Mετά την υπό αναστολή κήρυξη της ανεξαρτησίας της Καταλωνίας και την απάντηση της Μαδρίτης με την κατάργηση της κυβέρνησης της Καταλωνίας - ένα βήμα πριν τη βίαιη διάλυση της καταλανικής Βουλής - το ρήγμα στις σχέσεις Μαδρίτης-Βαρκελώνης φτάνει πολιτικά και ψυχολογικά κοντά στο σημείο της μη επιστροφής. Πολύ δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι η αντιπαράθεση δεν θα φτάσει σε θερμά επίπεδα αν η Μαδρίτη συνεχίζει να αρνείται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της Καταλωνίας. Μόνο η απόδοση αυτού του δικαιώματος μπορεί να δώσει ένα περιθώριο στις ενωτικές δυνάμεις του καταλανικού λαού να διεκδικήσουν την παραμονή της Καταλωνίας στην Ισπανία μέσα από ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα. Αλλιώς η ισπανική επιβολή της ένωσης με τη βία κάθε μέρα που θα περνάει θα δυναμώνει τη θέση των εθνικιστών και των σοσιαλφασιστών της Καταλωνίας, των φασιστών στην Ισπανία ενώ θα παραλύει και θα διασπά όσο ποτέ την Ενωμένη Ευρώπη υπέρ του ρώσικου νεοχιτλερισμού που έχει βάλει το πετρέλαιο σε αυτή την αρχικά μικρή φωτιά.
Η ΟΑΚΚΕ έχει εκδόσει μια πρώτη ανακοίνωση που τοποθετεί συνοπτικά το ζήτημα από άποψη αρχής. Αυτή η τοποθέτηση γίνεται παρακάτω τώρα πιο διεξοδικά τόσο στα ζητήματα αρχής όσο και στη συγκεκριμένες πολιτικές παραμέτρους αυτής της κρίσιμης για το μέλλον της Ευρώπης και νομίζουμε του κόσμου αντιπαράθεσης. Κατ αρχήν ας τοποθετηθούμε πιο αναλυτικά στα δύο βασικά ερωτήματα: 1) έχει ή όχι δικαίωμα η περιοχή αυτή να αποχωριστεί από τον ισπανικό κορμό; 2) είναι προοδευτική ή αντιδραστική η κίνηση της Καταλωνίας να εφαρμόσει τώρα αυτό το δικαίωμα;
Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση
Θα ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας από το δεύτερο ερώτημα έχοντας στο μυαλό μας τη λενινιστική αρχή που λέει ότι τα έθνη έχουν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Που σημαίνει ότι για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε αν οι καταλανοί της Καταλωνίας, αποτελούν έθνος ή μήπως εθνική μειονότητα; Σύμφωνα με τον ορισμό για το έθνος που διατύπωσε συνοπτικά ο Στάλιν: «ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού» (άπαντα, τ. 2, σελ. 334), και παίρνοντας υπ όψιν μας ιδιαίτερα την πιο σύγρονη πολιτική ιστορία του, μπορούμε με σιγουριά να εντάξουμε σ’ αυτή την κατηγορία και το καταλανικό έθνος, ένα έθνος με μακρόχρονη ιστορική πορεία αγώνων, ενιαίο έδαφος, δική του γλώσσα και αναπτυγμένη κοινή οικονομική ζωή. Γι’ αυτό και το άλλοτε επαναστατικό ΚΚ Ισπανίας και η Τρίτη Διεθνής υποστήριζαν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Καταλωνίας στο μεσοπόλεμο ενάντια στους φασισμούς των Πρίμο ντε Ριβέρα και Φράνκο.
Ήδη στο πρόγραμμα που εκπόνησε το 1925 και επικύρωσε η Διεθνής, εκτός απ’ τη θέση για αποχώρηση του Μαρόκου από το ισπανικό κράτος, αναγνώριζε το δικαίωμα ανεξαρτησίας και στην Καταλωνία και τη Χώρα των Βάσκων (βλ. Stanley G. Payne, The Spanish Civil War, the Soviet Union and Communism). Σε γράμμα του προς το ισπανικό ΚΚ της 15/1/1932, το δυτικοευρωπαϊκό γραφείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς ασκεί, μάλιστα, κριτική στο ισπανικό τμήμα για την υποτίμηση που έδειχνε απέναντι σ’ αυτά τα κινήματα: «Το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα έδειξε και σ’ έναν ορισμένο βαθμό εξακολουθεί να δείχνει μια παρόμοια στάση, σεχταριστική, παθητική, απέναντι στα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των Καταλανών, των Βάσκων, και των Γαλικιανών, τα οποία υποτιμά, ενώ τους Μαροκινούς δεν τους υπολογίζει σχεδόν καθόλου…» (TheCommunistInternationalDocuments, v.3, ed. JaneDegras). Λίγο αργότερα σχηματίζεται το ΚΚ Καταλωνίας ενταγμένο στο ισπανικό κόμμα. Το Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλωνίας, που συγκροτήθηκε το ’36 απ’ την ένωση κομμουνιστών και σοσιαλιστών, υπήρξε πλήρες μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η πτώση της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα οδήγησε στην απόδοση πολιτικής αυτονομίας στην περιοχή. Με τον καταστατικό χάρτη αυτονομίας του 1932 δημιουργήθηκε η Ζενεραλιτάτ, η Εθνική Αρχή της Καταλωνίας με δική της κυβέρνηση, προεδρία και κοινοβούλιο. Στην τελική του μορφή το σύνταγμα αυτό κατοχύρωνε την επίσημη χρήση της καταλανικής γλώσσας πλάι στα ισπανικά, μοίρασμα αρμοδιοτήτων με την κεντρική κυβέρνηση σε τομείς όπως είναι η εκπαίδευση, η δημόσια τάξη, τα δημόσια έργα κ.ά. Η αντεπίθεση της δεξιάς-φασιστικής αντίδρασης έδωσε τέλος στην αυτονομία, μαζί και στο Κράτος της Καταλωνίας – υπό τον Λουίς Κομπάνις – που πρόλαβε να ανακηρυχθεί τον Οκτώβρη του 1934 σαν τμήμα μιας ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Ισπανίας. Μόνο με την άνοδο του Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία το 1936 η Καταλωνία έθεσε ξανά σε ισχύ τον καταστατικό χάρτη απολαμβάνοντας ευρεία αυτονομία μέσα στο ισπανικό κράτος.
Επομένως είναι δημοκρατικό δικαίωμα του καταλανικού έθνους να έχει το δικό του ανεξάρτητο κράτος έξω από το ισπανικό. Αν αυτό το τελευταίο δεν του αναγνωρίσει αυτό το δικαίωμα και μάλιστα επιμείνει να του το στερήσει με τη βία κόντρα στη θέληση του καταλανικού λαού θα μετατραπεί αργά ή γρήγορα σε ένα φασιστικό κράτος.
Οι εσωτερικές προϋποθέσεις ανάπτυξης του κινήματος ανεξαρτησίας
Κι ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα, δηλ. στο εάν το κίνημα για την εφαρμογή σήμερα αυτού του δικαιώματος από τους καταλανούς είναι ένα κίνημα προοδευτικό ή αντιδραστικό, δηλαδή αν πρέπει τουλάχιστον σε αυτή τη φάση να το υποστηρίξουμε όχι μόνο ως προς την πλευρά του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης-που πρέπει να το υποστηρίξουμε-αλλά και ως προς την πλευρά ότι ο αποχωρισμός στις δοσμένες συνθήκες είναι προς το συμφέρον του καταλανικού λαού αλλά και των λαών της Ισπανίας.
