Ο νόμος αυτός φαίνεται σαν να ικανοποιεί και τα δυο αυτά αιτήματα. Στην πραγματικότητα όμως αυτό γίνεται με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να βάζει τις στρατηγικές βάσεις της τυπικής κατάπνιξης αυτών των μορφών διαμαρτυρίας προωθώντας για πρώτη φορά τη λογική μιας προετοιμαζόμενης εδώ και χρόνια κοινοβουλευτικής δικτατορίας, της μόνης που μπορεί να σταθεί μέσα σε μια όλο και περισσότερο παραπαίουσα ΕΕ και σε έναν πληθυσμό που έχει προβοκαριστεί εδώ και δεκαετίες από την αντιστροφή στην οποία αναφερθήκαμε.
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο ο νόμος αυτός έχει μια τριπλή πολιτική στόχευση.
Ο πρώτος στόχος είναι να εμφανίσει τον Μητσοτάκη σαν μεγάλο ηγέτη της αστικής τάξης και μάλιστα της ντόπιας και δυτικόφιλης και τον Χρυσοχοΐδη σαν τον εθνικό αστυνομικό-θηριοδαμαστή των ατάκτων, οι οποίοι αφού απελευθέρωσαν τα Πανεπιστήμια και τα Εξάρχεια τώρα απελευθερώνουν και τις διοικητικές υπηρεσίες, το εμπόριο και την κυκλοφορία της πρωτεύουσας.
Ο δεύτερος στόχος είναι να δοθεί ένα ακόμα άλλοθι στον ΣΥΡΙΖΑ να δικαιολογήσει στο στρατό της ψευτοαναρχικής βίας που εδώ και τρεις δεκαετίες τη χρησιμοποιεί πολιτικά και την προστατεύει ότι δεν μπορεί να τον καλύπτει με τον ίδιο τρόπο όπως πριν, όπως ήδη έκανε στις Σχολές και στα Εξάρχεια, επειδή και η μητσοτακική ΝΔ είναι κάτι άλλο και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια κάτι άλλο γιατί πρέπει να εκτελεί και χρέη ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου που σημαίνει να εκπληρώσει την «επαναστατική» ΠΑΚίτικη αντιαμερικάνικη ατζέντα του τελευταίου.
Στην πραγματικότητα η ίδια η κοινοβουλευτική διαδικασία και κυρίως ο ευγενέστατος τρόπος με τον όποιο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ψευτοΚΚΕ αντιμετώπισαν στους δρόμους έναν νόμο που υποτίθεται κατέλυε την πιο θεαματική έκφραση αλλά και το πιο βασικό πολιτικό γήπεδο της ισχύος τους αποδεικνύουν ότι ο νόμος είναι στην πράξη συναινετικός. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ και το στρατό του βίας υπήρχε μια μοναδική αψιμαχία του με την αστυνομία ενάντια στο νόμο μόνο τη μέρα που αυτός ψηφιζόταν, ενώ ο βασιλιάς των δρόμων, το ψευτοΚΚΕ επεφύλαξε ξυλοδαρμό αντί για προστασία στους λίγους αναρχικούς που προσπάθησαν να ξεφύγουν από την πίεση της αστυνομίας εκείνη τη στιγμή. Στη συνέχεια και επί ένα μήνα περίπου το ψευτοΚΚΕ απέφυγε να κάνει μια θεαματική συγκέντρωση ώστε να προκαλέσει την κυβέρνηση να εφαρμόσει το νόμο και αυτό να τον ποδοπατήσει, μέχρι που την επέτειο της Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου πήγε και την έπνιξε κάπου στο Θησείο για να μην την κάνει πολιτικό ζήτημα.
Αυτή η συναίνεση δεν οφείλεται στο ότι το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ σύρθηκαν πίσω από τη ΝΔ, αλλά ότι η μητσοτακική ΝΔ είναι σαν κυβέρνηση ότι πιο κοντινό υπήρχε ποτέ σ αυτά τα δύο ηγετικά κόμματα του σοσιαλφασισμού, ειδικά στη ναυαρχίδα του που είναι το ψευτοΚΚΕ, πράγμα που φαίνεται στην ιδιαίτερα εχθρική στάση του Μητσοτάκη απέναντι στη δημοκρατικά εκλεγμένη ηγεσία της ΓΣΕΕ, που το ψευτοΚΚΕ με πρωτοφανή βία θέλει να εξοντώσει και στο Βρούτση που τη στήριξε και γι αυτό πάει για αποκεφαλισμό. Άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ σε κυβέρνηση τόσο ισχυρός υπουργός εσωτερικών (Θεοδωρικάκος) που να έχει διατελέσει κατά σειρά γραμματέας της «Κ»ΝΕ, εξ απορρήτων του ρωσόδουλου Λαλιώτη, εξ απορρήτων του ρωσόδουλου Χριστόφια του ΑΚΕΛ, και τώρα εξ απορρήτων του Μητσοτάκη. Από τις τοποθετήσεις των Μητσοτάκη-Χρυσοχοΐδη στη Βουλή φαίνεται κυρίως για το ψευτοΚΚΕ και λιγότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί, όταν εφαρμοστεί, με γενναιοδωρία εκτός αν διαλεχθούν κάποιες συγκρούσεις με αυτούς για να γίνουν εσωτερικές εκκαθαρίσεις στη ΝΔ ή για τις ανάγκες της εξωτερικής «εθνικής» πολιτικής.
Εκτιμάμε ωστόσο ότι υπάρχει μια τρίτη στόχευση αυτού του νόμου, που θα ανοίξει το δρόμο για τις απαγορεύσεις αργότερα, είναι πως διαδηλώσεις πολιτικών και συνδικαλιστικών ρευμάτων που δεν καλύπτονται πολιτικά από αυτά τα δύο στρατηγικά κόμματα του σοσιαλιμπεριαλισμού και τάχα του λαού θα μπορούν να παρενοχλούνται ή να εμποδίζονται από την αστυνομία στις μετακινήσεις, αλλά κυρίως να προβοκάρονται από μορφές «λαϊκής βίας» εφόσον αυτά τα ρεύματα δεν μπορούν ακόμα να διαχωριστούν για λόγους κατανόησης ή για λόγους συσχετισμών πολιτικά και οργανωτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ ή από το ψευτοΚΚΕ και έτσι οι ηγέτες αυτών των διαδηλώσεων να καταφεύγουν και να υποκύπτουν σε αυτά για να έχουν πολιτική κάλυψη, και δικαστική προστασία. Τέτοια ρεύματα που μπορούν να χτυπηθούν ή έχουν ήδη χτυπηθεί από τέτοιες προβοκάτσιες είναι η επίσημη, μη σοσιαλφασιστική ΓΣΕΕ, το κίνημα της διαμαρτυρίας για Ζακ Κωστόπουλο, και η τελικά αποτυχημένη απόπειρα της οικογένειας και των φίλων του Παύλου Φύσσα να σώσουν τον πλατύ λαϊκό αντιφασισμό που εκπροσωπούσαν από το σπασιματζίδικο σοσιαλφασισμό και τελικά να ακολουθήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δηλαδή ο Μητσοτάκης δεν θα συντρίψει και ο σοσιαλφασισμός δεν θα διαλύσει τους στρατούς βίας που προστατεύει, είτε αυτοί είναι οι κρατικοί αναρχικοί του ΣΥΡΙΖΑ είτε ο «ιδιόκτητος» στρατός τραμπούκων-χωροφυλάκων του ψευτοΚΚΕ. Αυτός ο στρατός θα συνεχίσει να ασκεί τις θεσμικά κατοχυρωμένες και γι αυτό γενικά προσωπικά ασφαλείς για τα μέλη του κρατικές και παρακρατικές λειτουργίες για να δείχνει στο λαό την πολιτική ισχύ του σοσιαλφασισμού και το ποιος κάνει κουμάντο στην πρωτεύουσα και στη χώρα και να τσακίζει το ηθικό των συνειδητών ή ασυνείδητων αντιπάλων της ρώσικης πολιτικής στην Ελλάδα μέσα στο κράτος και μέσα στην αστική τάξη. Όμως ήδη από τη φάση της πρωθυπουργίας Σαμαρά αυτές οι λειτουργίες χρειάζονται πολύ λιγότερο στο σοσιαλφασισμό από όσο πριν όπως θα δούμε παρακάτω το γιατί αναλύοντας το νόμο και τις πολιτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες επιβάλλεται.
