεροί» αντισημίτες θεωρούν σαν τον κατ εξοχήν ιδρυτή και στυλοβάτη του κράτους του Ισραήλ, κράτησαν μια συμβιβαστική θέση απέναντι στην Αγγλία και στις αραβικές μοναρχίες, που θα γινόταν αρνητική αν δεν ήταν αποφασιστική η ΕΣΣΔ. (Γι αυτην την περίοδο σύντομα θα μεταφράσουμε και θα δημοσιεύσουμε στην ιστοσελίδα της ΟΑΚΚΕ σχετικά κείμενα).
Οι «αριστεροί» αντισημίτες επειδή δεν μπορούν να αρνηθούν τον κρίσιμα εχθρικό ρόλο του αγγλικού ιμπεριαλισμού και τον καθοριστικό της ΕΣΣΔ στην ίδρυση και αναγνώριση του ισραηλινού κράτους αναδεικνύουν σαν κεντρική την ενδιάμεση εποχή του σχηματισμού του εβραϊκού ισραηλινού έθνους κατά την οποία το πολιτικό κίνημα του σιονισμού, δηλαδή το οργανωμένο κίνημα εποικισμού της Παλαιστίνης από τους Εβραίους της διασποράς που δοκίμαζαν διωγμούς στην Ανατολική Ευρώπη, συμμάχησε με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό για να εγκατασταθεί πιο μαζικά στην Παλαιστίνη. Αυτή ήταν η εποχή του αγγλικού Προτεκτοράτου της Παλαιστίνης που στήθηκε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο πάνω στο έδαφος της νικημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως στήθηκε το γαλλικό Προτεκτοράτο της Συρίας και το αγγλικό Προτεκτοράτο του Ιράκ. Για να εμφανίσουν την εγκατάσταση των Εβραίων σαν μια ιμπεριαλιστική εισβολή εποικιστών μέσα σε ένα σχηματισμένο εθνικό κράτος, κρύβουν ότι δεν υπήρχε τότε κανένα εθνικό κράτος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή ότι τότε σχηματίζονταν τα αντίστοιχα έθνη μέσα από τις εθνικές αστικές τους τάξεις. Ακόμα κρύβουν ότι δεν υπήρχε ακόμα κανένα έθνος που να ονομάζει τον εαυτό του παλαιστινιακό ακριβώς επειδή δεν υπήρχε ακόμα μια υπολογίσιμη παλαιστινιακή εθνική αστική τάξη, αλλά φεουδάρχες που πουλούσαν τη γη στους εποίκους. Επίσης κρύβουν ότι ήταν κιόλας από τα 1880, δηλαδή 15 χρόνια πριν συγκροτηθεί το σιονιστικό κίνημα και 20 χρόνια πριν καν από την ιμπεριαλιστική εποχή όταν εγκαταστάθηκαν τα δύο πρώτα αλλεπάλληλα κύματα Εβραίων εποίκων (κάθε κύμα ονομάζεται Αλίγια) που βρήκαν αυτή τη λύση σαν αυθόρμητο διέξοδο ζωής για τα αντισημιτικά πογκρόμ της Ανατολικής Ευρώπης. Η καταφυγή τους, σαν μύθος επιστροφής, στο Ισραήλ ήταν μια από τις αυθόρμητες απαντήσεις των εβραϊκών μαζών- και τότε όχι η πιο προοδευτική- στην πιο μεγάλη κατάρα της φεουδαρχικής αντίδρασης στην αστική δημοκρατική εξέλιξη, που ήταν τα αντιεβραϊκά πογκρόμ με κέντρο τους τον πιο μεγάλο εχθρό των δημοκρατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη που λεγόταν τσαρισμός. Αλλά και οι κατοπινές Αλίγιες, εκείνες του σιονισμού, που χρησιμοποίησαν τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στον ανταγωνισμό του με το γαλλικό και κυρίως το γερμανικό για να εγκατασταθούν στο αγγλικό προτεκτοράτο της Παλαιστίνης, δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από ότι μια σειρά εθνότητες σε όλη την υφήλιο που χρησιμοποίησαν τον ιμπεριαλισμό ή χρησιμοποιήθηκαν από αυτόν για να κατακτήσουν μια θέση στον ήλιο, αλλά μετά συγκρούστηκαν μαζί του. Ήταν η ίδια εποχή που σχηματίζονταν τα προτεκτοράτα της Συρίας και του Ιράκ. Τέλος ένα άλλο κρίσιμο σημείο που κρύβουν οι αντισημίτες στην ιστορία του σχηματισμού του Παλαιστινιακού έθνους είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των παλαιστινιακών πληθυσμών, ανάμεσα τους αρκετοί που στους κατοπινούς πολέμους γίναν και πρόσφυγες, ήταν στην πρώτη τους γενιά μετανάστες που πήγαν από άλλες αραβικές χώρες για να βρουν δουλειά στο Ισραήλ επειδή ήταν το πιο ανεπτυγμένο βιομηχανικό κράτος στο μεσανατολικό χώρο.
Το ότι αυτές οι αλήθειες σήμερα έχουν κυριολεκτικά εξαφανιστεί από τα μάτια της αριστεράς, ιδίως έχει πνιγεί ο ρόλος της ΕΣΣΔ και του παγκόσμιου αντιφασιστικού αγώνα στη γέννηση του κράτους του Ισραήλ, οφείλεται στο ότι την ιστορία της ΕΣΣΔ αλλά και του παγκόσμιου προοδευτικού κινήματος τη γράφουν εδώ και 65 χρόνια οι καπιταλιστές, ιμπεριαλιστές και φασίστες-αντισημίτες τύπου Χρουστσόφ και Μπρέζνιεφ που κατέλαβαν την εξουσία στην ΕΣΣΔ στα 1956. Αυτοί έχουν επιγόνους τους ταυτόχρονα τους Πούτιν και τους Ζιουγκάνοφ, τον καθέναν γι άλλο ρόλο, του Τσάρου ή του Λένιν ανάλογα, και με τους πράκτορες και τους φίλους τους, ειδικά με τους κάθε λογής αποστάτες και διαστρεβλωτές του μαρξισμού έχουν υφαρπάξει και σηκώνουν από τότε σχεδόν όλα τα σφυροδρέπανα του πλανήτη και τα λερώνουν με τον ανοιχτό ή συνήθως τον κρυμμένο αντισημιτισμό τους.
Τελευταία ο Πούτιν για να παίξει το στρατηγικό παιχνίδι του δίπολου που αναλύουμε σε αυτό το κείμενο και από την πλευρά της ακροδεξιάς του Ισραήλ, φέρνει στην επιφάνεια και μάλιστα με καμάρι τον πραγματικό ρόλο της ΕΣΣΔ στην αναγνώριση και στρατιωτική στήριξη του κράτους του Ισραήλ, αλλά προς το παρόν κυρίως για κατανάλωση του εβραϊκού στοιχείου του Ισραήλ.
Μόνο μεγάλοι σφετεριστές και αδίστακτοι προβοκάτορες θα μπορούσαν τη διεθνιστική στάση της σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ το 1948 να τη μετατρέψουν σε εκείνη της χρουστσοφικής-μπρεζνιεφικής ΕΣΣΔ και τώρα εκείνη της πουτινικής Ρωσίας, που έχουν ένα κοινό σημείο: Ενώ ποτέ δεν έπαψαν να αναγνωρίζουν το κράτος του Ισραήλ κάνουν τα πάντα για να το απομονώσουν εξωτερικά αλλά και να το διαβρώσουν και να το προβοκάρουν από τα μέσα, με τελικό στόχο να φουντώσουν σε όλο τον κόσμο το γενοκτονικό αντισημιτισμό με όλες του τις μορφές, δεξιές και «αριστερές».
Η δουλειά και στους δύο πόλους της ισραηλο-παλαιστινιακής αντίθεσης
Η ρώσικη σοσιαλιμπεριαλιστική διπλωματία για να εμποδίσει τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ, δουλεύει – όπως γενικά συνηθίζει να κάνει- και από τις δύο πλευρές της αντίθεσης, δηλαδή και στην παλαιστινιακή και στην ισραηλινή, αν και κύρια στην πρώτη.
Αυτό που προσπαθεί να κάνει η Ρωσία μέσα στην ίδια την παλαιστινιακή αλλά και ευρύτερα στην αραβική και μουσουλμανική πλευρά, είναι να δυναμώσει τις αντισημιτικές πολιτικές και ιδεολογικές φράξιες, που γενικά είναι οι πιο επεκτατικές-μεγαλοκρατικές, ώστε να μην αναγνωρίσουν ποτέ το ισραηλινό κράτος, άρα να μην δεχτούν να υπάρχει ένα παλαιστινιακό κράτος δίπλα στο Ισραήλ. Η γραμμή όλων αυτών είναι ότι μια ανεξάρτητη Παλαιστίνη πρέπει να περιλαμβάνει όλο το έδαφος του Ισραήλ, δηλαδή προϋποθέτει την εξαφάνισή του δεύτερου. Όμως τα δύο αυτά έθνη είναι εξαιρετικά σύγχρονα, παρά τις διαφορετικού τύπου ιστορικές αναφορές τους, και έχουν ανδρωθεί παράλληλα οικονομικά πιο πολύ δεμένα το ένα από το άλλο, παρά σε σύγκρουση μεταξύ τους, μια σύγκρουση που την υπέθαλπαν κυρίως οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και αρχικά οι άραβες φεουδάρχες. Παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των αντισημιτών να κατεδαφίσουν αυτή τη θέση είναι αποδειγμένο ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των παλαιστίνιων, για κάποιους ακόμα και πλειοψηφικό, που ζουν στη Δυτική Όχθη ή γίνανε πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες μετά τον πόλεμο του 1948 είναι απόγονοι μεταναστών από άλλες αραβικές χώρες που όπως αναφέραμε πιο πάνω ήρθαν στην περιοχή για να δουλέψουν σαν εργάτες στις βιομηχανικές πόλεις που κυρίως έκτισαν οι Εβραίοι έποικοι στο Ισραήλ, ή σε ένα μικρότερο μέρος αρχικά σαν εργάτες γης.
Οι σχέσεις της Ρωσίας με τη δεξιά και την ακροδεξιά του Ισραήλ
Την ίδια στιγμή η Ρωσία κάνει τα πάντα για να δυναμώσει μέσα στο Ισραήλ τις πιο δεξιές τάσεις του που προβάλουν σαν πρόσχημα επέκτασης το ότι ένα παλαιστινιακό κράτος, αν κάποτε δημιουργηθεί θα είναι από τη φύση του ένα αγκάθι για την ασφάλεια του Ισραήλ, οπότε είναι καλύτερα να μην δημιουργηθεί ποτέ. Έτσι όσο δεν δημιουργείται αυτό το κράτος, το συγκεκριμένο κομμάτι γης μπορεί να το κατατρώει πολύ πιο εύκολα και να το αποικιοποιεί το Ισραήλ, πράγμα που διαφθείρει την αστική τάξη και τον ισραηλινό λαό γενικότερα και δυναμώνει τη δεξιά επεκτατική γραμμή. Για να υλοποιήσει αυτήν την πολιτική η δεξιά και η ακροδεξιά του Ισραήλ, σιονιστική ή ορθόδοξη εβραϊκή έχουν εκπονήσει την πολιτική των ισραηλινών οικισμών μέσω της οποίας, υφαρπάζουν, κατατεμαχίζουν και στραγγαλίζουν τα Κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.
Αν παρακολουθήσει κανείς την εσωτερική πολιτική στην Παλαιστίνη και στο Ισραήλ θα διαπιστώσει ότι οι πιο ρωσόφιλες δυνάμεις μέσα τους ήταν αυτές που τορπίλιζαν τη δημιουργία του Παλαιστινιακού κράτους. Όσο δεν υπάρχει παλαιστινιακό κράτος, πόσο μάλλον όταν υπάρχει ένα κατεχόμενο παλαιστινιακό κράτος, η αντίθεση των Παλαιστίνιων και γενικότερα του Αραβικού και Μουσουλμανικού κόσμου από τη μια μεριά και του Ισραήλ και της Δύσης από την άλλη οξύνεται διαρκώς με άπειρο κέρδος για τη Μόσχα.