Εδώ θα πρέπει να μελετήσουμε τους εσωτερικούς αλλά και τους εξωτερικούς όρους αυτού του κινήματος. Θεωρούμε καταρχάς, σαν λενινιστές, ότι κάθε διάσπαση ενός μεγαλύτερου πολυεθνικού κράτους σε μικρότερα εθνικά, όταν αυτά δεν καταπιέζονται με αποικιακό ή φασιστικό τρόπο από το μεγαλύτερο κράτος στο οποίο ανήκουν, είναι αντίθετη και στα οικονομικά και στα πολιτικά συμφέροντα των προλετάριων όλων των εθνών που αποτελούν το δοσμένο ενιαίο κράτος. Το πέσιμο των συνόρων με την ταυτόχρονη εξασφάλιση των δικαιωμάτων των επί μέρους εθνών σε ένα πολυεθνικό κράτος οδηγεί στη μείωση των εθνικιστικών προκαταλήψεων και αντιπαραθέσεων, στην οικονομική ενότητα και επικοινωνία των δύο εθνών ενώνοντας το προλεταριάτο και τους λαούς και φέρνοντας έτσι πιο κοντά την κοινωνική επανάσταση. Η διάσπαση λοιπόν σήμερα του στην κύρια πλευρά αστικο-δημοκρατικού ισπανικού κράτους θα ήταν ένα βήμα της ιστορίας προς τα πίσω.
Στην πραγματικότητα το κράτος αυτό είχει πάψει ως προχθές να καταπιέζει με φασιστικό τρόπο, ήδη από την πτώση του φρανκισμού πριν από 40 χρόνια, τα έθνη που το συγκροτούν. Στην περίπτωση της Καταλωνίας ο δημοκρατικός καταστατικός χάρτης του ’79, στο πνεύμα του χάρτη του ’32, κατοχυρώνει την αποκλειστική εξουσία της Ζενεραλιτάτ σε τομείς όπως π.χ. η δημόσια ασφάλεια (η Καταλωνία έχει δική της αστυνομία), οι επικοινωνίες, η κουλτούρα, το εμπόριο, το περιβάλλον, η τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ στους τομείς εκπαίδευσης, υγείας, δικαιοσύνης υπάρχει συνεργασία με τη Μαδρίτη. Όπως η ισπανική έτσι και η καταλανική γλώσσα έχει επίσημο στάτους και διδάσκεται στα σχολεία. Η καταλανική εθνική ιδιαιτερότητα αναγνωρίζεται από το ισπανικό κράτος. Αυτός ήταν ο λόγος που η πλειοψηφία των κατοίκων της Καταλωνίας δεν σκεφτόταν στα σοβαρά ή ήταν αδιάφορη απέναντι στο ενδεχόμενο αποχωρισμού τουλάχιστον πριν ασκηθεί βία από τη Μαδρίτη. Γι αυτό το λόγο ακόμα και το δημοψήφισμα που έγινε πρόσφατα, και που το αποτέλεσμα του πρέπει να αναγνωριστεί όσο ασκήθηκε βία στους ψηφοφόρους, αποδεικνύει ότι μια μειοψηφία των Καταλανών ή το πολύ μια οριακή πλειοψηφία θέλει τον αποχωρισμό. Ποτέ ένα πραγματικά δημοκρατικό κίνημα αποχωρισμού δεν θα έβαζε σε εφαρμογή αυτό το δικαίωμα με μια τέτοια οριακή συνθήκη ως προς τις διαθέσεις του πληθυσμού και με τέτοιες έντονες εσωτερικές αρνήσεις.
Ήδη σε δημοσκόπηση του ισπανικού κυβερνητικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών το 2001, το 48,1% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι δε θέλουν ανεξαρτησία, 35,9% ότι θέλουν και 13,3% δήλωσαν αδιάφοροι. Το δε Κέντρο Ανάλυσης Γνώμης (CEO) της Ζενεραλιτάτ σε τελευταίες του φετινές μετρήσεις έβγαλε ότι το 34,7% θέλει ανεξαρτησία, το 21,7% ένα καθεστώς ομόσπονδου κράτους και το 30,5% προτιμά το σημερινό καθεστώς της αυτόνομης κοινότητας (https://en.wikipedia.org/wiki/Catalan_independence#cite_note-2nd_2017-85). Την απροθυμία των καταλανών να ανεξαρτητοποιηθούν έδειξε το δημοψήφισμα του 2014, που δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα κι έγινε σε συνθήκες ελευθερίας, στο οποίο συμμετείχε μονάχα το 42% του εκλογικού σώματος.
Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν το μέτωπο χωρίς αρχές των ψευτοαριστερών αντιευρωπαϊστών και των ψευτοευρωπαϊστών εθνικιστών που ήρθε στην εξουσία στα μέσα της δεκαετίας 2000 στην Καταλωνία αυτό που προετοίμασε το έδαφος για τον αποχωρισμό επιχειρώντας μια μονομερή κίνηση που κατά τη γνώμη μας είχε περισότερο σα στόχο την ενοχοποίηση του ισπανικού κράτους σαν καταπιεστικού στα μάτια του καταλανικού πληθυσμού και τελικά τον εκφασισμό του σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, παρά να φέρει θετικές πρακτικές αλλαγές σημαντικές για τη ζωή του καταλανικού πληθυσμού.
Αυτή η κίνηση ήταν η μονομερής θέσπιση από την πλευρά των καταλανών ενός καινούργιου καταστατικού χάρτη (2006) περισσότερο διευρυμένης αυτονομίας ο οποίος μαζί με κάποιες απλές δημοκρατικές διεκδικήσεις, όπως πιο ανεξάρτητη δικαστική εξουσία σε ορισμένα ζητήματα, περισσότερα δημοσιονομικά δικαιώματα όποτε και περισσότερο χρήμα αποδεχόμενη μια υπό όρους δημοσιονομική εξομοίωση με άλλες κοινότητες, απαιτούσε την πρωτοκαθεδρία στην καταλανική γλώσσα απέναντι στην ισπανική, δηλαδή την έκανε υποχρεωτική για όσους εργάζονται στο δημόσιο (ενώ ως τότε οι δύο γλώσσες ήταν ισότιμες), και, τέλος απαιτούσε να αναγνωριστεί άμεσα το καταλανικό έθνος σαν ξεχωριστό από το ισπανικό με δικαίωμα ισότιμων διμερών σχέσεων με τη Μαδρίτη. Αυτή η τελευταία ήταν μια δίκαιη απαίτηση, αλλά να τη θέτει κανείς χωρίς να έχει προκύψει μέσα από μια άμεση καταπίεση της Καταλωνίας και χωρίς να έχει ωριμάσει κάπως ένα ευρύτερο ισχυρό δημοκρατικό κίνημα στην Ισπανία που θα απαιτούσε το ξερίζωμα των μεγάλων υπολειμμάτων του φρανκισμού, σήμαινε ένα πράγμα: να προβοκαριστεί με ένα πρόωρο αίτημα του καταλανικού αποχωρισμού και να ξυπνήσει το φρανκικό τέρας χωρίς να βρει ουσιώδη αντίπαλο μέσα στην Ισπανία. Όλη αυτή η κίνηση ήταν αντικειμενικά μια προβοκάτσια που στηριζόταν στο γεγονός ότι όχι μόνο η ισπανική – βασικά η καστιλιάνικη αστική τάξη – δεν είχε λύσει πραγματικά τους λογαριασμούς της με το φρανκισμό με ριζοσπαστικό δημοκρατικό τρόπο, οπότε δεν έφτασε στο σημείο να αναγνωρίσει στο καταλανικό έθνος το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση προχωρώντας πέρα από τα δημοκρατικά δικαιώματα αυτονομίας που σε σημαντικό βαθμό αναγνώρισε. Αλλά πως θα έλυνε τέτοια ζητήματα η ισπανική αστική τάξη, αφού δεν είχε απέναντί της κάποιο λαϊκό δημοκρατικό κίνημα να τα θέτει και να τα διεκδικεί, και δεν είχε γιατί η καρδιά του δημοκρατικού κινήματος, το κομμουνιστικό κίνημα είχε προδοθεί παγκόσμια από τα μέσα και είχε ποδοπατήσει τις βασικές δημοκρατικές και διεθνιστικές αρχές; Από ποιον ζητάνε ευθύνες για την επιβίωση του φρανκικού φασισμού μέσα στην Ισπανία οι ψευτοαριστεροί όλου του κόσμου;