Τα βασικά σημεία του Νόμου
Ο νόμος χοντρικά λέει τα εξής
-Γνωστοποίηση κάθε συγκέντρωσης και πορείας στην αστυνομία εκτός αν είναι αυθόρμητη δηλαδή αν δεν έχει προηγηθεί ανοιχτό δημόσιο κάλεσμα στο κοινό να συμμετέχει σε αυτήν.
- Δικαίωμα απαγόρευσης της συγκέντρωσης (που πάντως προβλέπεται στο Σύνταγμα στο άρθρο 11 το οποίο κανένα κόμμα δεν απαίτησε να αλλάξει στις αναθεωρήσεις) από την αστυνομία με τη συμφωνία της εισαγγελικής αρχής και δικαίωμα διάλυσης της συγκέντρωσης από την αστυνομία αλλά με την παρουσία εισαγγελέα και με κριτήρια:
α) τη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής (αποκλεισμοί δρόμων). Εδώ δίνει το δικαίωμα στην αστυνομία να ορίζει τα όρια της πορείας στο πλάτος του δρόμου ανάλογα με τον όγκο της, ενώ θα έπρεπε να προσδιορίζονται σε χοντρές γραμμές από το νόμο, κυρίως όμως δίνει στην αστυνομία το δικαίωμα να αλλάζει τη διαδρομή, δηλαδή να αποφασίζει η αστυνομία για το σε ποια σημεία θέλει να μιλήσει η διαδήλωση στο λαό.
β) την προστασία από τη βία. Αυτό είναι το κέντρο βάρους του νόμου, μοιάζει πουτινικής λογικής, και συνίσταται στον ορισμό εκπροσώπου από το διοργανωτή ο οποίος επιτηρεί (!) την τάξη και καλεί την αστυνομία να επέμβει για αυτό το λόγο, και ο οποίος σε περίπτωση που δεν το κάνει είναι υποχρεωμένος να πληρώσει αποζημιώσεις. Οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις που δεν χρειάζονται άδεια πρέπει να ορίσουν κι αυτές οργανωτή (!), αλλιώς μπορεί να απαγορευτούν. Επίσης υπάρχει διάταξη που λέει ότι μπορεί η αστυνομία να εκτιμήσει από τα πριν αν ασκηθεί βία οπότε απαγορεύει μια πορεία.
Στα πλαίσια αυτά υπάρχει η χωρίς καμιά εξαίρεση απαγόρευση των αντισυγκεντρώσεων, που σημαίνει στην πράξη ότι οι δημοκράτες και πραγματικοί αντιφασίστες θα τιμωρούνται πια αν εμποδίζουν συγκεντρώσεις των βιαστών του λαού ναζιστών της «Χρυσής Αυγής» του Μιχαλολιάκου με τον οποίο ο Παναγιώταρος διατηρεί καλές σχέσεις και του μετωπικού της κόμματος του Κασιδιάρη.
Το έδαφος πάνω στο οποίο πάτησε ο νόμος το προετοίμασε η σοσιαλφασιστική βία και προβοκάτσια
Το νόμο αυτό που απαιτεί από τους πολίτες να ειδοποιούν από τα πριν την αστυνομία και για τις πιο μικρές ανακοινωμένες συγκεντρώσεις και πορείες τους, να ορίζουν υπεύθυνο που μόνος του να έχει ποινική και αστική ευθύνη για όποια καταστροφή προκαλέσει οποιοσδήποτε προβοκάτορας σε αυτές, και ο οποίος δίνει στην αστυνομία το δικαίωμα να αποφασίζει από ποιους δρόμους και στενά θα περνάει, δηλαδή που βάζει όρους που δεν είχε επιβάλει ποτέ επίσημα καμιά κυβέρνηση μετά τη χούντα, τον προετοίμασαν στη συνείδηση του λαού για δεκαετίες εκείνες ακριβώς οι πολιτικές δυνάμεις που τώρα καμώνονται πως θα τον σκίσουν στην πράξη. Τον προετοίμασαν δηλαδή τα κόμματα που κλείνουν ή που ωθούν στο να κλείνουν τους δρόμους του κέντρου της Αθήνας διαδηλώσεις με πολύ μικρό αριθμό διαδηλωτών ή επιτρέπουν συνειδητά και για δεκαετίες να βγαίνουν μέσα από τα μπλοκ τους ή παράλληλα με τα πολιτικά τους κινήματα ομάδες που να καταστρέφουν, να καίνε ακόμα και να λεηλατούν την πόλη και αυτά τα κόμματα να θεωρούν αυτά τα φαινόμενα είτε πολιτικά δευτερεύοντα (ψευτοΚΚΕ), δηλαδή αστυνομικές προβοκάτσιες που εκθέτουν αυτά τα κινήματα αλλά όχι τόσο ώστε αυτά να κάνουν κεντρικό θέμα αυτή τη βία, ή να τα θεωρούν εκφράσεις πραγματικής εξέγερσης (ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ).
Από δω και μπρος όποτε θέλει όποια κυβέρνηση θα μπορεί να ενεργοποιεί επιλεκτικά το νόμο και να απαγορεύει να ακουστεί στο πολιτικό κέντρο της πρωτεύουσας και της χώρας μια μειοψηφική αλλά ζωτική αλήθεια γιατί οι κάτοικοι της έχουν μισήσει εκείνους που είναι τόσοι λίγοι αλλά τόσο συχνά και τόσο σαδιστικά τους έχουν εμποδίσει να πάνε ή να έρθουν κατάκοποι από τις δουλειές τους ή τους έχουν εγκλωβίσει γέρους ή ανήμπορους ή τους έχουν αναγκάσει να περπατάνε μέσα στα γυαλιά και τα αποκαΐδια μιας πόλης που είναι η δικιά τους και την αγαπάνε και δεν θέλουν να γίνεται πιο άσχημη και επικίνδυνη. Αυτά όλα τα καταλαβαίνουν οι λαοί και τα αξιολογούν σαν αναπόφευκτα όταν πρόκειται για συνέπειες επαναστατικών εμφυλίων ή εξεγέρσεων στις οποίες οι ίδιοι και μάλιστα τα καλύτερα παιδιά τους σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας συμμετέχουν και όπου η εξέγερση νικάει και η ζωή όλων αλλάζει προς το καλό ή χάνει και οι μαχητές πληρώνουν ακριβά το δίκιο τους. Ακόμα πολλοί άνθρωποι τα καταλαβαίνουν αυτά και όταν πρόκειται για εκρήξεις εξεγερμένων μειοψηφιών που κάτι δίκαιο υποστηρίζουν σε κάποιες εποχές που οι μάζες μένουν αδρανείς και κάνουν το λάθος να ξεκόβονται από αυτές αλλά πληρώνουν γι αυτό με προσωπικές απώλειες.
