Για μας όχι μόνο δεν πρόκειται για μια απλή επανεμφάνιση αλλά για ένα ποιοτικό βάθεμα των ναζιστικών πογκρόμ, όσο και αν οι επιθέσεις σε ποσότητα και σε όγκο είναι σε αυτή τη φάση μικρότερες από παλιότερα. Το ποιοτικό άλμα φαίνεται κυρίως στη Σταυρούπολη στη Θεσσαλονίκη όπου ο ναζισμός αφέθηκε ανενόχλητος και αφήνεται ως τώρα ατιμώρητος να μετεξελιχθεί από ένα κόμμα-συμμορία σε κίνημα που έχει μπει μέσα σε σχολεία με μαθητές ναζιστές που ασκούν βία σε δημοκρατικούς συμμαθητές τους και σε απέξω δημοκράτες. Αλλά η Σταυρούπολη δεν έπεσε από τον ουρανό. Οι ναζιστές είχαν προειδοποιήσει τη χώρα κιόλας πριν από την καταδίκη των ναζί και ενώ η μακρόχρονη δίκη πλησίαζε προς το τέλος της το 2018 ότι είχε δημιουργηθεί μαζικό μαθητικό κίνημα σε μια από σειρά πόλεις της Βόρειας Ελλάδας με την καθοδήγηση των ναζιφασιστών ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό το κίνημα σύντομα έκανε μετάσταση στην Αθήνα που δεν πήρε την ίδια έκταση και μαζικότητα, αλλά ο σπόρος έμεινε ώσπου όλα ξεχάστηκαν κάτω από τις φυλακίσεις των αρχιναζί.
Τα πέντε υπεραντιδραστικά κινήματα της αστικής τάξης που εξέθρεψαν τους ναζιστές
Το ότι η Θεσσαλονίκη έγινε η μεγαλύτερη βάση ναζιστικών μαθητικών πυρήνων δεν είναι τυχαίο. Είναι γιατί αυτή η πόλη υπήρξε και συνεχίζει να είναι το κέντρο των μεγάλων συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό. Το αντι-«σκοπιανό» κίνημα των Α. Σαμαρά και Α. Παπανδρέου είναι το πρώτο όχι χρονικά, αλλά ουσιαστικά μεγάλο μαζικό σχολείο του ναζισμού στην Ελλάδα γιατί σε αυτό διδάχτηκε η σημερινή ελληνική νεολαία ότι η χώρα της σαν τάχα αιώνιος φορέας ενός ανώτερου πολιτισμού φωτοδότη του πλανήτη, όχι μόνο έχει το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να αλλάζει με τη βία ενός οικονομικού και διπλωματικού αποκλεισμού το όνομα και τη συνείδηση που έχουν για τον εαυτό τους γειτονικά έθνη και κράτη ενώ οι αντίστοιχες με αυτά τα έθνη εθνικές μειονότητες της χώρας τους δεν υπήρξαν ποτέ και οφείλουν να μην έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν. Από εκεί ώσπου να παραχθεί ένα κομμάτι νεολαίας που δεν θα ντρέπεται, αλλά θα καμαρώνει να ματώνει τους μετανάστες φορείς των «κατώτερων πολιτισμών» η απόσταση ήταν ελάχιστη και έχει διανυθεί.