Το πιο αποκαλυπτικό για τις διαθέσεις και τον πολιτικό χαρακτήρα των διεκδικήσεων που έθεσαν σε εκείνη τη φάση οι εθνικιστές της Καταλωνίας ήταν το ζήτημα που έβαλαν για τη γλώσσα. Στο διάβα δεκαετιών εθνικής καταπίεσης αλλά κι εξαιτίας των πολλαπλών μεταναστευτικών κυμάτων σε βάθος χρόνου η καταλανική γλώσσα έχει γίνει μειοψηφική μέσα στην Καταλωνία. Έρευνα που διεξήγαγε η καταλανική κυβέρνηση το 2008 έδειξε ότι το 45,9% του πληθυσμού μιλά ισπανικά σε καθημερινή χρήση έναντι 35,6% που μιλά καταλανικά, ενώ ένα πιο μικρό 11,95% χαρακτηρίζεται δίγλωσσο (https://en.wikipedia.org/wiki/Languages_of_Catalonia). Επί πλέον ο μεγάλος όγκος του καταλανικού προλεταριάτου έχει προέλθει από άλλες περιοχές της Ισπανίας αλλά κι απ’ το εξωτερικό και μιλά κυρίως τα ισπανικά. Η βιομηχανική Βαρκελώνη είναι κύρια μια ισπανόφωνη μεγαλούπολη όπου το καταλανικό στοιχείο είναι στενά δεμένο με το ισπανικό. Γι’ αυτό η κίνηση της καταλανικής αρχής να αναβαθμίσει το στάτους της καταλανικής γλώσσας όχι σαν τέτοιας καθεαυτής αλλά σε βάρος της ισπανικής, μιας από τις πιο πλατιά ομιλούμενες γλώσσες του κόσμου και με πλούσια λογοτεχνική παράδοση, ήταν μία αντιδραστική κίνηση έστω και μόνο στο συμβολικό επίπεδο, καθώς αποδυνάμωσε αντί να ενισχύει τους δεσμούς ανάμεσα στο καταλανικό και το καστιλιάνικο προλεταριάτο. Αυτό μας θυμίζει τη διοικητική επιβολή της πρωτοκαθεδρίας της ουκρανικής γλώσσας πάνω στη ρωσική στις κυρίως ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας μετά την αλλαγή της Μεϊντάν. Παρόλο που η Ουκρανία καταπιέζεται βάναυσα από τη Ρωσία αυτή η επιβολή, που συνδυάστηκε με την προώθηση των θέσεων των ναζιστών του Δεξιού Τομέα στο ουκρανικό κράτος, ανησύχησε το ρωσόφωνο και ρώσικης εθνικής συνείδησης πληθυσμό της ανατολικής Ουκρανίας και εκτόξευσε τη δύναμη των πουτινικών φασιστών αποσχιστών.
Ο καταλανικός εθνικισμός ξύπνησε τον κοιμισμένο ισπανικό φρανκικό φασισμό
Ηταν σίγουρο λοιπόν ότι οι αλλαγές για το έθνος και τη γλώσσα πήγαιναν για απόρριψη από το ισπανικό κράτος γιατί σήμαιναν έμμεσα πλην σαφώς το δικαίωμα του αποχωρισμού που ήταν σίγουρο ότι η Μαδρίτη δεν θα το αναγνώριζε. Και δεν το αναγνώρισε, οπότε οι καταλανοί εθνικιστές κέρδισαν έναν μεγάλο πολιτικό πόντο επιβεβαιώνοντας τον αυταρχισμό της Μαδρίτης, με τη μορφή της αυτοεπιβεβαιούμενης προφητείας.
Βέβαια σε μια προωθημένη αστική δημοκρατία όλες τις παραπάνω αλλαγές ανεξάρτητα από τον προοδευτικό ή αντιδραστικό χαρακτήρα της καθεμιάς, όπως και όλο αυτό το κίνημα ανεξαρτησίας και αποχωρισμού θα ήταν δουλειά της πλειοψηφίας του καταλανικού πληθυσμού να αποφασίσει αν θα τις υποστηρίξει η όχι, και όχι δουλειά της κυβέρνησης της Μαδρίτης. Αλλά προφανώς η Μαδρίτη δεν θα άφηνε ποτέ στους Καταλανούς την κύρια πολιτική πρωτοβουλία να αποφασίσουν για τέτοια αιτήματα γιατί έτσι θα άφηνε και το ζήτημα της ανεξαρτησίας να αποφασιστεί στην Καταλονία, δηλαδή έμμεσα θα αναγνώριζε και το δικαίωμα της στον αποχωρισμό. Έτσι ρίχνοντας πετρέλαιο στη φωτιά που άναψαν οι καταλανοί εθνικιστές το ισπανικό κοινοβούλιο απάλειψε τις επίμαχες διατάξεις από τον καταλανικό καταστατικό χάρτη. Στη συνέχεια ο χάρτης επικυρώθηκε με δημοψήφισμα στην Καταλωνία με συμμετοχή του 48,9% του εκλογικού σώματος. Τότε το Λαϊκό κόμμα έστειλε το καταστατικό στο ανώτατο δικαστήριο που το κήρυξε αντισυνταγματικό λίγα χρόνια μετά, καταφέρνοντας να ερεθίσει και να ενισχύσει παραπέρα το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας. Δρώντας έτσι το κεντρικό ισπανικό κράτος διαρκώς ευνούχιζε πολιτικά το κομμάτι του καταλανικού λαού που ήθελε την παραμονή της Καταλωνίας στην Ισπανία, τους λεγόμενους ενωτικούς, γιατί τους υποβίβαζε από ισότιμους Καταλανούς σε πράκτορες του ισπανικού κράτους, πράγμα που έδινε την πολιτική ηγεμονία στους καταλανούς σοσιαλφασίστες και εθνικιστές ακόμα και αν δεν είχαν ποτέ αποδείξει, ούτε τώρα έχουν αποδείξει, ότι έχουν την πλειοψηφία στην Καταλωνία. Την πλειοψηφία αυτοί οι αντιδραστικοί τη φτιάχνουν σιγά-σιγά αξιοποιώντας τη βία του ισπανικού εθνικισμού τον οποίο διαρκώς με τον τρόπο αυτό αναπτύσσουν.
Στην πραγματικότητα, όπως κάθε πολιτική αντίδραση στην Ευρώπη έτσι και η καταλανική αντλεί την πολιτική της δύναμη από την απεύθυνση της στις μάζες της φτωχολογιάς με το δημαγωγικό ισχυρισμό ότι η υπό «ισπανική κατοχή» Καταλωνία πληρώνει δυσανάλογα πολλά λεφτά στο ισπανικό κράτος που δεν θα πλήρωνε αν ήταν ανεξάρτητη, οπότε και οι κάτοικοί της δεν θα υπέφεραν όσο σήμερα. Ετσι μιλάνε οι ρωσόφιλοι φασίστες της Λέγκας του Βορρά που θέλει την απόσχιση της Βόρειας Ιταλίας χωρίς βέβαια αυτή να αποτελεί ξεχωριστό έθνος, έτσι βγάλανε την Αγγλία έξω από την ΕΕ οι Φάρατζ και Σία, έτσι θέλουν να βγάλουν από το ενωμένο Βασίλειο τη Σκωτία οι σκωτσέζοι εθνικιστές, έτσι έχουν καταφέρει να διασπάσουν ήδη το Βέλγιο από πολλές απόψεις οι φλαμανδοί εθνικιστές.