Αλλά εδώ όλοι νιώθουν ότι κάτι πολύ ασυνήθιστο και ύποπτο υπάρχει. Πρόκειται αρχικά γιατί η βία σ’ αυτήν την πρωτεύουσα είναι μακρόχρονα επαναλαμβανόμενη, γενικά ατιμώρητη οπότε τελετουργική, και δεν δίνει ποτέ θετικά πολιτικά αποτελέσματα για τη ζωή τους, είναι δηλαδή θεσμική. Ακόμα περισσότερο πρόκειται για το ότι οι συστηματικές καταστροφές, δηλαδή τα σπασίματα, τα καψίματα, οι λεηλασίες και μετά οι συγκρούσεις με την αστυνομία δεν οφείλονται σε οποιεσδήποτε απαγορεύσεις διαδηλώσεων. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στις γενικά προσωπικά ασφαλείς «πολεμικές» τελετουργίες του ελληνικού κρατικού αναρχισμού που στην εποχή της ανόδου του φασισμού δηλώνει σαν κύριο εχθρό του την αστική δημοκρατία, και έτσι διαλέγει, όταν δεν σπάει βιτρίνες καλυμμένος πίσω από ανεμπόδιστες διαδηλώσεις, να συγκρούεται με την αστυνομία εκεί που αυτή εκτελεί καθήκοντα αστοδημοκρατικής νομιμότητας πχ όταν φυλάει τη Βουλή, ή υπουργεία, ή κομματικά γραφεία αστοδημοκρατικών κομμάτων από εισβολές χωρίς καμιά λαϊκή υποστήριξη, ενώ στην πράξη ποτέ δεν συγκρούστηκε στ αλήθεια και με απώλειες με την αστυνομία εκεί που αυτή προστατεύει συγκεντρώσεις ναζιστών ενώ είναι η μισή ναζιστική η ίδια.
Έτσι ωριμάζουν οι συνθήκες για να απογοητεύονται οι μάζες από την αδύναμη ή συνένοχη με τους καταστροφείς αστική δημοκρατία και να περιμένουν τη λύση από έναν σκληρό ηγέτη, από έναν αποφασιστικό πατριώτη και τελικά από έναν φασίστα σωτήρα κατά προτίμηση στρατιωτικό.
Η απόσταση από κάθε δημοκρατικό επιχείρημα και κάθε πολιτική λογική γίνεται πιο χαρακτηριστική όταν πρόκειται για το πολύ συχνό κλείσιμο των δρόμων του κέντρου από μικρές πορείες και συγκεντρώσεις που είναι φανερό ότι δεν έχουν σα στόχο να δουν οι περαστικοί μια διαμαρτυρία και να την υποστηρίξουν για το δίκιο και τη ζωντάνια της, αλλά αντίθετα να μην τη δουν ποτέ. Μόνο αν κανείς έχει μια πολύ πλατειά, μια παγκόσμια πολιτική εικόνα για τα πράγματα μπορεί να καταλάβει ότι αυτός ο αποκλεισμός έχει σα στόχο να νιώσουν και οι μάζες στο πετσί τους και τα κομμάτια της αστικής τάξης που στοχεύονται από αυτόν και να αποδεχτούν ότι το πολιτικό, διοικητικό και εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας το ελέγχει μια πολιτική και συνδικαλιστική εξουσία, δήθεν λαϊκή, δηθέν φιλεργατική αλλά με τόση κρατική ή παρακρατική ισχύ που είναι σε θέση να τους κόβει όποτε θέλει το δρόμο, να τους παγιδεύει και να τους απειλεί ή να τους εκτοπίζει οικονομικά από αυτό.
Η βία σα μέσο επιλεκτικού πολέμου ενάντια στους φιλοδυτικούς αστούς για τα συμφέροντα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού
Είναι πραγματικά δύσκολο να αντιληφθούν οι μάζες από την άμεση πολιτική τους εμπειρία ότι αυτή η βία αποτελεί την ανώτατη εκδήλωση μιας κρατικής δύναμης που παλεύει να έρθει ή να σταθεροποιηθεί στην εξουσία, όπως δεν το αντιλαμβάνεται και το πιο μεγάλο μέρος των φυσικών πρωταγωνιστών αυτής της βίας μικροαστών ή λούμπεν προλετάριων, κυρίως αναρχικών που φημίζονται για την πολιτική καθυστέρηση που αντιστοιχεί στο θρησκευτικό αντικρατισμό και το φτηνό οικονομίστικο αντικαπιταλισμό τους. Μόνο από τα πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα της βίας τους μπορεί κανείς να καταλάβει ποια είναι η αστική και ιμπεριαλιστική φράξια που συνειδητά ή ασυνείδητα αυτά τα ρεύματα ανεβάζουν μέσα στο κράτος. Στη χώρα μας για δεκαετίες, και σχετικά πιο πρόσφατα και σε άλλες δυτικές χώρες, ανεβάζουν έναν πολύ εξωτερικό, δηλαδή πολύ εκτός οικονομικής και κρατικής εξουσίας, ιμπεριαλισμό. Τόσο εξωτερικό που σε πρώτη φάση μπορεί στο εσωτερικό της εχθρικής του χώρας, πχ μιας κλασικής αστοδημοκρατικής χώρας, να λειτουργεί με τους ανθρώπους του «αντικαπιταλιστικά» και «αντικρατικά». Τέτοιος ιμπεριαλισμός είναι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός. Αυτός σε αντίθεση με τους δυτικούς ιμπεριαλισμούς είναι ένας κρατικός καπιταλισμός που έχει πολύ πιο μικρή χρηματιστική και βιομηχανική ισχύ, αλλά έχει πολύ μεγάλη διπλωματική, στρατιωτική και ενεργειακή ισχύ, οπότε σε συμμαχία με το νεόκοπο κινέζικο βιομηχανικό ιμπεριαλισμό του δουλικού μεροκάματου, αποζητά την παγκόσμια κυριαρχία μέσα από έναν παγκόσμιο πόλεμο ακολουθώντας ξανά το χιτλερικό μονοπάτι.
Έτσι τόσο το ρώσικο αλλά και το σύμμαχο του νεόκοπο κινέζικο σοσιαλιμπεριαλισμό τους χαρακτηρίζει όταν κάνουν πολιτική μέσα στις αστικές δημοκρατίες ένας επιλεκτικός πολιτικός πόλεμος στο χρηματιστικό καπιταλισμό και στο φιλελεύθερο κράτος των δυτικών ανταγωνιστών τους. Αυτός ο πόλεμος δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός σαν τέτοιος και ενθουσιάζει τα λούμπεν προλεταριακά αναρχικά ρεύματα καθώς στη μορφή μπορεί να γίνει βίαιος «αντικρατικός» ή «αντισυστημικός» ενώ είναι νέτα σκέτα φασιστικός ναζιστικού τύπου. Πιο συνειδητά ενθουσιάζει αυτός ο πόλεμος τα τροτσκιστικά και μλ νεοτροτσκιστικά μικροαστικά ριζοσπαστικά ρεύματα τα οποία μισούν την κλασσική οικονομικά και ιδεολογικά κυρίαρχη στη Δύση φιλελεύθερη ιδιωτική μορφή του κεφάλαιου και η μόνη τους ελπίδα να έρθουν στην εξουσία είναι καβαλώντας το τρένο ενός κρατικού γραφειοκρατικού στρατού που θα απαλλοτριώσει αυτό το κεφάλαιο. Στη χώρα μας το πιο κατάλληλο τρένο που βλέπαν για να τους μεταφέρει σ αυτό τον προορισμό ήταν αρχικά το πασοκικό παπανδρεϊκό, μετά το συριζέικο και τώρα το κνίτικο.
