Και όχι μόνο γιατί ο νέος σύνδεσμος που προέκυψε ονομάζεται μέχρι και σήμερα Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών. Τα αρχικά των δύο ονομάτων συμπίπτουν επίτηδες για λόγους παραπλάνησης, όμως το περιεχόμενο τους είναι όχι μόνο διαφορετικό αλλά ουσιαστικά αντίθετο. Γιατί ο παλιός γνωστός ΣΕΒ αναφέρεται μόνο στη Βιομηχανία, ενώ ο νέος ΣΕΒ αναφέρεται πρώτα στις Επιχειρήσεις και δευτερευόντως στις Βιομηχανίες ή για να το πούμε αλλιώς ο νέος ΣΕΒ αποτελεί τη διάλυση των βιομηχανιών μέσα στις κάθε λογής επιχειρήσεις.
Η μετατροπή του ΣΕΒ των βιομηχανιών σε ΣΕΒ των επιχειρήσεων πραγματοποιήθηκε επί προεδρίας του βιομήχανου Δασκαλόπουλου συνδεμένου με τον ΣΥΡΙΖΑ που είχε ως στόχο την καίρια μείωση της εκπροσώπησης της βιομηχανίας στο νέο όργανο, την άνοδο στην ηγεσία του οργάνου επιχειρηματιών του ρωσόφιλου μπλοκ και επομένως την παράλυση των αντιστάσεων των βιομηχάνων στο σαμποτάρισμα των εργοστασίων τους. Τα εργοστάσια είναι η ραχοκοκαλιά της παραγωγής δηλαδή η οικονομική βάση κάθε πολιτικής ανεξαρτησίας και βαθύτερα η βάση της ύπαρξης του σύγχρονου προλεταριάτου και της πολιτικής του αντίστασης όχι μόνο στην αστική τάξη αλλά και στον ιμπεριαλισμό. Μέσα λοιπόν στην νέα οργάνωση όλου του κεφαλαίου, οι βιομήχανοι, αφομοιώθηκαν στην εκπροσώπησή τους, από το 2007 μέχρι και σήμερα, από τους ξενοδόχους, λιανέμπορους, υπηρεσίες τηλεφωνίας και μεταφοράς μικροδεμάτων, υπηρεσιών πληροφορικής, εμπόρους και καταναλωτές βιομηχανικών προϊόντων, που ουσιαστικά αποτελούν τον μεγαλύτερο όγκο των επιχειρήσεων στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής ήταν πολύ σύντομα να χάσει το ελληνικό βιομηχανικό κεφάλαιο, και για πρώτη φορά το 2007 επί ρωσόφιλου Καραμανλή, κάθε αυτόνομη οργάνωσή του.
Από τον Δασκαλόπουλο στον Φέσσα
Τον Δασκαλόπουλο διαδέχθηκε στην προεδρία του νέου ΣΕΒ το 2014, ο υποτακτικός στον ΣΥΡΙΖΑ και στο καθεστώς των σαμποταριστών Φέσσας, ο οποίος απέχει από μία τρίτη προεδρία τον Μάη του 2018, και δίνει τη θέση του στον πιο ανοιχτά ρωσόφιλο κρατικοολιγάρχη, τον μεγάλο ληστή της ΔΕΗ Μυτιληναίο. Ο Φέσσας δεν είχε σχέση με τη βιομηχανία αλλά με διάφορες υπηρεσίες και την πληροφορική. Ο Μυτιληναίος παριστάνει το βιομήχανο αλλά η βιομηχανία είναι γι αυτόν η κάλυψη της ληστείας του κρατικού χρήματος από την οποία αναπτύσσεται σαν κεφάλαιο. Ο Φέσσας σε απόλυτη σύγκρουση με όλες τις βιομηχανίες, που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί ο νέος ΣΕΒ με όλες τις επιχειρήσεις, και σε απόλυτη σύγκρουση με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της χώρας, έβαλε το 2014 προκλητικά πρόεδρο της επιτροπής ενέργειας του ΣΕΒ τον Μυτιληναίο στον οποίο η ΔΕΗ χάριζε επί 8-9 χρόνια εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και ο οποίος συνεχίζει και σήμερα να πληρώνει την κιλοβατώρα στην ΔΕΗ με έκπτωση 48%. Την ίδια ώρα, ενώ με αυτόν τον τρόπο το καθεστώς υπερπάχαινε τον Μυτιληναίο, έκλεινε σχεδόν όλη τη χαλυβουργία της χώρας, δηλαδή την καρδιά της βαριάς βιομηχανίας, και άλλες επιχειρήσεις και πέταγε χιλιάδες βιομηχανικούς εργάτες και εκατοντάδες υψηλά ειδικευμένους τεχνικούς στην ανεργία. Εκτιμήσεις για τις ετήσιες παροχές στον Μυτιληναίο δημοσιεύουμε σε άλλο άρθρο αυτού του φύλλου της Νέας Ανατολής (σελ. 2). Είναι πολύ χαρακτηριστικό για το πόσο ρωσόδουλες είναι οι ελληνικές κυβερνήσεις το ότι η ΔΕΗ, ενώ έδινε αποικιακές τιμές στην Αλουμίνιο του Μυτιληναίου, δεν μείωνε τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας ούτε καν για την πολύ ενεργοβόρα κρατική και στρατηγικής σημασίας μεταλλουργία της ΛΑΡΚΟ ώστε να τη βυθίζει στη χρεοκοπία. (Προφανώς κάποια στιγμή, αν δεν την κλείσουν οι νεοδοσίλογοι της Ρωσίας θα την πουλήσουν σε κάποιον ρωσοκινέζο κρατικοολιγάρχη ή σε κάποιον κομπραδόρο τους σαν τον Μυτιληναίο).
