Για να το πετύχουν αυτό πρέπει πρώτα να κρύψουν ότι αυτές είχαν πάντα, όπως αποδείξαμε στο πρώτο μέρος, την ρώσικη έγκριση (που στη Συρία αποδείχτηκε πόσο αποφασιστικής σημασίας είναι) και μετά να κρύψουν ότι σε όλες αυτές τις χώρες μία προς μία, πάνω στο κενό εξουσίας που άφησε πίσω της η αμερικανοδυτική επέμβαση, οι άνθρωποι του Χίτλερ-Πούτιν και των φίλων του άρπαζαν μία προς μία τις θέσεις εξουσίας, πότε μασκαρεμένοι σε φιλοδυτικούς δημοκράτες, πότε σε αντιιμπεριαλιστές φίλους του λαού. Αυτό δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μια σειρά ατυχών επιλογών και συμπτώσεων. Μένει να εξηγηθεί πως γίνεται και η άλλοτε πανίσχυρη δυτική (και ιδιαίτερα η αμερικάνικη), διπλωματική και στρατιωτική μηχανή δούλεψε συστηματικά για να σκάψει τον ίδιο της το λάκκο και να προωθήσει παντού τις θέσεις της ρώσικης υπερδύναμης, που σηκώνει παντού την αντιφιλελεύθερη-αντιδυτική σημαία του φασισμού.
Μια αναγκαία διευκρίνιση για το εθνικό ζήτημα στη Ρωσία και γενικά
Πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε, ότι όταν η Ρωσία φωνάζει “η Δύση θέλει να με διαμελίσει”, εκτός απ’ το να παριστάνει το θύμα μιας ανύπαρκτης συνωμοσίας, κάνει την απάτη να εμφανίσει κάθε δίκαιο εθνικό κίνημα των λαών που κρατιούνται μέσα στη ρώσικη ομοσπονδία με τη βία, σαν μια ξενοκίνητη απόπειρα αντιδραστικής, από τα έξω οργανωμένης και υποκινημένης εθνοτικής πολυδιάσπασης, σαν κι αυτή που η ίδια κάνει στη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Μια τέτοια δίκαιη εθνικοαπελευθερωτική πάλη έδωσε για δέκα και πλέον χρόνια η μαρτυρική Τσετσενία, για να ηττηθεί τελικά χάρη στη απάνθρωπη και γενοκτονική βία του ρώσικου στρατού, τις προβοκάτσιες των ισλαμοφασιστών και τη δυτική προδοσία. Αυτή η πάλη είναι η συνέχεια των εθνικών αγώνων που έδωσαν παλιότερα ενάντια στον τσαρισμό οι Ουκρανοί και Γεωργιανοί, Πολωνοί και Τούρκοι δημοκράτες και πατριώτες, και η οποία βρήκε την αποφασιστική στήριξη των Μπολσεβίκων και του Λένιν, που για πρώτη φορά αναγνώρισαν την ύπαρξη αυτών των εθνών, τους έδωσαν κρατική υπόσταση και κυρίως το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση, δηλαδή στην ανεξαρτητοποίηση, στα πλαίσια της τότε νεοφτιαγμένης Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
Εμείς στεκόμαστε αποφασιστικά απέναντι σε κάθε κίνηση πολυδιάσπασης και ουσιαστικά διάλυσης των σύγχρονων εθνικών κρατών, όπως αυτά διαμορφώθηκαν ξεκινώντας από τις πρώτες αστικές επαναστάσεις και παίρνοντας την τελική τους μορφή στην αντιναζιστική πάλη των λαών της Ευρώπης και Ασίας, και στις αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις του Τρίτου Κόσμου. Όμως υπερασπιζόμαστε εξίσου αποφασιστικά το δικαίωμα στον αποχωρισμό κάθε έθνους που συμμετέχει παρά τη θέλησή του σε μια πολυεθνική κρατική ένωση, γιατί τέτοιες ενώσεις είναι αποδεκτές σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές μόνο αν έχουν γίνει στη βάση μιας ειρηνικής και εθελοντικής συμφωνίας. Δείχνουμε σήμερα το ρώσικο νεοχιτλερισμό σαν τον κύριο ένοχο του τσαλαπατήματος και των δύο αυτών δημοκρατικών αρχών. Αυτός από τη μια κρατάει αλυσοδεμένα ολόκληρα έθνη, όπως το τσετσένικο, που η ιστορική και κοινωνική τους ανάπτυξη τα έφτασε μέχρι το σημείο να δώσουν μια παρατεταμένη παλλαϊκή πάλη για την ανεξαρτησία τους από τη Ρώσικη Ομοσπονδία. Από την άλλη ανάβει το φυτίλι του εθνοθρησκευτικού-ρατσιστικού εμφύλιου στις χώρες που βρίσκονται στο διάβα του, ξυπνώντας κάθε ξεχασμένη ή κοιμισμένη εθνοτική, θρησκευτική, πολιτισμική αντίθεση στις γραμμές του λαού, ξεσηκώνοντας τα εθνικά μίση σε εθελοντικές πολυεθνικές ενώσεις όπως είναι η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ανακαλύπτοντας καταπιεσμένα έθνη σε εθνικές και πολιτισμικές μειονότητες, που μακριά από το να έχουν ανεξάρτητη εθνική ζωή, ακολούθησαν ιστορικά τα μεγάλα έθνη δίπλα στα οποία τα έφερε η ιστορία.
Η ναζιστική επίθεση παραλύει τη φιλελεύθερη αστική τάξη
Δεν είναι μόνο στο εθνικό ζήτημα που ο ναζισμός κατηγορεί τους εχθρούς του για αυτά που κάνει ο ίδιος. Για την ακρίβεια αυτή την αρχή την εφαρμόζει σε κάθε μικρό και μεγάλο του βήμα. Έτσι ο γερμανικός ναζισμός προειδοποιούσε για την υποτιθέμενη συνωμοσία “εβραιομπολσεβίκων” και “εβραιοκαπιταλιστών” να υποδουλώσουν τους λαούς, ενώ ήταν ο ίδιος που συνωμοτούσε με τον ιταλικό φασισμό και τον γιαπωνέζικο αυτοκρατορικό μιλιταρισμό για να κάνει ακριβώς αυτό. Φώναζε για κάποιο “σχέδιο εξόντωσης του γερμανικού λαού”, ενώ οργάνωνε το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και την εξόντωση των σλαβικών λαών. Ζωγράφιζε τους αληθινούς και φανταστικούς εχθρούς του σαν τα ψυχρότερα των ψυχρότερων τεράτων, ενώ την ίδια στιγμή εκπαίδευε κάθε Γερμανό, άντρα, γυναίκα, νέο, γέρο και παιδί, να γίνει βασανιστής και δολοφόνος στο σχολείο της γενοκτονίας, συμμέτοχος και συνένοχος στο μεγαλύτερο έγκλημα της ιστορίας. Αυτό το τέχνασμα μπορεί και παραλύει τη φιλελεύθερη αστικη διανόηση, που όντας προσκολλημένη περισσότερο στην αισθητική και τη φόρμα παρά στην ουσία, προκειμένου να αποφύγει να ακουστεί σαν τους συνωμοσιολόγους ναζιστές, λαϊκιστές και φασίστες που γενικά αντιπαθεί, προτιμάει να μείνει σιωπηλή για τις πραγματικές συνωμοσίες που αυτοί εξυφαίνουν.
Ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο η δυτικού τύπου φιλελεύθερη αστική τάξη σκέφτεται έτσι είναι ότι, όπως βλέπει στην οικονομία την κυριαρχία του αυθόρμητου του ελεύθερου ανταγωνισμού της αγοράς, βλέπει στην πολιτική την κυριαρχία του ελεύθερου ανταγωνισμού των κομμάτων (ή κρατών στη διεθνή αρένα), για την πολιτική ισχύ των οποίων αποφασίζει η οικονομική ισχύς που εκπροσωπούν. Είναι ουσιαστικά έξω από τη λογική της φιλελεύθερης αστικής τάξης ότι μπορεί μια σχετικά μικρή ομάδα μονοπωλιστών, να παίρνει πρώτα την πολιτική εξουσία και από εκεί να κυριαρχεί πάνω σε αντίπαλα μονοπώλια, ακόμα και αν αυτά είναι οικονομικά ισχυρότερα, με εξωοικονομικές μεθόδους πολιτικο-στρατιωτικής κρατικής βίας. Τέτοιοι φασίστες αστοί έρχονται στην εξουσία σε χώρες που, επειδή η ιστορική συγκυρία τις έφερε τελευταίες στο τραπέζι του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για τη μοιρασιά του κόσμου, δεν μπορούν να νικήσουν τους ανταγωνιστές τους ιμπεριαλιστές και να κατακτήσουν την παγκόσμια κυριαρχία με οικονομικά μέσα, επειδή οι τελευταίοι ξεκινούν με ένα μεγάλο ευνοϊκό προβάδισμα: έχουν πελώρια χρηματιστική ισχύ, ελέγχουν αρχικά τις πηγές πρώτων υλών και ενέργειας, τους δρόμους του εμπορίου, και έχουν δεκαετίες συσσωρευμένης εμπειρίας στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, της επιστημονικής έρευνας και της τεχνολογίας.
Ο δρόμος του πολέμου ήταν λοιπόν αυτός που ακολούθησε ο άξονας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού και οι τρεις μεγάλοι ιμπεριαλισμοί που τον αποτελούσαν έφτασαν στη σύγχρονη καπιταλιστική εθνική συγκρότηση μόλις στα 1871, με την ενοποίηση μέχρι τότε πολυδιασπασμένων κρατιδίων-υπολειμμάτων του φεουδαρχικού μεσαίωνα. Αυτή η ενοποίηση, που στην περίπτωση της Γερμανίας πήρε τη μορφή του εθνικού πολέμου ενάντια στη ρώσικη και γαλλική καταπίεση, οι Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν τη θεωρούσαν προοδευτική και αναγκαία, ακόμα και αν τελικά δεν έγινε με τις μεθόδους της επαναστατικής δημοκρατίας αλλά κάτω από την καθοδήγηση της πρώσικης αριστοκρατίας της γης που εκπροσωπούσε ο Βίσμαρκ.
Αυτός ο δρόμος, είναι για τους ίδιους ακριβώς λόγους υποχρεωτικός για τη ρώσικη και την κινέζικη μεγαλοαστική τάξη, που ήρθαν κι αυτές τελευταίες στο τραπέζι της μοιρασιάς του κόσμου, αυτή τη φορά όχι επειδή άργησαν να βγούνε από το φεουδαρχικό τους μεσαίωνα, αλλά επειδή βρέθηκαν στην εξουσία μόλις στα 1956 και 1978 αντίστοιχα, ανατρέποντας δόλια τις δύο μεγάλες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του προηγούμενου αιώνα. Ακριβώς για να εξουδετερώσουν αυτή τους την αδυναμία και να εκτοπίσουν από την οικονομικά κυρίαρχη θέση τους στον πλανήτη τους παλιότερους ιμπεριαλιστές (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) προκειμένου να κατακτήσουν οι ίδιοι την παγκόσμια ηγεμονία, όπως είναι ο στόχος κάθε ιμπεριαλισμού, είναι αναγκασμένοι, να κάνουν ό,τι έκανε πριν από αυτούς η χιτλερική Γερμανία, η αυτοκρατορική Ιαπωνία, και η φασιστική Ιταλία για να εξουδετερώσουν την οικονομικοπολιτική κυριαρχία των πολύ ισχυρότερων Αγγλίας-Γαλλίας-ΗΠΑ: Nα εξαπολύσουν εναντίον τους έναν παγκόσμιο πόλεμο. Αυτόν τον δρόμο τον πρόβλεψε καταρχήν και τον θεώρησε υποχρεωτικό για την ιμπεριαλιστική στην πράξη και σοσιαλιστική μόνο στα λόγια, ρωσοκρατούμενη μπρεζνιεφική τότε ΕΣΣΔ, ο μεγαλύτερος μαρξιστής-λενινιστής της εποχής μας, ο Μάο Τσε Τουνγκ, διατυπώνοντας αυτή τη θέση στην περίφημη θεωρία του των Τριών Κόσμων. Αυτή η θεωρητική σύλληψη επιβεβαιώνεται σκανδαλώδικα σήμερα, όπου μετά την μετατροπή και της κάποτε σοσιαλιστικής Κίνας σε σοσιαλιμπεριαλιστική χώρα, Ρωσία και Κίνα συγκροτούν έναν χιτλερικού τύπου φασιστικό Αξονα μετατρεπόμενες από θύματα του παλαιού χιτλερικού Αξονα σε θύτες μιας νέας επίθεσης.
Στον προετοιμαζόμενο αυτό πόλεμο, όπως και στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κύριος στόχος του φασιστικού πολεμικού Άξονα, σύμφωνα με την ολοένα και πιο επιβεβαιούμενη στην πράξη μαοϊκή ανάλυση, δε θα είναι η αποικιακού τύπου κατάκτηση βιομηχανικά καθυστερημένων χωρών της περιφέρειας, αλλά υπερανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών, σε πρώτη φάση των σχετικά πιο αδύναμων στρατιωτικά και πολιτικά ιμπεριαλιστικών χωρών (Ευρώπης, Ιαπωνίας, Αυστραλίας, Καναδά) σαν το πρώτο βήμα για μια τελική αναμέτρηση του Αξονα με την αμερικάνικη υπερδύναμη.
Αυτοί οι δύο ιμπεριαλισμοί δεν μπορούν να πραγματώσουν ένα σχέδιο παγκόσμιας κυριαρχίας αν δεν συγκεντρώσουν, δεν οργανώσουν και δε συντονίσουν στο πιο ψηλό επίπεδο όλους τους οικονομικούς, διπλωματικούς και στρατιωτικούς πόρους των κρατών τους, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η συγκέντρωση να μην γίνει έγκαιρα αντιληπτή από τα μελλοντικά θύματά της επίθεσής τους, ώστε αυτά να περικυκλωθούν και να αιφνιδιαστούν από αυτήν. Μια σύγχρονη φασιστική συνωμοσία δεν είναι τίποτα άλλο από αυτήν την ψηλού βαθμού συγκέντρωση οικονομικών, διπλωματικών και στρατιωτικών πόρων, η οποία σαν τέτοια είναι δυνατή μόνο για ιμπεριαλιστικά κράτη στα οποία η πολιτική, η οικονομική και η στρατιωτική εξουσία ελέγχονται από ένα λίγο πολύ συμπαγές κρατικομονοπωλιακό μπλοκ και τον αντίστοιχο αστυνομικό-πολιτικό πυρήνα του.