Πριν και μετά από το πανεθνικό αυτό και στον ιδεολογικό του πυρήνα φασιστικό κίνημα υπήρξαν κι άλλα, επίσης μαζικά πολιτικά κινήματα, στα οποία συμμετείχε συνήθως η μεγάλη πλειοψηφία ή ένα πολύ μεγάλο μέρος της άρχουσας τάξης, τα οποία όχι μόνο δεν καλλιέργησαν μια δημοκρατική νοοτροπία μέσα στις μάζες, αλλά αντίθετα ήταν διαποτισμένα από τον πιο επιθετικό εθνικισμό, την καλλιέργεια του μίσους σε κατατρεγμένους λαούς και υπέρ των καταπιεστών και δολοφόνων τους, ή υποδαύλισαν την έχθρα του λαού μας ενάντια σε δημοκρατικές χώρες λέγοντας τους ότι αυτές φταίνε για τα βάσανά του και όχι οι εσωτερικές δυνάμεις που ηγούνται της χώρας, ή ακόμα προπαγάνδισαν τον ανορθολογισμό και το μίσος ή την αμφιβολία για την επιστήμη λέγοντας τους ότι αυτές είναι απλές υπηρέτριες των δυτικών μισοφιλελεύθερων αστών και ότι οι μόνοι αληθινοί τους φίλοι είναι οι πιο μεγάλοι σημερινοί κρατικο-καπιταλιστικοί φασισμοί της «αδελφής ορθόδοξης» Ρωσίας και μετά της Κίνας. Τα επιμέρους αυτά κινήματα περιλαμβάνονται χρονικά μέσα σε ένα διαρκές εθνικιστικό κίνημα με στρατηγικότερο χαρακτήρα, αυτό ενάντια στον «τούρκικο κίνδυνο». Το κίνημα αυτό περισσότερο από όσο το μακεδονικό κρύβει το γενετικό κώδικα της μέσω εθνοκαθάρσεων διαμόρφωσης του νεοελληνικού κράτους ως το σημείο κρίσης του, δομικού εκφασισμού του, και πρόσδεσης της χώρας στο ρώσικο άρμα, που υπήρξε το κυπριακό. Το ιστορικά καινούργιο και το πολιτικά πιο επικίνδυνο σε όλα αυτά τα κινήματα ήταν ότι σε αυτά συμμετείχε και μάλιστα στα περισσότερα είχε τον ηγετικό ρόλο μια μορφή της πολιτικής αντίδρασης που είναι σήμερα από πάνω ως κάτω ντυμένη με προοδευτικές και μάλιστα αριστερές και κομμουνιστικές σημαίες.
Έτσι λοιπόν μετά το κίνημα για τη «Μακεδονία μας που είναι η ψυχή μας» σύσσωμο το πολιτικό καθεστώς, δεξιά και δήθεν «αριστερά», με επικεφαλής τη δεύτερη και μάλιστα την «κομμουνιστική» ηγεσία της, οργάνωσε ένα δεύτερο πανεθνικό αντιδραστικό κίνημα, αυτό της συμπαράστασης στους Σέρβους γενοκτόνους εθνοεκκαθαριστές των μουσουλμάνων της Βοσνίας κατηγορώντας την Ευρώπη και όχι τους υποκινητές των σέρβων εθνοεκκαθαριστών «αδελφούς ορθόδοξους» Ρώσους νεοτσαρικούς σαν υπεύθυνους για την αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί στο στρατό των γενοκτόνων Τσέτνικ, των ιδεολογικών κληρονόμων των σέρβων συνεργατών των ναζί, εκπαιδεύτηκαν σαν εθελοντές σφαγείς αμάχων οι Χρυσαυγίτες εγκληματίες οι οποίοι ποτέ δεν κατηγορήθηκαν για αυτό από σύσσωμο το ελληνικό πολιτικό καθεστώς.
Ακολούθησε το τρίτο μεγάλο πολιτικό κίνημα, ουσιαστικά και αυτό πανεθνικό, που όπως και το δεύτερο είχε επικεφαλής του την κρατική ψευτοαριστερά, δίπλα στην οποία παρατάχθηκε με μεγάλη χαρά όλο το σώμα του ελληνικού φασισμού και της ακροδεξιάς: το αντιμνημονιακό κίνημα. Αυτό το κίνημα ενστάλαξε στις μάζες την ανορθολογική αντίληψη ότι η αιτία για τη χρεωκοπία της χώρας και τη μεγάλη ανεργία και πείνα που την ακολούθησε ήταν το αποτέλεσμα της. Δηλαδή αντί οι κινηματίες να πουν στο λαό ότι η χώρα χρεωκόπησε με ευθύνη εκείνων των εσωτερικών δυνάμεων που εμπόδισαν επί 30 χρόνια τη βιομηχανική και γενικότερα την παραγωγική της ανάπτυξη και ότι αναγκάστηκε για να μην χρεωκοπήσει εντελώς να δανειστεί τεράστια ποσά με χαμηλό επιτόκιο από την ΕΕ, του είπαν ότι χρεωκόπησε και φτώχυνε κυρίως από τους δανειστές. Αντί δηλαδή να δείξουν στο λαό σαν τον κύριο υπεύθυνο, τον εσωτερικό υπεύθυνο αυτής της χρεωκοπίας που ήταν ο αντιβιομηχανικός, γραφειοκρατικός χαρακτήρας των πιο παρασιτικών κομματιών της αστικής τάξης παλιού «φιλελεύθερου» και νέου «κρατικού αριστερού» τύπου, οπότε πρώτους ανάμεσα σε άλλους και τους εαυτούς τους, έδειξαν τους δανειστές, δηλαδή την ένωση των ευρωπαϊκών αστοδημοκρατικών χωρών και ειδικά τη Γερμανία, τη μόνη χώρα της οποίας οι χιτλερικοί συντρίφτηκαν. Αυτές οι χώρες αν και δάνεισαν τη χώρα μας με τα πιο χαμηλά επιτόκια ανέλαβαν να διαχειριστούν οι ίδιοι το χρεωκοπημένο κράτος κόβοντας κρατικούς μισθούς και υπηρεσίες και ταυτόχρονα κρατώντας το μέσα στην Ε. Ένωση οπότε η άρχουσα πολιτική τάξη του συνέχισε στο δρόμο του παραγωγικού σαμποτάζ και της πολιτικής διαφθοράς με αποτέλεσμα να ενοχοποιηθεί ακόμα πιο εύκολα η ΕΕ.