Δεν είναι τυχαίο ότι τη μεγαλύτερη ώθηση στους καταλανούς εθνικιστές την έδωσε η οικονομική κρίση χρέους που είχε μεταδώσει στην Ισπανία η ελληνική βόμβα της εν πολλοίς οργανωμένης προβοκατόρικης χρεωκοπίας του 2010. Οι καταλανοί εθνικιστές, επικεφαλής του μεγαλύτερου βιομηχανικού κέντρου της Ισπανίας (εκεί έχει τη βάση της η πρώτη εξαγωγική εταιρία της χώρας, η θυγατρική της Φολκσβάγκεν SEAT η οποία βέβαια εγκαταστάθηκε στην Καταλωνία επειδή ακριβώς ήταν κομμάτι της Ισπανίας και μάλιστα της Ισπανίας που ήταν μέσα στην ΕΕ και την ΕΖ), άρχισαν τότε να προσανατολίζουν την αντίθεση του καταλανικού λαού στα μέτρα λιτότητας της κεντρικής ισπανικής κυβέρνησης ενάντια στις άλλες πιο φτωχές κοινότητες που δεν συνεισφέρουν τόσο πολλά χρήματα στον ισπανικό προϋπολογισμό. Το αστήριχτο του πιο πάνω επιχειρήματος το αποδεικνύει η φυγή των πιο μεγάλων τραπεζών απ’ την Καταλωνία που έχει ήδη προκαλέσει η επιδιωκόμενη ανεξαρτητοποίησή της (βλ. Capital, 6/10). Παρόλα αυτά οι αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις της Καταλωνίας έχουν καταφέρει να συσπειρώσουν χάρη κύρια σε αυτό το επιχείρημα κάτω απ’ τη σημαία της ανεξαρτησίας μεγάλα τμήματα της φτωχολογιάς και της μικροαστικής και μικρής αστικής τάξης.
Το κίνημα ανεξαρτησίας και ο ρωσικός σοσιαλιμπεριαλισμός
Η συγκεκριμένη κίνηση για την ανεξαρτητοποίηση της Καταλωνίας που διεξάγει το πιο εθνικιστικό τμήμα της καταλανικής αστικής τάξης δεν είναι η πρώτη απόπειρα διάσπασης δημοκρατικών κρατών και ευρύτερων διακρατικών ενώσεων μέσα στην ευρωπαϊκή ήπειρο που συμβαίνει στην εποχή της σταδιακής μετατροπής του ψυχρού πολέμου σε θερμό. Όλες αυτές οι εκστρατείες ευνοούν σήμερα πάνω από οτιδήποτε άλλο το παγκόσμιο μέτωπο του φασισμού, που έχει επικεφαλής του την πουτινική Ρωσία και τον πολιτικοστρατιωτικό άξονα που αυτή έχει σχηματίσει με την Κίνα. Σε μια στιγμή που το στρατηγικό σχέδιο των ρώσων σοσιαλιμπεριαλιστών για τη στρατιωτική κατάχτηση της Ευρώπης βρίσκεται ήδη στην αρχική φάση της υλοποίησης (Ουκρανία), η διάσπαση της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας ή των επιμέρους κρατών που την αποτελούν δεν μπορούν παρά κύρια να αδυνατίζουν τις άμυνες της απέναντι στον επιθετιστή.
Μάλιστα αυτές οι άμυνες θα μειωθούν ακόμα περισσότερο αν η Ισπανία εμποδίσει με τη βία την καταλανική ανεξαρτησία, οπότε όχι μόνο θα διασπαστεί για τα καλά η πολυεθνική Ισπανία, αλλά θα διασπαστεί και η ΕΕ που δεν μπορεί να υπάρχει αν δεν στηρίζεται στο δημοκρατισμό στις εσωτερικές διεθνικές και διακρατικές της σχέσεις. Γι αυτό ακριβώς το λόγο αυτό που ενδιαφέρει τη Ρωσία δεν είναι η ανεξαρτητοποίηση της Καταλωνίας, αλλά μία κατάσταση ούτε ανεξαρτησία, ούτε ενότητα, όπου μια όλο και πιο εθνικιστική Καταλωνία θα είναι σε ακήρυχτο πόλεμο με την υπόλοιπη Ισπανία και θα καταπιέζει τους ενωτικούς πολίτες της, ενώ ταυτόχρονα η Ισπανία όλο και περισσότερο θα βγάζει από μέσα της τον ως χθες σε άμυνα φασισμό της και θα είναι σε ακήρυκτο πόλεμο όχι μόνο με τους Καταλανούς αλλά με όλα τα έθνη και εθνότητες που την αποτελούν. Μια τέτοια ιδανική κατάσταση για τη ρώσικη διπλωματία θα είναι ένας μεταστατικός καρκίνος στα σωθικά της ΕΕ και της ΕΖ.
Γι αυτό το λόγο επιμένουμε στο ότι δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα για λύση στο καταλανικό πρόβλημα έξω από την αναγνώριση του δικαιώματος της καταλανικής αυτοδιάθεσης από την Ισπανία. Μόνο μετά από αυτήν την αναγνώριση θα έχει νόημα η προσπάθεια των ενωτικών Καταλανών να πείσουν τους συμπολίτες τους να μην επιδιώξουν την εφαρμογή αυτού του δικαιώματος όσο η Ισπανία καταφέρει να μείνει δημοκρατική. Είναι όπως σε ένα παντρεμένο ζευγάρι που περνάει κρίση. Όσο το κάθε μέρος έχει το δικαίωμα να χωρίσει υπάρχει μια ελπίδα για τη συνέχιση του γάμου, αν όμως ένα μέρος αφαιρέσει αυτό το δικαίωμα από το άλλο, τότε το μίσος θα αφανήσει κάθε υπόλειμμα αγάπης και ο χωρισμός θα είναι αναπόφευκτος και δριμύς.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο διεθνής προωθητής των χωρισμών και των κρατικών και εθνικών διαζυγίων, η πουτινική Ρωσία έχει συμφέρον πρώτο η Ισπανία να μην δώσει δικαίωμα αυτοδιάθεσης και δεύτερον η Καταλωνία να επιδιώκει τον αποχωρισμό έτσι κι αλλιώς. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ανοιχτοί φίλοι του νεοχιτλερικού άξονα, Μαδούρο, Άσανζ, Σνόουντεν κτλ. υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα και συμμετέχουν στην εκστρατεία για τον αποχωρισμό της Καταλωνίας, όπως υποστηρίζουν τον αποχωρισμό και όλα τα πιο ρωσόφιλα «αριστερά» ρεύματα μέσα σε κάθε χώρα (εδώ η ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ), ούτε είναι επίσης τυχαίο ότι επικεφαλής αυτής της εκστρατείας μέσα στην Καταλωνία είναι σήμερα το ρωσόφιλο αντιευρωπαϊκό κόμμα με την επωνυμία CUP (Υποψηφιότητα λαϊκής ενότητας). Με 10 βουλευτές στηρίζει την ασταθή κυβερνητική πλειοψηφία στη Βαρκελώνη και ελέγχει την πολιτική της γραμμή. Είναι γεγονός ότι η αναρρίχηση του Πουτζδεμόν στην προεδρία της Ζενεραλιτάτ οφείλεται στο ότι αυτό το κόμμα αρνήθηκε να υποστηρίξει τον προκάτοχό του Αρτούρο Μας – επίσης εθνικιστή αλλά όχι το ίδιο αποφασισμένο όσο ο Πουτζδεμόν για έναν ατέλειωτο πόλεμο φθοράς με τη Μαδρίτη – για μια επόμενη θητεία (βλ. FinancialTimes, 5/10).
Από την άλλη μεριά η επίσημη Ρωσία δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι η Καταλωνία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ισπανίας και ότι το καταλανικό είναι εσωτερικό πρόβλημα της Ισπανίας και έτσι να ενθαρρύνει την ισπανική αντίδραση στη στέρηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για την Καταλωνία. Όλοι οι φασίστες της Ευρώπης συντάσσονται με αυτή τη θέση (αποφασιστικά η ναζιστική «Χρυσή Αυγή» και όπως θα δούμε παρακάτω πιο πονηρά το ψευτοΚΚΕ που παίζει με τον ελληνικό εθνικισμό αλλά παριστάνει το διεθνιστικό). Βλέπουμε δηλαδή εδώ ότι το κέντρο του παγκόσμιου φασισμού και του πολέμου παίζει και στους δύο πόλους της αντίθεσης και την παροξύνει.