Τέτοια νέα, αλλά ταυτόχρονα ανερχόμενα, ιμπεριαλιστικά κράτη, που από τη φύση τους αυτή αποζητούν μια βίαιη αναδιανομή του κόσμου, είναι υποχρεωτικά φασιστικά, καθώς τόσο ο στόχος τους, όσο και τα μέσα για την επίτευξή του, απαιτούν και στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό άσκηση βίας ρατσιστικού - κανιβαλικού τύπου. Αυτό το τελευταίο επειδή η αποικιοποίηση χωρών και λαών με σχετικά ψηλό βαθμό δημοκρατισμού μπορεί να γίνει μόνο με μια γενική ιδεολογική επίθεση στις πιο θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατισμού, και με μια πρακτική εφαρμογή αυτής της επίθεσης που είναι η άσκηση της πιο απόλυτης και πιο ασύδοτης τρομοκρατίας. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει από τώρα στο μεν πρακτικό επίπεδο με την κτηνωδία του ρωσοκινέζικου άξονα και των συμμάχων του στους μικρούς, στους προετοιμαστικούς πολέμους τους (ρώσικη θηριωδία στην Τσετσενία και στη Συρία, κινέζικη κτηνωδία στο Θιβέτ και στο Σινγιάγκ, σέρβικη εθνοκάθαρση στη Βοσνία), στο δε θεωρητικό επίπεδο με τις νεοναζιστικές ευρασιατικές θεωρίες του πουτινικού απεσταλμένου Ντούγκιν. Στον πυρήνα τους αυτές (δες τη λεγόμενη 4η πολιτική θεωρία) στρέφονται με λυσσαλέα ωμότητα ενάντια στο δυτικό διαφωτισμό, και υπερασπίζουν ένα ηθικό σχετικισμό στον οποίο ο κανιβαλισμός έχει μια θέση ισότιμη (και στην πράξη ανώτερη) από εκείνη του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτισμού. Αν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές δεν κάνουν θέμα αυτή τη βαρβαρότητα και πρακτικά δεν της αντιστέκονται, είναι γιατί εκτός από το άμεσο συμφέρον τους να κατευνάσουν τα φασιστικά τέρατα και να συνεργαστούν μαζί τους για να μη διαταραχτούν οι αγορές τους, όλοι τους λίγο-πολύ έχουν ασκήσει στο παρελθόν, όσο κρινόταν η δικιά τους κυριαρχία, αν και όχι σε αυτήν έκταση και ένταση, την αποικιακού τύπου βία.
Να γιατί τα δυτικά φιλελεύθερα ιμπεριαλιστικά κράτη, τα διασπασμένα εσωτερικά αλλά και μεταξύ τους από τους ασταμάτητους οξύτατους ανταγωνισμούς των μονοπωλίων τους -οπότε διασπασμένα είναι και τα αντίστοιχα κρατικά κέντρα εξουσίας τους- δεν μπορούν σε καιρό ειρήνης να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά, κυρίως στο πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο, το ανατολικό φασιστικό μονοπωλιακό μπλοκ Ρωσίας-Κίνας. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους αυτό είναι και το στρατηγικά ανερχόμενο. Εννοείται ότι αυτό το μπλοκ δεν διστάζει να κατηγορεί ασταμάτητα τους φιλελεύθερους ιμπεριαλιστές για συνωμότες που απεργάζονται την περικύκλωση και την εξόντωσή τους, αναθέτοντας τον αδύνατο για τους φιλελεύθερους κεντρικό σχεδιασμό μιας παγκόσμιας συνωμοσίας, που έχει ένα δήθεν μυστικό, φανταστικό αλλά ιστορικά και προπαγανδιστικά πολύ καλοδουλεμένο υποτιθέμενο “κέντρο” κάθε φιλελευθερισμού, όπως και κάθε πραγματικά διεθνιστικού μαρξισμού, που είναι οι Εβραίοι. Οι νέοι χιτλερικοί βέβαια για να μην αναγνωρίζονται σαν συνεχιστές των παλιών καταγγέλλουν τους “εβραίους συνωμότες” όχι σαν τέτοιους, αλλά σαν σιωνιστές, ενώ καλύπτονται ακόμα βαθύτερα όταν επίσημα τους κάνουν το φίλο και μάλιστα δίνουν αέρα στα πανιά του σοβινισμού στο Ισραήλ (βλ. την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ από Πούτιν-Τραμπ) για να το κάνουν μισητό στους λαούς και να προετοιμάσουν, όσο είναι αυτό δυνατό, την εσωτερική τους και την παγκόσμια κοινή γνώμη για το νέο ολοκαύτωμα. Ταυτόχρονα με το πιο ασύλληπτο θράσος, όσους πολιτικούς αναλυτές ή μειοψηφικά πολιτικά ρεύματα στον κόσμο τολμάνε να μιλάνε για συνωμοτικά σχέδια και στρατηγικές της Ρωσίας, οι ανατολικοί φασίστες και οι φίλοι τους τους κατηγορούν για συνωμοσιολόγους.
Θέλουμε να θυμίσουμε ότι τέτοια επιστημονική χρήση της συνωμοσίας, διπροσωπίας και καθησυχασμού του μελλοντικού θύματος, έκανε μεθοδικά και ο παλιός, γερμανικός ναζισμός. Αυτή την πλευρά της πορείας προς το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η δυτική αστική τάξη θέλει να την ξεχνάει, για να κρύψει πόσο εύκολα οι πολιτικοί της πρόγονοι ξεγελάστηκαν από το τέρας και, κατά συνέπεια, πόσο μεγάλη ευθύνη είχαν που το τέρας το τάισαν και το έβγαλαν από το κλουβί. Να τι τους έλεγε ο Χίτλερ όταν ήρθε στην εξουσία στα 1933: “Ζητώ μόνο τέσσερα χρόνια, μετά από αυτά το έθνος μπορεί να κάνει ότι θέλει με εμένα-ας με σταυρώσει αν τους αρέσει”, “Με έχουν παρουσιάσει σαν να έχω εκφωνήσει αιμοβόρους και εμπρηστικούς λόγους εναντίον ξένων χωρών, και τώρα ο κόσμος είναι έκπληκτος με την μετριοπάθειά μου”, συνέχισε. “Ποτέ δεν εκφώνησα εμπρηστικούς λόγους ενάντια σε ξένες χώρες-ακόμα και οι ομιλίες μου πριν δέκα χρόνια μπορούν αυτό να το επιβεβαιώσουν. Ο καθένας όπως εγώ που ξέρει τι είναι ο πόλεμος, ξέρει πόση ατέλειωτη προσπάθεια η μάλλον κατανάλωση δύναμης απαιτείται.” (https://www.theguardian.com/world/2017/feb/03/hitler-adolf-interview-archive-1933). Και να τι τους είπε το 1938 αμέσως μετά την προσάρτηση της Σουδητίας: Είναι “η τελευταία εδαφική απαίτηση που έχω στην Ευρώπη”, “Είμαι ευγνώμων στον κύριο Τσάμπερλεν, θέλω να τον διαβεβαιώσω ότι το γερμανικό έθνος δεν θέλει τίποτα άλλο από ειρήνη”. (https://cdnc.ucr.edu/?a=d&d=MT19380926.2.20). Και αυτοί κάθε φορά τον πιστεύανε!
Ο ναζισμός είναι η ιμπεριαλιστική αντίδραση που φτάνει στην άκρη της
Στην πραγματικότητα αυτή η αδυναμία των φιλελεύθερων έχει ταξική βάση, γιατί ο ναζισμός είναι η πιο ακραία και συμπυκνωμένη έκφραση της γενικής τάσης που έχει κάθε ιμπεριαλισμός να αρνείται τη δημοκρατία. Ο Λένιν έγραφε ότι “το πολιτικό εποικοδόμημα της νέας οικονομίας, του μονοπωλιακού καπιταλισμού (ο ιμπεριαλισμός είναι μονοπωλιακός καπιταλισμός) είναι η στροφή από τη δημοκρατία στην πολιτική αντίδραση. Στον ελεύθερο συναγωνισμό αντιστοιχεί η δημοκρατία. Στο μονοπώλιο αντιστοιχεί η πολιτική αντίδραση” (βλ. το έργο του Λένιν «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»). Αυτή την τάση προς την παραβίαση της δημοκρατίας την κουβαλάει μέσα του και το δυτικό μονοπώλιο, και μπορεί κανείς εύκολα να τη διακρίνει ιδιαίτερα στην περιφρόνηση που δείχνουν οι φιλελεύθεροι στην ικανότητα των λαών του Τρίτου Κόσμου να καθορίζουν οι ίδιοι τη μοίρα τους, να κάνουν τις επαναστάσεις τους και να αναμετρηθούν οι ίδιοι με τις δικτατορίες και τη μισοφεουδαρχική καθυστέρηση που τους βασανίζει. Και αυτό ο σοσιαλιμπεριαλισμός, που είναι ο πρωταθλητής της αντιδημοκρατίας και της αντίδρασης και μελετάει πολύ τις νοοτροπίες και τα κουσούρια των εχθρών του, το ξέρει πολύ καλά, γι’ αυτό μπορεί και κατευθύνει κάθε αντιδραστική τάση των εχθρών του προς τα εκεί που κάθε φορά τον βολεύει.