Το τέταρτο χρονικά αλλά ταυτόχρονα και το πιο βαθιά αντιδραστικό κίνημα των πιο κλασικών φασιστικών μερίδων της άρχουσας τάξης η οποία έχει σαν ιδεολογικό επικεφαλής της το πανίσχυρο ρωσόφιλο κομμάτι της εκκλησιαστικής ηγεσίας, είναι το αντιεμβολιαστικό. Εδώ η ψευτοαριστερά και τα πιο πολιτικά καθυστερημένα κομμάτια του αναρχισμού σαμπόταραν ανοιχτά ή με «αριστερά» αντιαστυνομικά προσχήματα όλα τα κοινωνικά αναγκαία (ανεξάρτητα δηλαδή από το πολιτικό καθεστώς) υποχρεωτικά μέτρα άμυνας του πληθυσμού απέναντι στις πανδημίες δίνοντας στους αντιεμβολιαστές το βασικό τους επιχείρημα περί δημοκρατικών ελευθεριών. Στο τέταρτο εν εξελίξει αυτό πολιτικό κίνημα ο χρυσαυγιτισμός βρήκε τον παράδεισο του και το καλύτερο περιβάλλον για να ανθίσει: απόλυτος αντιορθολογισμός, αντιεπιστημονισμός, μίσος στις αστικές ελίτ από την πλευρά του χειρότερου λούμπεν, σε συνδυασμό με το χειρότερο θρησκευτικό νεομεσαιωνισμό και το χυδαίο αντισημιτισμό. Επικεφαλής του κινήματος αυτού τόσο παγκόσμια όσο και στη χώρα μας είναι πάλι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλιστικός νεομεσαίωνας με το σαφή πολιτικό στόχο να διαλύσει οικονομικά, να διασπάσει πολιτικά και να ανεβάσει στην εξουσία παντού τις πιο φασιστικές δυνάμεις.