Οι διεθνιστές πρέπει να κάνουν το αντίθετο από αυτό που κάνει το παγκόσμιο κέντρο του φασισμού: Πρέπει από τη μια, και κύρια, να καλούν την Ισπανία να αναγνωρίζει το δικαίωμα του αποχωρισμού στην Καταλωνία και από την άλλη να καλούν το λαό της Καταλωνίας να μην ασκήσει αυτό το δικαίωμα. Αν παρόλα αυτά ο καταλανικός λαός αποδείξει ότι η πλειοψηφία του θέλει την ανεξαρτησία (και ως τώρα λίγο πριν τη διάλυση της καταλανικής κυβέρνησης από την Ισπανία δεν το έχει αποδείξει χωρίς αμφιβολία), και η Ισπανία επιμένει να μην σέβεται αυτή τη θέληση, τότε όλο το βάρος πρέπει να πέσει στην καταγγελία του ισπανικού εθνικισμού. Ήδη στην πρώτη ανακοίνωση της ΟΑΚΚΕ για το καταλανικό ρίξαμε το κύριο βάρος μας στην απαίτηση μας από την Ισπανία να αναγνωρίσει το δικαίωμα της Καταλωνίας στην αυτοδιάθεση.
Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι όλα τα επί μέρους ζητήματα της δημοκρατίας πρέπει να κρίνονται από την άποψη των συνολικών συμφερόντων της δημοκρατίας οπότε και από την άποψη των συνολικών συμφερόντων των λαών.
Ο Λένιν μας διδάσκει ότι και η αυτοδιάθεση των εθνών δεν είναι μια απόλυτη αρχή. Όπως γράφει: «Οι διάφορες διεκδικήσεις της δημοκρατίας, μαζί και η αυτοδιάθεση, δεν είναι κάτι το απόλυτο, αλλά ένα μέρος του πανδημοκρατικού (σήμερα: πανσοσιαλιστικού) παγκόσμιου κινήματος. Μπορεί σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις το μέρος να έρχεται σε αντίθεση με το όλο και τότε πρέπει να απορρίπτεται. Μπορεί σε κάποια χώρα το δημοκρατικό κίνημα να είναι απλώς όργανο των κληρικών ή χρηματιστικών-μοναρχικών ραδιουργιών των άλλων χωρών· τότε εμείς δεν πρέπει να υποστηρίζουμε αυτό το δοσμένο, συγκεκριμένο κίνημα, θα ήταν όμως γελοίο να πετάξουμε γι’ αυτό το λόγο το σύνθημα της δημοκρατίας από το πρόγραμμα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας» (Άπαντα, τ. 22, σελ. 351).
Γι αυτό το λόγο η ΟΑΚΚΕ ενώ υποστηρίζει το δικαίωμα του αποχωρισμού της Καταλωνίας από την Ισπανία από θέση αρχής και γι αυτό καταγγέλλει αποφασιστικά την άρνηση του ισπανικού κράτους να αναγνωρίσει αυτό το δικαίωμα και μάλιστα με τη βία, από την άλλη εξετάζοντας τα συμφέροντα του παγκόσμιου πανδημοκρατικού κινήματος, δεν υποστηρίζει ως τώρα το συγκεκριμένο καταλανικό κίνημα απόσχισης, δηλαδή δεν αποδέχεται τους λόγους για τους οποίους θέλησε να ασκήσει τώρα και στις δοσμένες παγκόσμιες και εσωτερικές πολιτικές συνθήκες αυτό το δικαίωμα. Αν όμως η Ισπανία κλιμακώσει την αντιαποσχιστική βία τότε και οι λόγοι για αυτή την απόσχιση θα έχουν ισχυροποιηθεί, οπότε αν στο μεταξύ και το καταλανικό κίνημα του αποχωρισμού δεν έχει τερατοποιηθεί ακολουθώντας πολιτική τρομοκράτησης και καταπίεσης του ενωτικού στοιχείου της χώρας και πολιτικής διάσπασης της Ευρώπης τότε ενδεχόμενα θα πρέπει να υποστηριχθεί, αλλά πάντα με την καταδίκη των σημερινών ηγετών του γιατί χωρίς λόγο ξύπνησαν το φασισμό στην Ισπανία και τη φαιο-«κόκκινη» αντίδραση στην Καταλονία οδηγώντας έτσι την Ενωμένη Ευρώπη στην πιθανά μεγαλύτερη ως τα τώρα εσωτερική κρίση της.
Η βία της Μαδρίτης είναι ο κύριος παράγοντας της ενίσχυσης του «φασιστικού διπόλου»
Όμως όσο σκοτεινά και αν είναι σήμερα τα κίνητρα εκείνων που το επικαλούνται και όσο και αντιδραστικό αν είναι το κίνημα της απόσχισης στην ηγεσία του, αν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης αμφισβητηθεί με τη βία, κι αυτό ήδη έχει ξεκινήσει, τότε το ρήγμα ανάμεσα στους δυο λαούς θα γίνει βαθύτερο και οι εθνοσοβινιστές και οι φασίστες θα δυναμώσουν και στις δύο πλευρές του ρήγματος αλληλοτροφοδοτούμενοι.
Είναι χαρακτηριστικό πως η βίαιη καταστολή της ισπανικής αστυνομίας εξαγρίωσε τον καταλανικό λαό, ενισχύοντας έτσι τις πολιτικές δυνάμεις στην Καταλωνία που δουλεύουν για την απόσχιση (CUP, ANC, OmniumCultural). Οι ευρωσκεπτικιστικές τάσεις αναμένεται να ενισχυθούν εκεί, ιδιαίτερα μετά και την αντίδραση της ΕΕ κατά του δικαιώματος του αποχωρισμού. Η Κομισιόν μάλιστα έπαιξε και το διπλό παιχνίδι, όταν ο ρωσόφιλος Γιουνκέρ έκανε από τη μια λόγο για την ανάγκη τήρησης της συνταγματικής τάξης, μην αναγνωρίζοντας δηλ. τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος, ενώ από την άλλη ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Πουτζδεμόντ να μεσολαβήσει η ΕΕ για την επίλυση της σύγκρουσης, λέγοντας ότι για μια μεσολάβηση χρειάζεται και η άλλη πλευρά να συμφωνήσει, που σημαίνει ότι θεωρεί τον Ραχόι υπεύθυνο γιατί δεν αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις και η μεσολάβηση της ΕΕ.