Αυτή η υπονόμευση ήταν πάντα πιο εύκολο να γίνει από την παλαιστινιακή-πλευρά επειδή σε αυτή ήταν από παράδοση πιο ισχυρή η αρνητική γραμμή στη συνύπαρξη των δύο εθνών. Αυτή η αντίθεση υπεροξύνθηκε και παγιώθηκε από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο των αποικιακών ανταγωνισμών η χιτλερική Γερμανία, η οποία ενίσχυσε τους παλαιστίνιους φεουδάρχες στην αντιπαράθεσή τους με τους Εβραίους εποίκους. Αυτή τη σκυτάλη πήρε 15 χρόνια μετά τη συντριβή των χιτλερικών η χρουστσοφική-μπρεζνιεφική σοσιαλφασιστική ηγεσία. Όσο ο ρώσικος ιμπεριαλισμός εμφανιζόταν σαν σοσιαλισμός οι δυνάμεις μέσα στο παλαιστινιακό κίνημα που τορπίλιζαν κάθε λύση εμφανίζονταν κυρίως σαν ριζοσπαστικές αριστερές του τύπου «Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» του αντιδραστικού παναραβιστή Χαμπάς ή «Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» του φιλο-Άσαντ Χαβατμέχ. Μόλις η Ρωσία έσκισε το αριστερό προσωπείο της άρχισαν να δυναμώνουν τα ισλαμικά αντιδραστικά «ριζοσπαστικά» ρεύματα, οπότε στη θέση των δύο «αριστερών» αντισημιτικών ρευμάτων, που η Ρωσία συνέχισε να τα διατηρεί γιατί αυτά είναι τα πιο πιστά και πολιτικά έμπειρα από στρατηγική άποψη, έβαλε σε ηγετική θέση το ισλαμοναζιστικό ρεύμα της Χαμάς. Με αυτήν τη δολοφονική γενοκτονική συμμορία η πουτινική πλέον Ρωσία υπονόμευσε πιο αποτελεσματικά από ποτέ τη δημιουργία του παλαιστινιακού κράτους, και μάλιστα την εθνική παλαιστινιακή γραμμή που είχε εκπρόσωπο της το κόμμα της Φατάχ με ηγέτη του τον Γιασέρ Αραφάτ. Το κόμμα αυτό εκπροσωπούσε σε γενικές γραμμές την παλαιστινιακή εθνική αστική τάξη τόσο της προσφυγικής διασποράς όσο και των Κατεχόμενων. Αυτή ήταν η ηγετική τάξη του παλαιστινιακού έθνους που ανδρώθηκε στην ουσία παράλληλα με το ισραηλινό εβραϊκό έθνος, κόντρα στην πραγματικότητα όχι τόσο με τις επεκτατικές φράξιες της ισραηλινής αστικής τάξης, όσο με τις αραβικές μοναρχίες και μετά με τους πιο αντιδραστικούς αραβικούς εθνικισμούς που προσπάθησαν για δεκαετίες να το υποκαταστήσουν και να το απορροφήσουν στις δικές τους στρατηγικές με την υποκίνηση του κάθε φορά πιο αντιδραστικού ιμπεριαλισμού. Είναι μια από τις πιο αξιοσημείωτες ιστορίες στην πορεία ανάπτυξης των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων των λαών του τρίτου κόσμου το πως αναδύθηκε μέσα από το πιο πολύπλοκο σκηνικό ενδο-ιμπεριαλιστικών και εθνικών ανταγωνισμών του πλανήτη, όπως είναι το μεσανατολικό, ένα εθνικό κόμμα σαν την Φατάχ. Αυτό το κόμμα ξεκίνησε, όπως κάθε άλλο αραβικό εθνικιστικό, με την αντιδραστική κραυγή: «κατάργηση του κράτους του Ισραήλ» για να καταλάβει μέσα από τις πικρές εμπειρίες του ότι αν δεν αναγνώριζε την κρατική του ύπαρξη δίπλα σε εκείνη του Ισραήλ το έδαφός του θα γινόταν έδαφος είτε των άλλων αραβικών κρατών, όπως της Ιορδανίας, της Συρίας και της Αιγύπτου, ή τελικά του Ισραήλ. Αυτό το διδάχτηκε από την πείρα των τριών αραβο-ισραηλινών πολέμων (1948, 1967, 1973). Ο καθένας από αυτούς ξεκινούσε από την πλευρά των αραβικών κρατών για την κατάργηση του κράτους του Ισραήλ και κατέληγε στη μείωση του εδάφους που είχε αναγνωρίσει η απόφασή 242 στο παλαιστινιακό κράτος. Και αυτή η μείωση στην πράξη γινόταν κυρίως υπέρ του Ισραήλ, πράγμα που γιγάντωνε τις πιο αντιδραστικές επεκτατικές τάσεις του τελευταίου, δηλαδή τους πιο άμεσους εχθρούς των Παλαιστίνιων.
Στην πραγματικότητα η Φατάχ μπόρεσε να απομακρυνθεί από τον ιδρυτικό αντισημιτισμό της μέσα από μια μακριά πορεία πολύπλοκων εθνικών αγώνων που τη βοήθησαν να αυτονομηθεί πολιτικά από τους εθνικιστές των γειτονικών αραβικών κρατών, που θέλανε να χρησιμοποιήσουν το παλαιστινιακό κίνημα είτε για να ηγηθούν οι ίδιοι στον αραβικό κόσμο (η Συρία και η Αίγυπτος), είτε ακόμα χειρότερα (η Συρία του Άσαντ) να χρησιμοποιήσουν την Παλαιστινιακή προσφυγιά στην Ιορδανία και στο Λίβανο για να ανατρέψουν με πραξικοπήματα και εμφυλίους σε συνεργασία και για λογαριασμό της Ρωσίας τις κυβερνήσεις στις δύο αυτές δυτικόφιλες και σχετικά πιο δημοκρατικές αραβικές χώρες. Από όλες αυτές τις συγκρούσεις ο κύριος χαμένος και κυνηγημένος, τόσο από το Ισραήλ, όσο και από τη ρωσοκίνητη Συρία ήταν οι Παλαιστίνιοι, και πάνω απ όλα η Φατάχ, το εθνικό παλαιστινιακό κόμμα. Έτσι αυτό έμαθε να διαχωρίζει, σε ένα βαθμό, τον εαυτό του από τους εχθρούς του παλαιστινιακού αγώνα μέσα στον αραβικό και στο μουσουλμανικό κόσμο αλλά και μέσα στην ίδια την ΟΑΠ, δηλαδή το μέτωπο των παλαιστινιακών οργανώσεων στις οποίες περιλαμβάνονται τα φιλοσυριακά και τα παναραβικά κόμματα, κυρίως τα δύο ρωσόφιλα, το PFLP και το DFLP. Πρόκειται για εκείνους που για δεκαετίες παριστάνουν τους αδιάλλακτους εχθρούς του κράτους του Ισραήλ και σε καίριες στιγμές σκοτώνουν εβραίους αμάχους επίτηδες για να προκαλούν τρόμο στο λαό του Ισραήλ και έτσι να βοηθάνε τους επεκτατιστές του να αρνούνται το παλαιστινιακό κράτος. Τέτοιες φράξιες που να αντανακλούν αυτές τις στρατηγικές αναπτύσσονται και μέσα στη Φατάχ και της κάνουν ακόμα μεγαλύτερη ζημιά γιατί την εκθέτουν βαθύτερα (αρχικά ο Μαύρος Σεπτέμβρης, και μετά τις συμφωνίες του Όσλο, στην αυτοκτονική 2η Ιντιφάντα οι Ταξιαρχίες της Αλ Ακσά με επικεφαλής τον προαλειφόμενο για διάδοχο του Αμπάς επίσης ρωσόδουλο και ανοιχτό συνεργάτη της Χαμάς, Μαρουάν Μπαργκούτι). Παράλληλα σε όλη αυτή τη μακρινή περίοδο δοκιμασιών είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος στα πιο ανεξάρτητα αραβικά και μουσουλμανικά κράτη, με πρώτη την Αίγυπτο κιόλας από το τέλος της εποχής Νάσερ και πιο καθαρά στην εποχή Σαντάτ, η αντίληψη ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει ειρήνη και εθνική ανεξαρτησία για κανένα μεσανατολικό κράτος, αλλά μια βαρβαρότητα μέσα από την οποία θα κυριαρχούσαν οι δύο υπερδυνάμεις και πιο πολύ η Ρωσία και τα τοπικά τσιράκια της δεύτερης, αν αυτά τα κράτη δεν αναγνώριζαν το κράτος του Ισραήλ, και έτσι ένα παλαιστινιακό κράτος δίπλα του και όχι πάνω στα ερείπιά του.
Έτσι έφτασε να υιοθετήσει η Φατάχ και τελικά να αποδεχτεί συντριπτικά και η ΟΑΠ, τη θέση υπέρ της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ. Σε αυτή τη γραμμή στηρίχθηκε η πρώτη Ιντιφάντα του 1987, που χρησιμοποίησε πολιτικά και ειρηνικά μέσα πάλης απέναντι στον εβραϊκό πληθυσμό σε σχέση με το παρελθόν. Έτσι το παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στηρίχθηκε στις δυνάμεις του ίδιου του παλαιστινιακού λαού, ειδικά εκείνου στα Κατεχόμενα που καταπιέζονταν πιο άμεσα από το άλυτο παλαιστινιακό πρόβλημα και την ισραηλινή επεκτατική δεξιά που το αξιοποιούσε, για να απαιτήσει από τη διεθνή κοινή γνώμη αλλά και από την πλειοψηφία του ισραηλινού λαού, που ήταν και είναι ακόμα δημοκρατικός, την αναγνώριση ενός Παλαιστινιακού κράτους. Η πρώτη Ιντιφάντα, είχε σαν συνέπεια να αδυνατίσει και διεθνώς και στο Ισραήλ η δεξιά επεκτατική γραμμή των αναθεωρητών σιονιστών που με τον Μπέγκιν σε πρώτη φάση και τον Γιτζάκ Σαμίρ σε δεύτερη είχε σηκώσει κεφάλι μετά το δεύτερο άδικο και από την ισραηλινή πλευρά αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1973, να ισχυροποιηθεί η φιλειρηνική και δημοκρατική γραμμή που έκφραζε η προοδευτική μερίδα της ισραηλινής αστικής τάξης και του σιονιστικού κινήματος και να ανοίξει η περίοδος των λεγόμενων συμφωνιών του Όσλο.
Αυτές τις υπέγραψε ανάμεσα στα 1993 και 1995 η ηγεσία Αραφάτ εκ μέρους της ΟΑΠ με την κυβέρνηση Γιτζάκ Ράμπιν του εργατικού κόμματος. Όχι τυχαία αυτές οι συμφωνίες έγιναν δυνατές σε μια στιγμή που η ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καν σαν τέτοια, δηλαδή σαν μια πανίσχυρη και πανταχού παρούσα υπερδύναμη, αλλά υπήρχε μόνο μια Ρωσία που παρίστανε τον ψόφιο κοριό ώστε να μπορεί χωθεί παντού στη Δύση και στον Τρίτο κόσμο με τους παλιούς πράκτορές της ντυμένους με νέα, τώρα και μη προλεταριακά, ισλαμικά ρούχα. Μια τέτοια Ρωσία δεν μπορούσε να βγει ωμά και να ματαιώσει τις συμφωνίες χωρίς να κινδυνεύει να αποκαλύψει ότι συνέχιζε και με την ίδια ισχύ την ίδια γενική επιθετική και εισοδιστική στρατηγική της μπρεζνιεφικής ΕΣΣΔ. Από την άλλη μεριά η αμερικάνικη υπερδύναμη, που όπως είπαμε ήταν σε στρατηγική πτώση μετά τη βιετναμική ήττα του 1975, ένιωθε πιο δυνατή από ποτέ χάρη στην αυταπάτη της ότι η Ρωσία δεν υπήρχε πια σαν υπερδύναμη, ιδιαίτερα μετά τη νίκη της στον πρώτο αντιιρακινό πόλεμο. Έτσι δεν ήταν άλλο διατεθειμένη να υποστηρίζει την επεκτατική δεξιά στο Ισραήλ και να χάνει ή να κλονίζει παραπέρα τα αραβικά και μουσουλμανικά στηρίγματα της στη Μέση Ανατολή των πετρελαίων. Γι’ αυτό πίεσε και μάλιστα έντονα το Ισραήλ στα 1990, μετά την ήττα του Σαντάμ στον πρώτο πόλεμο του Κολπου, για μια λύση. Βέβαια επειδή η Ρωσία υπήρχε και μάλιστα όσο ποτέ, το σχέδιο της ειρήνευσης του Οσλο κατέρρευσε, αλλά οι εμπειρίες από την αιματηρή υπονόμευση του θα αποτελούν ένα πολύτιμο μάθημα για τα δύο έθνη στα δύσκολα χρόνια που έρχονται.
Με το Οσλο τα δύο στρατόπεδα ειρήνης, αυτό της Παλαιστίνης και εκείνο του Ισραήλ συναντήθηκαν διαλέγοντας χαρακτηριστικά τη μεσολάβηση μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής χώρας με διεθνές κύρος που δεν ήταν ιμπεριαλιστική, όπως η Νορβηγία, για να συζητήσουν σχετικά απερίσπαστες από τις δύο υπερδυνάμεις και να υπογράψουν αυτές τις συμφωνίες, που δεν ήταν παρά μια σειρά δοκιμαστικών σταθμών ως την αποχώρηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων και των περισσότερων οικισμών του Ισραήλ από τα παλαιστινιακά εδάφη, κυρίως αυτά της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Αυτές οι συμφωνίες έκφραζαν τη διάθεση των δύο λαών εκείνη την εποχή, γιατί και οι δυο είχαν βγει από μια περιπετειώδη 30ετία, που ήταν ιδιαίτερα τραυματική και πιο διδακτική για τους Παλαιστίνιους, οι οποίοι ήταν ακόμα πιο θερμοί στη βάση τους για τις συμφωνίες του Όσλο.
Πως με το δίπολο Χαμάς - Γισραέλ Μπεϊτένου η Ρωσία ανατίναξε το Όσλο
Οι ΗΠΑ, στήριξαν σαν υπουργείο εξωτερικών τις συμφωνίες αλλά η προεδρία Κλίντον και το Κογκρέσο το φιλικό προς την ισραηλινή αντιπαλαιστινιακή δεξιά, κυρίως εξαιτίας της αμερικάνικης ευαγγελικής δεξιάς, τις χτύπησαν στην πράξη. Όμως ο αποφασιστικός παράγοντας για την καταστροφή των συμφωνιών του Όσλο ήταν, όπως και για κάθε άλλη προηγούμενη αραβο-ισραηλινή προσέγγιση η «πεθαμένη» τότε ρώσικη υπερδύναμη. Γιατί αυτή, έχοντας πίσω της όλη την τσαρική διπλωματική παράδοση, δουλεύει πολύ περισσότερο από τα μέσα και μόνο στην ανάγκη καταφεύγει σε ωμές εξωτερικές επεμβάσεις, πράγμα που δεν διστάζει να κάνει η ιστορικά πιο φρέσκια και γι αυτό πιο αλαζονική αμερικάνικη διπλωματία.
Η Ρωσία όχι μόνο δεν έχασε το υπερόπλο της, το αλληλοτροφοδοτούμενο δίπολο που χρησιμοποιεί για να κακοφορμίσει κάθε μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε εχθρούς της, αλλά το δυνάμωσε, δηλαδή δυνάμωσε στην πράξη ταυτόχρονα και την ισραηλινή αντι-παλαιστινιακή επεκτατική δεξιά και τους παλαιστίνιους αρνητές του κράτους του Ισραήλ. Κι αυτό πριν καν κλείσουν οι συμφωνίες του Όσλο. Είναι δηλαδή ανάμεσα στην αρχή της πρώτης Ιντιφάντα και στις συμφωνίες του Όσλο (1987-1994) που η Ρωσία δημιούργησε τα δυο βασικά εργαλεία της μέσα στους δύο πόλους της διάσπασης. Το ένα εργαλείο ήταν η Χαμάς στους Παλαιστίνιους και το άλλο το κόμμα Γισραέλ Μπεϊτένου (Ισραήλ το σπίτι μας), του αντιπαλαιστίνιου φασίστα Λίμπερμαν στο Ισραήλ.