Είναι τώρα το τελευταίο που όσο ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός πλησιάζει στην Ελλάδα στην πλήρη πολιτική κυριαρχία γίνεται πιο «επαναστατικό» δηλαδή πιο «αντικαπιταλιστικό» και πιο «αντιιμπεριαλιστικό». Αυτό δεν το κάνει το ψευτοΚΚΕ μόνο για να ασκήσει κάποια στιγμή τη νεοταγματασφαλίτικη ρωσόδουλη δικτατορία του σαν λαϊκή εξουσία ή ακόμα και σαν δικτατορία του προλεταριάτου, το κάνει σήμερα για να βρίσκεται τάχα υπεράνω όλων των αστικών ανταγωνισμών τύπου ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ οπότε να μην χρειάζεται να παίρνει θέση στην τρέχουσα πολιτική, αφήνοντας αυτή τη δουλειά στο απεσταλμένο του μέσα στην αστική τάξη απόσπασμα αλλά και στη μικρή και μικροαστική τάξη που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι το ίδιο το ψευτοΚΚΕ στήνει συνεργασίες με εκείνα τα κομμάτια της αστικής τάξης που έχουν τους βαθύτερους δεσμούς με το κέντρο του κράτους δηλαδή με το στρατό και την αστυνομία που ο κεντρικός τους πολιτικός εκπρόσωπος είναι η ΝΔ. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που παριστάνει το πατριωτικό κόμμα. Χωρίς το στρατό και χωρίς την κλασική φασιστική αντίδραση το ψευτοΚΚΕ, δηλαδή η Ρωσία δεν μπορεί να κάνει δικτατορία στην Ελλάδα χωρίς ανοιχτή κατοχή, πράγμα που θέλει πάση θυσία να αποφύγει.
Την πολυτέλεια ωστόσο να παριστάνει σήμερα το ψευτοΚΚΕ το επαναστατικό κόμμα και ταυτόχρονα να το εκτιμάει όλη η παλιά μαύρη αντίδραση την οφείλει στο ότι η ρώσικη διπλωματία με τη δικιά του βοήθεια στην εποχή του «αντιμονοπωλιακού μετώπου» κατάφερε να διεισδύσει μέσα στην ελληνική αστική τάξη, πολιτικά-διπλωματικά αρχικά μέσα από το μοιραίο τροτσκιστή Α. Παπανδρέου και φτάνοντας τελικά στους λιγότερο ταλαντούχους Καραμανλή τον Β, Σαμαρά και Μητσοτάκη τον Β που με τη σειρά τους καταδιαβρώσανε ιδεολογικά και στελεχικά με τη ρωσοφιλία τους τις κυβερνήσεις της ΝΔ.
Αυτή η νέα διακομματική ρωσόδουλη κρατική φράξια, που ο ηγετικός πυρήνας της είναι πάντα το στρατηγικό δίδυμο ψευτοΚΚΕ- ΣΥΡΙΖΑ, στις πρώτες φάσεις της σκληρής μάχης για την πολιτική επικράτηση στη χώρα μας, αξιοποίησε και τουλάχιστον πολιτικά προστάτεψε τη σοσιαλφασιστική τρομοκρατία, ιδιαίτερα τη 17νοεμβρίτικη καθώς και τους συχνούς αποκλεισμούς, τις καταστροφές και τους αλλεπάλληλους εμπρησμούς στο κέντρο της πρωτεύουσας και πέτυχε δύο στόχους.
Ο ένας ήταν στρατηγικός οικονομικός όταν τα πολιτικά διαβρωμένα από το σοσιαλφασισμό αναρχικά ρεύματα κατακαίγανε σε πρώτη φάση τα μεγάλα εμπορικά μαγαζιά της πρωτεύουσας (Μινιόν, Κατράντζος, Μαρούσης κλπ) και σε δεύτερη αλυσίδες μαγαζιών, με πιο χαρακτηριστικά τα Σπρίντερ, της οποίας εκτός από τα κεντρικά μαγαζιά κάψανε τελικά τις κεντρικές αποθήκες στην Ανθούσα χρεοκοπώντας την ώστε να μη σχηματιστεί ποτέ ένα ντόπιο κεφάλαιο που θα μπορούσε να συνδυάσει την καθετοποιημένη βιομηχανική παραγωγή με το μεγάλο λιανεμπόριο. (Αργότερα εκμεταλλεύτηκαν τη χρεωκοπία του 2010 και τελειώσανε με το τελευταίο βιομηχανικό και ταυτόχρονα μεγάλο λιανεμπορικό κεφάλαιο, τον Μαρινόπουλο παραδίνοντάς το στο μεσαίο φίλο τους Σκλαβενίτη).
Όμως ο βαθύτερος στόχος αυτής της μαζικής καταστροφικής βίας και του ουσιαστικού οικονομικού και πολιτικού αποκλεισμού του κέντρου της πρωτεύουσας, δηλαδή του κέντρου της χώρας ήταν πολιτικός: η αποσταθεροποίηση των αλλεπάλληλων αστοδημοκρατικών κυβερνήσεων, που ακόμα και με ρωσόδουλους πρωθυπουργούς, αντιστέκονταν, αν και όλο και πιο αδύναμα, στην επέλαση του σοσιαλφασισμού αλλά και του αναβιωμένου κλασικού φασισμού. Γιατί στο μεταξύ χάρη στην λυσσαλέα επιμονή των δύο σοσιαλφασιστικών κομμάτων να μην βγει σε καμιά περίπτωση εκτός νόμου και χάρη στο χτύπημα της Δύσης και της αστικής τάξης από τα δεξιά, απέκτησε πολιτική δύναμη στο στρατό και στην αστυνομία το πιο ανοιχτά ρωσόδουλο πολιτικό ρεύμα της χώρας, τα ναζιστικά τέρατα της «Χρυσής Αυγής».
Το ότι οι πυρπολήσεις του πολιτικού και οικονομικού κέντρου της χώρας (2008 και 2012) δεν είχαν καθόλου αρνητικές πολιτικές συνέπειες για τους σοσιαλφασίστες, τόσο για το ψευτοΚΚΕ που διαδήλωνε στις στάχτες κατά της κυβέρνησης υποτιμώντας τη σημασία τους και κυρίως το ΣΥΡΙΖΑ που με σθένος υποστήριζε τους εμπρηστές σαν επαναστάτες, αποδείκνυαν όχι μόνο την αδυναμία των αστοδημοκρατικών κυβερνήσεων αλλά και τη γενικότερη ευθραυστότητα και την έλλειψη χαρακτήρα της παλιάς δυτικόφιλης αστικής τάξης.