Ο σοσιαλφασισμός και ο μικροαστικός οπορτουνισμός πιάνονται από εδώ για να υποστηρίξουν ότι, αφού κάθε ιμπεριαλισμός, κάθε μονοπώλιο ισοδυναμεί με άρνηση της δημοκρατίας και πολιτική αντίδραση, τότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για διάκριση ανάμεσα σε φασιστικούς και μη-φασιστικούς ιμπεριαλισμούς. Αυτό είναι ένα επιχείρημα αντίστοιχο με εκείνο που λέει ότι, αφού κάθε μορφή αστικής εξουσίας είναι σε τελική ανάλυση δικτατορία της αστικής τάξης, τότε δεν μπορεί να σταθεί μια αληθινή διάκριση ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό. Τελικά, αυτή η λογική καταλήγει πως κάθε πάλη για τη δημοκρατία χωρίς να ανατραπεί ο καπιταλισμός είναι μια πάλη μάταιη και αντιδραστική, πράγμα που στην πράξη σημαίνει διάσπαση των αντιφασιστικών δυνάμεων και διευκόλυνση του φασισμού στο να συντρίβει τα πλατιά δημοκρατικά αντιφασιστικά μέτωπα.
Όμως ο Λένιν, όταν έγραφε αυτές τις γραμμές που παραθέσαμε παραπάνω, το έκανε ακριβώς για να αρνηθεί αυτή τη λογική που τότε υποστηρίζονταν από τον μπολσεβίκο Κιέφσκι!
Δεν αρνείται κάθε μονοπώλιο εξίσου τη δημοκρατία, όπως δεν είναι και κάθε μορφή δικτατορίας της αστικής τάξης εξίσου καταπιεστική και τρομοκρατική απέναντι στη διάδοση της σοσιαλιστικής φιλολογίας και στη δυνατότητα της εργατικής τάξης να φτιάχνει τις ανεξάρτητες οικονομικές και πολιτικές της οργανώσεις. Πρώτα γιατί αυτός ο αντιδημοκρατισμός αποτελεί μια τάση του μονοπώλιου, τάση αντικειμενική και αναγκαία μεν, αλλά πάντως τάση, που σημαίνει ότι σαν τέτοια μπορεί κάλλιστα να μετριαστεί ή και να ανασχεθεί σχετικά, από μια άλλη αντίθετη τάση, συγκεκριμένα την ταξική εργατική πάλη για πολιτική δημοκρατία και την εθνική πάλη των λαών για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, που δεν είναι τίποτα άλλο από τη δημοκρατία στις διεθνικές σχέσεις. Άλλωστε και το μονοπώλιο, κυρίως στη Δύση, σπάνια είναι απόλυτο σε κάθε κλάδο της παραγωγής, καθώς συνήθως έχει τη μορφή του ολιγοπώλιου, και έτσι ένα μέρος ελεύθερου ανταγωνισμού συνεχίζεται μέσα στα πλαίσια του κάθε κλάδου, οπότε και μια πλευρά δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών καθώς και στις διακρατικές σχέσεις. Η εξέλιξη του 20ού αιώνα αποδεικνύει ότι είχε δίκιο ο Λένιν, που υποστήριζε πως ο ιμπεριαλισμός κάνει την δημοκρατία σε συνθήκες καπιταλισμού πιο δύσκολη αλλά όχι αδύνατη, και είχε άδικο ο Κιέφσκι που έλεγε πως ο ιμπεριαλισμός κάνει κάθε δημοκρατικό μέτρο αδύνατο να εφαρμοστεί, άρα στην ιμπεριαλιστική αντίδραση μπορεί να αντιπαρατεθεί μόνο ο καθαρός σοσιαλισμός. Ιστορική δικαίωση του λενινισμού είναι ότι μπορούν σήμερα να συνυπάρχουν τα τεράστια μονοπώλια του ευρωπαϊκού καπιταλισμού δίπλα σε έναν υψηλό βαθμό δημοκρατισμού, που τους τον επέβαλαν κυρίως οι ευρωπαϊκοί λαοί μέσα από τη νικηφόρα πάλη τους ενάντια στην πιο ακραία, συμπυκνωμένη ιμπεριαλιστική αντίδραση που είναι ο ναζισμός, αλλά το επιτρέπουν σε ένα βαθμό και οι ίδιοι οι όροι του ολιγοπώλιου σε κάθε κλάδο της παραγωγής.
Ο δεύτερος λόγος που δεν αρνείται κάθε μονοπωλιακός καπιταλισμός εξίσου τη δημοκρατία, είναι ότι δεν φτάνει κάθε μονοπωλιακός καπιταλισμός στον ίδιο βαθμό συγκέντρωσης, δεν φτάνουν όλα τα μονοπώλια στο κρατικό μονοπώλιο, δηλαδή στη συγχώνευση κράτους-μονοπωλίων, και βασικά δεν φτάνει πάντα αυτή η συγκέντρωση και συγχώνευση στην άκρη της, που είναι η συγχώνευση με το κράτος όχι του ενός ή του άλλου μονοπώλιου, αλλά ολόκληρης της μονοπωλιακής συγκέντρωσης, και τελικά το πολιτικό μονοπώλιο με τη δημιουργία μιας κρατικοφασιστικής γραφειοκρατίας με ολιγαρχικά χαρακτηριστικά και την υπαγωγή ολόκληρης της εθνικής οικονομίας στις ανάγκες αυτής της γραφειοκρατίας. Αυτές οι ανάγκες είναι η πολεμική επίθεση και ληστεία, γιατί αυτό το υπέρμετρα αχόρταγο υπερσυγκεντρωμένο κεφάλαιο θέλει να συνεχίσει να καταπίνει ό,τι βρίσκεται γύρω του μέχρι να καταπιεί ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι ο πολεμικός κατακτητικός σκοπός που αναγκάζει τους κρατικοφασίστες μονοπωλιστές να υπερσυγκεντρώσουν την οικονομική μηχανή του έθνους, να παραμερίσουν προσωρινά και μέχρι ένα βαθμό τις διαφορές τους και να ενωθούν για την πολεμική επέκταση. Δεν είναι τυχαίο που ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός πρωτογιγαντώθηκε μέσα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να υπηρετήσει την υπαγωγή της οικονομίας στις ανάγκες της πολεμικής ληστείας. Ούτε είναι τυχαίο που οι τότε αποστάτες του μαρξισμού σοσιαλ-σοβινιστές, για να υπερασπίσουν αυτή την πολεμική ληστεία βάφτισαν το κρατικό μονοπώλιο “σοσιαλισμό”, όπως κάνουν σήμερα οι σοσιαλφασίστες απόγονοί τους που λατρεύουν το ρώσικο και το κινέζικο ναζιστικό υπερσυγκεντρωμένο κράτος. Αυτή η υπερσυγκέντρωση, που δεν την έχουν ανάγκη οι δυτικοί ιμπεριαλισμοί (και μάλιστα οικονομικά την εμποδίζουν με αντιμονοπωλιακή νομοθεσία επειδή ξέρουν ότι το απόλυτο μονοπώλιο σκοτώνει τον ανταγωνισμό που είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομικής τους καινοτομίας), είναι οικονομική αναγκαιότητα για το ναζιστικό ιμπεριαλισμό και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στον πολιτικό και διπλωματικό του πόλεμο.