Από τον Φέσσα στον Μυτιληναίο και οι πρώτες αντιστάσεις του βιομηχανικού κεφαλαίου στο σαμποτάζ. Η ΕΒΙΚΕΝ
Πριν μερικές ημέρες, όπως θα περίμενε κάποιος που νιώθει τη σαπίλα που κυβερνάει τη χώρα, ο Μυτιληναίος, επιλέχτηκε πρόεδρος του ΣΕΒ από την ομάδα «γερόντων». Είναι μια ομάδα παλιών μελών, χαρακτηρισμένων έτσι από τον τύπο, που προτείνουν τον πρόεδρο που γίνεται αποδεκτός στην συνέχεια από το σύνολο των μελών χωρίς εκλογές. Πρόκειται για διαδικασίες της «αδελφότητας» των κεφαλαιοκρατών που σφάζονται στον ανταγωνισμό, αλλά ταυτόχρονα ξέρουν καλά ότι πρέπει να υποτάσσονται στις κυβερνήσεις για να κάνουν τη δουλειά τους σε μια χώρα που οι κυβερνήσεις δεν ανήκουν στο βιομηχανικό κεφάλαιο αλλά στο κυρίαρχο κάθε φορά ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα αυτήν την εποχή όπου το κυρίαρχο στην Ελλάδα ιμπεριαλιστικό μπλοκ, είναι φασιστικό χιτλερικού τύπου.
Το 2010, τρία χρόνια μετά το 2007 αφότου ο ΣΕΒ των βιομηχάνων καταργήθηκε κάτω από τις πιέσεις του σοσιαλφασισμού, εκδηλώθηκε και η πρώτη διάσπαση εντός του ΣΕΒ των επιχειρήσεων γιατί αυτός με πρόεδρο τον φιλοσυριζαίο Δασκαλόπουλο δεν υπεράσπισε τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, ούτε βέβαια τις υπόλοιπες βιομηχανίες από τις υψηλές τιμές του ρεύματος και του φυσικού αερίου που επέβαλαν οι κυβερνήσεις για να σαμποτάρουν την βιομηχανία. Οι υψηλές τιμές της ενέργειας ανεβάζουν ειδικά στις ενεργοβόρες, το κόστος παραγωγής στα ύψη αφού σ’ αυτές η ενέργεια συμμετέχει στο κόστος στα πιο μεγάλα ποσοστά από κάθε άλλη παραγωγή και έτσι αυτές οι βιομηχανίες δεν μπορούν να σταθούν απέναντι στους ανταγωνιστές τους στο εξωτερικό, οπότε κλείνουν ή υπολειτουργούν. Συγκροτήθηκε έτσι από 14 ενεργοβόρες βιομηχανίες η Ένωση Καταναλωτών Βιομηχανικής Ενέργειας, η ΕΒΙΚΕΝ για να σώσουν τα εργοστάσιά τους από τους σαμποταριστές. Σήμερα η ΕΒΙΚΕΝ συμπεριλαμβάνει μόνο 27 βιομηχανίες που όμως καταναλώνουν το 50% της συνολικής βιομηχανικής ενέργειας. Οι διαπιστώσεις-καταγγελίες της ΕΒΙΚΕΝ, που παραθέτουμε, είναι η πρώτη απόπειρα άμυνας του βιομηχανικού κεφαλαίου στις ρωσόδουλες πολιτικές ηγεσίες και αντικειμενικά στο νεοχιτλερικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο που κανένα τμήμα του ντόπιου κεφάλαιου δεν τολμάει να το καταγγείλει ανοιχτά σαν τέτοιο.
Την ΕΒΙΚΕΝ, όπως είναι φυσικό δεν την υποστήριξε κανένα από τα κοινοβουλευτικά αστικά κόμματα γιατί οι διαπιστώσεις της εκθέτουν ουσιαστικά όλες τις κομματικές ηγεσίες. Έτσι η ΕΒΙΚΕΝ έμεινε ουσιαστικά χωρίς πολιτική υποστήριξη. Άλλωστε το ντόπιο κεφάλαιο στην εξαρτημένη Ελλάδα αναπτύσσονταν πάντα μόνο μέσα στον πολιτικό χώρο που του επέτρεπε ο εκάστοτε κυρίαρχος ιμπεριαλισμός. Η συσσώρευση του ντόπιου παραγωγικού κεφάλαιου δεν επιτρέπονταν να είναι τέτοια που να ανταγωνίζεται το κεφάλαιο του αφεντικού και κυρίως να οδηγεί στη δημιουργία μιας αρκετά ισχυρής βιομηχανίας, πόσο μάλλον της βαριάς, που αποτελεί την υλική βάση κάθε εθνικής ανεξαρτησίας και κυρίως τη βάση της αριθμητικής και πολιτιστικής ανάπτυξης του από τη φύση του στρατηγικά επαναστατικού, οπότε και αντιιμπεριαλιστικού προλεταριάτου.
Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις διαπιστώσεις, ουσιαστικά καταγγελίες της ΕΒΙΚΕΝ στο κείμενό της «Θέσεις και Προτάσεις για την Αγορά Φυσικού Αερίου»:
«Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ελλάδα για τους βιομηχανικούς καταναλωτές:
Αυξήθηκαν άνω το 80% την τελευταία πενταετία, έναντι αύξησης 8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Είναι 40% υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μέχρι και 100% υψηλότερες από τους κύριους ανταγωνιστές μας
Η αγορά φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι στη πράξη κλειστή στον ελεύθερο ανταγωνισμό για τους βιομηχανικούς καταναλωτές. Αποτέλεσμα της μονοπωλιακής δομής της αγοράς και της υπερ-φορολόγησης με τους υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης είναι οι τελικές τιμές φυσικού αερίου για τους βιομηχανικούς καταναλωτές να είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ των 27.
Το υποτιθέμενο «άνοιγμα» της αγοράς αφορά σήμερα 10 περίπου μεγάλους «επιλέγοντες» βιομηχανικούς πελάτες με ετήσιες καταναλώσεις άνω των 100 χιλιάδων MWh, και αυτό μόνο ως προς την δυνατότητα εισαγωγής LNG από την Ρεβυθούσα, καθώς είναι δεσμευμένη η χωρητικότητα των αγωγών που συνδέουν την Ελλάδα με την Βουλγαρία και την Τουρκία. Αλλά και η εισαγωγή LNG από την Ρεβυθούσα, είναι θεωρητική μόνο δυνατότητα, καθότι το μικρότερο φορτίο LNG αφενός αντιστοιχεί στις ετήσιες καταναλώσεις ενός μεγάλου βιομηχανικού καταναλωτή και αφετέρου πρέπει να παραληφθεί και καταναλωθεί – λόγω έλλειψης επαρκών αποθηκευτικών χώρων- εντός 28 ημερών, πράγμα αδύνατον (οι υπογραμμίσεις με μαύρα γράμματα δικές μας).
Οι υπόλοιποι βιομηχανικοί καταναλωτές – η ραχοκοκαλιά της ελληνικής βιομηχανίας - είναι «μη-επιλέγοντες» με ετήσιες καταναλώσεις μέχρι 100 χιλιάδες MWh και εξακολουθούν να βρίσκονται σε περιβάλλον μονοπωλίου της ΔΕΠΑ και των τοπικών ΕΠΑ και δεν έχουν δυνατότητα επιλογής προμηθευτού μέχρι και για τα 20 επόμενα έτη, με αποτέλεσμα να πληρώνουν ακόμα πιο ακριβά το φυσικό αέριο. Η Ελλάδα είναι το μόνο Κράτος – Μέλος της ΕΕ που δεν θεωρεί όλους τους καταναλωτές φυσικού αερίου «επιλέγοντες».
Με λίγα λόγια: Με απόφαση όλων των κυβερνήσεων και με αυτές τις τιμές, η βιομηχανία που χρησιμοποιεί αέριο με μεγάλη συμμετοχή στο κόστος παραγωγής, είναι καταδικασμένη στη χρεοκοπία. Η αγορά του φτηνού παγκοσμίως υγροποιημένου αερίου LNG απ’ ευθείας από τις βιομηχανίες στην Ελλάδα απαγορεύεται! Η μόνη διέξοδος που υπάρχει, τυπικά μόνο, είναι οι 10 μεγάλοι καταναλωτές με πάνω από 100 MWh κατανάλωση να παίρνουν σειρά για να προμηθευτούν αέριο από την Ρεβυθούσα που επειδή δεν φτάνει το δίνουν πάντα για τις «ετήσιες καταναλώσεις «ενός μεγάλου βιομηχανικού καταναλωτή» δηλαδή του Μυτιληναίου προσθέτουμε εμείς, που προφανώς τον τοποθετεί το καθεστώς των σαμποταριστών, πάντα πρώτο στην λίστα αναμονής. Στο καταστατικό της η ΕΒΙΚΕΝ απαγορεύει την συμμετοχή μελών που είναι ταυτόχρονα παραγωγοί και καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, όπως ο Μυτιληναίος, ενώ κάνει μια σειρά καταγγελίες για τον αντιβιομηχανικό χαρακτήρα της κρατικής πολιτικής.