Αυτά τα τέσσερα πολιτικά κινήματα αναπτύχθηκαν με διακοπές παράλληλα και μέσα σε ένα πολύ μακρύτερης διάρκειας και κατά καιρούς μεγαλύτερης έντασης πέμπτο πολιτικό κίνημα που τα περιβάλλει όλα αυτά όχι μόνο από χρονική άποψη αλλά και από άποψη όγκου και από άποψη στρατηγικών συμμαχιών της χώρας. Πρόκειται για το κίνημα ενάντια στον «τουρκικό κίνδυνο» που στην ουσία του είναι ένα κίνημα στρατηγικής όξυνσης των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία που το άλλοθι του και λιγότερο η αληθινή αιτία του βρίσκεται στο Κυπριακό. Αυτό το κίνημα το εγκαινίασε επίσης ο Α. Παπανδρέου ο γενάρχης του ρωσόδουλου κομματιού της αστικής τάξης της χώρας μας. Στην πηγή του Κυπριακού υπάρχει μια κακοδαιμονία που κυνηγάει το ελληνικό κράτος από τη γέννηση του: η συστηματική εκκαθάριση όλων των γηγενών μη ορθόδοξων και από ένα σημείο και πέρα και μη ελληνόφωνων πληθυσμών (όπως πχ των σλάβικων μακεδονικών, δηλαδή των εθνικά μακεδονικών πληθυσμών και πάνω και πρώτα απ όλα των τουρκικών) σαν προϋπόθεση για τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Είναι το πογκρόμ για την επίτευξη της εθνοκάθαρσης των τουρκοκύπριων από τον ελληνικό σοβινισμό στα 1963-4 που πυροδοτεί τη σύγχρονη όξυνση του κυπριακού, ακολουθεί η απόπειρα της βίαιης προσάρτησης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ελλάδα στα 1974 και τελικά η απόφαση του τούρκικου σοβινισμού να εισβάλλει στο νησί με την υποκίνηση του Ρωσικού ιμπεριαλισμού (σαν ΕΣΣΔ τότε) και την άδεια των ΗΠΑ. Είναι σε εκείνες τις περιστάσεις που ο Α. Παπανδρέου και το ψευτοΚΚΕ κρύβουν την ανοιχτή υποστήριξη της Ρωσίας στην τουρκική εισβολή και ενώνουν τον αντιφασιστικό αντιαμερικανισμό του Πολυτεχνείου με τον όψιμο αντιαμερικανισμό των φασιστών που κατηγορούν τους ως τότε προστάτες τους ότι τους πούλησαν στην Κύπρο. Έτσι από την πρώτη στιγμή κολυμπάει μέσα στο νέο φαιο-«κόκκινο» πανεθνικό αντιαμερικανισμό ο επίσης «πατριωτικός» τουρκοφαγισμός των από την πρώτη στιγμή ρωσόδουλων ναζί της ΧΑ. Η αστική τάξη δηλώνει ότι δεν έχει σχέση με αυτούς τους κανιβαλισμούς και ισχυρίζεται ότι θέλει ειρήνη και απλά αμύνεται απέναντι στην Τουρκία. Όμως την αποκαλύπτει το γεγονός ότι ποτέ μα ποτέ δεν έκανε την παραμικρή ιστορική αυτοκριτική για την εθνοκάθαρση και κυρίως τη μη αναγνώριση του δικαιώματος της ύπαρξης άλλων εθνοτήτων στο ελληνικό έδαφος. Και δεν το έκανε γιατί της έχει αποτυπωθεί σαν η πρώτη ηρωική πράξη της, μια πράξη που καθοδηγήθηκε εξ ολοκλήρου από τον τσαρισμό και τους ντόπιους πράκτορες του και στην οποία γενικά δεν συμμετείχαν οι νησιώτες πρόγονοι της αστικής τάξης η ολοκληρωτική εξόντωση όλου του τουρκικού πληθυσμού, που αποτελείτο συντριπτικά από φτωχούς αγρότες. Η μη αναγνώριση δικαιώματος ύπαρξης όλων των ιστορικών εθνικών μειονοτικών πληθυσμών που απέμειναν να υπάρχουν ακόμα σήμερα είναι δικαιολόγηση παλιών γενοκτονιών και κάλεσμα για διάπραξη καινούργιων αν οι «ανύπαρκτοι» θελήσουν να αναγνωριστούν και μπορούν να αναγνωριστούν από τον υπόλοιπο δημοκρατικό πλανήτη σαν υπαρκτοί.
Η οργανωμένη απόκρυψη της δίκης των ναζί από τον ελληνικό λαό και οι ασήμαντες ποινές μέρος της διαδικασίας προσωρινής απόσυρσης- πολιτικής ενδυνάμωσης
Το αληθινό πρόβλημα με τη «Χρ. Αυγή», όπως επιμέναμε από την αρχή της σύλληψης των στελεχών της, μετά σε όλη τη διάρκεια της δίκης της και επίσης μετά την καταδίκη των αρχηγών της, είναι ότι αυτή καταδικάστηκε ποινικά σαν ηγεσία χωρίς καθόλου ουσιαστικά να αγγιχτεί και να θιχτεί, ούτε τόσο δα η πολιτική και ιδεολογική πλατφόρμα της. Αυτή ήταν βασική αναγκαιότητα για το πάντα φιλικό προς τους ναζί πολιτικό καθεστώς προκειμένου να εμφανιστεί η κρατική δικαστική βία ενάντια στην ΧΑ όχι σαν τελική έκφραση της μαζικής καταδίκης της από την πλατειά κοινή γνώμη, οπότε και σαν έκφραση της έμμεσης βίας των λαϊκών μαζών εναντίον της, αλλά σαν βία ενός αστικού καθεστώτος εναντίον μιας πολιτικής τάχα πατριωτικής του αντιπολίτευσης. Με λίγα λόγια έχει δοθεί πολιτικός χώρος στους ναζήδες από το καθεστώς για να εμφανίζονται σαν πολιτικοί κρατούμενοι.