Να γιατί οι σοσιαλφασίστες ηγέτες δεν είναι στενόμυαλοι ριζοσπαστικοποιημένοι μικροαστοί, αλλά μεγαλοαστοί κρατικομονοπωλιστές. Να γιατί τα αντιπλουτοκρατικά, αντιμονοπωλιακά, αντιτραπεζίτικα συνθήματά τους δεν έχουν στόχο να προστατέψουν τα μικρομάγαζα από τα μονοπώλια, όπως διατείνονται, αλλά να εκμεταλλευτούν τη μικροαστική δεισιδαιμονία ενάντια στο μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο για να χτυπήσουν και να ελέγξουν (ή, αν δεν μπορέσουν, να καταστρέψουν) τα αντίπαλα μονοπώλια, όχι επειδή είναι μονοπώλια, αλλά επειδή είναι έξω από το δικό τους αποκλειστικό έλεγχο. Να από που προκύπτει το μίσος του σοσιαλφασισμού ενάντια στον οικονομικό φιλελευθερισμό, δηλαδή ενάντια στην σχετικά ελεύθερη αγορά, που οι κρατικοφασίστες τη μισούν επειδή δεν την ελέγχουν, και κυρίως ενάντια στον πολιτικό φιλελευθερισμό, δηλαδή στην αστική δημοκρατία επειδή αυτή απειλεί το μονοπώλιό τους στην πολιτική εξουσία του και στις πολεμικές του προετοιμασίες.
Η ναζιστική ιδεολογία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η θεωρητική αντανάκλαση της φύσης και των επιδιώξεων αυτού του τύπου της κρατικομονοπωλιακής αστικής τάξης. Η ιδεολογία αυτή πρέπει να αντανακλά στη θεωρία αυτά που οι φασίστες κρατικομονοπωλιστές κάνουν στην πράξη, γι’ αυτό είναι η τέλεια άρνηση της δημοκρατίας, δηλαδή πρώτα και κύρια της ορθολογικής κρίσης και της ανθρώπινης ισονομίας. Να γιατί το ρατσιστικό δηλητήριο και ο πιο φρενώδης αντιορθολογισμός είναι αναγκαστικός για τέτοιου είδους ιμπεριαλισμούς.
Ακόμα και τα πιο ειδικά ιδεολογικά κατασκευάσματα του εκάστοτε ναζισμού δεν είναι παρά μια προσαρμοσμένη θεωρητική δικαιολόγηση των πιο ειδικών στόχων του. Ο παγγερμανισμός του χιτλερισμού αντιστοιχούσε στα πρώτα πολεμικά του βήματα που ήταν η προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας, ο λευκός ρατσισμός αντιστοιχούσε στην υποδούλωση της δυτικής Ευρώπης στο όνομα της ενότητας της “ανώτερης άριας φυλής”, ο αντισλαβισμός αντιστοιχούσε στην εξόντωση των λαών της Ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας για να προσαρτηθούν στο ράιχ αυτά τα εδάφη αφού εποικιστούν με γερμανικούς πληθυσμούς. Αντίστοιχα σήμερα ο ρώσικος νεοχιτλερισμός έχει για σημαίες του: τον πανρωσισμό που αντιστοιχεί στα πρώιμα πολεμικά του βήματα που βλέπουμε μόλις τώρα μπροστά μας, όπως είναι η προσάρτηση επαρχιών της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο όνομα της προστασίας των ρώσικων μειονοτικών πληθυσμών. Τον πανσλαβισμό και την ορθοδοξία για τον προσεταιρισμό της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, τον αποικιοκρατικού τύπου ρατσισμό, που σήμερα παίρνει τη μορφή του πολιτισμικού ρατσισμού ενάντια στους μουσουλμάνους και τον ευρασιατισμό για την προσάρτηση ολόκληρης της Ευρώπης και την αποικιοποίηση του τρίτου κόσμου. Και οι δύο ναζισμοί έχουν σαν την κεντρική τους πολεμική σημαία τον αντισημιτισμό, που ο οικουμενικός του χαρακτήρας σαν μια δήθεν πάλη ολόκληρης της ανθρωπότητας ενάντια στη σατανική φυλή των αντι-ανθρώπων, αντιστοιχεί στην επιδίωξή τους για παγκόσμια τρομοκρατική δικτατορία πάνω σε κάθε δημοκράτη που θα αντισταθεί στον αντισημιτικό κανιβαλισμό.
Ο πιο κοντινός ιστορικός πρόγονος στη μορφή του για αυτή την άρνηση κάθε δημοκρατίας και ισονομίας, είναι η πάλη που έδωσαν οι προκαπιταλιστικές τάξεις των φεουδαρχών και των δουλοκτητών ενάντια στις νέες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ο ναζισμός αντλεί την έμπνευσή του από αυτό το προκαπιταλιστικό παρελθόν, φεουδαρχικό, δουλοκτητικό ή ακόμα και βαρβαρικό, που το παρουσιάζει ρομαντικά σαν εθνικο-λαϊκή παράδοση και προσπαθεί να αναστήσει όλες τις σε μεγάλο βαθμό νεκρές μορφές της ταξικής βίας και εκμετάλλευσης: το φεουδαρχικό μεσαίωνα και τον αριστοκρατισμό του, αλλά και πιο πίσω τη δουλοκτησία και το φυσιολατρικό παγανισμό της, και τελικά την πρωτόγονη βαρβαρότητα του κανιβαλισμού και της ανθρωποθυσίας, που στην εποχή του ιμπεριαλισμού πρέπει να είναι η θυσία ενός ολόκληρου λαού. Απ’ τη στιγμή που φτάνει να αρνηθεί το διαφωτισμό, που τη σημαία του σήκωσε πρώτη η ίδια η αστική τάξη, απ’ τη στιγμή που έχει γκρεμίσει αυτό το όριο δεν τον εμποδίζει τίποτα, όπως έχει πει ανοιχτά ο θεωρητικός του ρώσικου νεοναζισμού Ντούγκιν, να συνεχίσει να πηγαίνει προς τα πίσω. Αυτή την επιστροφή στην πρωτόγονη βαρβαρότητα, σαν μέτρο αντιμετώπισης της εισόδου των μαζών στο προσκήνιο της ιστορίας, την είχε υποστηρίξει για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή ο υπεραντιδραστικός φιλόσοφος Νίτσε, γι’ αυτό και δίκαια αυτός πρέπει να θεωρείται σαν ο ιδεολογικός πρόδρομος του ναζισμού.
Ακόμα και η σημαία του σοσιαλισμού που σηκώνει σήμερα ο ρώσικος νεοχιτλερισμός (όπως τη σήκωσε προηγούμενα, αν και πολύ πιο άτσαλα, ο γερμανικός ναζισμός) δεν είναι δική του πρωτοτυπία, αλλά κληρονομιά αυτής της αντιδραστικής πάλης της φεουδαρχικής αριστοκρατίας ενάντια στην ανερχόμενη αστική τάξη, και στο βάθος ακόμα περισσότερο ενάντια στο ανερχόμενο προλεταριάτο. Ο Μαρξ κατέγραψε αυτό το είδος αντιδραστικού σοσιαλισμού με αυτά τα λόγια:
«Η αριστοκρατία για να προκαλέσει συμπάθειες έπρεπε να παραβλέψει φαινομενικά τα δικά της συμφέροντα και να διατυπώσει το κατηγορητήριο της ενάντια στην αστική τάξη μονάχα προς το συμφέρον της εργατικής τάξης που ήταν θύμα της εκμετάλλευσης. Έτσι απολάμβανε την ικανοποίηση ότι μπορούσε ν’ απευθύνει λίβελους ενάντια στο νέο αφεντικό της και να του ψιθυρίζει στ’ αυτί λίγο-πολύ μαύρες προφητείες. Μ’ αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε ο φεουδαρχικός σοσιαλισμός, μισός θρήνος, μισός σαρκασμός, μισός αντίλαλος απ’ το παρελθόν, μισός απειλή για το μέλλον, κάποτε χτυπώντας κατάστηθα την αστική τάξη με πικρόχολη, πνευματώδη σαρκαστική κριτική, αλλά που φαινόταν πάντα κωμικός με την ολοκληρωτική ανικανότητά του να κατανοήσει την πορεία της σύγχρονης ιστορίας. [...] Για να πάρουν μαζί τους το λαό, ανέμιζαν για σημαία τον προλεταριακό σάκο της επαιτείας. Κάθε φορά όμως που o λαός τους ακολουθούσε, έβλεπε από πίσω τους τα παλιά φεουδαρχικά οικόσημα και σκόρπιζε ξεσπάζοντας σε βροντερά ασεβή γέλια. [...] Κατά τα άλλα αποσιωπούν τόσο λίγο τον αντιδραστικό χαρακτήρα της κριτικής τους, που η κύριά τους κατηγορία ενάντια στην αστική τάξη είναι ακριβώς ότι στο καθεστώς της αναπτύσσεται μια τάξη που θα τινάξει στον αέρα όλο το παλιό κοινωνικό καθεστώς».