Οι αντιστάσεις στους σαμποταριστές του νέου ΣΕΒ διευρύνονται με την «Ελληνική Παραγωγή» χωρίς ωστόσο να φτάνουν στη ρήξη
Στον επί χρόνια βομβαρδισμό συνολικά της βιομηχανίας από τις κρατικές πολιτικές που η διοίκηση του ΣΕΒ αντιμετώπιζε με τον Δασκαλόπουλο και τον Φέσσα ως προέδρους με γλοιώδη παρακάλια προς την εκάστοτε κυβέρνηση, αντιστάθηκε μετά την ΕΒΙΚΕΝ και η πλειοψηφία των βιομηχανιών του νέου ΣΕΒ (δηλαδή του πλαστού ΣΕΒ) φτιάχνοντας τον περασμένο Απρίλιο την «Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη». Η τελευταία δεν τόλμησε να γίνει ένας κανονικός ΣΕΒ των βιομηχανιών, προφανώς κάτω από κυβερνητική και διακομματική πίεση, μπόρεσε ωστόσο να μορφοποιηθεί σαν μια αντιπολιτευτική συσπείρωση εντός του ΣΕΒ η οποία πάντα ανησυχεί τους ρωσόδουλους. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που διαρκώς ο Μυτιληναίος μιλάει για την ανάγκη ενότητας στους κόλπους του πλαστού νέου ΣΕΒ, δηλαδή για την ανάγκη αποφυγής της αυτόνομης οργάνωσης των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Η «Ελληνική Παραγωγή» για να μην ανησυχήσει υπερβολικά τους διώκτες της αλλά από την άλλη να προβάλει και την αντίθεση της στον νέο ΣΕΒ δικαιολόγησε την δημιουργία της με τον εξής δειλό αλλά αρκετά σαφή τρόπο : «Δεν έχουμε καμία κόντρα με τον ΣΕΒ αλλά θέλουμε να καλύψουμε ένα κενό εκπροσώπησης που έχει προκύψει (τα μαύρα γράμματα δικά μας). Στόχος μας είναι η διασφάλιση θέσεων εργασίας και η ανάδειξη της υπεραξίας που δίνει η μεταποίηση».
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με την πρώτη κάπως σημαντικής κλίμακας συλλογική πράξη αυτοσυντήρησης των ντόπιων βιομηχάνων που βλέπουν τις επιχειρήσεις τους να καταστρέφονται επί δεκαετίες από το σαμποτάζ, επειδή αυτό έχει πάρει τώρα την ποιο λυσσαλέα του μορφή με την κυβέρνηση Τσίπρα. Ανεξάρτητα από το αν θα έχει οποιαδήποτε συνέχεια και συνέπεια η «Ελληνική Παραγωγή» αποτελεί την πρώτη απόπειρα συλλογικής αντίστασης της ντόπιας, μη κομπραδόρικης βιομηχανικής αστικής τάξης στο ρώσικο και κινέζικο σοσιαλιμπεριαλισμό, όσο και αν δεν έχει ακόμα συνείδηση ότι αυτός ο τελευταίος αποτελεί τον βαθύτερο εχθρό της.
Οι βασικές θέσεις που εξήγγειλε η «Ελληνική Παραγωγή», είναι μια συγκροτημένη και συγκεκριμένη στην κύρια πλευρά της προοδευτική πλατφόρμα για τη βιομηχανία, ενώ αυτή προχώρησε παράλληλα σε μια σειρά μελετών, με σημαντικά στοιχεία που για πρώτη φορά παρουσιάζονται δημόσια για τον ρόλο της βιομηχανίας σαν ραχοκοκαλιάς της παραγωγής.
Από το κείμενο των βασικών θέσεων της Ελληνικής Παραγωγής δίνουμε μερικά αποσπάσματα: « Ο μύθος ότι στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει διεθνώς ανταγωνιστική βιομηχανία διαψεύδεται όχι μόνο ιστορικά αλλά και καθημερινά…… Η ανάδειξη μιας παραγωγικής Ελλάδας αποτελεί μάχη για το μέλλον της χώρας. Προϋποθέτει την υπέρβαση των στερεοτύπων και των παγιωμένων και μοιρολατρικών αντιλήψεων για το τι μπορεί να πετύχει η χώρα….. Στηριζόμενη σε υψηλής ποιότητας και εξειδίκευσης εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό, η βιομηχανία υπήρξε καταλύτης για τον εκμοντερνισμό της χώρας, την αφομοίωση της τεχνολογικής προόδου, τη συμμετοχή της Ελλάδας στο σύγχρονο προηγμένο κόσμο και καταμερισμό εργασίας, τη διάχυση της τεχνολογίας, της γνώσης και της ευημερίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου….. Η βιομηχανία είναι και θα παραμείνει πυλώνας για την παραγωγή πλούτου και ευημερίας και η ραχοκοκαλιά των ανεπτυγμένων οικονομιών πάνω στην οποία αναπτύσσονται οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας…. Η διάρκεια και η ένταση της κρίσης που πλήττει τη χώρα τα τελευταία χρόνια σχετίζονται άμεσα με την ασθενή παραγωγική βάση. Στην έναρξη της κρίσης, η χώρα δεν αντιμετώπιζε μόνο δημοσιονομικό έλλειμμα, αντιμετώπιζε και ένα εξίσου τεράστιο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο (σχεδόν 15% του ΑΕΠ το 2008), με χρόνια υστέρηση στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο με αναιμικές εξαγωγές και αθρόες εισαγωγές υπήρξε, μαζί με τη δημοσιονομική εκτροπή, βασική αιτία για την αποσταθεροποίηση της οικονομίας…. Αν η χώρα μας είχε ισχυρή παραγωγική βάση, η κρίση θα ήταν ηπιότερη και η ανάκαμψη ταχύτερη και λιγότερο οδυνηρή. Όπως έδειξε η πρόσφατη διεθνής κρίση (2007-2009), οι χώρες με ισχυρή και ανταγωνιστική βιομηχανία επλήγησαν λιγότερο και ανέκαμψαν ταχύτερα.»