Κι αυτό δεν έγινε τυχαία. Ήταν σχεδιασμένο από πολύ καιρό από ένα πολιτικό σύστημα που πιέστηκε πολύ να κάνει κάτι για να αντιμετωπίσει ένα πολιτικό σκάνδαλο που το απομόνωνε κυρίως από το 2010 και μετά από την ΕΕ: τα ναζιστικά, κυρίως αντιμεταναστευτικά πογκρόμ στην πρωτεύουσα και μια Βουλή που νάχει στα έδρανα της και να νομοθετεί ένα ανοιχτά ναζιστικό κόμμα. Βασικό τμήμα αυτού του σχεδιασμού ήταν να γίνει γνωστή παγκόσμια η φυλάκιση και η δήθεν διάλυση της ΧΑ, αλλά να μείνει κρυφή από τον ελληνικό λαό η δίκη στην ουσία της. Είναι γεγονός ότι η ανοιχτή στον ελληνικό λαό δίκη της ΧΑ δεν θα έφερνε στο φως και δεν θα χτυπούσε κανένα από τα πέντε πολιτικά κινήματα που αναφέραμε καθώς λίγο πολύ είναι συνένοχοι σχεδόν όλα τα πολιτικά κόμματα και οι βασικές κομματικές τους φράξιες μέσα σε αυτά ή έστω στα περισσότερα από αυτά. Εκείνο μόνο που θα έκανε μια ανοιχτή δίκη, και δεν ήταν ασήμαντο, θα ήταν να φέρει αυτό το έκτρωμα μπροστά στις ιστορικές εμπειρίες του λαού μας, και πάνω απ όλα μπροστά στην επώδυνη εμπειρία του Β΄ παγκόσμιου πολέμου με την οποία και θα κατέρρεε η εικόνα της ΧΑ σαν οργάνωσης πατριωτικής για να αποδειχθεί απόλυτα εθνοπροδοτική, ταγματασφαλίτικη και δοσιλογική. Ταυτόχρονα θα εμφανιζόταν αρκετά γυμνός ο δειλός, ποταπός και άθλιος ηθικά χαρακτήρας των μελών και στελεχών αυτής της αγέλης. Αυτή την ιστορική, την ιδεολογική πλευρά της ΧΑ άφησε άτρωτη δηλαδή την έκρυψε διακομματικά η αστική τάξη καθώς α) το δικαστήριο, χωρίς καμιά κατακραυγή από όλα τα κόμματα, απαγόρευσε την τηλεοπτική και ραδιοφωνική κάλυψη της δίκης, και β) και το χαρακτηριστικότερο, όχι μόνο τα ιδιωτικά κανάλια αλλά και τα 4 κρατικά, (ΕΤ1, ΕΤ2, ΕΤ3, Βουλής) εκείνα δηλαδή που έλεγχαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και μετά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κυριολεκτικά πνίξανε τη δίκη χωρίς κανένα μαζικό αντιφασιστικό κόμμα ή κίνημα να κάνει ζήτημα το αίτημα για την υποχρεωτική μετάδοση έστω γραπτών διαλόγων, απολογιών, εξέτασης μαρτύρων, τη μεταφορά της ατμόσφαιρας της δίκης, και το βασικό δημοσιογραφικές αναλύσεις και πολιτικές συζητήσεις σαν στοιχειώδη απαίτηση διαρκούς αντιναζιστικής ενημέρωσης και πολιτικής διαφώτισης του λαού.