Η Χαμάς ιδρύθηκε όχι τυχαία το 1988, ένα χρόνο δηλαδή μετά την έκρηξη της Πρώτης Ιντιφάντα. Αυτή ήταν κυρίως μια εξέγερση με βαθιά πολιτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή μια σύγκρουση μαζών με τον ισραηλινό στρατό και όχι με τους εβραίους αμάχους. Αλλά και αυτή η σύγκρουση κέρδιζε τις ισραηλινές δημοκρατικές μάζες γιατί ήταν σε επίπεδο κυρίως προπαγανδιστικό σαν έκφραση γνήσιας λαϊκής οργής δηλαδή πετροπόλεμου και μολότωφ, στην οποία η ισραηλινή δεξιά απαντούσε με πολλαπλάσια, άνιση και συχνά δολοφονική βία με αποτέλεσμα να κερδίσει τη διεθνή συμπάθεια η εξέγερση. Έτσι πήρε το Όσλο η Φατάχ τσακίζοντας την επιθετική επεκτατική γραμμή του Λικούντ και φέρνοντας στην εξουσία το Εργατικό κόμμα των Ράμπιν-Πέρεζ.
Η Χαμάς γεννήθηκε για να ρίξει μέσα στη δημοκρατική πολιτική εξέγερση τη γραμμή του άδικου φασιστικού αντισημιτικού πολέμου δολοφονώντας αμάχους Εβραίους, πράγμα που ολοκληρώθηκε στη Δεύτερη Ιντιφάντα η οποία σκότωσε το Όσλο και το χειρότερο οδήγησε στην άλωση της Φατάχ από τους ρωσόδουλους και όπως φαίνεται σήμερα στον ηγεμονικό ρόλο της Χαμάς. Όχι τυχαία η Χαμάς εμφανίστηκε τότε και σαν ο αντίπαλος μαζικός πόλος ισλαμικός, τάχα παραδοσιακός πόλος απέναντι στην κοσμική, σύγχρονη Φατάχ. Αυτόν το μαζικό διασπαστικό ρόλο δεν μπορούσαν να τον παίζουν πια στις παλαιστινιακές μάζες οι «αριστεροί» ρωσόφιλοι αρνητές του Ισραήλ, δηλαδή το Λαϊκό Μέτωπο και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Ο βασικός λόγος ήταν η μεγάλη ιδεολογική ήττα της ψευτοαριστεράς στο μουσουλμανικό κόσμο, ιδιαίτερα μετά τη «σοβιετική» κατοχή του Αφγανιστάν, οπότε είχαμε την άνοδο της ισλαμικής συντήρησης αλλά και του ισλαμοφασισμού με αντιιμπεριαλιστικό πρόσωπο. Ωστόσο οι «αριστεροί» αρνητές του κράτους του Ισραήλ παραμείνανε μέσα στην ΟΑΠ για να υπονομεύουν τη γραμμή ειρήνης της Φατάχ αλλά και για να διευκολύνουν τη ρώσικη διπλωματία με το ότι αναγνωρίζουν το Ισραήλ στα λόγια, όπως και το αφεντικό τους. Γιατί μόνο έτσι μπορεί μια δύναμη να συμμετέχει στις Διεθνείς Συνδιασκέψεις στα Κουαρτέτα για το μεσανατολικό σαν παράγοντας τάχα διεθνούς διαιτησίας και λύσης. Αυτή η τακτική των δύο ρωσόφιλων συνιστωσών της ΟΑΠ δεν τις εμπόδισε το 1991 να εκδώσουν κοινό ανακοινωθέν με τη Χαμάς με το οποίο κατήγγειλαν τις προσπάθειες της Φατάχ να προβάλει θετικές ειρηνευτικές προτάσεις στη Διεθνή Συνδιάσκεψη της Μαδρίτης, οι οποίες στην ουσία αποτέλεσαν πρόδρομο των πολύ σημαντικότερων απευθείας συνομιλιών Φατάχ-Ισραήλ στο Όσλο που κατέληξαν στις γνωστές συμφωνίες, που από κοινού η Χαμάς με το PFLP και το DFLP προβοκατόρικα έθαψαν.
Κάτω από αυτή την αναγκαιότητα του προβοκαρίσματος και τσακίσματος της φιλειρηνικής, αλλά και γνήσια εθνικοανεξαρτησιακής γραμμής της Φατάχ, ξεπήδησε η Χαμάς των μαζικών δολοφονιών των αμάχων Εβραίων. Όχι τυχαία η Χαμάς ξεκίνησε ακριβώς στην αρχη της 1ης γνήσιας εθνοανεξαρτησιακής Ιντιφάντα σαν μια πρωτοβουλία κάποιων νεαρών στελεχών μέσα από το Παλαιστινιακό τμήμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας την ώρα που το κέντρο της τελευταίας, η Αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα, είχε αντισταθεί στη γραμμή της ισλαμοφασιστικής τρομοκρατίας κατά αμάχων μέσα της καθώς και στο εσωτερικό της Αιγύπτου και την είχε νικήσει. Αντίθετα η Χαμάς ήταν από την αρχή ιδεολογικά πιο κοντά στον αντισημιτικό ισλαμοφασισμό του σιτικού Ιράν, ενώ η πολιτική και οργανωτική της βάση, και η επίσημη έδρα της βρισκόταν από την πρώτη στιγμή, όπως και αυτή του ΡΚΚ προηγούμενα στη Συρία του Άσαντ. Και βέβαια κανένα διεθνούς βαρύτητας πολιτικοστρατιωτικό κίνημα δεν θα μπορούσε να έχει σαν έδρα του τη Δαμασκό των Άσαντ χωρίς να έχει την απόλυτη έγκριση της Μόσχας. Αυτή η αλήθεια συσκοτίστηκε μετά το 2012 όταν η Χαμάς απομάκρυνε μόνο την έδρα της από τη Δαμασκό αλλά καθόλου τη γενική γραμμή της. Απομακρύνθηκε μόνο τακτικά για να μην έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την Αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα, μέσω της οποίας εξασφάλιζε άφθονο χρήμα από το Κατάρ, αλλά και τις άλλες σουνίτικες χώρες και κινήματα που υποστήριξαν την αντιΑσαντ αντίσταση. Αλλά είναι χαρακτηριστικό για το πόσο δεν κατηγορούνται και δεν τιμωρούνται τα τσιράκια της ρώσικης υπερδύναμης για τις διπροσωπίες τους, που η Χαμάς ήταν η μόνη που δεν έπαψε να έχει τις πιο θερμές σχέσεις με τη ρώσικη ανώτατη ηγεσία, την ώρα που αυτή κατέσφαζε τη σουνιτική πατριωτική και δημοκρατική αντίσταση στη Συρία. Αργότερα φάνηκε ακόμα περισσότερο η αχρειότητα της, όταν την ώρα που τα μέλη της Αιγυπτιακής Αδελφότητας περνούσαν κατά χιλιάδες από το λεπίδι της δικτατορίας Σίσι και ο Πούτιν καταδίκαζε την Αδελφότητα σαν τρομοκρατική οργάνωση, η Χαμάς μπαινόβγαινε με τιμές στο ρώσικο ΥΠΕΞ, ενώ έπαιρνε λεφτά από το Κατάρ, σαν παράρτημα της Αδελφότητας. Όμως δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά σε συσχετισμούς και αναλύσεις. Μόνο με την υποστήριξη μιας υπερδύναμης θα μπορούσε να γίνει κιόλας από τα 2006 η Χαμάς η πλειοψηφική δύναμη στο παλαιστινιακό πληθυσμό και κυρίως η μόνη που θα μπορούσε να κυβερνάει κάτω από την απόλυτη τρομοκρατική δικτατορία της ένα ντε φάκτο κράτος 2 εκατομμυρίων πάνω στη Μεσόγειο, που λέγεται Λωρίδα της Γάζας, και από το οποίο έχει το δικαίωμα, που κανένας άλλος δεν έχει να βομβαρδίζει επί 15 χρόνια κάθε τόσο την πιο ισχυρή στρατιωτικά χώρα της περιοχής. Από την ώρα που έγινε πολιτικά κυρίαρχη η Χαμάς στην Παλαιστίνη και άρχισε να ετοιμάζεται για την εξουσία ακολούθησε και τη ρώσικη τακτική να βάζει νερό στο κρασί της ως προς την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, οπότε άλλαξε ομαλά και συντροφικά ηγέτη βάζοντας το 2017 στη θέση του «αδιάλλακτου» Μεσάλ, το «διαλλακτικό» με το Ισραήλ και τη Δύση Χανίγιε. Ο Χανίγιε έγινε από Νο2 Νο 1 και λίγο αργότερα ο Μεσάλ από Νο1 Νο2. Τέτοια αδυσώπητη πάλη αρχών.
Οι μαζικές δολοφονίες εβραίων αμάχων από τη Χαμάς μετά το Όσλο είναι ο πρώτος βασικός λόγος που σκοτώθηκε το Όσλο, επειδή δυνάμωνε στις εβραϊκές μάζες το αντιπαλαιστινιακό φόβο και την απόλυτη δυσπιστία για τις συμφωνίες. Αυτό οφειλόταν στο ότι ο Αραφάτ δεν αποτόλμησε και ίσως δεν μπορούσε λόγω εσωτερικών συσχετισμών μέσα στην ΟΑΠ αλλά και στη Φατάχ να αντιμετωπίσει με έναν ανοιχτό εμφύλιο και να συντρίψει τη Χαμάς καθώς οι ρωσόφιλοι μέσα στη Φατάχ, και πιο πολύ στην ΟΑΠ (PFLP και DFLP) στήριζαν τη Χαμάς κάνοντας μάλιστα τρομοκρατία κατά αμάχων στη Δεύτερη Ιντιφάντα. Σε αυτό το ρόλο μέσα στη Φατάχ διέπρεψε ο προαλειφόμενος για διάδοχος του Αμπάς στην ηγεσία της ΟΑΠ και πιθανά στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής Μαρουάν Μπαργκουτί, αρχηγός των δολοφονικών «Ταξιαρχιών των Μαρτύρων του Αλ Ακσα» και ο μακράν πιο δημοφιλής σήμερα στη Δυτική Όχθη παλαιστίνιος πολιτικός.
Στον άλλο πόλο, στην ισραηλινή δεξιά η Ρωσία δυνάμωσε ακόμα πιο άμεσα και πιο χειροπιαστά τόσο αριθμητικά όσο και ποιοτικά την επεκτατική αναθεωρητική δεξιά του σιονισμού. Συγκεκριμένα τροφοδότησε το Λικούντ, ιδιαίτερα μετά το 1990 (επί Γέλτσιν) με ένα εκατομμύριο ρώσους εβραίους εποίκους από τη Ρωσία σαν πολιτικό ηγέτη των οποίων είχε προετοιμάσει από αρκετά χρόνια πριν τον προβοκάτορα Αβίγκντορ Λίμπερμαν, έναν ανοιχτό ρωσόφιλο και αργότερα φανατικό πουτινικό, ο οποίος δηλητηρίασε όλη την ισραηλινή δεξιά, διοριζόμενος στο Λικούντ σαν Γενικός Γραμματέας από το Νετανιάχου μόλις αυτός έγινε πρόεδρος του κόμματος το 1993, δηλαδή πάνω στην υπογραφή της βασικής συμφωνίας του Όσλο και σαν ανταμοιβή για την εκστρατεία του ενάντια σε αυτήν. Αργότερα διαμαρτυρόμενος ότι ο Νετανιάχου δεν ήταν αρκετά αντιπαλαιστίνιος (!) - στην ουσία για να τον προστατεύσει από την κατηγορία του εξτρεμιστή από τις ΗΠΑ– ο Λίμπερμαν έφτιαξε ένα καθαρόαιμο αντιπαλαιστινιακό κόμμα το Γισραέλ Μπεϊτένου (το Ισραήλ το σπίτι μας) που σχημάτισε πιο ελεύθερα συμμαχίες με κάθε ακροδεξιά. Με ιδεολογικό άξονα αυτό το κόμμα στήθηκε τελικά ένα άτυπο ακροδεξιό μπλοκ, μερικό αντικαθρέφτισμα της Χαμάς στην ισραηλινή πολιτική και κοινωνική ζωή, που ουσιαστικά κυβερνάει πάνω στα ερείπια του Όσλο το Ισραήλ ως τα σήμερα (γιατί και στη σημερινή κυβέρνηση του ακροδεξιού Μπένετ, ο Λίμπερμαν παίζει κεντρικό ρόλο) και το οποίο σε κάθε ευκαιρία, όπως η Χαμάς από την άλλη εκφράζει την αγάπη του για την πουτινική Ρωσία. Μιλάμε για «μερικό αντικαθρέφτισμα» γιατί όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω η Χαμάς υψώνει την έσχατη κανιβαλική ρατσιστική σημαία που είναι ο γενοκτονικός αντισημιτισμός, ενώ οι αντιπαλαιστίνιοι επεκτατιστές και ρατσιστές λειτουργούν κυρίως ως προβοκάτορες υπέρ των κανιβάλων. Όσο η Χαμάς σκοτώνει αθώους το μπλοκ Λίμπερμαν-Νετανιάχου απογειώνεται ψηφοφορικά, και δίνει στο Ισραήλ την αυταπάτη της ασφάλειας, που σημαίνει γεμίζει με οικισμούς ακροδεξιών εποικιστών σιονιστών -κυρίως από τη Ρωσία- ή ορθόδοξων Εβραίων ακροδεξιών τη Δυτική Όχθη τεμαχίζοντας την κυριολεκτικά και μαντρώνοντας τους Παλαιστίνιους σε ασφυκτικές ζώνες επιτήρησης, που εύκολα γίνονται και ζώνες ανεργίας. Έτσι η αυταπάτη της δήθεν ασφάλειας του Ισραήλ χάρη στους νέους οικισμούς μετατρέπεται για τους ακροδεξιούς σε φρέσκα κομμάτια Μεγάλου Ισραήλ. Όταν γίνεται αυτό είναι εκεί η Χαμάς να διεκδικήσει πίσω τα κλεμμένα εδάφη και τις χαμένες δουλειές χύνοντας όσο εβραϊκό αίμα χρειαστεί γι αυτό το σκοπό. Αυτός είναι χοντρικά ο μηχανισμός λειτουργίας του ρώσικου δίπολου.