Εδώ το ντόπιο βιομηχανικό κεφάλαιο αναγκάζεται από τα πράγματα, μετά από 7 χρόνια χρεωκοπίας και αποβιομηχάνισης και 37 ολόκληρα χρόνια διαρκούς βιομηχανικού σαμποτάζ (από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ως τον Τσίπρα) να βγει και να πει αυτό που δε λέει η ΝΔ και τα άλλα μικρότερα αστικά κόμματα που υποτίθεται ότι το εκπροσωπούν. Αποδίδει δηλαδή σωστά τη «διάρκεια και την ένταση της κρίσης που πλήττει τη χώρα τα τελευταία χρόνια στην ασθενή παραγωγική βάση» και όχι σε δευτερεύοντες πάγιους παράγοντες καθυστέρησης της χώρας με τους οποίους εξηγούν την παραγωγική καταστροφική οι καθεστωτικοί φιλελεύθεροι όπως πχ τον παρασιτισμό στο δημόσιο, ή τις κλειστές αγορές, ή, και εντελώς ανόητα, τους πριν την κρίση σχετικά ανθρώπινους μισθούς στο βιομηχανικό τομέα. Ακόμα πιο σημαντική πολιτικά είναι η σύγκρουση της παραπάνω πλατφόρμας με το πρώτο άρθρο πίστης των πρωθυπουργών σαμποτέρ από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Σημίτη, ως τους Καραμανλή, Σαμαρά, Γ. Παπανδρέου και Τσίπρα που δεν παύουν να λένε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτυχθεί σαν κανονική σύγχρονη βιομηχανική χώρα, αλλά σαν χώρα του τουρισμού, των ηλεκτρονικών εφαρμογών, των σταρτ απ, της πράσινης ενέργειας και τελευταία σαν ενεργειακός και εμπορικός διάδρομος δηλαδή σαν μια χώρα που θα ζει από την φυσική ομορφιά της, το υποτιθέμενο εξαιρετικό πνεύμα της και τη βιομηχανία τρίτων χωρών, χωρίς δηλαδή το δικό της βιομηχανικό σώμα με το οποίο μπορεί να αναδειχθεί σήμερα κάθε ομορφιά, να υπάρξει κάθε ανεπτυγμένη πνευματική κίνηση καθώς και η πολιτική ανεξαρτησία και η αξιοπρέπεια ενός λαού.
Οι καθυστερημένες και δειλές αντιστάσεις του βιομηχανικού κεφάλαιου στο σαμποτάζ και η αντίσταση της εργατικής πρωτοπορίας
Αντίθετα με την πολιτικά τόσο καθυστερημένη ελληνική βιομηχανική αστική τάξη, η καταπροδομένη από τους σοσιαλφασίστες ελληνική εργατική τάξη, αν και δεν έχει σήμερα εξ αιτίας τους ένα δικό της μαζικό και ακτινοβόλο κόμμα σαν το ΚΚΕ, έχει βγάλει μέσα από τις γραμμές της ένα μικρό πολιτικά και ταξικά συνειδητό πυρήνα, την ΟΑΚΚΕ, που έχει δει πολύ πριν από την βιομηχανική αστική τάξη το σαμποτάζ και κυρίως έχει καταγγείλει τους ντόπιους και ξένους καθοδηγητές του, πράγμα που η βιομηχανική αστική τάξη ως τώρα ούτε διανοείται να κάνει. Πέρα από το ότι η ΟΑΚΚΕ βαδίζει πάνω στη μαρξιστική γραμμή του παλιού ηρωικού ΚΚΕ για τη βιομηχανία, η βαθύτερη αιτία γι αυτή τη διαφορά βρίσκεται στο ότι οι συνειδητοί εργάτες μπορούν να βλέπουν τον κόσμο από τη σκοπιά των ενιαίων συμφερόντων της τάξης τους ενώ και τα πιο οξυδερκή τμήματα της αστικής τάξης είναι παραδομένα στον ανταγωνιστικό ατομικισμό της. Έτσι τα ξεχωριστά μέλη της βιομηχανικής αστικής τάξης για δεκαετίες δεν νοιάζονταν όταν έκλειναν από τους σαμποτέρ η μια μετά την άλλη οι επιχειρήσεις των ανταγωνιστών τους ή αν εμποδίζονταν οι νέες επενδύσεις τους, και μάλιστα όσο υπήρχαν δουλειές χαίρονταν γι αυτό. Αντίθετα οι συνειδητοί εργάτες ξέρουν ότι κάθε φορά που κλείνει ένα εργοστάσιο και δεν στήνεται ένα άλλο στη θέση του, αυξάνονται οι άνεργοι, αυξάνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα τους για μια θέση εργασίας, οπότε πέφτουν τα μεροκάματα. Αυτό το τελευταίο ενώ ευνοεί τους βιομήχανους που επέζησαν από το σαμποτάζ δεν ευνοεί καθόλου τους εργάτες που δουλεύουν στα εργοστάσια που επέζησαν. Δηλαδή οι βιομήχανοι που τα εργοστάσιά τους δεν κλείνουν από το σαμποτάζ εκμεταλλεύονται σε βάρος των εργαζομένων τους και την τελευταία δυνατότητα που τους δίνει η τρομακτική πτώση των μισθών, λόγω της ανεργίας που προκαλεί το κλείσιμο των άλλων εργοστασίων και γενικότερα των άλλων επιχειρήσεων, ενώ οι εργάτες λιώνουν σε κάθε ξεχωριστό εργοστάσιο κάτω από την πελώρια πίεση της συνολικής ανεργίας.