Στην υπόλοιπη Ισπανία ήδη αναβιώνει πια όλο και πιο έντονα το πνεύμα του φρανκισμού. Δείγμα αυτής της τάσης είναι η επανεμφάνιση της εθνικής σημαίας στους ισπανικούς δρόμους, κάτι που ως πρόσφατα θεωρούνταν συνώνυμο φασιστικής αντίληψης. Πρώτοι οι νοσταλγοί του Φράνκο αναθάρρησαν και διαδήλωσαν στο κέντρο της Μαδρίτης στις 1/10, φωνάζοντας υπέρ της εθνικής ενότητας και χαιρετώντας ναζιστικά. Τη συγκέντρωση οργάνωσε το φασιστικό DENAES (Άμυνα του Ισπανικού Έθνους) παίρνοντας την ηγεμονία στους δρόμους απ’ τον Ραχόι (βλ. Independent, 1/10). Το ίδιο το κυβερνητικό Λαϊκό κόμμα κινήθηκε δεξιότερα απ’ ό,τι συνήθως με τον εκπρόσωπο επικοινωνίας του, Πάμπλο Κασάδο, να απειλεί όποιον θα ανακήρυττε την ανεξαρτησία της Καταλωνίας με το ότι «θα μπορούσε να καταλήξει όπως εκείνος που το έκανε πριν από 83 χρόνια», δηλ. όπως ο δολοφονημένος από το Φράνκο ήρωας καταλανός ηγέτης Κομπάνυς (Capital, 9/10). Η όψιμη υπερδεξιά στροφή της ισπανικής ηγεσίας έδειξε πόσο εύθραυστος είναι ο αστικός δημοκρατισμός στην Ισπανία, πόσο πολλούς ιδεολογικούς και πολιτικούς δεσμούς έχει ακόμα με τον φρανκισμό, δηλαδή πόσο δηλητηριασμένη είναι η αστική τάξη απ’ την εθνικιστική αρρώστια, που δίνει την ευκαιρία σε φαιούς και «κόκκινους» φασίστες (Podemos κτλ.) να πλασάρονται για πατριώτες και για δημοκράτες και στους ρώσους διαμελιστές της Ουκρανίας να κάνουν συγκρίσεις με τις δικές τους μαζικές σφαγές. Αν η ισπανική κυβέρνηση δεν είχε τέτοια βαρειά κληρονομιά θα λειτουργούσε όπως η Τσεχία που αποδέχτηκε τον επίσης πολιτικά αντιδραστικό (υποκινημένο από τη Ρωσία) αποχωρισμό της Σλοβακίας το ’93, ή όπως το Ενωμένο Βασίλειο που επέτρεψε το δημοψήφισμα στη Σκωτία και πάλεψε για τη νίκη της ενότητας, την οποία και πέτυχε. Όμως στην Ισπανία η μετάβαση απ’ το φασισμό στη δημοκρατία δεν έγινε μέσα από ένα απ’ τα κάτω λαϊκό κίνημα όσο έγινε σαν μια κίνηση αλλαγής στην κορυφή. Δεν υπήρχε, λοιπόν, εδώ τη στιγμή της πτώσης του φασισμού ένα πραγματικό λαϊκό δημοκρατικό (μη διαβρωμένο από το σοσιαλιμπεριαλισμό) κίνημα που να είναι μάλιστα τόσο ισχυρό ώστε να πιέσει για την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τα υπολείμματα του καθεστώτος Φράνκο. Έτσι εξηγούνται οι σημερινές αυταρχικές αντιδράσεις της Μαδρίτης.
Στην πραγματικότητα η κατασταλτική τακτική της ισπανικής κυβέρνησης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια και τις δύο πλευρές στην αγκαλιά της Μόσχας. Το Κρεμλίνο ειδικεύεται όπως έχουμε πει στην κατασκευή διπόλων που λειτουργούν σαν εργαλεία εισοδισμού και τελικά υποταγής των δύο αντιθέτων πόλων στο άρμα του σοσιαλιμπεριαλισμού. Γι’ αυτό το Κρεμλίνο επιδεικνύει εδώ μία διπρόσωπη, διπλά αντιδραστική στάση:
Επίσημα παίρνει το μέρος του Ραχόι υποστηρίζει δηλ. την πιο ανοιχτή βία, κάνοντας λόγο για εσωτερικό ζήτημα της Ισπανίας (ένα βήμα πιο κέντρο από τη στάση της ΕΕ)· απ’ την άλλη υπογείως υποκινεί τον αποχωρισμό. Έτσι καταφέρνει να πάρει τα εύσημα της ισπανικής πρεσβείας στη Μόσχα που δηλώνει ότι: «Ευχαριστούμε το ΥΠΕΞ της Ρωσίας για τη στάση του αναφορικά με το παράνομο δημοψήφισμα» όταν μόλις λίγες μέρες νωρίτερα η ElPais σε πρωτοσέλιδό της είχε καταγγείλει τη ρωσική ανάμιξη στο ίδιο ζήτημα. Ταυτόχρονα όμως δια στόματος Κ. Κόσατσεφ, που είναι ο πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του συμβουλίου της ρωσικής ομοσπονδίας, το Κρεμλίνο αναίρεσε με έναν κεντρίστικο τρόπο την παραπάνω δική του θέση αναφερόμενο τάχα φιλοσοφικά στη σύγκρουση δύο θεμελιωδών αρχών, της εδαφικής ακεραιότητας και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, και προσθέτοντας ενώ έκλεινε το μάτι στους Καταλανούς ότι η Μαδρίτη «με τους Καταλανούς πρέπει να συνδιαλέγεται και να μην τους θεωρεί αποσχιστές» (CNNGreece, 2/10).
Αυτή η διπλή στάση του Κρεμλίνου αντιστοιχεί στη γραμμή της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης, που προαναφέραμε, ανάμεσα στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη υπό την αιγίδα των φιλικών προς τη Ρωσία δυνάμεων της Ευρώπης (πχ Γιουνκέρ, Μέρκελ κλπ), μέσω της οποίας τα δύο μέρη θα απορροφούνταν σταδιακά από το διαμεσολαβητή. Έτσι εξηγείται η «κωλοτούμπα» του Πουτζδεμόν που κήρυξε μεν τυπικά την ανεξαρτησία, αλλά την πάγωσε αμέσως μετά για να ζητήσει διαπραγματεύσεις με τη Μαδρίτη επιμένοντας πάντα σε μεσολάβηση της Ευρώπης. Αυτή η γραμμή του Πουτζδεμόν για διαπραγματεύσεις με τη Μαδρίτη από την ώρα που η καταλανική Βουλή με δική του πρόταση αποφάσισε ότι η ανεξαρτησία είναι δεδομένη και εφαρμόσιμη ανά πάσα στιγμή, σημαίνει μόνο μια διαρκώς επαπειλούμενη ανεξαρτησία σαν εκβιασμός στη Μαδρίτη για απόσπαση καλύτερων θέσεων της Βαρκελώνης εν όψει αυτής της ανεξαρτησίας. Γι αυτό λογικά η Ισπανία δεν δέχεται πρόταση για διαπραγματεύσεις, δηλαδή για νέες παραχωρήσεις στην Καταλωνία στο σημερινό καθεστώς της αυτονομίας, χωρίς απόσυρση της απειλής για ανεξαρτησία. Ο Πουτζδεμόν θα ήταν συνεπής στην απόφαση για ανεξαρτησία, ακόμα και αν δεν την κήρυττε αμέσως (γιατί πραγματικά δεν είναι έτοιμη η Καταλωνία οικονομικά και στρατιωτικά), αν ετοιμαζόταν γι αυτήν απαιτώντας σε όλο αυτό το διάστημα από τη Μαδρίτη και την Υδρόγειο μόνο ένα πράγμα: το δικαίωμα του αποχωρισμού. Το να ζητάει όμως διαπραγματεύσεις για περισσότερες παραχωρήσεις εντός καθεστώτος αυτονομίας είναι μόνο για να παγιώνει τη στρατηγική: ούτε ανεξαρτησία-ούτε ενότητα, ούτε ειρήνη-ούτε πόλεμος η οποία σκοτώνει και την Ισπανία και την Καταλωνία και την Ευρώπη. Ο Πουτζδεμόν δείχνει πολύ πιο βρώμικος, πολύ πιο «διεθνής» και πολύ πιο μελετημένος οππορτουνιστής από έναν συνηθισμένο εθνικιστή πράγμα που εξηγεί γιατί τόσο πολύ απαιτούσε το PUC να ανεβεί αυτός στην εξουσία δίωχνοντας τον πιο καταλανό αστό Αρτούρο Μας.