Πως δούλεψε το ρώσικο δίπολο ενάντια στις συμφωνίες του Όσλο
Ο μηχανισμός καταστροφής των συμφωνιών Όσλο στα δέκα χρόνια που χρειάστηκαν γι αυτό το έργο είναι απλός και αντιστοιχεί στην ακύρωση της πολιτικής ανταλλαγής που περιείχε, την ανταλλαγή «γη έναντι ασφάλειας». Η ισραηλινή πλευρά είχε δηλαδή υποσχεθεί ότι θα δώσει σταδιακά στους Παλαιστίνιους τη διοικητική, αστυνομική και οικονομική κυριαρχία στα κατεχόμενα, δηλαδή ότι θα αρχίσει πρώτα από τις πυκνοκατοικημένες από τους παλαιστίνιους περιοχές και ότι σε μερικά χρόνια θα τις επεξέτεινε κατά βήματα και στην ύπαιθρο, εκεί όπου βρίσκονταν οι ισραηλινοί οικισμοί που σκορπίζονται σε όλο το παλαιστινιακό έδαφος. Η ΟΑΠ από την πλευρά της είχε υποσχεθεί ότι σε αυτήν τη μεταβατική περίοδο θα σταματήσει την αντιισραηλινή βία, ειδικά τη βία στις περιοχές που είχε την εξουσία, ώστε να εμπιστευτούν οι δύσπιστοι λόγω χαμασίτικης τρομοκρατίας Εβραίοι τους Παλαιστίνιους και σε τρεις δόσεις να τους δώσουν όλη τους τη γη, και τελικά και τον έλεγχο των συνόρων στην ανατολική πλευρά της Δυτικής Όχθης.
Η ισραηλινή ακροδεξιά ανάλαβε να αθετηθεί η πρώτη υπόσχεση και οι ισλαμοφασίστες να αθετηθεί η δεύτερη. Αυτό είναι εκείνο που ονομάζουμε δίπολο. Πρόκειται για ένα στημένο δίπολο που το κινεί μια κοινή καθοδηγητική δύναμη, η οποία απλά οργανώνει αυθόρμητες διαθέσεις και παροξύνει αντικειμενικούς φόβους και δυσπιστίες των μαζών κληρονομημένες από τις άφθονες αιματηρές αντιπαραθέσεις των δύο πλευρών.
Αυτό είναι σωστό να το ονομάσουμε ρώσικο δίπολο, επειδή είναι μια ποιότητα προβοκάτσιας που δεν ξέρουμε να έχει φτάσει σε τέτοιο ύψος πουθενά αλλού και σε καμιά άλλη ιστορική εποχή. Πρόκειται για μια γενικότερη τακτική μιας υπερδύναμης που έχει τη δυνατότητα να είναι πολιτικά υπερσυγκεντρωμένη, δηλαδή να δουλεύει και στις δύο πλευρές κάθε αντίθεσης μέσω πρακτόρων και φίλων σχηματίζοντας δυο χαλύβδινα σαγόνια που μέσα τους αλέθει υπομονετικά και αδυσώπητα όποιο προοδευτικό παράγοντα θέλει την ειρήνευση και την επίλυση κάθε μη πραγματικά ανταγωνιστικής αντίθεσης ανάμεσα σε κράτη, έθνη και τάξεις. Μόνο ένας ισχυρά συγκεντρωμένος και μάλιστα πολεμικός ιμπεριαλισμός, όπως είναι ο ρώσικος μπορεί να ενώσει φαινομενικά αντίθετα στρατόπεδα χωρίς να αποκαλυφθεί, μπορεί δηλαδή να οργανώσει μια πετυχημένη μακριάς πνοής συνομωσία. Αντίθετα οι φιλελεύθεροι ιμπεριαλιστές δεν μπορούν να κάνουν εύκολα τέτοιες μακρόπνοες στο χρόνο και εκτεταμένες στο χώρο συνομωσίες όχι από εντιμότητα αλλά επειδή είναι πολύ πιο έντονοι οι μεταξύ τους εσωτερικοί πολιτικοί ανταγωνισμοί, οι οποίοι αντιστοιχούν στις σχετικά πιο ελεύθερες αγορές στις οποίες διεξάγεται ο οικονομικός ανταγωνισμός των κεφαλαίων τους. Γι αυτό δεν βλέπουν στην πραγματική τους διάσταση τις καλοδουλεμένες ραδιουργίες των φασιστών ανταγωνιστών τους παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά. Η δικιά τους βία ξεσπάει λυσσασμένα και γρήγορα μόνο όταν πρόκειται για λαϊκές και εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις ή όταν οι φασίστες αρχίσουν και τους δέρνουν μέσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις τους, οπότε μετατρέπονται ξαφνικά, αν και όχι όλοι, όσο διαρκεί αυτή η βία σε εθνικούς αστούς σε απελευθερωτικό αγώνα.
Έτσι η ισραηλινή πλευρά του ρώσικου δίπολου ανέλαβε να καταγγέλει με μανία από την πρώτη στιγμή σαν ιστορική αντιεβραϊκή προδοσία τις συμφωνίες του Όσλο κατηγορώντας ακόμα και για χιτλερικούς αντισημίτες τους εβραίους εμπνευστές της. Κυρίως άρχισε να πιέζει αφόρητα το δημοκρατικό εργατικό κόμμα με στόχο αυτό να μην εμποδίσει τους εποικιστές, που αποτελούν την κοινωνική και μαζική αιχμή του δόρατος της ισραηλινής ακροδεξιάς, να χτίζουν νέα σπίτια στους υπάρχοντες οικισμούς της δυτικής όχθης. Οι συμφωνίες του Όσλο δεν απαγόρευαν αυτή τη δυνατότητα, και οι πιέσεις της ισραηλινής επεκτατικής ακροδεξιάς είχαν κάποιο αποτέλεσμα καθώς η κυβέρνηση Ραμπίν δεν μπορούσε να ελέγχει τη Βουλή (την Κνεσέτ) χωρίς να υποχωρεί σε τέτοιες απαιτήσεις της δεξιάς του εργατικού κόμματος. Αλλά το να χτίζεται σε μια τέτοια περίοδο οικοδόμησης εμπιστοσύνης αρκετά μεγάλος αριθμός νέων σπιτιών στους παλιούς οικισμούς και παράλληλα να δημιουργούνται νέα σημεία ελέγχου για τους παλαιστίνιους στους δρόμους επικοινωνίας αυτών των οικισμών μεταξύ τους, ήταν πράγματα που ανησυχούσαν πολιτικά τους Παλαιστίνιους και δυσκόλευαν την καθημερινή ζωή τους. Όμως αυτή η προώθηση των θέσεων της δεξιάς δεν ήταν ικανή να εξουδετερώσουν τις πρώτες ελευθερίες που είχαν καταχτήσει οι παλαιστινιακοί πληθυσμοί στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης σαν τους πρώτους σταθμούς στο δρόμο προς την αποχώρηση του στρατού του Ισραήλ αλλά και τη σταδιακή κατάργηση πολλών οικισμών.
Στο σημείο αυτό προχωρούσε αποφασιστικά η παλαιστινιακή χαλύβδινη σιαγόνα του δίπολου, δηλαδή η Χαμάς. Αυτή ήδη πριν τις συμφωνίες του Όσλο και για να τις εμποδίσει είχε εισαγάγει σαν μέθοδο πάλης τη δολοφονία εβραίων αμάχων μέσω βομβιστών αυτοκτονίας, που αρχικά ήταν πιο αραιές και στη συνέχεια όλο και πιο συχνές και μαζικές σε θανάτους. Αυτές οι δολοφονίες ήταν κατ αρχήν καταστροφικές πολιτικά γιατί επιβεβαίωναν στον εβραϊκό πληθυσμό τον ακροδεξιό ισχυρισμό ότι οι συμφωνίες σήμαιναν το διώξιμο από τα σπίτια τους στα κατεχόμενα -που η δεξιά τα θεωρεί όλα χτισμένα σε πατρογονικό έδαφος από το βιβλικό Ισραήλ- και τελικά την περικύκλωση και την καταστροφή του ίδιου του κράτους του Ισραήλ. Έτσι δυνάμωσε πολύ η ακροδεξιά και ειδικά το ρεύμα για χτίσιμο νέων σπιτιών στα κατεχόμενα και πιο πολύ στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. Από την άλλη οι ανθρώπινες βόμβες ντυμένες με ρούχα παλαιστίνιων αμάχων υποχρέωσαν τους Ραμπίν και Πέρες να φράξουν το δρόμο στους δεκάδες χιλιάδες παλαιστίνιους εργάτες των κατεχομένων, ιδιαίτερα αυτούς της Γάζας, που δούλευαν στις πόλεις του Ισραήλ. Αυτό ήταν ένα πελώριο πλήγμα στον παλαιστινιακό πληθυσμό και πολιτικό και οικονομικό αφού μείωσε το εισόδημα των κατεχόμενων, κατά 60% έως 70% . Με αυτό τον τρόπο πήρε νέα ώθηση η Χαμάς που στήριζε τις στρατολογίες της στο πλατύ φιλανθρωπικό της δίκτυο με σκοτεινής προέλευσης κεφάλαια, με το οποίο εξαγόραζε μεγάλα κομμάτια της άνεργης παλαιστινιακής φτωχολογιάς.
Στην κλιμάκωση της Χαμός απαντούσε με νέα κλιμάκωση η ισραηλινή ακροδεξιά που έφτιαξε μια τόσο αντιπαλαιστινιακή ατμόσφαιρα στο ζήτημα της ασφάλειας και των εποικισμών, ώστε ένα μέλος της φασιστικής σέχτας Καχ δολοφόνησε 26 παλαιστινίους πιστούς σε ένα τζαμί στη Χεβρώνα το 1994. Η Χαμάς βρήκε εκεί μια θαυμάσια ευκαιρία για νέες δολοφονίες αμάχων. Το 1995 ο Νετανιάχου είχε με τη βοήθεια της Χαμός φανατίσει τόσο πολύ το στρατόπεδό του ενάντια στους «προδότες» του εργατικού κόμματος, ώστε ένας άλλος ακροδεξιός δολοφόνησε τον ίδιο τον Ραμπίν. Έτσι μετά από μια σύντομη πρωθυπουργία του συνεργάτη του Γιτζάκ Ραμπίν, του Σιμόν Πέρες ανέβηκε για πρώτη φορά στην εξουσία ο Νετανιάχου επικεφαλής του ως τότε πιο δεξιού και πιο εμπρηστικού Λικούντ που είχε ποτέ υπάρξει. Έπεσε σε τρία χρόνια ουσιαστικά επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ που τον πίεζαν για μια συνέχιση της διαδικασίας του Όσλο, δηλαδή συνεργασία με τη Φατάχ. Όμως το Όσλο πολιτικά είχε πεθάνει, οπότε και η Φατάχ της ειρήνης που είχε πιστέψει σε αυτό είχε αρχίσει να ψυχορραγεί. Σε αυτές τις συνθήκες μετά από ένα μικρό διάλειμμα διακυβέρνησης ενός συμβιβασμένου με τη δεξιά εργατικού κόμματος έρχεται στην εξουσία το Λικούντ με τον Σαρόν. Από εκεί ξεκινάει η Δεύτερη Ιντιφάντα, που είναι αντιδραστική γιατί νομιμοποιεί και ρουτινοποιεί τη δολοφονία αμάχων όχι μόνο από τη Χαμάς αλλά και από τις πιο αντιδραστικές φράξιες της Φατάχ με επικεφαλής τον Μπαργκουτί και σηματοδοτεί σε επίπεδο πολιτικής γραμμής, αν όχι ακόμα οργανωτικής, την αρχή της πολιτικής ηγεμονίας της Χαμάς στο παλαιστινιακό κίνημα, δηλαδή το πολιτικό τέλος της Φατάχ που πίστεψε πραγματικά στο ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Πιθανά όχι τυχαία τότε ήρθε και το φυσικό τέλος του Αραφάτ με έναν θάνατο που έχει αποδοθεί από αρκετές πλευρές και με αρκετά στοιχεία σε δολοφονία με Πολώνιο. Αυτή η υποψία παίρνει βάρος από τις κατοπινές εξελίξεις αφού αρχηγός της Φατάχ, αρχηγός της ΟΑΠ και αρχηγός της Παλαιστινιακής Αρχής με τρωτές διαδικασίες και με πολλές αντιστάσεις από το εσωτερικό της Φατάχ γίνεται ο άνθρωπος της Ρωσίας, και αντισημίτης με δασκαλεμένη από τα χρόνια του διδακτορικού του στη Μόσχα αντισιονιστική προβιά, ο Μαχμούντ Αμπάς. Αυτός έχει κατά καιρούς εκκαθαρίσει τα πιο εθνικοανεξαρτησιακά και δυτικόφιλα στοιχεία της Φατάχ, με επικεφαλής τον Νταχλάν, έχει για χρόνια διαφθείρει στο έπακρο τη διοικητική της μηχανή στα κατεχόμενα και ετοιμάζει να παραδώσει μια νέα προδοτική Φατάχ στην πουτινική Ρωσία.