Με μια τέτοια αστική τάξη ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να αντισταθεί στο νέο αυτό ιμπεριαλισμό στη χώρα μας ήταν η εργατική τάξη που όμως ήταν ακριβώς η πρώτη που χτυπήθηκε από αυτόν το νέου τύπου ιμπεριαλισμό -σε θερμή συνεργασία με την αστική τάξη - όταν σε πρώτη φάση διαλυόταν από τον πρώτο το κόμμα της το αληθινό ΚΚΕ και δολοφονιόταν ο ηγέτης του Ζαχαριάδης και σε δεύτερη φάση όταν πήγε να ανθίσει ένα νέο ταξικό και δημοκρατικό εργατικό κίνημα μετά τη δικτατορία και το φλωρακικό ψευτοΚΚΕ το διέλυσε με τη βία και τις απάτες του, πάλι σε συνεργασία με την εργοδοσία, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Σήμερα έχει μείνει από το εργατικό κίνημα μόνο ένα ρεφορμιστικό κομμάτι που το ψευτοΚΚΕ επιχειρεί να το εξοντώσει με την πιο ωμή ως τώρα βία του γιατί εμποδίζει την πλήρη οικονομική υποδούλωση της εργατικής τάξης στη νεοδουλοκτητική εργοδοσία των ρωσοκινέζων και των λακέδων τους.
Η σκηνοθετημένη φαντασμαγορία εξέγερσης μετά το 2010 για τον εκβιασμό και τη διάσπαση της ΕΕ
Μετά τη χρεωκοπία του 2010 που οφείλεται κυρίως στο πολύχρονο παραγωγικό σαμποτάζ από το ρωσόδουλο μπλοκ η κρατική-παρακρατική βία στην πρωτεύουσα χρησιμοποιήθηκε και για διεθνείς σκοπούς, δηλαδή για τη διάσπαση της ΕΕ, καθώς καλούνταν οι πιο πλούσιες χώρες της να υποκύψουν στις πολιτικές και οικονομικές απαιτήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων που εμφανίζονταν ταυτόχρονα σαν φιλοευρωπαϊκές και σαν μαχητικοί εκπρόσωποι του υπερχρεωμένου ευρωπαϊκού Νότου απέναντι στους δανειστές. Γι αυτό το σκοπό έπρεπε να δίνεται στους άλλους λαούς η εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι στα πρόθυρα λαϊκής επανάστασης, ενώ επρόκειτο - παρά την πραγματική οργή του πληθυσμού που είχε πεισθεί από το σοσιαλφασισμό ότι έφεραν τα μνημόνια την κρίση και όχι η χρεωκοπία τα μνημόνια- για μια πανάκριβη σκηνοθετημένη φαντασμαγορία εξέγερσης που πραγματοποιούταν από τον όλο και πιο ελεγχόμενο κρατικό αναρχισμό σε κατάλληλες στιγμές περιορισμένες αποκλειστικά στην κεντρική τηλεοπτική πλατεία του έθνους, στο Σύνταγμα, για να στηρίζονται στην ουσία στις μέρες των συνεδριάσεων οι ελληνικές κυβερνήσεις απέναντι στα όργανα της ΕΕ και όχι να συντρίβονται.
Έτσι λοιπόν χάρη στη χρεωκοπία στην οποία ο ίδιος πρωταγωνίστησε ο αρχισαμποτέρ της βιομηχανίας ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε την εξουσία. Ήδη όμως με τη βοήθεια των κομματικών και διοικητικών εκκαθαρίσεων της μακριάς περιόδου των ρωσόδουλων πρωθυπουργιών και της μακρόχρονης πολύμορφης πολιτικής βίας που είχε μεσολαβήσει, η ωμή σοσιαλφασιστική βία είναι λιγότερο απαραίτητη από όσο στις περιόδους 1985-2000 γιατί έχει αντικατασταθεί συντριπτικά από την επίσημη κρατική βία του νομοθετικού και διοικητικού σαμποτάζ της παραγωγής και από την πολύχρονη πολιτική εξόντωση των πιο προοδευτικών αναπτυξιακών πολιτικών τάσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ από τους ίδιους τους ρωσόδουλους αρχηγούς τους μέσω υπαρκτών ή ανύπαρκτων σκανδάλων. Γι αυτό το λόγο κυρίως (και λιγότερο από την πίεση της Δύσης) πολύ πριν περάσουμε στην τετραετία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχε αποσυρθεί από τους ρωσόδουλους με πρωταγωνιστή τον Χρυσοχοΐδη η «17Ν», δηλαδή δεν ήταν πια αναγκαία η στρατιωτική εξόντωση στελεχών της αντίπαλων τμημάτων της αστικής τάξης, ιδίως ντόπιων βιομηχάνων της βαριάς βιομηχανίας (χαλυβουργίας, ναυπηγείων, Λιπασμάτων).
Έτσι εξηγείται το ότι επί Σαμαρά (https://www.oakke.gr/item/102-) άρχισε χωρίς αντιστάσεις από το ΣΥΡΙΖΑ το χτύπημα των αναρχικών στεκιών εκτός Εξαρχείων, οπότε και των αναρχικών ρευμάτων που από ιδεολογική άποψη και πριν η «17Ν» συλληφθεί και ηρωοποιηθεί (μιας και η πολιτική γραμμή της ποτέ δεν αποκαλύφθηκε σαν φασιστική και ξενόδουλη στο λαό) διέκριναν τον παρακρατικό, και εθνικιστικό χαρακτήρα της.
Το ρωσόδουλο σοσιαλφασιστικό μέτωπο χρειάζεται τη βία. Ο Μητσοτάκης καμώνεται ότι θέλει να το εμποδίσει, αλλά στην πράξη του ανοίγει το δρόμο
Πιστεύουμε ότι τα συνειδητά ή ασυνείδητα αποσπάσματα βίας του σοσιαλφασισμού θα είναι πάντα απαραίτητα στους ρωσόδουλους για να μπορούν να καταστέλλουν τις διαρκώς ανανεούμενες αντιστάσεις των σχετικά πιο αναπτυξιακών και δημοκρατικών τμημάτων της αστικής τάξης με τη μόνη μορφή που μπορεί αυτό να περάσει χωρίς πολλά προβλήματα στην κοινή γνώμη των δημοκρατικών χωρών της ΕΕ, δηλαδή με τη μορφή της λαϊκής βίας. Αυτό θα είναι ακόμα περισσότερο απαραίτητο για τα όποια κάπως μαζικά αυθόρμητα λαϊκά πολιτικά και συνδικαλιστικά ρεύματα εμφανιστούν πριν να είναι αδύνατο να κατασταλούν χωρίς μια ανοιχτή σοσιαλφασιστική δικτατορία.