Μήπως δεν είναι και ο ναζισμός, που η καθοδηγητική του μορφή είναι σήμερα ο σοσιαλφασισμός, ακριβώς “μισός αντίλαλος απ’ το παρελθόν, μισός απειλή για το μέλλον”, μισός αρχέγονος μυστικισμός, μισός μαύρες προφητείες για την επερχόμενη καταστροφή του κόσμου; Μήπως δεν σηκώνει και ο σοσιαλφασισμός τη “σημαία της προλεταριακής επαιτείας” όταν το ανώτατο “ταξικό” αίτημά του για το προλεταριάτο είναι να το εξαρτήσει με επιδόματα ελεημοσύνης από το αστικό κράτος ή να μετατρέψει τον περήφανο ταξικό εργάτη, δημιουργό της ζωής, σε φοβισμένο, συντηρητικό και παρασιτικό δημόσιο υπάλληλο; Και μήπως δεν είναι αυτή η πιο βαριά κατηγορία του κλασικού φασισμού προς τον αστικό φιλελευθερισμό, ότι με την καθολική ψηφοφορία καταστρέφει τη φυσική ιεραρχία δίνοντας φωνή στις άμυαλες μάζες; Αυτή την αντιδραστική αντικαπιταλιστική σημαία σηκώνει σήμερα το ρώσικο, πολιτικο-ιδεολογικά ηγετικό, νεοχιτλερικό μονοπώλιο, και μάλιστα αυτή τη φορά δεν είναι η σημαία του σοσιαλισμού γενικά, αλλά η σημαία του μαρξισμού-λενινισμού, που τα σύμβολά του τα απέσπασαν οι σοσιαλφασίστες με τη βία και το δόλο από το επαναστατικό προλεταριάτο, όταν ανέτρεψαν την εξουσία του στα 1956 αρχικά στην ΕΣΣΔ, και στα 1978 ολοκληρωτικά στην Κίνα.
Μάλιστα, αυτή η ιστορική ιδεολογική συγγένεια ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική πάλη της φεουδαρχίας που πεθαίνει και στο ναζιστικό κρατικό μονοπώλιο έχει καταγραφεί στο πλαστογράφημα που παρήγαγε η αστυνομία του τελευταίου μεγάλου εκπρόσωπου του παλιού κόσμου που πέθαινε, του παλιού τσαρισμού (ενός στρατιωτικο-φεουδαρχικού ιμπεριαλισμού, όπως τον χαρακτήριζε ο Λένιν), που παρουσιάζει κάθε προοδευτική, δημοκρατική και σοσιαλιστική κίνηση να είναι καθοδηγούμενη από ένα μυθικό εβραϊκό ιερατείο. Αυτό το πολιτικό μανιφέστο έγινε η πολιτική πλατφόρμα του γερμανικού ναζισμού, για να επιστρέψει σήμερα στα χέρια των κληρονόμων των δημιουργών του, των νέων τσάρων.
Ο σοσιαλ-ιμπεριαλισμός σκηνοθετεί το θάνατό του
Θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετα να αναρωτηθεί, τι εφαρμογή έχουν όλα αυτά σήμερα, αφού η Ρωσία έχει δεχτεί από το 1991 την κλασική ιδιωτική οικονομία της αγοράς και τις πολυκομματικές εκλογές. Αυτό το επιχείρημα σήμερα είναι αρκετά αδύναμο, σε σχέση με πριν από 10 ή 20 χρόνια, γιατί ο Πούτιν έχει πλέον φανερωθεί σαν ένας ανοιχτός δικτάτορας που κάνει διακοσμητικές εκλογές και χρησιμοποιεί την οικονομία σαν ένα πολιτικό όπλο. Όμως είναι αναγκαίο να φωτίσουμε την ενδιάμεση περίοδο από τη διάλυση της ΕΣΣΔ μέχρι την άνοδο του Πούτιν, που οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι ήταν περίοδος ενός κάποιου σχετικού, αλλά αληθινού εκδημοκρατισμού, γιατί εκεί βρίσκεται το κλειδί των σημερινών επιτυχιών της ρώσικης διπλωματίας που περιγράψαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου.
Ένας τέτοιος σχετικός εκδημοκρατισμός και μια τέτοια σχετική φιλελευθεροποίηση στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό που υπήρξε είναι μια μεγάλη κίνηση αντιπερισπασμού και μια μεγάλη αλλαγή τακτικής, που μόλις σήμερα κάνει φανερούς τους καρπούς της. Η μεταρρύθμιση Γκορμπατσόφ δεν ήταν, όπως έλεγαν σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους οι Γκορμπατσόφ-Γιέλτσιν και τους πίστευαν οι δυτικοί εκπρόσωποι, μία νίκη, έστω προσωρινή, της σχετικά πιο φιλελεύθερης-δημοκρατικής πτέρυγας της ρώσικης αστικής τάξης, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ήταν ο θρίαμβος του πιο σκληρού, φασιστικού, του πιο επιθετικού πυρήνα της ρώσικης μονοπωλιακής αστικής τάξης και του καγκεμπίτικου μηχανισμού της, που έκανε μερικά βήματα πίσω, μόνο και μόνο για να πάρει φόρα για μια καινούρια ορμητική έφοδο προς τα εμπρός.
Αυτός ο σκληρός πυρήνας της φασιστικού κρατικού μονοπώλιου, που είναι ο ίδιος που αδιάκοπα κυβερνάει τη Ρωσία από το 1956, έδωσε στους δυτικούς ανταγωνιστές του τη νίκη που ποθούσαν, χωρίς αυτοί να χρειαστεί να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους. Και επειδή αυτοί σαν αστοί ιδεαλιστές πιστεύουν στα θαύματα, δεν παραξενεύτηκαν καθόλου. Ίσα ίσα που το χάρηκαν και το γιόρτασαν ξέφρενα. Όμως οι λίγες αληθινές υποχωρήσεις, που αν δεν υπήρχαν δε θα ήταν πειστική η “κατάρρευση”, έκρυψαν τις βαθύτερες νίκες που πέρασαν εντελώς απαρατήρητες μέσα στο εορταστικό κλίμα του δυτικού ιμπεριαλισμού.
- Αντί να πρέπει να έρχεται διαρκώς σε εχθρικές συγκρούσεις με τις πλατιές μάζες των λαών της ΕΣΣΔ που διψούσαν για δημοκρατία, εκμεταλλεύτηκε αυτές τις διαθέσεις για να κερδίσει τις μάζες πρώτα σαν δήθεν φιλελεύθερος εκδημοκρατιστής Γκορμπατσόφ και Γιέλτσιν, τάχα εχθρός του παλιού καθεστώτος, για να φτιάξει στη συνέχεια σαν “λαϊκός εκδικητής ενάντια στους δυτικούς φιλελεύθερους που μας πείνασαν” (Πούτιν) ένα ρεύμα εκδίκησης ενάντια στην πείνα και την ταπείνωση που τάχα τους επέβαλε η Δύση (ενώ στην πραγματικότητα την επέβαλαν οι Γκορμπατσόφ-Γιέλτσιν-Πούτιν που είναι και οι τρεις οι διαδοχικοί αρχηγοί του ίδιου ενιαίου γενικού επιτελείου του σοσιαλ-ιμπεριαλισμού).
- Αντί να κρατάει με το βούρδουλα τις 14 ενωσιακές δημοκρατίες και να πρέπει να αναμετριέται διαρκώς με τον εθνικισμό των αστικών τους τάξεων (που εκτός από την ανεξαρτησία από τη Ρωσία είχαν και σωβινιστικές διεκδικήσεις η μία ενάντια στην άλλη) διέλυσε την ΕΣΣΔ για να διευθετήσει τη σχέση του με τους γείτονές του με τον τρόπο που κάθε χιτλερισμός ξέρει: σπέρνοντας τον εμφύλιο στο εσωτερικό κάθε χώρας, όπως έκανε στη Γεωργία και την Ουκρανία, ή ρίχνοντας αυτές τις χώρες στον πόλεμο της μίας ενάντια στην άλλη, όπως έκανε με το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία. Έτσι τέλειωσε μια για πάντα το παραμύθι της “αδελφικής ενότητας των εθνών της ΕΣΣΔ”, που είχε πάψει να είναι τέτοια από το 1960.
- Συγκέντρωσε όλη την πολιτικοδιπλωματική και κυρίως τη στρατιωτική ισχύ, δηλαδή όλους τους πόρους της στρατιωτικής βιομηχανίας, της πυρηνικής και διαστημικής τεχνολογίας αιχμής (χαρακτηριστικά τα πυρηνικά της Ουκρανίας και τη διαστημική βάση του Μπαϊκονούρ) στη Ρωσία, ενώ μέχρι τότε ήταν μοιρασμένα σε όλες τις ενωσιακές δημοκρατίες σαν κληρονομιά της τριτοδιεθνιστικής ΕΣΣΔ που προσπαθούσε να πετύχει την ισόμετρη βιομηχανική και πολιτιστική ανάπτυξη των δημοκρατιών της.
- Καθησύχασε και κέρδισε οριστικά έναν τεράστιο σύμμαχο στις στρατηγικές του επιδιώξεις για την παγκόσμια κυριαρχία, όπως είναι η σοσιαλφασιστική Κίνα, η οποία στη συνέχεια γιγαντώθηκε βιομηχανικά εκδουλεύοντας την εργατική της τάξη στους δυτικούς -και όχι μόνο- μονοπωλιστές. Αυτή την οικονομική ισχύ σήμερα πια η Κίνα τη χρησιμοποιεί συμπληρωματικά με την πολιτικοδιπλωματική ισχύ της Ρωσίας, για να εξαγοράσει με κεφάλαια ό,τι δεν μπορεί η Ρωσία να εξαγοράσει με πολιτικά αξιώματα. Και οι δύο χώρες μαζί σχηματίζουν το νέο χιτλερικό πολεμικό άξονα.
- Στο εσωτερικό κάθε χώρας, με τη φαινομενική εξαφάνισή της σαν υπερδύναμη, διέλυσε σχεδόν όλα τα κόμματα της επαναστατικής μαοϊκής αριστεράς (στην Ελλάδα όλα πλην της ΟΑΚΚΕ), που τα απομεινάρια τους στρατεύτηκαν στο μεγάλο κοινό σκοπό του γκρεμίσματος της αμερικάνικης μονοκρατορίας. Απελευθέρωσε τα κατά τόπους “κόκκινα” πραχτορεία του, όπως το ψευτοΚΚΕ, από την ανάγκη να πρέπει να δίνουν εξηγήσεις για τις βρωμιές του αφεντικού τους. Τώρα πια μπορούνε να το υπηρετούνε πιο πιστά από ποτέ και ταυτόχρονα να κάνουν ότι δεν το ξέρουν.
- Τέλος, κέρδισε μέσα σε κάθε χώρα ολόκληρη την κλασική φαιή αντίδραση, δηλαδή όλο το κλασικό φασισταριό και ναζισταριό, που μέχρι τότε ήταν είτε φιλοαμερικάνικος είτε αναζητούσε ιμπεριαλιστή προστάτη, αφού ο ένας μετά τον άλλον δέχτηκαν τη ρώσικη προστασία (στα καθ’ ημάς η Χρυσή Αυγή από το 1992). Τώρα πια μπορεί και κερδίζει τον Έλληνα ή τον Σέρβο σωβινιστή στο όνομα της ορθοδοξίας και του μουσουλμανικού κινδύνου. Τώρα πια χάρη στον πολυκομματισμό της, η ΚαΓκεΜπε έχει ένα κόμμα για να καθοδηγεί κάθε αντίστοιχο πολιτικό ρεύμα ανά τον πλανήτη (τον Ζιουγκάνοφ για τον κνίτη και τον Ζιρινόφσκι για τον χρυσαυγίτη).
Αυτοί είναι οι φοβεροί καρποί της “κατάρρευσης” της ΕΣΣΔ που οι δυτικοί τη χειροκρότησαν σαν μεγάλη τους νίκη το 1991. Όλος ο δυτικός επεμβατισμός στον τρίτο κόσμο, όλη αυτή η απύθμενη τύφλα, αλαζονεία και βλακεία της μοναδικής υπερδύναμης-χωροφύλακα, βασίστηκε πάνω σε αυτή τη θεωρία, που έλεγε ότι η ΕΣΣΔ κατέρρευσε από μόνη της επειδή ο κομμουνισμός είναι αντίθετος με την ανθρώπινη φύση!
Αυτή τη γραμμή η Ρωσία όχι μόνο τη χειροκρότησε, αλλά δούλεψε συστηματικά για να την παγιώσει στη συνείδηση των δυτικών φιλελεύθερων, αλλά και όλων των λαών, προσποιούμενη για πολύ καιρό το εν αποσυνθέσει πτώμα που μισοζαλισμένο και λαβωμένο παλεύει να σταθεί στα πόδια του για να μοιάσει στο καινούριο αγαπημένο του είδωλο, τους καπιταλιστές της Δύσης. Πραγματικά οι τσάροι έδωσαν την παράσταση της ζωής τους. Πότε ο Γέλτσιν να εμφανίζεται δίπλα στον Κλίντον και ολόκληρη την ανθρωπότητα μεθυσμένος, πότε ο άλλοτε πανίσχυρος Γκορμπατσόφ να πρωταγωνιστεί σε διαφημίσεις πίτσας, δεν υπάρχει επίδειξη δουλοφροσύνης, κολακείας και αυτογελοιοποίησης που οι πονηροί τσάροι να μην υπέβαλαν τον εαυτό τους για να πείσουν και τον πιο δύσπιστο ότι το μόνο που τους αξίζει πια είναι οίκτος. Και αυτό δούλεψε με θαυμάσιο τρόπο, γιατί το σημαντικότερο επίτευγμα της “αυτοκτονίας” του σοσιαλ-ιμπεριαλισμού που δεν αναφέραμε ακόμα, είναι ότι μαζί με το τείχος του Βερολίνου γκρεμίστηκαν και όλες οι δυτικές πολιτικές και ιδεολογικές άμυνες που μέχρι τότε είχαν στηθεί πάνω στο έδαφος του αντικομμουνισμού, και το έδαφος αυτό είχε καταρρεύσει μαζί με τον υποτιθέμενο κομμουνισμό της στην πραγματικότητα μεγαλοαστικής πια ΕΣΣΔ. Το 2001, στη σύνοδο της Σλοβενίας, όταν ο Μπους ρωτήθηκε γιατί μπορεί και εμπιστεύεται τον Πούτιν, απάντησε “επειδή τον κοίταξα στα μάτια και είδα την ψυχή του, είναι ειλικρινής και αξιόπιστος”!
