Αυτή η επίδειξη δύναμης έγινε οπωσδήποτε απέναντι σε μια σκοτεινή, τραμπική φασιστική φυσιογνωμία όπως ο κομήτης Κασσελάκης, τον οποίο αποκαλέσαμε Φυρερίσκο επειδή ήταν ένας διορισμένος Φύρερ. Αυτή όμως τη φυσιογνωμία την είχαν εξυψώσει και αποθεώσει ως συνέχεια του «γενάρχη» Τσίπρα οι ίδιοι ακριβώς που σήμερα την καταριούνται: οι Τσίπρες, οι Παππάδες, οι Πολάκηδες, οι Φάμελλοι και οι Γεροβασίληδες, σχεδόν όλοι τους, όχι τυχαία, προερχόμενοι από το φασιστικό ψευτοΚΚΕ της εποχής Φλωράκη. Αυτοί χρησιμοποίησαν τον Κασσελάκη ως πολιορκητικό κριό για να κρατήσουν τον έλεγχο του κόμματος με ψηφοφόρους του δίευρου απέναντι στους «Κ»Κεσωτερικάκηδες και τους συνασπισμικούς της «Ομπρέλας» και των «6+6» του Τσακαλώτου και της Αχτσιόγλου. Τότε δε τους πείραζε καθόλου ο ναρκισσισμός, ο τραμπουκισμός και το σκοτεινό παρελθόν του λούμπεν αστού Κασσελάκη. Το σύνθημα με το οποίο όλοι τους τον οδήγησαν στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2023, ήταν ότι οι Αχτσιόγλου – Τσακαλώτος υπονόμευαν για χρόνια το «μεγάλο ηγέτη» Τσίπρα, οδηγώντας τον σε απανωτές ήττες από το Μητσοτάκη, γι’ αυτό και η νίκη Κασσελάκη θα ήταν στην πραγματικότητα μια νίκη του «φύρερ» Τσίπρα και της κομματικής βάσης απέναντι στην κομματική καμαρίλα. Ο Τσίπρας, με τη σιωπή του και με το μηχανισμό του, κάλυψε αυτό το αφήγημα και την επόμενη μέρα της εκλογής, δέχτηκε τον Κασσελάκη με χαμόγελα και επαίνους, παραδίδοντάς του τα ηνία.
Όλους αυτούς ο Κασσελάκης τους πείραξε μόνο όταν βγήκε από το πεντάγραμμο της στρατηγικής τους για μια πιθανή επιστροφή στην εξουσία μέσω μιας ενότητας με το ΠΑΣΟΚ, στα πλαίσια του παλιού ρώσικου μοντέλου της «Κεντροαριστεράς» (που το δούλεψε τη δεκαετία του 90 ο σοσιαλφασισμός στην Ιταλία με τον Πρόντι και στην Ελλάδα με τον Σημίτη). Ο Κασσελάκης δηλαδή πίστεψε ότι έγινε πραγματικά Τσίπρας στη θέση του Τσίπρα και διεκδίκησε μεγαλεία «υποψήφιου πρωθυπουργού», πέρα και έξω από τους σχεδιασμούς των πατρώνων του. Άρχισε επίσης να χτίζει μια αμιγώς δική του, φασιστική ή εν πάσει περιπτώσει πολιτικά καθυστερημένη και πάντως μη δημοκρατική βάση, με όχημα τον κάλπικο και ακροδεξιού τύπου “αντισυστημισμό” και “αντικομφορισμό” του. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος, για να γοητεύει τη Δύση, έκανε επιδείξεις μεγαλοαστικού πλούτου, ενώ έπαιζε και το χαρτί της προσωπικής του ζωής, τάχα ως εχέγγυο φιλελευθερισμού και προοδευτισμού. Πιθανότατα επίσης μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και την ενίσχυση των σκληρά ρώσοδουλων κλασσικών φαιών φασιστικών κομμάτων (Βελόπουλος, Νατσιός, Λατινοπούλου), η “φιλελεύθερη” κασσελακική μεταμφίεση του ΣΥΡΙΖΑ να μην ήταν πια και τόσο απαραίτητη.