Με το νόμο αυτό η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει μια ικανοποίηση στους ψηφοφόρους της μητσοτακικής ΝΔ, ιδίως στο τμήμα της παλιάς αστικής τάξης που την έφερε στην εξουσία αλλά με έναν τρόπο που δεν θα εμποδίζει αυτή τη βία να ανασυρθεί όποτε χρειαστεί. Στην πράξη πρόκειται για μια συναινετική λύση σε συνεργασία με τον πολιτικό καθοδηγητή και προστάτη αυτής της βίας, τον ΣΥΡΙΖΑ που ήδη έχει μειώσει αυτή τη βία ως μη απαραίτητη και όχι γιατί δεν μπορεί να την ασκήσει. Ο νέος νόμος προσφέρει ένα άλλοθι στον ΣΥΡΙΖΑ για να μετριάσει αισθητά αυτή τη βία, αλλά όχι πιο κάτω από το εντελώς αναγκαίο επίπεδο που είναι απαραίτητο για να αισθάνονται κάθε τόσο την απειλή της τα κομμάτια της αστικής τάξης και του κρατικού μηχανισμού που θα συνεχίσουν μοιραία να αντιστέκονται χωρίς σαφή πολιτική συνείδηση, αλλά αντικειμενικά στην κυριαρχία των ρωσόδουλων στο κράτος. Ταυτόχρονα με αυτό το νόμο ο ΣΥΡΙΖΑ θα κρατάει σε κάποια φόρμα τον ψευτοαναρχικό στρατό του. Αυτοί οι στόχοι ήδη ικανοποιούνται χοντρικά και στις δύο άλλες παρεμβάσεις του Μητσοτάκη και του εθνικού αστυνομικού Χρυσοχοΐδη στα Πανεπιστήμια και στα Εξάρχεια, ακριβώς γιατί στην πράξη τις βοηθάει με τη «μετριοπαθή» στάση του ο ΣΥΡΙΖΑ και τις επιβάλει ο ακόμα πιο «λογικός» βασιλιάς των δρόμων, το κόμμα της κρατικής παρασιτικής υπαλληλίας, ψευτοΚΚΕ.
Βέβαια το ψευτοΚΚΕ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ για να είναι υπεράνω πάσης υποψίας αλλά και για να μην χρησιμοποιηθεί ποτέ κατά λάθος εναντίον κάποιων πολιτικών ή συνδικαλιστικών αποσπασμάτων τους τον καταψήφισαν και δήλωσαν ότι θα τον καταργήσουν στην πράξη. Οι Μητσοτάκης – Χρυσοχοΐδης απάντησαν στον Κουτσούμπα ότι δεν έχουν πρόβλημα με τις κινητοποιήσεις του κόμματός του, και κάλεσαν τον Ραγκούση, ως εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση στη Βουλή, να συνεργαστεί με την κυβέρνηση για τη συναινετική εφαρμογή του γιατί η κυβέρνηση αυτή δεν θέλει να συνεχίσει την πολιτική της «εχθροπάθειας».
Δεν θα μπορούσε η πρωθυπουργία του ψευτοφιλελεύθερου Μητσοτάκη, συνέχεια αυτής του Καραμανλή του Β και του διαδόχου του Σαμαρά, που προωθεί λυσσαλέα την πολιτική του σαμποτάζ της παραγωγής που υποχρεωτικά στηρίζεται στον μόνιμο εκβιασμό της ΕΕ για περισσότερα δανεικά, καθώς και την πολιτική του ξεπουλήματος και της άνευ όρων παράδοσης των βασικών υποδομών της χώρας, ιδίως των ενεργειακών στο ίδιο το ρωσοκινέζικο κρατικοφασιστικό κεφάλαιο ή στους δυτικούς φίλους του, να έρθει σε σύγκρουση με την βία των υπεραντιδραστικών κινημάτων του ΣΥΡΙΖΑ, του ψευτοΚΚΕ και των μικροαστικών εξωκοινοβουλευτικών στρατών τους, που έστω σε μικρότερη κλίμακα από παλιά είναι ακόμα αναγκαία για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Σε αυτά τα πλαίσια η πρωθυπουργία Μητσοτάκη υπονομεύει κάθε ουσιαστική πολιτική σύγκρουση με το καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενη κούφια και δημαγωγικά την ανάγκη σεβασμού της νομιμότητας που όμως θα υπηρετεί πάνω απ όλα τη λογική της διακομματικής και της εθνικής συνεννόησης, δηλαδή να μην γίνεται τίποτα απολύτως που ενοχλεί στ αλήθεια το σοσιαλφασισμό.
Πως η βασική διάταξη του νόμου για τις ευθύνες του οργανωτή της διαδήλωσης μπορεί να λειτουργήσει για να διασύρει πολιτικά και να εξοντώσει τους διοργανωτές κάθε διαδήλωσης που δεν έχει σοσιαλφασιστική ηγεσία
Ταυτόχρονα, ο νέος νόμος απειλεί με το όπλο της προβοκάτσιας όσα πολιτικά ή συνδικαλιστικά ρεύματα και κινήματα αποτολμήσουν να κάνουν κάπως μαζικές διαδηλώσεις τα οποία δεν βρίσκονται κάτω από τον άμεσο έλεγχο του σοσιαλφασισμού, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι και σε θέση να διαχωριστούν αποφασιστικά από αυτόν και έτσι μπορούν να προβοκαριστούν από τον κρατικό αναρχισμό. Την ίδια στιγμή όμως και βαθύτερα αυτός είναι και μια επένδυση για το μέλλον όταν προκύψουν τα πρώτα αρκετά συνειδητά και μαζικά κινήματα ενάντια στο σοσιαλιμπεριαλισμό και στις φασιστικές και σοσιαλφασιστικές κοινοβουλευτικές δικτατορίες που του αντιστοιχούν. Εννοούμε ότι πέρα από το ζήτημα της βίας με αυτόν το νόμο μπορεί να αποφασίζεται από την αστυνομία από που θα περνάει και από που δεν θα περνάει μια μικρή πορεία, το οποίο μπορεί αύριο να χρησιμοποιείται για να απαγορεύεται κάθε έστω σπαργανώδης διαδήλωση που θα ενοχλεί το ρωσόδουλο καθεστώς.
Πιο συγκεκριμένα οι μόνοι ενάντια στους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο νόμος είναι κυρίως οι διοργανωτές κάποιων μαζικών πραγματικά ειρηνικών στην πρόθεσή τους πορειών και διαδηλώσεων που προβοκάρονται από τη βία που ξεσπάει ενάντια στη θέληση τους, όπως το έχουμε δει ήδη στην πράξη σε κάποιες διαδηλώσεις σαν αυτές για τον Ζακ Κωστόπουλο, ή σε κάποιες διαδηλώσεις της ΓΣΕΕ ή των Ομοσπονδιών της, ή σε εκείνη της οικογένειας Φύσσα τη δεύτερη χρονιά μετά τη δολοφονία του στο Κερατσίνι όταν προσπάθησε μάταια να αποφύγει την προβοκάτσια. Τέτοια κινήματα δεν είναι κυρίως από την άποψη της πολιτικής συνείδησης αλλά και από την άποψη των πολιτικών συσχετισμών σε θέση να διαχωριστούν πολιτικά από ένα πολυπρόσωπο κόμμα με δημοκρατική φασάδα, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ με τον οποία συνεργάζονται και ο οποίος είναι αριστοτέχνης στις βίαιες προβοκάτσιες.
Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Παναγόπουλου γραμματέα της ΓΣΕΕ, ενός ρεφορμιστή συνδικαλιστή που αντιστέκεται με όσο του επιτρέπει η ιδεολογία και η θέση του στα φασιστικά συνδικαλιστικά πραξικοπήματα του ψευτοΚΚΕ, αλλά που συμβιβάζεται με τον εκ των ένδον κνίτη ΣΥΡΙΖΑ για να μην χάσει τις συμμαχίες του με τους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ ότι «Για την πρόβλεψη του οργανωτή της εκδήλωσης, πάντα υπάρχουν εκπρόσωποι από τη ΓΣΕΕ για τις συγκεντρώσεις και πορείες, αλλά εάν αποδεχόμασταν τις ευθύνες που προβλέπει το νομοσχέδιο, «πολλοί από μας θα ήμασταν ισόβια φυλακή για πράξεις και γεγονότα που δεν ευθυνόμαστε ουδόλως» (https://www.in.gr/2020/07/02/politics/vouli-n-s-gia-diadiloseis-antidraseis-apo-foreis-kai-syndikata/).