Επίσης ένα βασικό συστατικό του αστικού οικονομικού ανταγωνισμού είναι η διαμάχη για πολιτική εύνοια από τα κόμματα και τις κομματικές φράξιες της κρατικής εξουσίας, οπότε κανείς βιομήχανος δεν ήθελε για δεκαετίες να βγει μπροστά και να τα βάλει με ένα πολιτικό σύστημα που ήταν στην κύρια πλευρά του αντιβιομηχανικό. Πάλευε δηλαδή να σωθεί μόνος του προσπαθώντας να είναι αόρατος και βολικός προς την κάθε κυβερνητική εξουσία. Έτσι οι συλλογικές αντιστάσεις της μη κομπραδόρικης αστικής τάξης άρχισαν να εμφανίζονται μόνο όταν αυτή κατάλαβε ότι βρέθηκε λίγο πριν την πύλη του Άουσβιτς την ώρα που το μυστικό των φούρνων είχε διαρρεύσει.
Η μεγάλη ποτισμένη με αίμα βιομηχανική κληρονομιά του αληθινού ΚΚΕ και το ψευτοΚΚΕ
Από ιστορική άποψη η βιομηχανική αστική τάξη πληρώνει το γεγονός ότι στην συντριπτική της πλειοψηφία επωφελήθηκε μεταπολεμικά από το μοναρχοφασιστικό και δοσιλογικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς που έστηνε στον τοίχο τους πιο φωτισμένους ηγέτες και τα στελέχη του παλιού ηρωικού ΚΚΕ, που ιδιαίτερα υπεράσπισαν την ανάγκη για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα, και που τιμούσαν με το αίμα τους τους ΕΑΜίτες που θυσίασαν τη ζωή τους για να σώσουν από την γερμανική ανατίναξη το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι το 1944. Στο βιβλίο του «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα» ο Δ. Μπάτσης, που πλήρωσε κι αυτός με την ζωή του την επιστημονική του προσφορά στο κίνημα, και που δεν θέλουν να τον ξέρουν οι προδότες, στην σελίδα 368 του βιβλίου του «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα», καταγράφει τα χαρακτηριστικά της ελληνικής βιομηχανίας του 1947, χαρακτηριστικά που στην κύρια πλευρά τους δεν έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα. Εκεί μιλάει για την ανάγκη αξιοποίησης των αναξιοποίητων πλουτοπαραγωγικών πηγών, ίδρυσης βιομηχανίας μέσων παραγωγής δηλαδή βαριάς μηχανοκατασκευής, για το πρόβλημα της τεράστιας εισαγωγής πρώτων υλών για την βιομηχανία, για την εισαγωγή μισοκατεργασμένων προϊόντων για την ντόπια αναιμική βιομηχανία. Και σχολιάζει ως εξής: « Οι συνέπειες από την τέτοια διάρθρωση της βιομηχανίας και γενικότερα της οικονομίας επηρεάζουν ολόκληρη την κοινωνική, πνευματική και πολιτική ζωή της χώρας και την διαπερνούν απ’ άκρη σ’ άκρη με τη μούχλα της καθυστέρησης και της αποικιακής εξαθλίωσης του μεγαλύτερου μέρους του εργαζόμενου πληθυσμού που ζει μέσα σε πρωτόγονες συνθήκες και βρίσκεται στο χαμηλότερο σκαλί από όλες τις βαλκανικές χώρες, βυθισμένος στην αγραμματοσύνη και στο πνευματικό σκοτάδι».
Γενικά το πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του ΕΑΜ, που ήταν στην ουσία του το μίνιμουμ δημοκρατικό πρόγραμμα του ΚΚΕ, είχε σαν οικονομικό θεμέλιο του αυτό που δεν έκανε ποτέ η πολιτική εκπροσώπηση της αστικής τάξης, την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η βιομηχανία είναι η αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων με λιγότερη εργασία, πράγμα που είναι η υλική βάση της κοινωνικής απελευθέρωσης και της ανάπτυξης υλικής και πνευματικής του λαού. Έτσι το έβλεπε το ζήτημα το πραγματικό ΚΚΕ και το μέτωπό του, το ΕΑΜ.