Είναι ακριβώς επειδή διακομματικά το πολιτικό καθεστώς δεν έκανε τίποτα για να αποκαλύψει την απανθρωπιά και κυρίως το βαθιά ξενόδουλο χαρακτήρα της ΧΑ όταν η ίδια κομπάζει ασταμάτητα για τον «πατριωτισμό» της στην νεολαία, που μπόρεσε χωρίς πολιτικές απώλειες να μην επιβάλλει καμιά αληθινά βαριά τιμωρία στους ναζί. Εννοείται βοηθήθηκε πολύ σε αυτό επειδή η πολιτική αγωγή της δίκης και μαζί της η «κινηματική» επίσης καθεστωτική ψευτοαριστερά που η πρώτη εκπροσωπούσε νομικά, μόνο ψιθυριστά ενημέρωσε τους αντιφασίστες ότι οι ποινές ήταν ασήμαντες σε σχέση με το έγκλημα. Τελικά το πολιτικό καθεστώς εντελώς ανώδυνα για το ίδιο επέβαλε μόνο τόση ποινή όση το καθεστώς της Βαϊμάρης στο Χίτλερ ώστε να βγει αυτός τελικά πολιτικά ισχυροποιημένος μετά από τις φυλακές μέσα στη μεγάλη οικονομική κρίση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύσσωμο το ελληνικό πολιτικό καθεστώς κανόνισε -με νομοθετικές αλλαγές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που τις κράτησε και η κυβέρνηση της ΝΔ και για τις οποίες δεν διαμαρτυρήθηκε το ψευτοΚΚΕ και μόνο λίγο οι εξωκοινοβουλευτικοί της πολιτικής αγωγής της δίκης- να βγάλει τους αρχιναζί το πολύ σε 3 χρόνια από σήμερα (ήδη βγήκε ο Πατέλης). Επίσης φρόντισε να μην βγει παράνομη σαν κόμμα η Χρ. Αυγή παρόλο που καταδικάστηκε σαν εγκληματική συμμορία, οπότε θα μπορεί να έχει κομματικούς πυρήνες παντού, με αυτό το όνομα ή άλλα ονόματα τουλάχιστον μέχρι να εκδικαστεί η έφεση η οποία επίτηδες δεν έχει αρχίσει να εκδικάζεται, ενώ η πρωτόδικη απόφαση δεν έχει καν καθαρογραφτεί. Επίσης φρόντισαν όλοι τους να κατεβαίνει η «Χρυσή Αυγή» ή το παράρτημα της- μέτωπο του Κασιδιάρη στις εκλογές, και να είναι υποψήφιοι της με όποιο κομματικό όνομα θέλουν οποιοιδήποτε ναζι-τραμπούκοι της.
Το χειρότερο απ όλα είναι ότι όχι μόνο δεν ξεκίνησε, αλλά κιόλας από την εποχή της δήθεν εξάρθρωσης της συμμορίας δεν έγινε καν κουβέντα για την αποναζιστικοποίηση του κράτους, δηλαδή την εκκαθάριση κυρίως της αστυνομίας, αλλά και του στρατού από τους άφθονους χρυσαυγίτες και φίλους της ΧΑ που είχαν μέσα τους. Χαρακτηριστικά στο κόμμα, που το εκλογικό του κατέβασμα ο Κασιδιάρης προαναγγέλλει από την άνετη για τις επικοινωνίες φυλακή του, μοστράρουν 15 στελέχη απόστρατων του στρατού και της αστυνομίας χωρίς ο πολιτικός κόσμος να τους έχει καταγγείλει, και ούτε καν να θεωρεί άξιο σχολιασμού το γεγονός. Τέλος δεν άρχισε ποτέ κανένας έλεγχος και καμιά έρευνα εντός της δικαιοσύνης, γιατί επί τόσα χρόνια δεν κυνηγήθηκαν από αυτήν τα χιλιάδες ρατσιστικά πογκρόμ και ξυλοδαρμοί που καταγγέλλονταν σε όλη την Ελλάδα. Αλλά για ποιο έλεγχο των δικαστών μιλάμε όταν στην πιο προκλητική του κίνηση ως τώρα το πολιτικό καθεστώς προβίβασε σε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου την εισαγγελέα της δίκης Οικονόμου που ζήτησε την αθώωση όλων των Χρυσαυγιτών!!! Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο «ελληνισμός» με τα δύο κράτη, το ελληνικό και το κυπριακό και ο πανταχού παρών υπουργός εξωτερικών του και δήθεν κυνηγός των ναζί Δένδιας δεν βγάζουν τσιμουδιά για το γεγονός ότι το παράρτημα της ναζιστικής συμμορίας στην Κύπρο έχει ανεβάζει σημαντικά τη δύναμη του στο κοινοβούλιό της.