Έτσι σκοτώθηκαν οι συμφωνίες του Όσλο και έτσι αργοσβήνει σήμερα δυο δεκαετίες μετά την αντιδραστική Δεύτερη Ιντιφάντα, στραγγαλισμένο απ έξω και διαβρωμένο από μέσα, ό,τι έχει απομείνει από το παλαιστινιακό κράτος μέσα σε μια γιγαντιαία τανάλια που στη μια της άκρη είναι πάλι σήμερα οι προβοκάτσιες της Χαμάς και στην άλλη ο στραγγαλισμός των Κατεχόμενων με τους εβραϊκούς εποικισμούς όχι μόνο από την ακροδεξιά, αλλά και από τον κορμό της ισραηλινής πολιτικής. Δεν είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς πως η κάθε πλευρά της τανάλιας βοηθάει την άλλη. Χωρίς μια Χαμάς να απειλεί με καταστροφή το Ισραήλ καταργώντας στην πράξη κάθε φιλειρηνική πολιτική των Παλαιστίνιων δεν θα μπορούσαν ποτέ να έρθουν και να μείνουν για δυόμιση δεκαετίες στην εξουσία οι πιο ακροδεξιές τάσεις του Λικούντ και των ακόμα δεξιότερων δορυφόρων του, που υπόσχονται στον εβραϊκό πληθυσμό ασφάλεια μέσα από την κατάργηση του Παλαιστινιακού κράτους ενώ ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Αυτή η ασφάλεια που φάνηκε πως προσφέρει στο Ισραήλ το Λικούντ, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με το στραγγαλισμό των Κατεχόμενων και της Ιερουσαλήμ και την περιθωριοποίηση και αλλοίωση του πατριωτικού χαρακτήρα της Φατάχ, θα πληρωθεί στο μέλλον (και όποτε χρειάζεται στη ρώσικη διπλωματία πληρώνεται και από τώρα) στο πολλαπλάσιο με το τείχος της έχθρας που οικοδομούν στρέφοντας όχι τόσο τους Παλαιστίνιους, όσο δισεκατομμύρια μουσουλμάνων σε όλο τον κόσμο υπέρ των γενοκτόνων αντισημιτών της Χαμάς, της Χεζμπολλάχ, του νέου Ιράν του ρωσόδουλου δικτάτορα Ραϊσί και στο βάθος του ρωσοκινεζικού πολεμικού νεοχιτλερικού Άξονα. Από την άλλη χωρίς το Λικούντ των Νετανιάχου, Λίμπερμαν και Μπένετ (που οι δυο τελευταίοι ξεκίνησαν και οι δυο από δεξιά χέρια του Νετανιάχου στο Λικούντ αλλά φτιάξαν μετά δικά τους ακροδεξιά κόμματα για να μην εκθέτουν το Λικούντ στη Δύση, αλλά να μένουν στις κυβερνήσεις Νετανιάχου) δηλαδή χωρίς την πολιτική της προσάρτησης και του τεμαχισμού των παλαιστινιακών εδαφών, οπότε και την ταπείνωση της Φατάχ δεν θα είχε σήμερα κερδίσει η Χαμάς το πιο μεγάλο μέρος της παλαιστινιακής νεολαίας, αλλά και των Αράβων που ζουν μέσα στο Ισραήλ και οι οποίοι ως πριν λίγα χρόνια απεχθάνονταν αυτούς τους φασίστες.
Σε αυτήν την τανάλια που δεν μπόρεσε να απαντήσει πολιτικά η Φατάχ όταν ήταν αρχηγός της ο Αραφάτ, δεν απάντησε ακόμα περισσότερο κανείς μετά το θάνατο του Αραφάτ, όταν εγκαταστάθηκε στην ηγεσία της και για τα καλά, τσάκισε την εσωκομματική δημοκρατία, και εκκαθάρισε τους ικανότερους διαδόχους του ένα- έναν, αρχίζοντας από τον Νταχλάν, ο παλιός εγκάθετος της Μόσχας και ρωσοσπουδαγμένος αντισημίτης-αντισιονιστής Αμπού Αμπάς. Η δουλειά αυτού του διπρόσωπου, που επί χρόνια παίζει το ρόλο του μετριοπαθή φίλου της Δύσης και της γέφυρας της με τη Ρωσία στα πλαίσια του γνωστού μισοπεθαμένου Κουαρτέτου, είναι να συμφιλιώνει τη Φατάχ με τη Χαμάς, την ίδια ώρα που ρίχνει την πρώτη στη διαφθορά και σε υποχωρήσεις στους ακροδεξιούς του Ισραήλ, ενώ αφήνει αποκλειστικά στη δεύτερη τα παράσημα της όποιας δήθεν αντίστασης σε αυτό. Μόνο αν εντάξει κανείς την ισραηλοπαλαιστινιακή αντιπαράθεση σε ένα παγκόσμιο πολιτικό πλαίσιο θα μπορεί να διαπιστώσει ποια είναι η μεγάλη δύναμη που ευνοείται από την αλληλοσυμπληρούμενη αντιπαράθεση της Χαμάς και της ισραηλινής ακροδεξιάς αλλά την οποία ανοιχτά αγαπάνε οι δύο υποτιθέμενοι εχθρικοί πόλοι χωρίς κανείς να τους κατηγορεί γι αυτήν την έμμεση φιλιά τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι Χαμάς και Λίμπερμαν αναγνωρίζουν τις πρώτες μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο χιτλερικού τύπου προσαρτήσεις της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Λίμπερμαν εκείνη της Κριμαίας που μάλιστα τη διατράνωσε όσο ήταν υπουργός άμυνας του Νετανιάχου και η Χαμάς εκείνη της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας. (Δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν ο καθένας τους και τις δύο προσαρτήσεις της Ρωσίας, ο μεν Λίμπερμαν γιατί το Ισραήλ έχει στενές ενεργειακές σχέσεις με τη Γεωργία, η δε Χαμάς για να έχει τη στήριξη της Τουρκίας του Ερντογάν που στηρίζει με σαφήνεια την Ουκρανία).
Ο σημερινός πρωθυπουργός Μπένετ ως το 2008 ήταν το δεξί χέρι του Νετανιάχου στο Λικούντ, ενώ από τότε ως πρόσφατα ήταν υπουργός στις κυβερνήσεις του, σαν επικεφαλής άλλων κομματικών σχηματισμών για μην χρεώνεται το Λικούντ την ωμά αντιπαλαιστινιακή γραμμή του. Δηλαδή ενώ ο Νετανιάχου έπεσε, η γραμμή του είναι σήμερα πιο πολύ από ποτέ στην εξουσία, καθώς ο νέος πρωθυπουργός Μπένετ ανοιχτά διατυμπανίζει ότι δεν θα δεχτεί ποτέ ένα παλαιστινιακό κράτος. Έτσι προσφέρει και αυτός τις πιο γενναιόδωρες πολιτικές υπηρεσίες στη Χαμάς, συνεχίζοντας την πολιτική ποδοπατήματος της Παλαιστινιακής Αρχής και της Φατάχ ώστε αυτή να καταντήσει ένα άδειο κέλυφος που θα καθησυχάζει το Ισραήλ και τη Δύση, ενώ στη συνείδηση του αραβικού κόσμου θα έχει αντικατασταθεί από τη Χαμάς. Αυτή ήταν στο βάθος πάντα η πολιτική του Λικούντ: Να σκοτώνει κάθε ρεύμα μέσα στους Παλαιστίνιους που ήθελε το εθνικό του κράτος δίπλα στο Ισραήλ ώστε η γραμμή του μεγάλου Ισραήλ να έχει απέναντι του μόνο εκείνα τα ρεύματα που δεν ήθελαν κανένα παλαιστινιακό κράτος, και τα οποία για να καλύψουν με ηρωισμό την προδοσία τους σήκωναν τη σημαία της αδιαλλαξίας, δηλαδή τη σημαία της κατάργησης του κράτους του Ισραήλ. Επί Νετανιάχου αυτή η γραμμή του Λικούντ έγινε ουσιαστικά ξετσίπωτη: Δεν το έκρυβαν ότι προτιμούσαν καλύτερα να είναι απέναντί τους η Χαμάς, παρά η Φατάχ. Βέβαια η επίσημη δικαιολογία γι αυτή τη γραμμή ήταν ότι η Χαμάς, σαν οργάνωση που δεν αποδεχόταν το Ισραήλ δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτή από τη Δύση, ενώ η Φατάχ αναγνωριζόταν στην πράξη ήδη από αυτήν. Τελευταία και αυτό το ζήτημα άρχισε να το τακτοποιεί η ρώσικη διπλωματία: Η Χαμάς δέχτηκε στα 2017 ένα Παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967, αλλά χωρίς ως τώρα να αναγνωρίζει το κράτος του Ισραήλ, δηλαδή χωρίς να παραιτείται από το δικαίωμα να το καταστρέψει κάποια στιγμή. Εννοείται όταν θα έρθει η ώρα να ανεβεί στην εξουσία πραγματικά, διατηρώντας δηλαδή την υπεροχή της απέναντι στα άλλα παλαιστινιακά ρευματα, τότε θα κάνει και όλες τις υποχωρήσεις στα λόγια που χρειάζονται χωρίς να σημαίνει αυτό τίποτα για την μελλοντική πράξη του. Οι φασίστες δεν δεσμεύονται ποτέ από το λόγο τους.
Έτσι με λαϊκή συγκατάθεση, με ανοιχτή παρότρυνση της ηγεσίας Τραμπ από την πλευρά της μιας υπερδύναμης και με πλήρη ανοχή από την υποτιθέμενη πιο φιλο-παλαιστινιακή ρώσικη, η ισραηλινή δεξιά και ακροδεξιά συνεχίζουν να καταλαμβάνουν και να τεμαχίζουν με ισραηλινούς οικισμούς το παλαιστινιακό μη αναγνωρισμένο κράτος ώστε αυτό να μην είναι πια ούτε διοικητικά ούτε οικονομικά λειτουργικό, ενώ το έχουν στερήσει επίσημα από την πραγματική πρωτεύουσα του, την ανατολική Ιερουσαλήμ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ένας νέος σύντομος προβοκατόρικος πόλεμος, σαν κι αυτόν των 11 ημερών που μόλις ζήσαμε μέσα στον φετινό Μάη ήταν πολύ εύκολο να ξεκινήσει με ευθύνη και των δύο αυτών ουσιαστικά σύμμαχων πλευρών του δίπολου και να τελειώσει όπως πάντα μόνο προσωρινά με μια κατάπαυση πυρός αλλά αυτή τη φορά με μια πρωτοφανή και πολύπλευρη πολιτική νίκη για τη Χαμάς και το παγκόσμιο νεοναζιστικό στρατόπεδο το οποίο αυτή στρατηγικά εκπροσωπεί. Ο λόγος για τον οποίο το Ισραήλ έχει υποστεί ένα μεγαλύτερο πολιτικό πλήγμα από ότι στις προηγούμενες αναμετρήσεις του με τους ισλαμοναζήδες είναι επειδή η εικόνα των νεκρών αμάχων της Γάζας συνοδεύτηκε αυτή τη φορά από την εικόνα των παλαιστινιακών και αραβικών μαζών που εξεγείρονται ενάντια στο Ισραήλ σαν καταπιεζόμενες όχι μόνο στα κατεχόμενα, αλλά για πρώτη φορά και στο ίδιο το Ισραήλ.
Το κακό στην υπόθεση είναι ότι και αυτό το πολιτικό πλήγμα, όπως και τα άλλα προηγούμενα δεν το αισθάνεται ακόμα ο ισραηλινός λαός, επειδή έχει ζήσει παλιότερα για πολλές δεκαετίες στο πετσί του την ισλαμοφασιστική και σοσιαλφασιστική παλαιστινιακή τρομοκρατία χωρίς οι δυτικές δημοκρατίες να συγκινούνται. Έτσι καθησυχάζεται από το Λικούντ και γενικά τους ακροδεξιούς ότι όσο το Ισραήλ έχει την κατάλληλη στρατιωτική δύναμη, τη στρατιωτική κάλυψη των ΗΠΑ και τη διπλωματική κάλυψη της Ρωσίας, μπορεί να αισθάνεται ασφαλές χωρίς τη διεθνή δημοκρατική συμπάθεια. Σε αυτή την εγκληματική αυταπάτη που η ισραηλινή ακροδεξιά καλλιεργεί εδώ και μισό αιώνα στηρίζεται στο βάθος η γραμμή των προσαρτήσεων στα Κατεχόμενα και στην Ιερουσαλήμ.
Το ρώσικο ισραηλο-παλαιστινιακό δίπολο σε παγκόσμια κλίμακα
Μέσω των δύο αυτών φιλικών της εσωτερικών δυνάμεων στην Παλαιστίνη και στο Ισραήλ, που συγκροτούν ένα φαινομενικά ανταγωνιστικό αλλά ουσιαστικά συμπληρωματικό δίπολο, η Ρωσία δεν ελέγχει μόνο δύο μικρά έθνη, αλλά προσπαθεί να σύρει πίσω από αυτό το δίπολο δύο πολύ μεγάλα, δύο παγκόσμιου όγκου στρατόπεδα, που επίσης θέλει να τα ρίξει σε έναν ανταγωνισμό που θα την εξυπηρετεί και στον οποίο η ίδια θα διεκδικεί το ρόλο του επιδιαιτητή: από τη μια τις δυτικές αστικές δημοκρατίες και από την άλλη τις μουσουλμανικές χώρες του Τρίτου κόσμου καθώς και τους μουσουλμανικούς μεταναστευτικούς πληθυσμούς που είναι εγκατεστημένοι μέσα στις πρώτες. Βλέπουμε δηλαδή εδώ και αρκετά χρόνια στο τέλος κάθε ισραηλο-παλαιστινιακής αντιπαράθεσης των τελευταίων δεκαετιών να δυναμώνουν δυο αντίθετες στη μορφή αλλά ταυτόσημες στην ουσία τους παγκόσμιες μορφές φασισμού μέσα σε αυτά τα δύο είδη χωρών και πληθυσμών:
Η μία μορφή είναι η κλασική λευκή ακροδεξιά που σηκώνει συνήθως την αντιμουσουλμανική και, όλο και περισσότερο, τη χριστιανική σημαία, συχνά ακόμα και δίπλα στο αντίθετό της, το διαφωτισμό, και τα εμφανίζει σαν μια δήθεν «δυτική πολιτιστική υπεροχή». Αυτή είναι η μία μορφή φασιστικοποίησης των δυτικών δημοκρατιών. Με αυτόν τον τρόπο δυναμώνουν μέσα τους και οι πιο επιθετικές ιμπεριαλιστικές τους τάσεις που είναι αυτές ακριβώς που θέλουν την ενότητα με το ρωσοκινέζικο πολεμικό Άξονα. Αυτή η μορφή φασισμού όλο και περισσότερο τελευταία σηκώνει τη σημαία της υπεράσπισης του Ισραήλ, ενώ στην πραγματικότητα υπερασπίζει τη ρωσόφιλη ισραηλινή ακροδεξιά η οποία, όπως είδαμε, μαχαιρώνει πισώπλατα το Ισραήλ.