Αντίθετα οι ελάχιστα καλυμμένοι τροτσκιστές σημερινοί ηγέτες του ψευτοΚΚΕ όντας στην υπηρεσία του σοσιαλιμπεριαλισμού έχουν σαν κύριο στόχο το σαμποτάρισμα της βιομηχανίας, λέγοντας ότι όποιος ενδιαφέρεται για την ύπαρξη και την ανάπτυξή της ενδιαφέρεται για το κεφάλαιο που την έχει στην ιδιοκτησία του και ότι έτσι είναι αντίθετος στους εργάτες! Διαστρέφουν δηλαδή στην καρδιά του τον μαρξισμό που θέλει να αποσπάσει τη βιομηχανία από το κεφάλαιο και όχι να την σκοτώσει, γιατί από αυτήν βγάζει μεν σήμερα ο βιομήχανος το κέρδος του αλλά βγάζει και ο εργάτης σήμερα το μισθό του, ενώ αύριο θα στηριχτεί σε αυτό για την επανάσταση και το σοσιαλισμό του. Ο μαρξιστής δεν θέλει να αφήσει τη βιομηχανία στα χέρια του κεφάλαιου ακριβώς ο καπιταλισμός την σκοτώνει με τις κρίσεις του και τους ενδοαστικούς και ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς του. Δεν μπορεί λοιπόν ποτέ ο ίδιος να κλείνει ένα εργοστάσιο, και γι αυτό είναι ο πρώτος που εμποδίζει τον αστό και τον κάθε ανταγωνιστή και ιμπεριαλιστή να το κάνει. Ο ψευτοκομμουνιστής δήθεν αντικαπιταλιστής αντίθετα κλείνει μετά χαράς το εργοστάσιο, όταν πχ λέει ότι δεν τον νοιάζει η πανάκριβη κιλοβατώρα ίσα-ίσα δίνει πάλη να είναι ακριβή η κιλοβατώρα για να μην χάνει υπέρ των βιομηχάνων η υποτιθέμενη δημόσια ΔΕΗ, εκτελώντας στην πραγματικότητα το καπιταλιστικότατο καθήκον του ανταγωνιστικού κεφάλαιου και του ανταγωνιστή ιμπεριαλιστή. Μόλις κλείσει το εργοστάσιο ανακοινώνει στην τάξη ότι το έκλεισε η παγκόσμια και τοπική κρίση του καπιταλισμού ή ο συγκεκριμένος ιδιοκτήτης. Ρίχνει δηλαδή την ευθύνη στο αντίθετο αστικό και ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο από εκείνο του έκλεισε το εργοστάσιο και το οποίο ο ίδιος εκπροσωπεί.
Να γιατί το ψευτοΚΚΕ βρίσκεται πολύ πιο δεξιά από το βιομηχανικό κεφάλαιο που δεν είναι κομπραδόρικο ή ρωσοκινέζικο, δηλαδή πολύ πιο δεξιά από τις διάφορες ΕΒΙΚΕΝ και «Ελληνικές Παραγωγές». Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που το ψευτοΚΚΕ πήγε πρόσφατα και έριξε μπογιές για πρώτη φορά στο κτίριο του ΣΕΒ. Ήθελε να δείξει μ’ αυτόν τον τρόπο πόσο αναγνώριζε τον νέο ΣΕΒ του προετοιμαζόμενου για τη στέψη Μυτιληναίου σαν τον μοναδικό εκπρόσωπο των βιομηχάνων σε σχέση με όλες τις εσωτερικές του αντιπολιτεύσεις.
Τα δύο στρατόπεδα του βιομηχανικού κεφάλαιου και τα όρια της αντιπαράθεσής τους
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι είτε νέος ΣEB, είτε παλιός ΣΕΒ, είτε ΕΒΙΚΕΝ και «Ελληνική Παραγωγή», όλοι οι καπιταλιστές, βιομήχανοι ή όχι απέναντι στους εργάτες είναι ίδιοι. Είναι ίδιοι σε ότι αφορά την βουλιμία τους για την απόσπαση υπεραξίας από τους εργάτες, είναι ίδιοι στο χτύπημα του ανεξάρτητου από την εργοδοσία και δημοκρατικού ταξικού συνδικαλισμού, αλλά δεν είναι καθόλου ίδιοι ως προς τις συνθήκες που δημιουργούν συνολικά για την εργατική τάξη να αντιμετωπίσει αυτή τη βουλιμία. Η εργατική τάξη πρέπει να οργανώσει την ταξική οικονομική αντίστασή της απέναντι στο σύνολο της εργοδοσίας, αλλά πρέπει να ξέρει σε πιο κομμάτι της θα ρίξει τα κύρια πολιτικά και συνδικαλιστικά της πυρά. Έτσι πρέπει να εντοπίσει τη σημαντική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο κομμάτι της (ως τώρα πλειοψηφικό) που θέλει να πετύχει την αύξηση του όγκου της υπεραξίας που καρπώνεται από την εκμετάλλευση του προλεταριάτου που απασχολεί, κυρίως μέσα από την αυξημένη συσσώρευση του παραγωγικού της κεφάλαιου, από εκείνο το κομμάτι της που θέλει να καρπωθεί τη συνολικά παραγόμενη υπεραξία όλου του προλεταριάτου της χώρας μέσα από τη λεηλασία του δημόσιου ταμείου της χώρας, μέσα από τη λεηλασία των φυσικών της πόρων και του παραγόμενου πλούτου της και μέσω της καταστροφής όλης της βιομηχανίας που δεν ελέγχει.