Με το πλαίσιο που δημιουργεί ο νόμος θα απαλλάσσονται από τη βασική ευθύνη για τη βία, δηλαδή την πολιτική ευθύνη, τα δύο πιο μεγάλα σοσιαλφασιστικά κρατικά κόμματα που την προστατεύουν ή τη χρησιμοποιούν πολιτικά, και θα ενοχοποιούνται τα θύματα μιας προβοκαρισμένης από βίαια επεισόδια πορείας, δηλαδή οι διοργανωτές της πορείας και οι εκπρόσωποι τους, που θα φορτώνονται με την υποχρέωση να πληρώνουν αποζημιώσεις για κάθε ζημιά και για κάθε τραυματισμό. Έτσι μπορούν να τρώνε άφθονες προβοκάτσιες από μπάχαλους «συμμάχους» και να πληρώσουν το τίμημα της εξόντωσης των ηγετών τους μέσω δυσθεώρητων προστίμων, αλλιώς θα εξαναγκαστούν σε πολιτική υποδούλωση. Δηλαδή θα αναγκαστούν να κατεβαίνουν σε πορείες μόνο υπό την πολιτική ηγεσία των ψευτοΚΚΕ ή ΣΥΡΙΖΑ και την ανάλογη διαμόρφωση των αιτημάτων τους.
Το πόσο θεμελιώδης ήταν αυτή η διάταξη για τον Χρυσοχοΐδη, φάνηκε από την επιμονή με την οποία την υποστήριξε και στη Βουλή: «Αν δεν έχει την ευθύνη ο οργανωτής, τότε τι οργανωτής είναι;». Ο οργανωτής έχει την ευθύνη για το πολιτικό πλαίσιο και την πολιτική περιφρούρηση, δεν έχει την ευθύνη της αστυνόμευσης. Αυτή την έχει η κυβέρνηση πολιτικά και η αστυνομία επιχειρησιακά. Πολιτικά την ευθύνη της βίας την έχει αυτός που την προκαλεί και αυτός που την καλύπτει και που πράγματι μπορεί να είναι ο διοργανωτής με την έννοια του πολιτικού φορέα. Όμως ο Χρυσοχοΐδης επικαλείται εδώ κάτι σημαντικό και πολύ ιδιαίτερο. Επικαλείται το ότι σήμερα κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ένα μέρος από την εξωκοινοβουλευτική ουρά του και πιο μακρυά, τάχα αποστασιοποιημένο το ψευτοΚΚΕ, έχουν αναγάγει σε επιστήμη το εξής πολιτικό τέχνασμα: Να συμμετέχουν ταυτόχρονα σε δυο πορείες σε συσκευασία μίας υβριδικής διαδήλωσης. Δηλαδή να συμμετέχουν με ξεχωριστά μπλοκ σε μια
επίσημη, πολυκομματική, αρκετά μαζική, «ειρηνική» διαδήλωση που όμως μέσα της περιλαμβάνει και μια «βίαιη, αυθόρμητη, επαναστατική» διαδήλωση οπότε αν η αστυνομία χτυπήσει και διαλύσει τη δεύτερη, θα χτυπήσει ή θα διαλύσει βίαια και την πρώτη. Αυτό έχει συμβεί πάμπολλες φορές στη χώρα μας οπότε ο σοσιαλφασισμός εξασφαλίζει πολιτικά έναν δίκαιο αγώνα που απαντιέται με την κρατική καταστολή, ενώ η βίαιη πορεία ανάλογα με τις διαθέσεις των μαζών και την κατανομή των ρόλων μεταξύ των βασικών μπλοκ είτε ονομάζεται λαϊκή εξέγερση (αυτό κάνει συνήθως ο ΣΥΡΙΖΑ που παίζει με τον εξωκοινοβουλευτικό μικροαστικό ριζοσπαστιμό, αναρχισμό κλπ), είτε καταγγέλλεται σαν αστυνομική προβοκάτσια (αυτό κάνει συνήθως το ψευτοΚΚΕ που παίζει με τη ΝΔ, το στρατό και το κρατικο-γραφειοκρατικό τάχα εργατικό κίνημα). Αυτό το τέχνασμα αφού δοκιμάστηκε για πολλές δεκαετίες στον παλιότερο στον πλανήτη δοκιμαστικό σωλήνα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού που είναι η χώρα μας, εφαρμόστηκε νικηφόρα από το σοσιαλφασισμό και σε άλλες χώρες, είτε σε φαιο-«κόκκινα» κινήματα στη Δύση τύπου «Αγανακτισμένων», «πάρκου Γκεζί», «Κίτρινων γιλέκων» κλπ, είτε σαν προβοκάτσια για το χαντάκωμα αληθινών λαϊκών δημοκρατικών κινημάτων της σοσιαλφασιστικής Ανατολής τύπου Μεϊντάν της Ουκρανίας του 2013 ή το κίνημα του Χογκ Κογκ του 2019.
Η απάντηση Χρυσοχοΐδη σε αυτό το τέχνασμα είναι η εξής: Αφού δεν μπορώ να πιάσω τους σπασιματίες μέσα στη διαδήλωση ή όταν σπάνε βιτρίνες δίπλα της γιατί τότε θα αναγκαστώ να ασκήσω βία στο ειρηνικό τμήμα της οπότε θα κατηγορηθεί η κυβέρνηση από την κοινή γνώμη σαν αυταρχική, θα αναθέσω στον οργανωτή της να μου παραδώσει αυτός το βίαιο τμήμα της ή να το καταστείλει ο ίδιος με την περιφρούρησή του, αλλιώς θα μου παραδοθεί από τον πολιτικό οργανωτή ένας υπεύθυνος, ένα πρόσωπο που θα πληρώσει αυτό το ίδιο ποινικά και αστικά για όποια βία εκδηλωθεί.
Έχουμε καταμαρτυρήσει πολλά σε αυτόν τον παλιό φανατικό φιλοσυριζαίο του ΠΑΣΟΚ που κατάφερε να εξαρθρώσει τη «17Ν» φροντίζοντας να μην εμφανιστεί κανείς απολύτως οργανωτικός ή πολιτικός δεσμός της με τη ρωσόδουλη υποτιθέμενη αριστερά και χάρη σ αυτόν τον άθλο έγινε ο αρχηγός της αστυνομίας της επίσης ρωσόδουλης μητσοτακικής ηγεσίας, δηλαδή ο πρώτος εθνικός αστυνομικός. Όμως ποτέ δεν τον θεωρήσαμε ηλίθιο, τόσο ώστε να μπορεί να πιστέψει ότι βρήκε μια παγκόσμια πατέντα για να λύσει αστυνομικά το παγκόσμιο πολιτικό πρόβλημα της αντιμετώπισης της υβριδικών διαδηλώσεων του σοσιαλιμπεριαλισμού κλείνοντας στη φυλακή για χρέη τον αρχηγό μιας διαδήλωσης. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις ενάντια στον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ, μόνο σαν πολιτικό δώρο για να φανεί ο τελευταίος σαν θύμα αντιλαϊκών διωγμών, γιατί δεν κλείνει κανείς στη φυλακή τον επικεφαλής μιας διαδήλωσης αν την οργανώνει επίσημα ή ανεπίσημα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επειδή κάποιοι βγήκαν από μέσα της και σπάγαν βιτρίνες, αν δεν αποδείξει ότι αυτοί δρούσαν με εντολή αυτού του κόμματος. Και επειδή κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποδειχτεί, ο μόνος πολιτικά κερδισμένος σε συνθήκες σχετικού αστικού δημοκρατισμού θα είναι το κόμμα που τα ηγετικά του στελέχη μπαίνουν φυλακή με μια τέτοιου είδους κατηγορία.