Καταλαβαίνει κανείς ότι αν σε αυτό το αρρωστημένο δίπολο εμπλακεί πιο δραστήρια η ήδη μπλεγμένη ΕΕ δε μπορεί παρά να γίνεται όλο και πιο αδύναμη διπλωματικά και να απογοητεύει και τις δύο πλευρές της σύγκρουσης, ιδιαίτερα αν η Μαδρίτη χρησιμοποιήσει βία σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αν λοιπόν δεν υπάρξει αντίσταση στον διπλό εκφασισμό, αρχίζοντας από τον ισπανικό, στο τέλος του δρόμου οι ισπανοί και καταλανοί εθνικιστές θα πειστούν οι πρώτοι για το ότι τη χώρα τους τη διαμελίζουν «οι ευρωπαίοι τραπεζίτες» ενώ οι δεύτεροι θα αρχίζουν να πιστεύουν την προπαγάνδα των ρωσόφιλων ότι ΕΕ σημαίνει επιστροφή στο φρανκισμό. Και οι μεν και οι δε είναι υποψήφιοι για να γίνουν τμήμα του παγκόσμιου άξονα του πολέμου και του φασισμού που καθοδηγείται από τη Ρωσία των νέων τσάρων. Να γιατί υπάρχει οργανωμένη διαφοροποίηση και κατανομή ρόλων μέσα στους κόλπους του ρωσοκινεζικού άξονα σε σχέση με την υποστήριξη ή όχι του καταλανικού αποχωρισμού. Μόσχα, Βελιγράδι, Αθήνα και άλλες βασικές ρωσόδουλες κυβερνήσεις παίζουν εδώ το ρόλο ενίσχυσης των φασιστικών ανακλαστικών της ισπανικής πολιτικής ηγεσίας, ενώ το «ριζοσπαστικό» σοσιαλφασιστικό καθεστώς Μαδούρο και οι σοσιαλφασίστες «ριζοσπάστες» φίλοι του σε όλο τον κόσμο έρχονται να αγκαλιάσουν με πάθος τον θιγμένο καταλανικό εθνικισμό.
Η στάση του σοσιαλφασισμού και η επαναστατική προλεταριακή στάση
Από όλα αυτά προκύπτει η βρόμικη, φαινομενικά διφορούμενη γραμμή του ψευτοΚΚΕ, του συμπαγούς αυτού πρακτορείου του Κρεμλίνου στη χώρα μας που θέλει να παρουσιάζεται στους αφελείς ή τους ακατατόπιστους σα συνεχιστής των επαναστατικών παραδόσεων της 3ης διεθνούς ενώ είναι ότι πιο δεξιό υπάρχει με την εξαίρεση της ΧΑ, αν και σίγουρα είναι ότι το πιο διπρόσωπο. Η στάση του ψευτοΚΚΕ στην πραγματικότητα στην κύρια πλευρά στρέφεται ενάντια στο δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση. Η συνηθισμένη για όλα τα δημοκρατικά ζητήματα ψευτοταξικίστικη παραπλανητική γραμμή του, αφού καταδικάσει την καταστολή του Ραχόι σημειώνοντας ότι αυτή «οξύνει εθνικιστικές και διχαστικές λογικές κι απ’ τις δυο πλευρές, ενώ τροφοδοτεί τους ενδο-αστικούς ανταγωνισμούς στην Ισπανία, που είναι ξένοι προς τα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα», συνεχίζει λέγοντας: «Άλλωστε και η απόφαση της καταλανικής κυβέρνησης για την προκήρυξη δημοψηφίσματος δεν έχει στόχο να επιλύσει τα προβλήματα του λαού της Καταλωνίας και να υπηρετήσει τα συμφέροντά του, ανεξάρτητα απ’ την όποια αποδοχή που μπορεί να έχει αυτή η απόφαση σε πλατιά λαϊκά στρώματα. Υπηρετεί τμήματα του κεφαλαίου (…)». Και συνεχίζει: «Τέτοιες ενέργειες, που θέτουν ζήτημα αλλαγής συνόρων, ανοίγουν επικίνδυνους δρόμους και συγκαλύπτουν το αντικειμενικό γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας οξύνεται ακόμη περισσότερο σε όλες τις χώρες. Οι ταξικές αντιθέσεις, η ταξική εκμετάλλευση και καταπίεση όχι μόνο θα παραμείνουν, αλλά και θα ενταθούν, είτε πρόκειται για μια Ισπανία με τη σημερινή της μορφή είτε για μια πιο αυτόνομη ή και ανεξάρτητη Καταλωνία, όσο μένει στο απυρόβλητο η εξουσία του κεφαλαίου (…)».
Με αυτή του τη γενική του τοποθέτηση «εναντίον της αλλαγής συνόρων» το κόμμα αυτό έρχεται σε σύμπλευση κυρίως με τον εθνικισμό του κάθε κυρίαρχου και καταπιεστικού έθνους, δηλαδή σε αντίθεση με το λενινισμό, ενώ ουσιαστικά και ξεκάθαρα αδιαφορεί για το δημοκρατικό δικαίωμα του καταλανικού έθνους στην αυτοδιάθεση, κρυπτόμενο πίσω από την λάθος γραμμή της Λούξεμπουργκ στο ζήτημα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των εθνών.
Ο Λένιν κατακεραυνώνει αυτό το λάθος της Ρ. Λούξεμπουργκ, - η οποία ήταν μεγάλη επαναστάτρια εντελώς αντίθετα με τους πράκτορες του Περισσού – το οποίο δίνει σε βρώμικα κόμματα σαν το ψευτοΚΚΕ ένα άλλοθι για να εμφανιστούν σαν κάπως επαναστατικά όταν χαρακτηρίζουν την υπεράσπιση του δικαιώματος αποχωρισμού των εθνών σαν παραχώρηση στους κεφαλαιοκράτες του αποχωριζόμενου έθνους. Στο έργο του «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών» ο Λένιν αναφέρει την απόσπαση της Νορβηγίας από τη Σουηδία του 1905 σαν πρότυπο για την επίλυση τέτοιου είδους συγκρούσεων. «Δεν χωράει η παραμικρότερη αμφιβολία ότι η σουηδική σοσιαλδημοκρατία θα πρόδινε την υπόθεση του σοσιαλισμού και την υπόθεση της δημοκρατίας, αν δεν πάλευε μ’ όλες τις δυνάμεις της ενάντια στην πολιτική και την ιδεολογία και των τσιφλικάδων και των Κοκόσκιν, αν δεν υπεράσπιζε εκτός από την ισοτιμία των εθνών γενικά (που την αναγνωρίζουν και οι Κοκόσκιν) και το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση, την ελευθερία αποχωρισμού της Νορβηγίας.
Η στενή συμμαχία των νορβηγών και των σουηδών εργατών, η πλήρης συντροφική ταξική τους αλληλεγγύη κέρδισε από το γεγονός ότι οι σουηδοί εργάτες αναγνώρισαν το δικαίωμα αποχωρισμού των νορβηγών. Γιατί οι νορβηγοί εργάτες πείστηκαν ότι οι σουηδοί εργάτες δεν έχουν μολυνθεί απ’ το σουηδικό εθνικισμό, ότι βάζουν πιο ψηλά από τα προνόμια της σουηδικής αστικής τάξης και αριστοκρατίας την αδελφοσύνη με τους νορβηγούς προλετάριους. Το σπάσιμο των δεσμών που είχαν επιβάλει στη Νορβηγία οι ευρωπαίοι μονάρχες και οι σουηδοί αριστοκράτες δυνάμωσε τους δεσμούς ανάμεσα στους νορβηγούς και στους σουηδούς εργάτες. Οι σουηδοί εργάτες απόδειξαν ότι μέσα απ’ όλες τις περιπέτειες της αστικής πολιτικής – πάνω στο έδαφος των αστικών σχέσεων είναι πέρα για πέρα ενδεχόμενη μια αναβίωση της βίαιης καθυπόταξης των νορβηγών από τους σουηδούς! – θα μπορέσουν να διατηρήσουν και να υπερασπίσουν την πλήρη ισοτιμία και την ταξική αλληλεγγύη των εργατών των δυο εθνών στον αγώνα και ενάντια στη σουηδική και ενάντια στη νορβηγική αστική τάξη».
