Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Θέλοντας να ανταγωνιστεί την Toyota στην παγκόσμια αγορά, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία επεδίωξε να κατακτήσει τις ΗΠΑ με πετρελαιοκίνητα οχήματα που υπόσχονται οικονομικότερη κατανάλωση, έχουν όμως ένα ουσιώδες μειονέκτημα: παράγουν ψηλά επίπεδα ρύπων. Για να περάσει λοιπόν τα τεστ ατμοσφαιρικής ρύπανσης των ΗΠΑ που είναι αυστηρότερα των ευρωπαϊκών, η διεύθυνση της αυτοκινητοβιομηχανίας αποφάσισε να εγκαταστήσει ένα κακόβουλο λογισμικό στους κινητήρες των οχημάτων της, το οποίο θα αλλοίωνε τις μετρήσεις. Κάποια στιγμή οι αμερικάνικοι έλεγχοι έγιναν ακόμα αυστηρότεροι και τότε οι μετρήσεις χτύπησαν «κόκκινο». Κάπως έτσι ξέσπασε το σκάνδαλο.
Η προσφυγή σε τόσο αθέμιτα μέσα ανταγωνισμού ήταν υποχρεωτική για ένα μονοπώλιο όπως η Volkswagen, που αδυνατεί να καταφύγει στη λύση της συμβατικής αλλά πανάκριβης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας (BlueTec) προκειμένου να κερδίσει την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια αγορά αυτοκινήτου. Αυτό δείχνει και τα όρια του καπιταλισμού όσον αφορά τη δυνατότητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της ανάπτυξης των μέσων παραγωγής και των ανθρώπων, της προστασίας του περιβάλλοντος κτλ., δυνάμεων που θα απελευθερώνονταν μόνο μέσα από μια κοινωνική επανάσταση.
Από την άλλη, σε καμία περίπτωση δεν νομιμοποιούνται φωνές σαν αυτές που επικαλούνται το σκάνδαλο της VW για να δικαιολογήσουν τη διαφθορά που υπάρχει στη χώρα μας. Στον ανεπτυγμένο γερμανικό (και γενικότερα ευρωπαϊκό) μονοπωλιακό καπιταλισμό η διαφθορά είναι αρρώστια μιας ελίτ μονοπωλιστών σε ανώτατο διευθυντικό επίπεδο και δεν περνάει ούτε στις εκατοντάδες χιλιάδες των εργαζόμενων της μονοπωλιακής επιχείρησης, ούτε σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, όπως γίνεται στις χώρες με ισχυρή αριθμητικά μικροαστική τάξη και μια εξαιρετικά διεφθαρμένη άρχουσα τάξη, όπως είναι η ελληνική. Για παράδειγμα δεν υπάρχουν πολλοί γιατροί στη Γερμανία που να χρηματίζονται, πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι με αδήλωτα εισοδήματα κτλ. Αυτό που συμβαίνει εκεί είναι μια επίσημα κρατικά προστατευμένη πρακτική δωροδοκίας και εξαπάτησης από πλευράς μονοπωλίων όσον αφορά μπίζνες στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στον τρίτο κόσμο. Αυτό ισχύει και για τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία ακόμα και τη Σουηδία, αλλά ελάχιστα στις ΗΠΑ που απαγορεύουν στις δικές τους πολυεθνικές επιχειρήσεις να δίνουν μίζες για να παίρνουν δουλειές σε τρίτες χώρες γιατί ξέρουν ότι αυτή η πρακτική διαφθείρει τελικά και τις εσωτερικές συναλλαγές και την κρατική γραφειοκρατία, πράγματα που ο πιο ανεπτυγμένος αμερικάνικος καπιταλισμός θέλει να εμποδίζει.
Έτσι φτάσαμε στην πολύκροτη υπόθεση των μιζών της Siemens, την υπόθεση διαμόρφωσης των τιμών των φαρμάκων με τη συμμετοχή του χημικού κολοσσού BASF, και δεκάδες χιλιάδες άλλες υποθέσεις διαφθοράς ανά έτος στη Γερμανία, το 80% των οποίων σύμφωνα με τον ελεγκτικό γίγαντα KPMG παραμένει μη καταγεγραμμένο (International Herald Tribune, 15/2/07). Έτσι φτάσαμε στο σκάνδαλο των εύφλεκτων ρεζερβουάρ της Ford το ’78, εκείνο της αποσύνδεσης μεταχειρισμένων οδόμετρων της Chrysler και μεταπώλησής τους σαν καινούργιων στα ’87, των Ford-Firestone με τους ελαττωματικούς αερόσακους που προκάλεσε 271 θανάτους στα τέλη της δεκαετίας του ’90, στην περσινή υπόθεση των παραπλανητικών μετρητών κατανάλωσης βενζίνης από τους κατασκευαστές των Hyundai Motor και Kia Motors και πολλών άλλων παρόμοιων περιστατικών (New York Times, 23/9).
Πρόκειται για έναν ηθικό ξεπεσμό που η αποθέωσή του έγκειται ακριβώς στην τέλεια αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα μιας αξιόπιστης κατασκευαστικά επιχείρησης, που στο επίπεδο της τεχνολογικής προόδου και της κατασκευαστικής επιμέλειας των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων είναι αληθινή, και στην εικόνα ενός εξαρτήματος τεχνολογικής απάτης, όπως αυτό που παραποιεί τα αποτελέσματα των μετρήσεων των ρύπων των καυσαερίων το οποίο έχει εισαχθεί μέσα στα υπόλοιπα αξιόπιστα εξαρτήματα για να θυμίζει ότι η επιχείρηση είναι στα χέρια μιας καπιταλιστικής ηγεσίας που κάνει κάθε έγκλημα και απάτη για να επικρατήσει στον αδυσώπητο παγκόσμιο ανταγωνισμό που τελικά καταστρέφει και την ποιότητα των προϊόντων και την ποιότητα ζωής των άμεσων παραγωγών αυτών των προϊόντων.