Είναι φανερό για όσους θέλουν να βλέπουν κατάματα την πραγματικότητα ή δεν έχουν συμφέρον να την κρύβουν ότι ο φασισμός και ο ναζισμός δεν έχουν ανακόψει αλλά έχουν στο βάθος επιταχύνει την πορεία τους. Μάλιστα η χώρα μας, η περιοχή μας ιδιαίτερα, αλλά και η Ευρώπη ευρύτερα ετοιμάζεται να βυθιστεί σε μια περίοδο μεγαλύτερης σχετικής πολιτικής οπισθοδρόμησης, ακόμα και βαρβαρότητας, αν και από την άλλη μεριά και οι προοδευτικές αντιστάσεις θα αρχίσουν να δυναμώνουν, ιδιαίτερα μέσα στην πραγματική αριστερά.
Όρος για την ανάπτυξη του αντιναζιστικού κινήματος η αποκάλυψη της κρυμμένης ενότητας του φαιού με το «κόκκινο»
Βρισκόμαστε σε μια πολύ πιο περίπλοκη κατάσταση για το αντιφασιστικό κίνημα από όσο στην προηγούμενη μεγάλη αντιφασιστική εποχή. Αυτό, επειδή εδώ και αρκετό καιρό βλέπουμε την ενότητα του φασισμού, ανοιχτά ή με υπόγειες συνδέσεις, με ρεύματα που ντύνονται με τα ρούχα της επανάστασης, του αντικαθεστωτισμού και μάλιστα κατά προτίμηση του πιο συνεπούς αντικαθεστωτισμού που είναι ο κομμουνισμός. Η ιδιαίτερη προτίμηση των φασιστών στον δήθεν «κομμουνιστικό» αντικαθεστωτισμό οφείλεται στο ότι μόνο σαν «κομμουνιστές» μπορούν επίσημα και με θράσος από σήμερα κιόλας να ασκούν δικτατορία στο όνομα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» εναντίον της υπόλοιπης αστικής τάξης και κυρίως του ίδιου του προλεταριάτου. Στην ουσία αυτοί οργανώνουν τη δικτατορία των πιο επιθετικών τμημάτων της μεγαλοαστικής τάξης υποσχόμενοι ότι όταν έρθουν στην εξουσία θα γεμίσουν με λεφτά το σάκο της «προλεταριακής επαιτείας» (όπως τον ονομάζει στην αναφορά του στο «φεουδαρχικό σοσιαλισμό» το Κομμ. Μανιφέστο), που τον κρατάνε από τώρα στα χέρια τους οι ψευτοκομμουνιστές ζητώντας όχι από την ίδια την αστική τάξη, αλλά από το κράτος της, στο οποίο συμμετέχουν και οι ίδιοι σαν εκπρόσωποι της υπαλληλοκρατίας, κάθε λογής δοσίματα. Στόχος τους να μην αφήσουν το ίδιο το προλεταριάτο στους χώρους δουλειάς να πάρει τις οικονομικές και πολιτικές του διεκδικήσεις στα δικά του χέρια απέναντι στην ίδια την αστική τάξη, αρχίζοντας από τα συνδικάτα του και φτάνοντας στα ένοπλα όργανα της επαναστατικής του εξουσίας, αλλά να το χρησιμοποιούν ενάντια στα σχετικά δημοκρατικά ή λιγότερο φασιστικά τμήματα της αστικής τάξης που τους φράζουν το δρόμο στην δικιά τους απόλυτη εξουσία.