Τέτοια εξόχως πολιτικά προβλήματα σαν αυτό της σύγχρονης υβριδικής σοσιαλφασιστικής διαδήλωσης είναι εξόχως πολιτικά και αντιστοιχούν στην εποχή που ο πιο κτηνώδης ιμπεριαλισμός πρόκυψε ακριβώς μέσα από το προβοκάρισμα, τη συντριβή και την άλωση από τα μέσα των πρώτων μεγάλων προλεταριακών επαναστάσεων και των αντιιμπεριαλιστικών και δημοκρατικών κινημάτων που αυτές καθοδήγησαν και ξέρει όσο τίποτα άλλο το να δίνει αντιδραστικό περιεχόμενο σε παλιές επαναστατικές και δημοκρατικές μορφές. Τέτοια προβλήματα λοιπόν δεν τα λύνουν αστυνομικής έμπνευσης νόμοι, που είναι κατάλληλοι μόνο για φασιστικές δικτατορίες με κοινοβουλευτικό μανδύα σαν τη ρώσικη και εννοείται ότι ο νόμος αυτός της ΝΔ είναι και μια παρακαταθήκη μιας υποτίθεται φιλελεύθερης κυβέρνησης που μπορεί κάλλιστα μεθαύριο να χρησιμοποιηθεί εναντίον πραγματικά ειρηνικών, δημοκρατικών αντιφασιστικών διαδηλώσεων που μια φασιστική ή σοσιαλφασιστική αστυνομία εύκολα μπορεί να προβοκάρει.
Τέτοιες λεπτές και σύνθετες προβοκάτσιες αντιμετωπίζονται μόνο με μια βαθιά δημοκρατική πολιτική που να εξηγεί δηλαδή υπομονετικά στο λαό πόσο δόλια είναι μια τέτοια διπλή τακτική και να την ξεσκεπάζει. Δηλαδή να καλείται επίμονα ο κάθε ΣΥΡΙΖΑ, το κάθε ψευτοΚΚΕ και οι μικροαστικές οπορτουνιστικές ουρές τους να καθαρίσουν τη θέση τους και να απαντάνε μπροστά στο λαό στα κανάλια αν καταδικάζουν σαν αντιλαϊκή και βαθιά αντιδημοκρατική τη βία αυτών των διαδηλώσεων ή σαν λαϊκή και σωστή ή έστω σαν λαθεμένη πολιτικά αλλά φιλολαϊκή στην ουσία της. Και αν απαντήσουν ότι είναι λαϊκή ή φιλολαϊκή, αλλά με λάθος τρόπο να υποχρεωθούν και να τολμήσουν να υπερασπίσουν αυτή τη θέση μπροστά σε όλα τα fb, τα μπλογκ και τις εφημερίδες και για καιρό ώστε όλος ο λαός να σχηματίσει άποψη. Αν πάλι τη θεωρούν αντιλαϊκή ή υποκινούμενη από την αντίδραση να απαντήσουν στο λαό γιατί δεν περιφρουρούν πολιτικά τις διαδηλώσεις τους καταγγέλλοντας τους σπασιματίες και δευτερευόντως οργανωτικά εμποδίζοντας τους, αλλά βαδίζουν περήφανα δίπλα σε αποκαΐδια και σπασμένες βιτρίνες χωρίς ποτέ μα ποτέ να θεωρούν αυτή τη βία τουλάχιστον τόσο μεγάλο πολιτικό πρόβλημα όσο τα αιτήματα για τα οποία υποτίθεται ότι παλεύουν αυτές οι διαδηλώσεις. Τη θεωρούν το πολύ σαν κάτι το δευτερεύον όταν δεν την θεωρούν, όπως είπαμε, έκφραση της οργής του λαού δηλαδή πολιτικό τους σύμμαχο και ενισχυτή. Έτσι οι σοσιαλφασίστες με το διπλό παιχνίδι θα δέχονταν πολιτική ήττα και θα απομονώνονταν, και αν επέμεναν στις μορφές αυτές σε μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις, τελικά η αντιφασιστική οργάνωση του πληθυσμού θα συνέτριβε αυτή τη βία.
Μια τέτοια δημοκρατική στάση έτσι κι αλλιώς δεν τη συνηθίζουν πουθενά οι αστικές κυβερνήσεις γιατί όταν ανοίγουν τόσο πολύ και πάνε τόσο βαθιά τις πολιτικές ζυμώσεις αναγκάζονται να μιλάνε και να υπερασπίζουν μπροστά στους σοσιαλφασίστες δημαγωγούς τις ταξικές τους οικονομικές πολιτικές. Οι μάζες θέλουν την πολιτική δημοκρατία αλλά όχι με αντάλλαγμα να παραιτούνται από την πάλη για το ψωμί τους. Όμως ποιος θα βάλει ζήτημα πολιτικής δημοκρατίας και ψωμιού του λαού; Η ΝΔ των ρωσόδουλων αρχηγών, των ανοιχτών συμμάχων του ψευτοΚΚΕ και πιο κρυφών του ΣΥΡΙΖΑ, που χρειάστηκαν τόσες φορές τη βία αυτών των δύο κομμάτων για να στερήσουν το ψωμί του λαού, όπως όταν αυτά έκλειναν στρατηγικές παραγωγικές μονάδες σαν αυτή του Χρυσού στη Χαλκιδική ή της Χαλυβουργίας του Ασπροπύργου, χωρίς να εκτεθούν οι ίδιοι στην παλιά αστική τάξη ή που έβλεπαν χωρίς καθόλου να ενοχλούνται τους τραμπούκους του ΠΑΜΕ να δέρνουν την ηγεσία της ΓΣΕΕ και να διαλύουν με σιδερολοστούς τα συνέδρια της, καθώς και τα συνέδρια των Ομοσπονδιών. Και με ποιο ηθικό ανάστημα θα τολμούσε η ΝΔ να καταγγέλλει σαν διαδηλώσεις φασιστικής βίας αυτές μιας αυτοαποκαλούμενης αριστεράς όταν η ίδια συμμετέχει σε εθνορατσιστικές διαδηλώσεις δίπλα σε ναζιστές για να αλλάζουν άλλες χώρες το όνομά τους.
Μόνο ένα πλατύ αντιφασιστικό δημοκρατικό μέτωπο με επικεφαλής την εργατική τάξη μπορεί να αναχαιτίσει τον εκφασισμό της χώρας από το διακομματικό καθεστώς του σαμποτάζ και της καταστροφής της παραγωγής που φέρνει την πείνα και την εξαθλίωση του λαού, γιατί μόνο έτσι μπορεί να πετύχει το στρατηγικό του στόχο, την υποδούλωση στο ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό.