Αυτές οι δυνάμεις προσποιούμενες το φίλο του ουκρανικού λαού και προτάσσοντας το χαρτί της “πολιτικής επίλυσης” του προβλήματος επιτρέπουν στους εισβολείς να προελαύνουν ανενόχλητοι στο έδαφος της διαμελισμένης χώρας. Στην πραγματικότητα, οι σημερινοί απόγονοι των Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ δείχνουν μπροστά στην απειλή των νέων χίτλερ να μη θέλουν να παραδειγματιστούν από τις ολέθριες συνέπειες που άφησε για τους λαούς της Ευρώπης η κατευναστική απέναντι στο Χίτλερ στάση των πολιτικών τους προγόνων. Δείχνουν να ξεχνούν ότι ο Χίτλερ αρνείται πάντα να σεβαστεί τις συμφωνίες που υπογράφει με τους εχθρούς του.
Πατώντας λοιπόν στα χνάρια των παλιών, οι νέοι χίτλερ του Κρεμλίνου παραβίασαν από την πρώτη στιγμή την εκεχειρία που επιτεύχθηκε το Σεπτέμβρη κάτω από την αιγίδα του ΟΑΣΕ (πρωτόκολλο του Μινσκ). Κι ενώ στα τέλη Δεκέμβρη ο ουκρανός πρόεδρος Ποροσένκο διαπίστωνε “πρόοδο” στην υλοποίηση των δεσμεύσεων του πρωτοκόλλου από τη Μόσχα, η τελευταία πέρασε ξαφνικά το Γενάρη σε νέα επίθεση αναγκάζοντας τις ένοπλες δυνάμεις του Κιέβου να υποχωρήσουν από μια σειρά θέσεις του μετώπου. Αιχμή της επιχείρησης - που ξεκίνησε με επίθεση στο διεθνές αεροδρόμιο του Ντονέτσκ - ήταν ο βομβαρδισμός της Μαριούπολης με πυραύλους Γκραντ και, κυρίως, η επίθεση στο στρατηγικό οδικό και σιδηροδρομικό κόμβο του Ντεμπάλτσεβε που κατέληξε στην κατάληψή του από τις ρωσικές δυνάμεις κατοχής. Οι ενισχύσεις από την άλλη πλευρά των συνόρων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της αναμέτρησης. Σύμφωνα με καταγγελία της ουκρανικής προεδρίας, η Μόσχα έστειλε στο ουκρανικό μέτωπο περισσότερα στρατεύματα από κάθε άλλη φορά, αναπτύσσοντας εκεί τουλάχιστον 9.000 στρατιώτες, 500 τανκς, πυροβολικό και τεθωρακισμένα οχήματα (βλ. The Daily Telegraph, 21/1). Ο ισχυρός αριθμητικά αλλά υλικοτεχνικά αδύναμος και με ανίκανη ηγεσία ουκρανικός τακτικός στρατός θα έπρεπε τουλάχιστο να ενισχυθεί με τον αναγκαίο οπλισμό προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή τη λαίλαπα.
Η αδυναμία του σ’ αυτό το επίπεδο είναι μια απ’ τις αιτίες που τρέφουν την αντίστοιχη υπεροχή στις πολεμικές επιχειρήσεις των δυνάμεων του ουκρανικού υπουργείου εσωτερικών, που συμπεριλαμβάνει στις τάξεις του μια σειρά παραστρατιωτικές ομάδες κινούμενες γενικά μέσα στον ακροδεξιό ή ακόμα και το νεοναζιστικό χώρο. Οι ομάδες αυτές λειτουργούν στο βάθος υπέρ των εισβολέων καθώς συμβάλλουν στο να κοπούν οι ψυχικοί δεσμοί που συνδέουν το ρωσόφωνο πληθυσμό της ανατολικής Ουκρανίας, που έχει τραβήξει τα πάνδεινα από το γερμανικό χιτλερισμό στο β΄ παγκόσμιο πόλεμο, με τους ομοεθνείς του της δυτικής Ουκρανίας. Όμως τέτοια ήταν η πολιτική κατεύθυνση που έχει δώσει η νέα ηγεσία του Κιέβου - στην πραγματικότητα μία “πατριωτική” μεταμφίεση της προηγούμενης ανοιχτά φιλορώσικης ηγεσίας Γιανουκόβιτς - που δε διστάζει να προβαίνει σε τέτοια προβοκατόρικα μέτρα όπως είναι η μη καταβολή των συντάξεων στους κατοίκους της κατεχόμενης ζώνης ή οι περιορισμοί στη μετακίνηση των προσφύγων.
Το θετικό ήταν ότι η νέα ρωσική προέλαση δημιούργησε για πρώτη φορά την προσδοκία στην ουκρανική πλευρά ότι το πάγιο αίτημά της περί προμήθειας αμυντικών όπλων από τις χώρες της Δύσης θα εισακουστεί. Σε Αμερική αλλά και Βρετανία για πρώτη φορά υψώθηκαν φωνές θετικές απέναντι σ’ αυτό το αίτημα. Η τάση αυτή εκφράστηκε καθαρά στην 51η συνδιάσκεψη για την ασφάλεια του Μονάχου (6-8 Φλεβάρη) και ήρθε σε κόντρα με τη γραμμή Μέρκελ-Ολάντ περί “πολιτικής λύσης” και “οικονομικού” χαρακτήρα των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία (με τη συγκατάθεση και του ρωσόφιλου Ομπάμα). Σύμφωνα με τους Financial Times της 7/2: “Η κ. Μέρκελ ήταν αμετάπειστη στο ότι η Δύση δεν πρέπει να αποστείλει όπλα, λέγοντας ότι “αυτή η κρίση δε μπορεί να επιλυθεί με στρατιωτικά μέσα”. Όμως αντιμετώπισε αμερικανικές φωνές υπέρ της στρατιωτικής στήριξης της Ουκρανίας, με τον αμερικανό [αντι]πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να υπαινίσσεται ότι η Ουάσιγκτον ίσως είναι έτοιμη να αυξήσει τη βοήθειά της, πέρα από το μη φονικό εξοπλισμό που έχει ήδη παράσχει, λέγοντας: “Πιστεύω ακόμα ότι ο ουκρανικός λαός έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του”. Ο σκληροπυρηνικός ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Λίντσεϋ Γκράχαμ υπήρξε πολύ περισσότερο ευθύς, λέγοντας ότι η κ. Μέρκελ κάνει ένα “μεγάλο λάθος. Δε μπορεί να δει πώς ο ένοπλος λαός που είναι πρόθυμος να πολεμήσει και να πεθάνει για την ελευθερία του καλυτερεύει τα πράγματα”. Η πίεση ήταν τόσο μεγάλη ώστε εκτός απ’ τον Μπάιντεν, και ο βρετανός ΥΠΕΞ, Φ. Χάμοντ, αναγκάστηκε να εξετάσει την πιθανότητα πώλησης όπλων στο Κίεβο σε περίπτωση που η κατάσταση θα επιδεινωνόταν, ενώ ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ έδωσε το πράσινο φως στα κράτη-μέλη για να αποφασίσουν τα ίδια το ενδεχόμενο ή όχι αποστολής της αναγκαίας στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία.
Θορυβημένοι από τις φωνές διαμαρτυρίας, οι ρωσόφιλοι αν όχι ρωσόδουλοι Μέρκελ-Ολάντ βιάστηκαν να εκπονήσουν ένα “ειρηνευτικό σχέδιο” που σε χρόνο μηδέν οδήγησε στη συμφωνία της 12 Φλεβάρη με Πούτιν και Ποροσένκο (το λεγόμενο Μινσκ 2). Αυτή η εκεχειρία, όπως και η προηγούμενη προβλέπει μεταξύ άλλων άνευ όρων κατάπαυση του πυρός, αμοιβαία απομάκρυνση των βαρέων όπλων από μια ζώνη ασφαλείας 50-70χλμ, αναγνώριση από το κοινοβούλιο του “ειδικού χαρακτήρα” των ρωσοκρατούμενων περιοχών, συνταγματικές αλλαγές στην κατεύθυνση της “αποκέντρωσης” των εξουσιών (όλα αυτά σε συνεννόηση με τους διαμελιστές), εντατικοποίηση της τριμερούς ομάδας επαφής. Το καινούργιο που λανσάρει εδώ η συμφωνία είναι ότι αναγνωρίζει ουσιαστικά τα εδαφικά κέρδη που απέσπασαν οι ρώσοι επεμβατιστές κατά την τελευταία τους επίθεση. Και για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για το ποιος είναι πραγματικά ο κερδισμένος από την “πολιτική λύση” Μέρκελ-Ολάντ, οι ρώσοι διαμελιστές παραβίασαν αμέσως και αυτή τη συμφωνία καταλαμβάνοντας με σφοδρή μάχη τη στρατηγικής σημασίας πόλη Ντεμπάλτσεβε και αναγκάζοντας τις ουκρανικές δυνάμεις να αποχωρήσουν από κει στις 18/2.
Η Μέρκελ, ο Ολάντ, ο Ομπάμα και οι λοιποί ρωσόδουλοι και ρωσόφιλοι ηγέτες της δυτικής μονοπωλιακής αστικής τάξης είναι θανάσιμοι εχθροί του ουκρανικού λαού και αργά ή γρήγορα θα τύχουν της τιμωρίας που τους αξίζει από τις δημοκρατικές και πατριωτικές δυνάμεις των ευρωπαϊκών και όχι μόνο χωρών που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν το ρωσικό νεοχιτλερικό τέρας.