Η άλλη μορφή φασισμού, ο σοσιαλφασισμός, προσπαθεί να σύρει τις χώρες του Τρίτου κόσμου αλλά και τις τριτοκοσμικές και έγχρωμες μειονότητες ενάντια στις πλούσιες και «λευκές», «χριστιανικές» δυτικές δημοκρατίες πάλι στο πλευρό του νεοναζιστικού Άξονα Ρωσίας-Κίνας, σηκώνοντας τη σημαία του αντιιιμπεριαλισμού και των αντιαποικιοκρατικών αγώνων. Μάλιστα ειδικά στις δημοκρατικές χώρες του Βορρά οι σοσιαλφασίστες σηκώνουν τη σημαία της αριστεράς, του προλεταριάτου και των μεταναστευτικών εθνικών μειονοτήτων. Ο ρωσοκινεζικός Άξονας χρησιμοποιεί αυτή τη μορφή φασισμού για να προωθήσει μια νέα μορφή ρατσισμού, έναν ρατσισμό του Νότου ή των εγχρώμων που είναι ντυμένος σαν αντιιμπεριαλισμός. Αυτός κατηγορεί τις δημοκρατικές χώρες και ειδικά το λευκό τμήμα των λαών τους σαν πολιτιστικά ή και φυλετικά μολυσμένο επειδή η λευκή αποικιοκρατία το δηλητηρίασε τάχα με τον άσπρο ρατσισμό χωρίς οι ίδιοι οι λευκοί πληθυσμοί, αστικοί ή προλεταριακοί, να το καταλαβαίνουν ακόμα και όταν νιώθουν πεισμένοι αντιρατσιστές. Στην ουσία αυτού του είδους ο ρατσισμός σβήνει τους μακρόχρονους ηρωικούς ταξικούς, αντιφασιστικούς και αντιαποικιακούς αγώνες του βόρειου διεθνιστικού προλεταριάτου και τους συκοφαντεί με τρόπο που δεν τόλμησε να το κάνει ούτε η χειρότερη ρατσιστική ακροδεξιά. Αρκετά στοιχεία δείχνουν ότι οι δύο νεοχιτλερικοί ιμπεριαλισμοί, ο ρώσικος και ο κινέζικος έχουν αναλάβει ένα μεταξύ τους σχετικό μοίρασμα ρόλων, κατά το οποίο ο μεν πρώτος είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των βόρειων, λευκών, χριστιανών, ακροδεξιών ρατσιστών, ο δε δεύτερος, ο κινέζικος, είναι ο κατ εξοχήν εκπρόσωπος των νότιων, έγχρωμων, μη χριστιανών, «αριστερών αντιιμπεριαλιστών» νεορατσιστών. Χρησιμοποιούμε την έκφραση «κατ εξοχήν, γιατί και οι δύο αυτές χιτλερικές υπερδυνάμεις εμφανίζονται η καθεμιά και σαν συνεπής υπερασπίστρια και των δύο φαινομενικά αντίθετων πόλων: δηλαδή οι ρώσοι είναι και υπερασπιστές του παγκόσμιου «αντιρατσιστικού» νότου με την «κομμουνιστική» ιστορική τους συνιστώσα ενώ οι κινέζοι εν ενεργεία «κομμουνιστές» είναι και ανανεωτές του κομφουκιανισμού οπότε και υπερασπιστές του Νόμου, της Τάξης και των Χρηστών ηθών της Βόρειας ακροδεξιάς.
Αν σκεφτεί κανείς ποια είναι η στρατηγική του Άξονα σε αυτή την ιστορική περίοδο: δηλαδή η στρατιωτική επίθεση του στις ευρωπαϊκές αστοδημοκρατίες από τη μια (Ρωσία), και στην Ιαπωνία (Κίνα) από την άλλη δηλαδή ενάντια στα παλιά ιμπεριαλιστικά κέντρα, καταλαβαίνει ότι σε αυτή την επίθεση χρειάζεται στον Άξονα ταυτόχρονα και οπωσδήποτε η συμμαχία με τις πιο επιθετικές αστικές τάξεις του Τρίτου κόσμου, αλλά και με τους λαούς τους στο εσωτερικό, που σημαίνει με τους μετανάστες που μένουν προσκολλημένοι στις αντιδραστικές τάξεις των χωρών καταγωγής τους και με τους παραπλανημένους από το σοσιαλφασισμό προλετάριους του Βορρά.
Σε αντίθεση δηλαδή με την επίθεση του παλιού χιτλερικού Άξονα στην Ευρώπη όπου παρατάχθηκε απέναντι του ένα λίγο πολύ ενιαίο εσωτερικό μέτωπο από την προλεταριακή τριτοδιεθνιστική αριστερά και τις ντόπιες αστοδημοκρατικές και εθνοπατριωτικές δυνάμεις, τα ρωσοκινέζικα στρατεύματα κατοχής διεκδικούν να έχουν μαζί τους κόντρα στις αστοδημοκρατίες τόσο στην Ευρώπη, όσο και στο δυτικό Ειρηνικό (Ιαπωνία-Αυστραλία) ένα μέτωπο φαιο-«κόκκινων» τύπου «κίτρινων γιλέκων» και «ελλήνων αγανακτισμένων». Στις περιπτώσεις αυτές αποδείχτηκε ότι οι δύο φαινομενικά εχθρικοί πόλοι μπορούν κάλλιστα να ενώνονται εκεί που φαίνονται σαν τα απόλυτα αντίθετα και να στέκονται στο πλευρό του κάθε αντιδυτικού μετώπου με τα κάλπικά κοινά τους «αντικαπιταλιστικά» και «πατριωτικά» συνθήματα.
Έτσι στην πρώτη κατηγορία του κλασικού ακροδεξιού αντιΝότιου, ειδικά αντιμουσουλμανικού ρατσισμού θα βρει κανείς σαν τυπικούς εκπροσώπους του το κόμμα της Λεπέν στη Γαλλία, το Κόμμα του Ορμπάν στην Ουγγαρία και πάνω απ όλα το ευαγγελικό ρεύμα του Τραμπ στις ΗΠΑ. Στη δεύτερη κατηγορία του αντιΒόρειου ρατσισμού θα βρει ενωμένες με τις πιο φασιστικές πλευρές του πολιτικού Ισλάμ τύπου Αχμαντινετζάντ-Ραϊσί και Χαμάς, την ιθαγενιστική «αριστερά» σύμμαχο του Μελανσόν στη Γαλλία και τους «προοδευτικούς ριζοσπάστες» του Δημοκρατικού κόμματος, τύπου Σάντερς-Κορτέζ κλπ στις ΗΠΑ.
Αυτοί οι δύο πόλοι εμφανίζονται σαν η απόλυτη άρνηση ο ένας του άλλου και δείχνουν την ενότητα τους στην κοινή τους αγάπη για τον Άξονα, ιδίως για τον αρχηγό του, τη Ρωσία. Όμως βρίσκουν και μια άλλη ενότητα όταν πάνε και τα δύο στον ιδεολογικό τους πυρήνα, που είναι ο αντισημιτισμός. Έτσι όταν πάει στην άκρη του ακόμα και ο υποτιθέμενος φιλο-Ισραηλινός Βόρειος πόλος, τότε εμφανίζεται γυμνός ο σκληρός αντισημιτικός πυρήνας του. Μπορεί δηλαδή στη σημερινή της σύγκρουση με τους μουσουλμάνους της Γαλλίας αλλά και της Αφρικής ή της Μέσης Ανατολής η Λεπέν να στέκεται δίπλα στο Νετανιάχου, αλλά ο σκληρός πυρήνας του γαλλικού λευκού αποικιοκρατικού ρατσισμού, που βρίσκεται και στον πυρήνα του κόμματος της γύρω από τον πατέρα της τον Λεπέν είναι αντισημιτικός, δηλαδή ο πατέρας Λεπέν είναι με τη Χαμάς μαχητικά εχθρικός στην ύπαρξη του ισραηλινού κράτους και στην τελευταία σύρραξη στη Γάζα. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να το παρατηρήσει κανείς και στη ελληνική ναζιστική ακροδεξιά στην τελευταία ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Έτσι το μετωπικό, πλατύ κόμμα των ναζί, οι «Έλληνες πατριώτες» που έχει στήσει ο Κασιδιάρης και κάνει και διαδικτυακό συνέδριο από τη φυλακή (!) (με την άδεια προφανώς του καθεστώτος καθώς περιλαμβάνει και 7 καμαρωτούς-καμαρωτούς απόστρατους αξιωματικούς του στρατού σαν υποψήφιούς του σε νέες εκλογές όπου μόνο ο ίδιος ο Κασιδιάρης δεν μπορεί να κατέβει ως επικεφαλής συνδυασμού), τοποθετείται με άρθρο υπέρ του Ισραήλ (!) στα πλαίσια τάχα της αντιτουρκικής γραμμής (https://ellhnes.net/israil-palaistini-sti-mesi-o-ernto/ ). Αντίθετα ο σκληρός πυρήνας του κόμματος, η ίδια η «Χρυσή Αυγή» τοποθετείται με το Μιχαλολιάκο υπέρ της Χαμάς (http://www.nmichaloliakos.gr/2021/05/blog-post_24.html ).
Εννοείται ότι το άλλο στρατόπεδο, το δήθεν αντιιμπεριαλιστικό, που καταγγέλλει πάγια το Ισραήλ και υποστηρίζει τη Χαμός από την πλευρά του παγκόσμιου Νότου και της «Αριστεράς» δεν χρειάζεται ιδιαίτερα να κρύβει τον αντισημιτισμό του καθώς έχει το δικαίωμα από την εποχή του Μπρέζνιεφ να τον εμφανίζει σαν αντισιωνισμό μιας και θεωρεί το σιονισμό ολόκληρο σαν ρεύμα, μια μορφή ρατσιστικής ιδεολογίας και με κάθε ευκαιρία δηλώνει ότι δεν φταίει η α΄ ή η β΄ πολιτική του Ισραήλ αλλά ότι αυτό καθ εαυτό είναι ένα κράτος θεσμικά, δηλαδή εκ γενετής κράτος του απαρτχάιντ, οπότε εγκληματικό, δηλαδή ρατσιστικό, οπότε προφανώς δεν πρέπει να υπάρχει σαν εβραϊκό κράτος.
Έτσι γίνεται και τελικά ο κνίτης και ο χρυσαυγίτης να είναι σήμερα ενωμένοι στο αβυσσαλέο μίσος τους ενάντια στο μόνο κράτος τάχα δολοφόνο στον κόσμο, που κατά σύμπτωση δεν είναι ποτέ το ρώσικο κράτος που ισοπέδωσε το Γκρόζνυ και βομβάρδιζε τα νοσοκομεία στην επαναστατημένη Συρία, ή το σέρβικο αδέρφι του που γενοκτόνησε πάνω στους Βόσνιους, αλλά είναι μόνο το εβραϊκό κράτος, δηλαδή το μόνο που έχει ιδρυθεί σαν παγκόσμια απάντηση στην πιο συστηματική και τη μόνη παγκόσμια εκστρατεία φυλετικής εξόντωσης στην ιστορία του ιμπεριαλισμού αλλά και στην ανθρώπινη ιστορία γενικότερα. Ο Εβραίος και το κράτος του είναι για τον «αριστερό» αντισημίτη, δηλαδή τον πολιτιστικά αντιδυτικό ρατσιστή η συμπύκνωση του λευκού καταπιεστή αποικιοκράτη-ιμπεριαλιστή, ενώ για τον κλασικό λευκό ρατσιστή είναι ο ύψιστος προδότης και διαφθορέας, ο παγκοσμιοποιητής εισαγωγέας του ξένου «κατώτερου», νότιου αίματος στο Βορρά και γι αυτό εκ των ένδον μεγαλύτερος εχθρός του κυρίαρχου λευκού πολιτισμού.