Τα παραπάνω φυσικά έγιναν εφικτά μέσα από την επίσης ρωσόπνευστη και βαθιά αντιδημοκρατική - αντιπολιτική διαδικασία της “εκλογής αρχηγού από τη βάση”, δηλαδή από το μοντέλο που λάνσαρε ο Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ το 2004, οι Καραμανλής - Σαμαράς το 2009 στη Νέα Δημοκρατία και ο Τσίπρας στον ΣΥΡΙΖΑ το 2022. Πρόκειται για την εκλογή “φύρερ” από ψηφοφόρους χωρίς να έχουν αυτοί οποιαδήποτε συμμετοχή στην κομματική ζωή, με αντίτιμο 2 ή 3 ευρώ, πράγμα που καθιστά τον “ηγέτη” μονάρχη υπεράνω κάθε κομματικού οργάνου, αφού η μάζα που τον εξέλεξε είναι ένα εντελώς ρευστό μάγμα, που δεν μπορεί να συγκληθεί ξανά ώστε να ζητήσει και να λάβει λογοδοσία από τον εκλεκτό της.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, υπήρχε από το 2022 η δικλείδα της εκλογής και της Κεντρικής Επιτροπής με ανάλογη ψηφοφορία (που την είχαν ζητήσει κυρίως οι Τσακαλώτοι - και σωστά - ως αντίβαρο στο μονάρχη αρχηγό, τότε τον Τσίπρα). Έτσι βρέθηκε η φόρμουλα της καθαίρεσης Κασσελάκη από την Κεντρική Επιτροπή, που είχε κι αυτή εκλεγεί “από τη βάση”. Αυτή όμως η καθαίρεση τελικά οδήγησε και στο συνέδριο-παρωδία.
Η φασιστική φυσιογνωμία της συμμορίας Τσίπρα-Παππά-Πολάκη εδώ δεν είναι λοιπόν η καθαίρεση του νάρκισσου πρώην προστατευόμενού τους. Είναι ότι μετά από αυτήν, και δεδομένου ότι επέμειναν στη διαδικασία του 2ευρου, δηλαδή των “ανοιχτών” σε κάθε περαστικό εκλογών, δεν έδωσαν τη μάχη με τον Κασσελάκη πολιτικά, δημοκρατικά και τίμια, σε μια πάλη γραμμών και πολιτικών σχεδίων για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ ή της “Κεντροαριστεράς”.
Πρώτα δηλαδή αιχμαλώτισαν τον Κασσελάκη και τον ανάγκασαν να κάνει τον κατάδικο του ειδικού δικαστηρίου, πρώην δικτάτορα επί των τηλεοπτικών καναλιών Νίκο Παππά αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή (δηλ. τέταρτο τη τάξει πολιτειακό παράγοντα της χώρας) αντικαθιστώντας τον Φάμελλο, αμέσως μετά καθαίρεσαν τον Κασσελάκη από πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και, το σημαντικότερο, στη συνέχεια ποδοπάτησαν την αρκετά μεγάλη επιρροή που αυτός εξαιτίας τους είχε αναπτύξει σε μέρος της βάσης και των οργανώσεων του κόμματος, διαγράφοντας στην πράξη όσους συνέδρους είχε καταφέρει αυτός να εκλέξει - κι έτσι ματαιώνοντας κάποια νέα υποψηφιότητα Κασσελάκη για την προεδρία. Η καταγγελία της κασσελακικής Τζάκρη ότι της είπαν ορθά-κοφτά πως στο συνέδριο “θα πάμε με τους συνέδρους που θέλουμε εμείς και όχι με αυτούς που έβγαλε ο Κασσελάκης” έμεινε αναπάντητη από τη συμμορία και άρα μοιάζει αρκετά αληθινή.