Νίκες ενάντια στον κλασικό χρυσαυγίτικου τύπου φασισμό δεν μπορούν να αποσπάσουν οι πραγματικοί αντιφασίστες αν δεν διακρίνουν και δεν καταγγείλουν τις βαθύτερες ενότητες που έχουν με το χρυσαυγιτισμό οι δήθεν «αριστεροί» αντιφασίστες, που τους ονομάζουμε σοσιαλφασίστες, ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής δημοκρατίας. Αν οι αληθινοί δημοκράτες αντιφασίστες και κυρίως οι πραγματικοί αριστεροί και κομμουνιστές δεν αποκαλύψουν ότι πίσω από τα παχιά και θορυβώδη λόγια των σοσιαλφασιστών και μερικές σπάνιες αψιμαχίες που αυτοί έχουν, έξω από τις μάζες και τις διαθέσεις τους, με τους κλασικούς φασίστες κρύβεται το κοινό μίσος τους στο λαό και η κοινή αγάπη τους στον ίδιο ιμπεριαλισμό, δεν θα υπάρχει η παραμικρή συσπείρωση νίκης.
Αντίθετα εκείνο που χρειάζεται και δεν μπορεί να κάνει ΠΟΤΕ ο σοσιαλφασισμός είναι: 1. η πλατειά εμπιστοσύνη στις μάζες, 2. η ασταμάτητη πάλη ενάντια σε κάθε λογής πραξικοπηματισμό που σημαίνει σεβασμό στις διαθέσεις τους με την παράλληλη διαφώτιση τους για την πραγματική κατάσταση και τις ανάγκες της δικιάς τους πολιτικής πάλης. 3. η πάλη ενάντια στην καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας οπότε και στην έσχατη, στην πολεμικού αποικιακού τύπου εξαθλίωση του προλεταριάτου, 4. Η πάλη για ένα ενιαίο ταξικό και με βαθύ συνδικαλιστικό δημοκρατισμό μέτωπο στους χώρους δουλειάς, ντόπιων και μεταναστών εργαζόμενων, για να μπορέσουν να πιστέψουν στις δικές τους δυνάμεις ώστε να αντιπαλαίψουν μεγάλα και μικρά αφεντικά και πάνω απ όλα τους ρωσοκινέζους νεοαποικιοκράτες και τους ναζί και σοσιαλφασίστες που δουλεύουν για αυτούς. Αυτές είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες μπορεί να δοθεί αποτελεσματικά η πάλη ενάντια στο φασισμό, το ρατσισμό και τον αντισημιτισμό.
Αν ένα τέτοιο αντιφασιστικό κίνημα μπορέσει να αδράξει τις δημοκρατικές μάζες, θα μπορεί να ικανοποιηθεί σε ένα σημαντικό βαθμό το πάγιο αίτημα της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας και της ΟΑΚΚΕ να τεθούν εκτός νόμου οι ναζί, δηλαδή να απαγορευτεί κατ αρχήν σαν κόμμα η ΧΑ και να συλληφθούν και να φυλακιστούν όλα τα κρυμμένα μέλη της. Πρέπει να το τονίζουμε αυτό απέναντι στους υπερασπιστές του συνθήματος «να κλείσουν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής» εννοώντας ότι είναι το λαϊκό αντιφασιστικό κίνημα που θα απαγορεύσει τη Χρ. Αυγή και όχι η αστική τάξη. Αυτό το σύνθημα ήρθε να σβήσει και κυρίως να συσκοτίσει το σωστό «εκτός νόμου η Χρ. Αυγή» και να διευκολύνει το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ που το πολεμάνε ανοιχτά. Η νομιμότητα της Χρ. Αυγής είναι η πιο ανοιχτή λεωφόρος για την άσκηση της βίας της και αυτή η λεωφόρος πρέπει να κλείσει. Την ευθύνη για τη νομιμότητα των ναζί, όσο ο λαός δεν έχει την πολιτική εξουσία, την έχει η αστική τάξη. Αν κανείς δεν καλεί σήμερα την αστική τάξη να απαγορεύσει τους ναζί, όχι μόνο την αποενοχοποιεί στο σύνολό της στα μάτια των λαϊκών και δημοκρατικών μαζών, αλλά κρύβει το πιο φιλο- φασιστικό κομμάτι της πίσω από το σχετικά δημοκρατικό της που ταλαντεύεται προς την απαγόρευση. Έτσι δυναμώνουν πολιτικά και οι ναζί και οι προστάτες τους μέσα στην αστική τάξη. Το «εκτός νόμου η ΧΑ» είναι το κεντρικό σύνθημα αποκάλυψης ειδικά της ελληνικής αστικής τάξης και ειδικά των μαύρων πολιτικών κινημάτων της, που εκτρέφουν ιδεολογικά ναζιστές.