Το πρώτο κομμάτι της βιομηχανικής αστικής τάξης πολεμιέται κυρίως στο στίβο της εργοστασιακής ταξικής πάλης από το αυξανόμενο προλεταριάτο το οποίο αυτό το κομμάτι της αστικής τάξης παράγει μέσα από τη συσσώρευσή του. Αυτό το τμήμα του βιομηχανικού προλεταριάτου στις εποχές της συσσώρευσης του κεφάλαιου και της επακόλουθης αύξησης του αριθμού των εργαζομένων μπορεί να αποσπάσει ανθρώπινους μισθούς που θα χάσει στις εποχές της κρίσης. Αντίθετα το δεύτερο τμήμα του κεφάλαιου, εξαιτίας της παρασιτικής αποικιακής φύσης του από τη μια θα μειώνει αριθμητικά το προλεταριάτο της χώρας, οπότε λόγω της ανεργίας που θα προκαλεί θα το συντρίβει εργασιακά, ενώ από την άλλη λόγω της πολιτικής δικτατορίας που θα ασκεί δεν θα του επιτρέπει καμιά συνδικαλιστική αντίσταση (ήδη αυτό το τελευταίο γίνεται στην ΚΟΣΚΟ). Σε αυτήν την φάση δραστήριας εισόδου του στη χώρα, όπου το νεοαποικιακό κεφάλαιο δεν έχει επιβάλλει την απόλυτη οικονομική και πολιτική κυριαρχία του, και γι αυτό δεν θέλει να συγκρούεται μετωπικά με την εργατική τάξη που απασχολεί, επιχειρεί να την μετατρέψει σε έναν ακόλουθο, και μελλοντικά όλο και πιο εξαθλιωμένο, σύμμαχο της δικιάς του λεηλασίας και αποεπένδυσης της χώρας. Ένα παράδειγμα του βιομήχανου αυτού τύπου είναι ο ληστής Μυτιληναίος, ένα άλλο παράδειγμα είναι ο ληστής Κόκκαλης, ιδιαίτερα αυτός της εποχής της κυριαρχίας της Ιντρακόμ στις δημόσιες προμήθειες, ενώ το τυπικότερο παράδειγμα είναι το νέο αφεντικό της ΣΕΚΑΠ, ο ρώσος γκαουλάιτερ Σαββίδης.
Είναι χαρακτηριστικό το πως αυτός προσπαθεί τώρα να χρησιμοποιήσει τους εργάτες αυτής της βιομηχανίας σαν συμμάχους του για να κλέψει από το ελληνικό κράτος τα 38 εκατομμύρια ευρώ που αυτή χρωστάει από ποινές λαθρεμπορίου. Ισχυρίζεται ότι αυτή είναι ποινή στον προηγούμενο ιδιοκτήτη και απειλεί ότι αν το δικαστήριο που το καταλόγισε επιμένει να το καταβάλει, αυτός θα κλείσει το εργοστάσιο. Το εργοστασιακό σωματείο (τουλάχιστον η διοίκησή του) στέκεται δίπλα στο Σαββίδη απέναντι στη δικαιοσύνη αντί να επιμένει να το πληρώσει από τα εκατοντάδες εκατομμύρια με τα οποία αγοράζει κοψοχρονιά κομμάτι-κομμάτι την χρεωκοπημένη Θεσσαλονίκη. Γιατί ναι μεν τα 38 εκατομμύρια είναι ποινή στον προηγούμενο ιδιοκτήτη, αλλά εξ αιτίας αυτής της ποινής- που την ήξερε από πριν κάθε νέος υποψήφιος ιδιοκτήτης- το τίμημα που πλήρωσε ο ρώσος ολιγάρχης για την αγορά της ΣΕΚΑΠ ήταν μόλις 5 εκατομμύρια ευρώ για το 84,5%! Ίσως τώρα μπορεί να δίνει κάπως καλύτερους μισθούς στους εργάτες της ΣΕΚΑΠ για να τους κερδίσει πολιτικά, αλλά αν αύριο ο πουτινισμός εξασφαλίσει την πολιτική δικτατορία του στη χώρα καθώς και την πλήρη υποταγή ή εξόντωση του μη κομπραδόρικου κεφάλαιου είναι σίγουρο πως θα τους τα πάρει πίσω πολλαπλάσια.
Η «Ελληνική Παραγωγή» ως οργάνωση ενός λιγότερο εξαρτημένου από το κράτος των κομπραδόρων τμήματος του βιομηχανικού, κεφαλαίου, αποτελεί έναν έστω ασταθή αντίπαλο για τον κύριο εχθρό της εργατικής τάξης, το ανατολικό κρατικοολιγαρχικό κεφάλαιο. Ωστόσο οι εργάτες και ο λαός δεν πρέπει να έχουν καμιά αυταπάτη ότι η αντίθεση της «Ελληνικής Παραγωγής» και της ΕΒΙΚΕΝ με τον νέο ΣΕΒ μπορεί να πάρει χαρακτήρα ρήξης για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω. Ήδη εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε ότι γίνονται αρκετά πετυχημένες απόπειρες οικονομικού και πολιτικού προσεταιρισμού των ηγετικών στελεχών του. Δεν μπορούμε δηλαδή να αποσυνδέσουμε το γεγονός ότι η «Ελληνική Παραγωγή» και η ΕΒΙΚΕΝ δεν εκφράστηκε δημόσια ενάντια στην εκλογή του Μυτιληναίου στην προεδρία, από το γεγονός ότι πριν λίγες βδομάδες αντιπροσωπεία της «Ελληνικής Παραγωγής» συναντήθηκε με τον Τσίπρα και τελευταία με τον Παυλόπουλο και ότι ήδη έχει προσφερθεί στον Στασινόπουλο, που παίζει πολύ ισχυρό ρόλο στην «Ελληνική Παραγωγή» το τεράστιο έργο της κατασκευής των σωλήνων για τον ΤΑΡ.
Το βασικό ζήτημα είναι να οργανωθεί η εργατική τάξη. Οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών μερίδων της αστικής τάξης μπορούν να δώσουν αποτέλεσμα μόνο αν αξιοποιηθούν σαν εφεδρείες στην πάλη της εργατικής τάξης και του λαού, για μια δημοκρατική, αντιφασιστική, ευημερούσα και ανεξάρτητη από τον ιμπεριαλισμό Ελλάδα.