Στο ζήτημα του Ισραήλ κρίνονται στρατηγικά τα αληθινά παγκόσμια στρατόπεδα του φασισμού και του αντιφασισμού
Αυτή η ταυτότητα που αποκαλύπτεται μόνο όταν οι δύο παγκόσμιοι πόλοι που υποτίθεται συγκρούονται πάνω στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη πάνε στην άκρη τους, δηλαδή στον αντισημιτικό πυρήνα τους, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει μια απόλυτη συμμετρία στη σημερινή αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα στα δύο αντιδραστικά στρατόπεδα. Δηλαδή δεν είναι το ίδιο φασιστικό το στρατόπεδο που υποτίθεται υποστηρίζει την ισραηλινή πλευρά, ενώ υπερασπίζει την ισραηλινή αντίδραση και εκείνο που υποτίθεται υποστηρίζει την παλαιστινιακή πλευρά ενώ υποστηρίζει τους παλαιστίνιους προβοκάτορες κατά της Παλαιστίνης. Γιατί ο αντισημίτης είτε είναι αντιμουσουλμάνος, είτε είναι αντιχριστιανός, είτε είναι ιμπεριαλιστής είτε είναι «αντιιμπεριαλιστής», είτε είναι Νότιος είτε είναι Βόρειος, θα πάει τελικά με τον ανοιχτό αντισημίτη στην ισραηλοπαλαιστινιακή σύγκρουση, θα πάει με αυτόν που θέλει να καταργήσει το κράτος του Ισραήλ σαν κράτος εβραϊκό, πράγμα που μπορεί να το κάνει μόνο με τη βία και μάλιστα μόνο με μια γενοκτονία. Θα πάει δηλαδή τελικά με τη Χαμάς και όχι με τον αναθεωρητή ακροδεξιό σιονιστή και τον ακροδεξιό ορθόδοξο Εβραίο, όσο αντιδραστικοί και αν είναι αυτοί. Αυτό συμβαίνει γιατί το αντιπαλαιστινιακό μένος της ισραηλινής ακροδεξιάς, είναι σοβινιστικό- επεκτατικό σε βάρος του παλαιστινιακού έθνους και κράτους, αλλά μπορεί να γίνει μαζικό ρεύμα στο Ισραήλ και έχει γίνει τα τελευταία χρόνια μόνο πατώντας πάνω στο αποδειγμένο στην πράξη ωμά αντισημιτικό και γενοκτονικό χιτλερικού τύπου μένος όσων θέλησαν με τη βία να εξαφανίσουν αυτό το κράτος κιόλας από το μεσοπόλεμο. Το σχέδιο της δεξιάς του Ισραήλ είναι ένα σχέδιο τοπικής εδαφικής μεγαλοκρατικής επέκτασης. Το σχέδιο της Χαμάς, του Ιράν και στο βάθος του ρωσοκινεζικού Άξονα που βρίσκεται πίσω τους είναι ένα σχέδιο καθολικής γενοκτονίας μιας «κακής φυλής» της οποίας το μικρό αλλά δήθεν παντοδύναμο σιονιστικό κράτος καθοδηγεί τάχα το δυτικό φιλελεύθερο κεφάλαιο και το δυτικό ιμπεριαλισμό για να κυριαρχήσουν παγκόσμια για λογαριασμό των Εβραίων γενικά. Αυτό το σχέδιο εξόντωσης του απόλυτα φυλετικά κακού κράτους, του εβραϊκού, δικαιολογεί τελικά και το σχέδιο της εθνοφυλετικής κυριαρχίας των ρώσων και των κινέζων νεοχιτλερικών ιμπεριαλιστών μέσα από ένα παγκόσμιο πολεμικό όργιο βίας, ακριβώς γιατί πρέπει τάχα να προφυλάξουν τον κόσμο από την «κακή φυλή» και το «κακό της κράτος» και γι αυτό τους είναι ζωτικά απαραίτητος ο αντισημιτισμός. Ο Εβραίος είναι ο αναγκαίος πιο καλοδουλεμένος στην ιστορία φανταστικός εχθρός της ανθρωπότητας που μπορεί να δικαιολογήσει και το χειρότερο αληθινό τέρας να έρθει στην εξουσία υποτίθεται για να τον αντιμετωπίσει.
Γι αυτό το λόγο το πιο βαθύ και πιο επικίνδυνο μίσος είναι αυτό της Χαμάς, ενώ εκείνο κάθε ισραηλινής ακροδεξιάς, ακόμα και της πιο φασιστικής, δεν μπορεί να αποκτήσει μια παγκόσμια φυλετική γενοκτονική διάσταση. Πόσο μάλλον που πρέπει σε τελική ανάλυση, όποιες και να είναι οι μύχιες ονειροφαντασίες του κάθε εβραϊκού φασισμού, να εκφράζει πολιτικά ένα έθνος, μια θρησκεία και μια φυλή που κάθε σύγχρονος φασισμός θέλει να εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης. Οπότε αυτό το έθνος για να επιζήσει πρέπει αναγκαστικά να συμμαχήσει με τις δημοκρατικές χώρες και τους λαούς και με το παγκόσμιο αντιφασιστικό κίνημα, δηλαδή πρέπει το ίδιο να είναι αρκετά δημοκρατικό και προς τα μέσα και προς τα έξω. Δεν μπορεί λοιπόν να είναι ποτέ ο ισραηλινός φασισμός γενοκτονικός-αντιπαλαιστινιακός όσο και να του το προτείνουν οι δεξιοί σιονιστές του καθώς και οι ορθόδοξοι εβραίοι φασίστες του.
Γι αυτό η πιο μεγάλη ζημιά που κάνει σήμερα η εβραϊκή αντιπαλαιστινιακή ακροδεξιά στον κόσμο, είναι ότι λειτουργεί κυρίως σαν προβοκάτορας του πυρήνα του σύγχρονου φασισμού, εκείνου που δίνει στον παγκόσμιο χρυσαυγίτη εχθρό των «τουρκομουσουλμάνων» και στον παγκόσμιο κνίτη εχθρό του «δυτικού τρόπου ζωής», ακριβώς το «κράτος δολοφόνο» που αυτοί οι δύο τύποι φασισμού χρειάζονται σαν πρόσχημα για να γενοκτονήσουν στην υπηρεσία των αφεντικών τους. Δηλαδή ο αληθινός στόχος τους, ο στόχος των ρωσοκινέζων κρατικο-μονοπωλιστών αφεντικών τους, δεν είναι να γενοκτονήσουν ενάντια σε ένα μικρό «εγκληματικό κράτος». Ο στόχος τους είναι να καταγγείλουν τους δημοκρατικούς λαούς και χώρες σαν «φίλους» αυτού του «εγκληματικού» κράτους και μάλιστα σαν όργανά του, γιατί ξέρουν ότι αυτοί οι δημοκρατικοί λαοί και χώρες δεν θα επιτρέψουν την επανάληψη μιας γενοκτονίας τέτοιου είδους, οπότε θα υπερασπίσουν από την εσωτερική ιδεολογική φύση τους αυτό το κράτος του συμπυκνωμένου παγκόσμιου Εβραίου.
Να γιατί το παγκόσμιο κέντρο του αντισημιτισμού, το πουτινικό Κρεμλίνο προστατεύει εδώ και αρκετά χρόνια τον Εβραίο ακροδεξιό, αναθεωρητή σιονιστή ή ακροδεξιό ορθόδοξο Εβραίο, και τον ενθαρρύνει να φυλακίζει μέσα σε ένα απέραντο πλέγμα παλαιστινιακών οικισμών και να στραγγαλίζει το παλαιστινιακό κράτος. Γιατί έτσι όχι μόνο αντικαθιστά το εθνικό παλαιστινιακό εθνικό και δημοκρατικό κόμμα, τη Φατάχ με ένα από τα πιο δουλικά, πιο γενοκτονικά και πιο φασιστικά εργαλεία των νέων τσάρων στον κόσμο όπως είναι η Χαμάς, αλλά μπορεί να περιφέρει σε όλο τον κόσμο την εικόνα του Εβραίου όπως τη φιλοτέχνησαν εδώ και ενάμιση αιώνα η τσαρική και η νεοτσαρική προπαγανδιστική μηχανή.
Να γιατί η Χαμάς ρίχνει τυφλά τις βόμβες της στο Ισραήλ με το πρόσχημα της πραγματικής παλαιστινιακής καταπίεσης και σκοτώνει λίγους ισραηλινούς αμάχους ενώ το ισραηλινό πυροβολικό απαντάει σκοτώνοντας δεκάδες φορές περισσότερους Παλαιστίνιους αμάχους και με χιλιάδες γκρεμισμένα σπίτια που η παγκόσμια προπαγανδιστική μηχανή των νεοχιτλερικών μεθοδικά περιφέρει παντού. Και να γιατί λίγοι μαθαίνουν ότι η Χαμάς βομβαρδίζει τον ισραηλινό πληθυσμό επίτηδες μέσα από πυκνές πληθυσμιακές συγκεντρώσεις Παλαιστίνιων στη λωρίδα της Γάζας ώστε να προκύπτουν ακριβώς πολλά θύματα ανάμεσά τους. Η αιτία είναι ότι ο σοσιαλφασισμός κάνει πολιτική στις παγκόσμιες μάζες και η αρχή του είναι να εμφανίζεται οπωσδήποτε ο ίδιος και οι φίλοι του σαν θύματα ενώ το Ισραήλ έχει αφήσει τη διπλωματική του άμυνα στους σοβινιστές προβοκάτορες και στους εθνικιστές ηγέτες του που περηφανεύονται στο εσωτερικό ακροατήριό τους ακριβώς για τα λίγα τους θύματα, οπότε η διπλωματική πίεση που συσσωρεύεται κάθε μέρα και περισσότερο ασκείται στο Ισραήλ και καθόλου στη Χαμάς. Γι αυτό το λόγο άλλωστε είναι το Ισραήλ που δέχεται πάντα τη μεγάλη διπλωματική πίεση για κατάπαυση του πυρός και όχι η Χαμάς, οπότε και πολιτικά βγαίνει ο νικητής.
Τα κέρδη για τη ρώσικη διπλωματική μηχανή
Αλλά αν τα πράγματα είναι τόσο δυσμενή για το Ισραήλ διπλωματικά κάθε φορά που ένας τέτοιος μικρός αλλά πολιτικά καταστροφικός γι αυτό πόλεμος ξεσπάει, γιατί αυτό επέτρεψε στον εαυτό του να μπει σε μια τέτοια περιπέτεια; Και γιατί αυτό συνέβη σήμερα και όχι χθες; Αυτή η τελευταία είναι η πιο επίμονη ερώτηση που μπήκε στο τελευταίο επεισόδιο της σύγκρουσης του Μάη από παντού και στην οποία επιχειρούν να απαντήσουν οι πιο γνωστοί δημοσιολόγοι και δημοσιογραφικοί αναλυτές του έγκυρου διεθνούς τύπου.
Η απάντηση που δίνεται σε γενικές γραμμές από αυτούς είναι ότι είχε μαζευτεί μια έντονη ισραηλοπαλαιστινιακή αντιπαλότητα τα τελευταία 10 χρόνια ειρήνης, δηλαδή ένας μεγάλος όγκος βενζίνης σε Ιερουσαλήμ, Δυτική Όχθη και Γάζα και τώρα έφτασε ένας σπινθήρας για να γίνει μια ανάφλεξη. Μετά αναζητούν αυτόν τον σπινθήρα σε μια από τις πολλές συγκρούσεις μεταξύ της εβραϊκής και παλαιστινιακής πλευράς μέσα στο Ισραήλ που σημειώθηκαν τον τελευταίο μήνα κυρίως μέσα στην Ανατολική Ιερουσαλήμ Τέτοιες εξηγήσεις έχουν μια αλήθεια, αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί η Χαμάς δεν εκτόξευσε ούτε μια ρουκέτα κατά του Ισραήλ τα 4 χρόνια της προεδρίας Τραμπ, όπου αυτός προκαλούσε πολλαπλάσια τους Παλαιστίνιους με την έμπρακτη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ σαν πρωτεύουσα του Ισραήλ και με την πλήρη κάλυψη της επεκτατικής πολιτικής εποικισμών του Νετανιάχου. Και επειδή σε μια τέτοια ερώτηση ο καθένας θα απαντούσε ότι η Χαμάς έριξε τώρα τις ρουκέτες γιατί τώρα έγινε εξέγερση στα κατεχόμενα η ανταπάντηση έρχεται με την επόμενη ερώτηση. Γιατί καμιά εξέγερση δεν έγινε σε κανένα τέμενος του Αλ Ακσά από την παλαιστινιακή νεολαία απέναντι στο όργιο Τραμπ; Γιατί καμιά Χαμάς και κανένας Αμπάς δεν οργάνωσε μια τέτοια αντίσταση, και κανένας Νετανιάχου δεν έστειλε την αστυνομία του να τους προκαλέσει ; Μα Γιατί Τραμπ ίσον Πούτιν.
Ενώ τώρα ήρθε στην εξουσία μια προεδρία Μπάιντεν γενικά όπως όλες κατευναστική απέναντι στο νεοχιτλερικό Άξονα, αλλά πάντως λιγότερο φιλική προς την ισραηλινή ακροδεξιά, λιγότερο φιλική προς τον Πούτιν (αν και όχι εχθρική) και πιο φιλική προς τη Φατάχ. Θα έπρεπε λοιπόν να γίνει σαφές στους πάντες στην περιοχή και σε όλο τον κόσμο ότι το κουμάντο στον Παλαιστινιακό πληθυσμό τον κάνει η Χαμάς, και ότι το βασικό κουμάντο στην ισραηλο-παλαιστινιακή αντίθεση το κάνει πάντα η πουτινική Ρωσία. Αποδείχτηκαν και τα δύο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση που μεσολάβησε ανάμεσα στις δυο πλευρές της θερμής σύγκρουσης Ισραήλ- Χαμάς ήταν η Αίγυπτος του ρωσόφιλου δικτάτορα Σίσι, καθώς αυτή είχε και το εξωτερικό ιμπεριαλιστικό στήριγμα (την ίδια τη Ρωσία) και τα εσωτερικά στηρίγματα (τα φιλικά κόμματα της Ρωσίας) μέσα και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης για να τις οδηγήσει χωρίς να χάσουν τα μούτρα τους, ιδίως ο Νετανιάχου, σε κατάπαυση πυρός. Έτσι ο Σίσι ανέλαβε αμέσως μετά από αυτό το «θαύμα» μια ακόμα πιο κρίσιμη μεσολάβηση, εκείνη για να επιτευχθεί ενότητα ανάμεσα στη Φατάχ και τη Χαμάς, μια διαδικασία που πάντα τη σπρώχνει η Ρωσία, και η οποία τη δοσμένη στιγμή ευνοεί τη δεύτερη αμέσως μετά από την πρόσφατη πολιτική ισχυροποίηση της στην Παλαιστίνη. Αναγκαστικά η προεδρία Μπάιντεν και ο ΥΠΕΞ της Μπλίνκεν δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να αποδεχτούν με χαρά την πρωτοκαθεδρία της σκληρής δικτατορίας του Σίσι στην πολύπλευρη αυτή μεσολαβητική διαδικασία. Γιατί το καθεστώς Σίσι όχι μόνο φροντίζει να μην ενοχλεί τις ΗΠΑ, αλλά τις καθησυχάζει καθώς φροντίζει να «ειρηνεύει», πάντα επιφανειακά τις ενδοαραβικές και ενδομουσουλμανικές αντιθέσεις τις οποίες η Ρωσία υποθάλπει και στων οποίων την όξυνση και το καθεστώς Σίσι συνεισφέρει (στη Λιβύη την αντίθεση ανάμεσα στη Βεγγάζη και την Τρίπολη, στην Υεμένη την αντίθεση της Σαουδικής Αραβίας-σουνιτών απέναντι σε Ιράν-σιίτες Χούτι κλπ). Αυτός είναι ο ρόλος της Αιγύπτου, που όπως και η Ελλάδα δουλεύει τη ρώσικη στρατηγική της περικύκλωσης της Ευρώπης κάτω από μια ήρεμη φιλοδυτική επιφάνεια. Στο βάθος η Μόσχα και οι φίλοι της αξιοποιούν τη στρατηγική υποχώρηση της αμερικάνικης υπερδύναμης από τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη έχοντας και αυτοί υιοθετήσει την κοινή στρατηγική των Ομπάμα και Τραμπ ότι ο αληθινός εχθρός των ΗΠΑ είναι η οικονομικά πανίσχυρη Κίνα στον Ειρηνικό και όχι ο πολιτικοστρατιωτικός ηγέτης του ενιαίου ρωσοκινεζικού Άξονα, η Ρωσία του Πούτιν, στον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο.
