Στην Τσεχία ωστόσο η επιστροφή των κουίσλιγκ συμμάχων των ρώσων εισβολέων του 1968 πραγματοποιείται μεθοδικά εδώ και δεκαετίες. Αρχικά η οικονομική διείσδυση πήρε τη μορφή ελέγχου του οργανωμένου εγκλήματος από τη ρωσική μαφία. Παράλληλα με την οικονομική εξάπλωση, ιδιαίτερα στην ενέργεια, συντελείται η πολιτική άνοδος των εκπροσώπων του ρωσικού κρατικοφασιστικού μονοπώλιου. Εδώ και πολλά χρόνια η θέση του πρόεδρου της Δημοκρατίας, που ασκεί σημαντικές εξουσίες όπως εκείνη του πρωθυπουργού, έχει αλωθεί από ανθρώπους των ρώσων σοσιαλιμπεριαλιστών (Κλάους, Ζέμαν). Αυτοί εντείνουν σε απίστευτο βαθμό την παράδοση της τσεχικής οικονομίας στα ρώσικα αφεντικά τους. Στα 2017 πρωθυπουργός της χώρας έγινε ο πανίσχυρος ρωσόφιλος ολιγάρχης Αντρέι Μπάμπις, πρώην πράκτορας των σοσιαλφασιστικών μυστικών υπηρεσιών της Τσεχοσλοβακίας μέσω των οποίων έστησε αργότερα τον όμιλο Agrofert που δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς (γεωργία, τρόφιμα, χημική βιομηχανία, κατασκευές, λογιστικά, δάση, ενέργεια, ΜΜΕ) σε χώρες της ΕΕ αλλά και στην Κίνα. Οι δεσμοί του με τον πρόεδρο Ζέμαν συνέβαλαν στην παραπέρα οικονομική του γιγάντωση. Σύντομα αναρριχήθηκε σε ανώτερες κυβερνητικές θέσεις. Στα 2017 έγινε πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, που όμως έχασε σύντομα την ψήφο εμπιστοσύνης εξαιτίας κατηγοριών για εμπλοκή του σε σκάνδαλο απάτης και διασπάθισης ευρωπαϊκών κονδυλίων. Στις 12/7 η κυβέρνηση συνασπισμού των κομμάτων ΑΝΟ (Δράση απογοητευμένων πολιτών) του Μπάμπις και ČSSD (Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα) με πρωθυπουργό τον ίδιο πήρε τελικά ψήφο εμπιστοσύνης απ’ το τσεχικό κοινοβούλιο. Αυτό το πέτυχε με τη θετική ψήφο που πρόσφεραν οι 15 βουλευτές του «Κ»Κ Βοημίας & Μοραβίας. Ήταν η πρώτη φορά που ο σοσιαλφασισμός έπαιρνε κομμάτι πολιτικής εξουσίας στη χώρα μετά το 1989 και το γεγονός αυτό πυροδότησε λαϊκές κινητοποιήσεις σε πολλές πόλεις της Τσεχίας.
Από την άλλη μεριά, οι κυβερνήσεις Μπάμπις φάνηκε να μην ενδίδουν σε ορισμένες απαιτήσεις των ψευτοκομμουνιστών, όπως π.χ. να μειωθεί η ανάπτυξη των τσεχικών στρατιωτικών δυνάμεων στις Βαλτικές και το Αφγανιστάν, ή να μην υπάρξει απάντηση στην υπόθεση δηλητηρίασης του Σκριπάλ στη Βρετανία. Αντίθετα ο τσέχος πρωθυπουργός αποφάσισε να απελάσει 3 ρώσους διπλωμάτες σε ενότητα με την υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Γίρι Πέχε «Ο Μπάμπιτς τα έκανε όλα αυτά γιατί αισθάνεται ότι δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση και τον υποπτεύονται ότι δεν είναι πραγματικός φιλελεύθερος δημοκράτης». Παραπέρα «Θέλει να φαίνεται φιλοδυτικός, φιλονατοϊκός και φιλοευρωπαίος και ξεκαθάρισε στους κομμουνιστές ότι δεν πρόκειται να το διαπραγματευτεί αυτό» (TheGuardian, 12/7).
Το παράδειγμα της Τσεχίας μας δείχνει πως η άνοδος του σοσιαλφασισμού στην εξουσία δε θα μπορούσε να πετύχει χωρίς διεργασίες στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού των υπό απορρόφηση χωρών. Δεν είναι ο λαός που έφερε τα κόμματα του φασισμού στην εξουσία αλλά η πολιτική τύφλωση και εξαχρείωση της δυτικόφιλης αστικής τάξης στις χώρες αυτές αλλά και η στάση των ευρωπαίων μονοπωλιστών που συνιστούσαν στα δημοκρατικά ανεξαρτησιακά κινήματα των ανατολικοευρωπαικών χωρών καλές σχέσεις με τον παλιό σοσιαλφασιστικό κρατικό μηχανισμό καθώς και με την υποτίθεται εκδημοκρατισμένη Ρωσία των Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν και αρχικά του διαδόχου του δεύτερου αρχικαγκεμπίτη Πούτιν. Ετσι οι διάφοροι Μπάμπις μπόρεσαν να πάρουν αξιώματα, να μαζέψουν γύρω τους όλο τον κρατικό πολιτικό και οικονομικό μηχανισμό των τσέχων κουίσλιγκς και να αναδείξουν τελικά ένα κόμμα χωρίς κύρος στα μάτια του τσεχικού λαού σε ρυθμιστή της πολιτικής ζωής της χώρας. Στο βάθος αυτή η άνοδος του φασισμού όχι μόνο στην ανατολική αλλά και στη δυτική Ευρώπη οφείλεται στο ότι το μονοπώλιο ακόμα και όταν έχει φιλελεύθερη μορφή έχει από την εσωτερική φύση του τη ροπή προς την πολιτική αντίδραση και τον αυταρχισμό. Αυτός είναι ο λόγος που τόσο εύκολα μπορούν οι Χιτλερ και οι Μουσολίνι αλλά και οι Τσάβες, οι Τσίπρες, οι Ορμπάν, οι Μπάμπις και οι Σαλβίνι να έρχονται με εκλογές στην εξουσία και οι ανοιχτοί ναζήδες να νομοθετούν στη Βουλή της πιο βαθειά και ύπουλα διαβρωμένης από το φασισμό χώρας της Ευρώπης, τη δικιά μας.