Έτσι, η κασσελακική βάση, που μαζί με φυτευτούς ρωσόδουλους νεοκαραμανλικούς τύπου Αντώναρου και Σπηλιωτόπουλου, πιθανά να είχε μέσα της και κάποιους μπερδεμένους δημοκράτες, βρέθηκε έξω από ένα νυχτερινό κέντρο αποσβολωμένη, ενώ ο Πολάκης και η υπόλοιπη συμμορία έμπαζαν δικούς τους συνέδρους με συνθηματικά από τα υπόγεια και τα ασανσέρ, προκειμένου να ολοκληρώσουν τη φαρσοκωμωδία “συνεδρίου”. Δύο βδομάδες αργότερα, έκαναν και πάλι εκλογές του δίευρου, στις οποίες ο μεν εκλεκτός του Τσίπρα, πρώην κνίτης και οπαδός της γραμμής της “Κεντροαριστεράς” Φάμελλος εξελέγη πρόεδρος με 49%, ο δε τραμπούκος, επίσης πρώην στέλεχος του ψευτοΚΚΕ Πολάκης πήρε 43%, δήλωσε ουσιαστικά συνιδιοκτήτης του κόμματος και υποτάχτηκε, χωρίς να πάει καν σε δεύτερο γύρο, όπως είχε δικαίωμα. Το ίδιο βράδυ ο Παππάς και την επόμενη μέρα ο Τσίπρας, με συνάντηση με τον Φάμελλο, επικύρωσαν το μίνι πραξικόπημα ενάντια στο προηγούμενο εργαλείο τους, τον Κασσελάκη.
Όλα αυτά δε τα αναφέρουμε ως κάποια ένδειξη συμπαράστασης ή συμπάθειας για τον κομήτη Κασσελάκη. Αυτός είναι ένας φιλελεύθερα καμουφλαρισμένος πολακαίος που με μεγάλη ευχαρίστηση θα έκανε τα ίδια και χειρότερα, αν είχε τη δύναμη. Έχει όμως σημασία να καταγγέλλει κανείς, ακόμη και μέσα στις τάξεις του σοσιαλφασισμού, το ποδοπάτημα της βάσης του, που σε κάποιο βαθμό αποτελείται από ανθρώπους με δημοκρατικές, ακόμη και με προοδευτικές διαθέσεις και απλώς, σε μια εποχή που η πραγματική Αριστερά είναι νικημένη και οικτρά μειοψηφική, ακολουθούν χωρίς να το καταλαβαίνουν τους χειρότερους εχθρούς τους, δηλαδή ακροδεξιούς και φασίστες που είναι ντυμένοι “αριστεροί”.
Σε ένα πραγματικά δημοκρατικό ή/και προοδευτικό αστικό κόμμα, που τα ηγετικά του στελέχη θα είχαν κάνει το “λάθος” να εμπιστευτούν έναν φιλόδοξο και ύποπτο τύπο και θα τον είχαν προωθήσει για αρχηγό του, η απάντηση θα ήταν η κήρυξη ενός πολιτικού πολέμου εναντίον του με πολιτικά κείμενα αρχών και γραμμής, με μαζικές κομματικές συνελεύσεις, με πάλη και εξαντλητική συζήτηση στις κομματικές οργανώσεις, που θα κορυφώνονταν σε ένα δημοκρατικό και πολιτικό συνέδριο ξεκαθαρίσματος γραμμής και ηγεσίας. Και αν ο τύπος αυτός είχε καταφέρει να πείσει το κομματικό σώμα, οι ηττημένοι είτε θα έπρεπε να υποταχτούν στην πλειοψηφία, εάν οι διαφορές τους ήταν σε επιμέρους σημεία τακτικής, είτε - αν υπήρχαν ανυπέρβλητες διαφορές αρχών - να αποχωρήσουν και να φτιάξουν το δικό τους, νέο κόμμα.
Αλλά αυτά θα αφορούσαν μια πραγματική Αριστερά, όχι τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το 35 ετών πια εργαλείο του Κρεμλίνου, που έφτιαξαν οι Φλωράκης-Κύρκος για να εισοδίσουν μέσα στο κράτος και στην αστική τάξη για λογαριασμό του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού. Εκεί μοιραία θα κυριαρχεί πάντα η κνίτικη λοβιτούρα, της οποίας πρωτομάστορας είναι ο ολοένα και πιο “αποκαθαρμένος” και σιγά-σιγά προαλειφόμενος για “εθνικός σοφός” (τύπου Κώστα Καραμανλή του ανιψιού) Τσίπρας.