Αλλά ακόμα και αν η προεδρία Μπάιντεν ήθελε να ανακατευτεί ενεργητικά στην ισραηλο-παλαιστινιακή διένεξη, όπως έκαναν οι προκάτοχοι του, αλλά για να ακολουθήσει μια φιλειρηνική γραμμή, θα έπρεπε να τα βάλει με ένα ρώσικο δίπολο σε πολύ πιο προχωρημένο στάδιο. Όχι μόνο δηλαδή θα συνθλιβόταν σε μια πολύ πιο κυρίαρχη ακροδεξιά στο Ισραήλ και σε έναν προελαύνοντα ισλαμοφασισμό στην Παλαιστίνη, αλλά ο ίδιος ήδη συνθλίβεται και αλέθεται από τα αντίστοιχα χαλύβδινα σαγόνια του ρωσικού δίπολου μέσα στην ίδια του τη χώρα. Από τη μια έχει τον Τραμπ με την αφοσιωμένη του ακροδεξιά του ρεπουμπλικανικού κόμματος που είναι ταυτισμένη με την ακροδεξιά του Ισραήλ και από την άλλη έχει τη σοσιαλφασιστική ψευτοαριστερά του δικού του δημοκρατικού κόμματος που πολύ δύσκολα κρύβουν την αγάπη τους για τους παλαιστίνιους ισλαμοφασίστες και το μίσος τους για ένα δημοκρατικό Ισραήλ.
Η ενιαία απάντηση και στους δύο πόλους των πλασματικών και στημένων διπόλων
Με κάποιο τρόπο ούτε το Ισραήλ, ούτε η Παλαιστίνη, ούτε ο Βόρειος, ούτε ο Νότιος παγκόσμιος πόλος θα παραδοθούν στους φασίστες με μαύρη ή «κόκκινη» φορεσιά και στα ψεύτικά διλήμματα που αυτοί τους βάζουν. Αυτές οι αντιστάσεις αναβλύζουν ασταμάτητα από τους λαούς και τα έθνη, που μπορεί να μην βλέπουν την πηγή κάθε καταπίεσης αλλά νοιώθουν τους άμεσους καταπιεστές τους. Και από εκεί ξανασκέφτονται τις εμπειρίες τους και αναζητούν τις αιτίες των αποτυχιών τους και τις σωστές απαντήσεις που έπρεπε να έχουν δώσει στους καταπιεστές τους «αν τότε ήξεραν». Όσο έχουμε μπορέσει να κατανοήσουμε στο βάθος του τον πραγματικά κεντρικό για τον κόσμο καταματωμένο ισραηλο-παλαιστινιακό γρίφο, όλο και περισσότερο διαπιστώνουμε ότι σε αυτό και σε άλλα τέτοια κατασκευασμένα από το σοσιαλιμπεριαλισμό και κακοφορμισμένα δίπολα η μόνη απάντηση των θυμάτων τους είναι η ενωμένη αντίσταση τους και στους δύο πόλους ταυτόχρονα, όσο και αν κάθε φορά και από το κάθε θύμα το κύριο βάρος πρέπει να πέφτει σε έναν από αυτούς.
Το λάθος για παράδειγμα που κάνανε η φιλειρηνική πτέρυγα του σιονισμού και οι πατριώτες παλαιστίνιοι την εποχή του Όσλο, δηλαδή οι Ραμπίν και ο Αραφάτ αντίστοιχα, ήταν κατά τη γνώμη μας της ίδιας φύσης. Αγνοώντας προφανώς το δικέφαλο τέρας με το οποίο τα είχαν βάλει υπέθεσαν ότι μπορούσαν να ενωθούν μεταξύ τους αποφεύγοντας να κάνουν έναν πολιτικό εμφύλιο ο καθένας στο στρατόπεδό του. Πολιτικός εμφύλιος σημαίνει μεγάλη κινητοποίηση των μαζών και αναγνώριση μεγάλων πρωτοβουλιών από τη μεριά τους. Σημαίνει ακόμα για ζητήματα ζωής και θανάτου ανάληψη του ρίσκου και για έναν πραγματικό θερμό εμφύλιο. Αυτά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολο να τα αποτολμάει η αστική τάξη, ειδικά σε καιρό σχετικής ειρήνης, και γιατί φοβάται το λαό και γιατί την εποχή του ιμπεριαλισμού περιμένει από αυτόν την άδεια ή ακόμα και τη λύση. Ο Ραμπίν αποτόλμησε περισσότερο την ανοιχτή πολιτική ρήξη με την ισραηλινή ακροδεξιά και πλήρωσε με τη ζωή του, αλλά ο ίδιος δήλωσε ότι δεν ήθελε έναν εμφύλιο και έτσι υποχώρησε σε πολλά. Ο Αραφάτ έκανε απείρως μεγαλύτερο και πολιτικά πολύ πιο ηρωικό δρόμο για να έρθει σε σύγκρουση με τις αντισημιτικές καταβολές του ίδιου και κυρίως του κινήματος του οποίου ηγήθηκε. Όμως δεν αποτόλμησε έναν πολιτικό και ακόμα περισσότερο έναν στρατιωτικό εμφύλιο με τη Χαμάς όσο ήταν καιρός γιατί όπως αποδείχτηκε στη Δεύτερη Ιντιφάντα η Φατάχ σαν κίνημα δεν είχε ξεκαθαρίσει με το σοσιαλφασισμό μέσα της και γι αυτό άλλωστε στην κύρια πλευρά ρουφιέται σήμερα από αυτόν. Έτσι συγκρούστηκε ανοιχτά με τη Χαμάς πολύ αργά, όταν αυτή είχε ήδη αρκετά ισχυροποιηθεί πολιτικά, και μόνο αφού πιέστηκε ανοιχτά από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ για να το κάνει, οπότε εύκολα κατηγορήθηκε από τους παλαιστίνιους ισλαμο- και σοσιαλ-φασίστες σαν προδότης γι αυτό. Έτσι κλονίστηκε περισσότερο πολιτικά την πιο κρίσιμη στιγμή.
Δεν προτείνουμε με τα παραπάνω εύκολες λύσεις για τις τόσο νέες και δουλεμένες στρατηγικές μεθοδεύσεις του ρωσοκινέζικου, δηλαδή του επιστημονικότερου και «εισοδιστικότερου» φασισμού της ιμπεριαλιστικής εποχής, επειδή έχει προκύψει μέσα από την ανατροπή των δυο πιο προωθημένων σοσιαλιστικών επαναστάσεων στον κόσμο. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου ο αποφασιστικότερος παράγοντας αντίστασης σε αυτό το φασισμό είναι η μακρόχρονη θεωρητική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία των λαών για να συγκροτήσουν όχι απλά πλατειά αλλά και βαθιά δημοκρατικά αντιφασιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα, τέτοια που να οδηγούν και στις νέες ακόμα βαθύτερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Γιατί βαθιά δημοκρατικά και αντιφασιστικά σημαίνει μέτωπα που θα έχουν στην καρδιά της συγκρότησης τους όχι τη δειλή και γεμάτη συμβιβαστικό πνεύμα αστική τάξη, αλλά το προλεταριάτο και μάλιστα το σύγχρονο βιομηχανικό προλεταριάτο, πόσο μάλλον που είναι ο ανεπτυγμένος βιομηχανικός β κόσμος, που τελικά θα δεχτεί την πιο μεγάλη επίθεση από τους νεοχιτλερικούς.
Τώρα το ευρωπαϊκό προλεταριάτο, ανοργάνωτο ταξικά, οπότε χωρίς τη γνώση που είχε στις παραμονές του προηγούμενου αντιφασιστικού πολέμου κάθεται σχετικά ακίνητο όσο η φασιστική μπόρα ξεσπάει πάνω στα κεφάλια του προλεταριάτου του Γ κόσμου, που βρί9σκεται στην περιφέρεια της Ευρώπης Ανατολικά κυρίως (Βοσνία, Ουκρανία, Γεωργία), αλλά και Νότια (Συρία). Όμως δεν θα αργήσει να καταλάβει όσο η ανάσα του πολέμου θα πλησιάζει, οπότε η πρωτοπορία του θα αρχίσει να οργανώνεται.
Ήδη η νεοχιτλερική μπόρα με τη μορφή της σοσιαλφασιστικής εσωτερικής πολιτικής βίας αλλά και του βιομηχανικού σαμποτάζ, έχει ξεσπάσει εδώ και τέσσερις δεκαετίες στο κεφάλι του ελληνικού προλεταριάτου και σαν άμυνα σε αυτήν έχει συγκροτηθεί και η προλεταριακή οργάνωση που αντιστέκεται σε αυτήν, οπότε μπορεί να βλέπει πιο πριν αυτό που έρχεται και για το υπόλοιπο ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Από τα πράγματα η ΟΑΚΚΕ εκτελεί χρέη προωθημένου μετεωρολογικού σταθμού του ευρωπαϊκού επαναστατικού προλεταριάτου και ταυτόχρονα χρέη προωθημένου μαχητικού του αποσπάσματος. Ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι αυτοί που θα αφυπνίσουν τους ευρωπαίους δημοκράτες και μάλιστα θα ξαναφέρουν σαν αρνητικοί δάσκαλοι το νέο πελώριο κύμα προλεταριακών επαναστάσεων στην Ευρώπη θα είναι οι βάρβαροι μεγαλορώσοι αστοί που με μοναδική υπουλία κατέλαβαν το μεγάλο κάστρο της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας επανάστασης, την τριτοδιεθνιστική ΕΣΣΔ. Δίπλα τους σαν αρπακτικούς συμμάχους, οι οποίοι μάλιστα θα διαθέτουν τον κύριο όγκο του στρατού όλου του Άξονα, θα έχουν τους μεγαλοΧαν κανίβαλους ιμπεριαλιστές, που με ακόμα πιο μεγάλη υπουλία κατέλαβαν το δεύτερο και ύστατο παγκόσμιο προλεταριακό κάστρο, εκείνο της μαοϊκής Κίνας. Μόνο που εδώ υποχρεωτικά θα απελευθερώσουν την κρυμμένη στα θεμέλια του τη βραδυφλεγή βόμβα που έχει αφήσει ο μαοϊσμός, δηλαδή ο μαρξισμός-λενινισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού, και η οποία έχει γραμμένη πάνω της την εντολή του ίδιου του μεγάλου διεθνιστή:
«Αν μια μέρα η Κίνα αλλάξει το χρώμα της και γίνει υπερδύναμη, εάν και αυτή κάνει τον τύραννο, και παντού υποβάλλει τους άλλους στο μπούλινγκ της, στην επιθετικότητά και στην εκμετάλλευση, οι λαοί τους κόσμου θα πρέπει να την προσδιορίσουν σαν σοσιαλ-ιμπεριαλιστική, να την εκθέσουν, να της αντιπαρατεθούν και να παλέψουν μαζί με τον κινέζικο λαό για να την ανατρέψουν».
Οι γερμανοί στρατιώτες του Γ Ράιχ και οι γιαπωνέζοι στρατιώτες της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας δεν είχαν στα χέρια τους μια τέτοια εντολή από τον επίσημο ιστορικό αρχηγό της χώρας και του κόμματος που τους οδηγούσε στον πόλεμο. Όσο και να τη θάβουν αυτή η εντολή δεν κρύβεται από τον παγκόσμιο ιστό. Μπορεί η φασιστική προπαγάνδα να πνίγει οτιδήποτε με τον όγκο της σε μια δοσμένη στιγμή αλλά το μεγαλύτερο όγκο τον έχει η πραγματικότητα που πάντα φέρνει την κρυμμένη αλήθεια στον αφρό. Αρκούν μόνο οι πρώτες μεγάλες ήττες του κινέζικου και του ρώσικου νεοχιτλερικού στρατού στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία για να ξέρουν οι κινέζοι και δίπλα τους οι ρώσοι στρατιώτες τι να κάνουν. Υποθέτουμε ότι θα κάνουν ότι έκαναν οι δεύτεροι το 1917. Θα δουν με άλλο μάτι τους βασανιστές αξιωματικούς τους. Και αντικειμενικά θα βρεθούν στο ίδιο ταξικό στρατόπεδο με τα ταξικά αδέλφια τους.
-Δημοσιεύτηκε στο φ. 557 της Νέας Ανατολής (Απρίλης, Μάης, Ιούνης 2021)-