Οι κομμουνιστές πρέπει να παλεύουν για την καταπολέμηση του εθνικισμού και μέσα στο δικό τους καταπιεζόμενο έθνος. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι προλετάριοι του καταπιεσμένου έθνους θα πρέπει να υποταχθούν στον εθνικό καταπιεστή. Στην περίπτωσή μας η αλληλεγγύη των ισπανών εργατών απέναντι στους καταλανούς αδελφούς τους εκφράζεται με την αναγνώριση της ανάγκης για δημοκρατική ενότητα της Ισπανίας και ταυτόχρονα στην αναγνώριση με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση του δικαιώματος αποχωρισμού της Καταλωνίας, ιδιαίτερα στο βαθμό που εντείνεται η βία της ισπανικής κυβέρνησης ενάντια στον καταλανικό λαό. Αναλόγως η ταξική αλληλεγγύη των καταλανών εργατών απέναντι στα ισπανικά αδέλφια τους εκφράζεται επίσης στην αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και ταυτόχρονα με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση της ανάγκης για δημοκρατική ενότητα της χώρας. Μια τέτοια έμφαση θα ήταν αντιδραστική μόνο στην περίπτωση που το καταπιεζόμενο έθνος αντιμετώπιζε μία πολιτική φασιστικής-αποικιοκρατικής βίας (π.χ. Τσετσενία, Θιβέτ).
Αντίθετα, με τη στάση τους, το ψευτοΚΚΕ και το ισπανικό αδελφό του κόμμα κάνουν ό,τι μπορούν για να σπάσουν τους δεσμούς των καστιλιάνων και καταλανών εργατών και έτσι να υπονομεύσουν τον αγώνα του ισπανικού λαού, και κατ’ επέκταση τον κοινό αγώνα των λαών της Ευρώπης, ενάντια στη ρωσική νεοχιτλερική επέλαση. Τοποθετημένα σε ηγεμονική θέση πάνω στο κέντρο της αντιπαράθεσης, τα εργαλεία αυτά της KGB κάνουν από τη μια μεριά άνοιγμα στον εθνικισμό του κυρίαρχου έθνους, αδιαφορώντας για τις διαθέσεις των λαών και για τις δημοκρατικές αρχές, ενώ από την άλλη κάνουν πως δεν εναντιώνονται ανοιχτά στους καταλανούς εργάτες καθώς δίνουν την έμφαση όχι στο εθνικό αλλά τάχα στο ταξικό ζήτημα. Από τη μια κοιτάζουν ανοιχτά προς το στρατόπεδο της ψευτο-εθνικής ενότητας που ηγεμονεύεται εδώ από τη ναζιστική ΧΑ και εκεί από το ισπανικό DENAES, κι απ’ την άλλη ρίχνουν κλεφτές ματιές προς το στρατόπεδο του καταλανικού διασπαστισμού που εκπροσωπείται εδώ από τους ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ και το καταλανικό CUP. Για να εκφράσει καλύτερα αυτή τη διπλή στάση το ισπανικό ψεύτικο ΚΚ διασπάστηκε τον Απρίλη, με επέμβαση μάλιστα του ψευτοΚΚΕ. Η νέα φιλο-ψευτοΚΚΕ ηγεσία (Αστόρ Γκαρθία) έχει τη γραμμή της ενιαίας Ισπανίας, ενώ η παλιά (Καρμέλο Σουάρεθ), που συνέχισε με ίδιο όνομα, δέχεται μεταξύ άλλων ζητημάτων στο εθνικό την αρχή του πολυεθνικού κράτους και της αυτοδιάθεσης (http://insurgente.org/carmelo-suarez-pcpe-ante-la-division-interna-nunca-se-ha-visto-en-el-comunismo-espanol-una-actuacion-tan-sucia-y-mezquina-una-traicion-tan-miserable/).
Η άλλη πλευρά (CUP, και στην Ελλάδα ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ, κτλ.) με τη σειρά της επενδύει στην ενίσχυση του καταλανικού εθνικισμού για να μπει επικεφαλής του στην πορεία κατάργησης του αστικού δημοκρατισμού τόσο στην Καταλωνία όσο και ευρύτερα στην Ισπανία. Αυτοί κάνουν πως δε βλέπουν τη σημασία που έχουν οι μεγάλες δημοκρατικές κρατικές ενώσεις για τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Και γι’ αυτούς το δικαίωμα αυτοδιάθεσης δεν έχει καμία δημοκρατική σημασία. Είναι απλά ένα πρόσχημα για να επιτεθούν στην αστική δημοκρατία από την πλευρά του φασισμού. Το μήνυμα που παίρνει κανείς διαβάζοντας το κάλεσμα σε συγκέντρωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μετά την κατασταλτική επίθεση του Ραχόι, είναι το κάτω «Η αστική δημοκρατία, σε όλη της την υποκρισία και την παρακμή» και η ΕΕ που της κάνει πλάτες, ζήτω οι σοσιαλφασιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις της Καταλωνίας. Στο ίδιο μήκος κύματος η ΛΑΕ που σημειώνει ότι οι εξελίξεις «δείχνουν τη βαθιά χρεοκοπία της ευρωζώνης και της ΕΕ και καθιστούν πιο επιτακτική ανάγκη μια δημοκρατική ανατροπή στην χώρα μας με μια Ελλάδα κυρίαρχη, ανεξάρτητη και πραγματικά δημοκρατική χωρίς την κηδεμονία Βερολίνου και Βρυξελλών». Οι ρωσόφιλοι τροτσκιστές του ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κυρίως οι ανοιχτοί πουτινόφιλοι της ΛΑΕ τάσσονται υπέρ της αυτοδιάθεσης ακριβώς επειδή η συγκεκριμένη εξυπηρετεί πολιτικά το στόχο της διάσπασης της Ευρώπης και της ενίσχυσης της χιτλερικής Ρωσίας και όχι από διεθνιστική διάθεση.
Σε κόντρα με τη γραμμή του σοσιαλφασισμού η ζωντανή πραγματικότητα απαιτεί τη σωστή διαλεκτική σύνθεση των δύο τάσεων, του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και της ενότητας των εθνών μέσα στα πλαίσια ενός δημοκρατικού πολυεθνικού κράτους. Το κρίσιμο βήμα όμως είναι όπως είπαμε η αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης για το καταλανικό έθνος από τη Μαδρίτη. Η μη αναγνώριση του δικαιώματος αυτού αποτελεί τελικά την αχίλλειο πτέρνα για τη φιλοευρωπαϊκή αστική τάξη της Ισπανίας και την οδηγεί στην καταστροφή της και τελικά στην απορρόφηση όλης της χώρας από το νεοχιτλερικό άξονα. Να γιατί στο πρώτο άρθρο ανακοίνωση της ΟΑΚΚΕ για το ζήτημα (www.oakke.gr/global/2013-02-16-19-25-28/item/876-ενάντια-στον-φασισμό-και-στον-πόλεμο-για-μια-ενωμένη-ευρώπη-η-καταλωνια-εχει-το-δικαιωμα-του-αποχωρισμου-απο-την-ισπανια-οι-καταλανοι-πρεπει-να-διαλεξουν-την-ενοτητα-τησ-ισπανιας) γράψαμε ότι «αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανένα, οτιδήποτε και να λέει το ισπανικό ή το καταλανικό σύνταγμα. Εναπόκειται μόνο στους Καταλανούς να αποφασίσουν αν θέλουν ή όχι την συμβίωση με την υπόλοιπη Ισπανία. Δηλαδή ενώ το να θέλεις να εφαρμόζεις σήμερα σαν καταλανός εθνικιστής αυτό το δικαίωμα για την διάσπαση ενός δημοκρατικού κράτους στο οποίο ανήκεις, ιδιαίτερα σε μια στιγμή ανόδου του άξονα του φασισμού και του πολέμου είναι μια πράξη πολιτικά αντιδραστική, από την άλλη το να αρνείσαι και μάλιστα με τη βία το δικαίωμα αυτό στους Καταλανούς σαν ισπανός εθνικιστής, είναι μια πολιτική πράξη ακόμα πιο αντιδραστική, που βοηθάει ακόμα περισσότερο τον άξονα του πολέμου και του φασισμού».