Εμείς σαν μαρξιστές και ιστορικοί υλιστές, λέγαμε και λέμε ότι “κατάρρευση” - αυτοκτονία μιας αυτοκρατορίας ούτε έγινε ποτέ, ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ. Γι’ αυτό γράφαμε το 1989 ότι “το τείχος του Βερολίνου έπεσε μόνο για να μεταφερθεί δυτικότερα, ίσως στα γαλλο-γερμανικά σύνορα, ίσως και στον Ατλαντικό”. Οι αυτοκρατορίες διαλύονται μόνο σαν αποτέλεσμα εσωτερικών επαναστάσεων ή τεράστιων εξωτερικών συγκρούσεων, όπως έγινε με την Αυστροουγγαρία, τη Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πάντως σε κάθε περίπτωση σαν αποτέλεσμα βίαιων και κατακλυσμιαίων ιστορικών γεγονότων. Ότι ο ρώσικος-”σοβιετικός” ιμπεριαλισμός πέθανε από καρδιακή προσβολή ενώ έπινε αμέριμνος τον καφέ του θα μπορούσαν να το πιστέψουν μόνο παρακμασμένοι μεγαλοαστοί βουτηγμένοι στη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό.
Είχε δίκιο ο Μαρξ που έλεγε ότι “ο χαραχτήρας κάθε λαού αναπτύσσεται με τη χειραφέτησή του από έναν ξενικό ζυγό”, όταν, εντοπίζοντας τη συνέχεια της τσαρικής πολιτικής από τον 12ο μέχρι τον 19ο αιώνα, διαπίστωνε πως “ο Ιβάν Καλίτα, ο σκλάβος των Μογγόλων, απόχτησε μεγαλείο μετερχόμενος την ισχύ του μεγαλύτερου εχθρού του, του Τάταρου, ενάντια στους μικρότερους εχθρούς του, τους ρώσους πρίγκιπες”. (Βλ. Το κείμενο του Μαρξ «Αποκαλύψεις της Διπλωματικής Ιστορίας του 18ου Αιώνα» https://bit.ly/2nGsAvS το οποίο αναδημοσιεύουμε σε αυτό το φύλλο και την εισαγωγή της ΟΑΚΚΕ https://bit.ly/2oqjPqc) Είναι ακριβώς αυτή η τακτική που περιγράψαμε σε όλο το πρώτο μέρος: ο τσάρος καταφέρνει το μεγαλύτερο εχθρό του, τις ΗΠΑ, να χτυπήσει τους μικρότερους εχθρούς του, τους τριτοκοσμικούς εθνικιστές δικτάτορες. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει πρώτα να μεταμφιεστεί στον πιο γλοιώδες δουλικό αυλικό του μεγάλου αφεντικού, και άρα να κρυφτεί σαν εχθρός του. Για να τον πείσει να χτυπήσει τους εχθρούς του πρέπει να στήσει κάθε λογής προβοκάτσιες για να δυναμιτίσει τις σχέσεις τους. Οι ΗΠΑ από την άλλη, πρόθυμα δέχτηκαν το ρόλο του χωροφύλακα, αφού έχοντας βγάλει τη Ρωσία από τη μέση, το μόνο που φαντάζονταν ότι μένει για την ολοκληρωτική της κυριαρχία είναι κάποιοι τριτοκοσμικοί δικτάτορες, ανορθογραφίες-απομεινάρια της παλιάς εποχής.
Οι επιτυχίες του σοσιαλ-ιμπεριαλισμού προετοιμάζουν την ήττα του
Η αντίφαση της πολιτικής του σοσιαλ-ιμπεριαλισμού είναι ότι, απ’ τη μια για να πετύχει όλη αυτή η τακτική πρέπει ο ίδιος να μένει καλά κρυμμένος στο σκοτάδι, για να οργανώνει την αλληλοεξόντωση των εχθρών του, απ’ την άλλη όσο αυτός δυναμώνει, τόσο πρέπει να βγαίνει στο φως για να φανερωθεί σαν ο νικητής του παιχνιδιού. Ήδη η εμφάνισή του σαν επεμβασία και μαζικό δολοφόνο στη Συρία, σαν εισβολέα και διαμελιστή στην Ουκρανία, έχει αφυπνίσει τους λαούς περισσότερο από ό,τι θα μπορούσαν να κάνουν 100 μαρξιστικές αναλύσεις. Πιστεύουμε ότι όσο ο σοσιαλ-ιμπεριαλισμός προχωράει στους στόχους του θα αναγκάζεται να καίει τα εργαλεία της ανόδου του, όπως έκαψε τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ που τον αντιπάθησε ο ελληνικός λαός σαν φοβερό διπρόσωπο και συκοφάντη. Αυτό σημαίνει ότι θα αναγκάζεται να εμφανίζει το βαθύτερο χαρακτήρα του, που είναι η ωμή βία, να συγκεντρώνει το λαϊκό μίσος και τελικά να βρεθεί με περισσότερα ανοιχτά μέτωπα από όσα μπορεί να διαχειριστεί.
Το ότι ο ρώσικος σοσιαλ-ιμπεριαλισμός είναι ένας τόσο ικανός ιμπεριαλισμός, το ότι αυτή του την ικανότητα την οφείλει στο ότι είναι ο κληρονόμος των μεγαλύτερων αντιδραστικών της ιστορίας, και στο ότι γεννήθηκε ανατρέποντας από τα μέσα τις πρώτες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, του δίνει τώρα το μεγάλο του προτέρημα απέναντι στους εχθρούς του, και κυρίως απέναντι στους λαούς και τις αντιφασιστικές άμυνες που αυτοί χτίσαν μετά το 1945. Όμως αυτό το προτέρημα θα μετατραπεί στο αντίθετό του, γιατί το λαϊκό, δημοκρατικό και τελικά σοσιαλιστικό κίνημα που θα υψωθεί απέναντι σε αυτό το νέο χιτλερισμό, θα βρεθεί μπροστά στο καθήκον να ανακαλύψει τους τρόπους για να ηττηθεί αυτή η φοβερή αντίδραση που μπορεί και αλλάζει χίλια πρόσωπα και χίλιες μεταμφιέσεις.
Αυτό σημαίνει ότι από δω και στο εξής, ο πραγματικός σοσιαλισμός που θα υψώνεται απέναντί στον σοσιαλ-ιμπεριαλισμό σαν ο μεγαλύτερος, ο πιο επίμονος και ο πιο αποφασιστικός εχθρός του, θα ξέρει ότι κάθε παραχώρηση σε αυτόν τον εχθρό, κάθε παραχώρηση στον εθνικισμό, στην αλαζονεία της εύκολης επιτυχίας, στην περιφρόνηση των διαθέσεων του λαού, των πόθων και της αγωνίας του, κάθε παραχώρηση στη φιλελεύθερη προκατάληψη, στον ιδεαλισμό και την πίστη στα θαύματα, θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, γιατί αυτός ο εχθρός έχει πλούσια πείρα στο πως να εντοπίζει τέτοιες χαραμάδες για να χώνεται στο στρατόπεδο της προόδου και να το μετατρέπει στο αντίθετό του. Ο σοσιαλ-ιμπεριαλισμός θα γεννήσει σαν το αντίθετό του το πιο ώριμο επαναστατικό προλεταριακό κίνημα που υπήρξε ποτέ, και αυτό το κίνημα θα το ξανααγαπήσουν οι λαοί με την καρδιά τους γιατί θα σιχαθούν και θα αγανακτήσουν από την υποκρισία, την αδικία, τη χοντροπετσιά και την παλιανθρωπιά ολόκληρης της αστικής τάξης. Ο σοσιαλ-ιμπεριαλισμός μας προσφέρει τη μεγάλη ιστορική υπηρεσία να φέρει όλη αυτή τη βρωμιά στο φως.
Οι νέοι τσάροι θα έχουν το τέλος των παλιών