Μέχρι τώρα η Ευρώπη έχει κρατήσει αποστάσεις από την εκστρατεία της ελληνικής κυβέρνησης που έχει στην πράξη τη στήριξη όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων ώστε να γίνει το ζήτημα Μπελέρη μία ευρωπαϊκή υπόθεση για να διατηρείται το ρήγμα Αλβανίας-ΕΕ. Πριν ένα χρόνο το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, η παράταξη στην οποία ανήκει η ΝΔ στο ευρωκοινοβούλιο, είχε περάσει ψήφισμα για να του επιτραπεί να αναλάβει καθήκοντα σα δήμαρχος Χειμάρρας. Η αλβανική κυβέρνηση δεν δέχτηκε τότε να καταργήσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων της για να ικανοποιήσει τις ελληνικές απαιτήσεις που προβλήθηκαν τάχα στο όνομα της προστασίας των συμφερόντων της ελληνικής μειονότητας. Μετά την απόρριψη των εφέσεων του Μπελέρη, έχει ήδη προγραμματιστεί να προκηρυχθούν επαναληπτικές εκλογές στη Χειμάρρα. Σε αυτές η παράταξη Μπελέρη μπορεί να συμμετέχει με άλλο υποψήφιο. Ο ίδιος αναμένεται να αποφυλακιστεί το Σεπτέμβριο ή και νωρίτερα. Κι όμως ο Μητσοτάκης έκρινε σωστό να τον κατεβάσει υποψήφιο ευρωβουλευτή για να μπορέσει να απαιτήσει από το ευρωκοινοβούλιο να πιέσει την Αλβανία να αποφυλακίσει τον Μπελέρη ως ευρωβουλευτή εδώ και τώρα, αντί για τον Σεπτέμβριο!!! Ο στόχος του ήταν να οξύνει τις σχέσεις ΕΕ και κυβέρνησης Ράμα και η ΕΕ να εμποδίζει την ένταξη της Αλβανίας πράγμα που δυναμώνει τις αντιευρωπαϊκές τάσεις μέσα της και ιδιαίτερα αυτές που θέλουν τη μεγάλη Αλβανία και εκφράζονται από τον Κούρτι.
Αυτή τη φορά όμως φαίνεται ότι το ΕΛΚ δεν έδειξε καμία κατανόηση στον Μητσοτάκη. Σχετικά υπάρχει ένα δημοσίευμα της “Εστίας” που δεν διαψεύστηκε από τη ΝΔ, αλλά αντίθετα επιβεβαιώνεται από τα πράγματα ότι το ΕΛΚ όχι μόνο δεν έβαλε θέμα να αποφυλακιστεί ο Μπελέρης μετά την εκλογή του, αλλά δεν θέλησε καν να τον συμπεριλάβει με εξ αποστάσεως ψήφο στη διαδικασία της ψηφοφορίας για την εκλογή αντιπροέδρων, λέγοντας ότι αυτό είναι εσωτερικό ζήτημα της Αλβανίας, υιοθετώντας δηλαδή τη θέση του αλβανικού κράτους. Ο λόγος αυτής της μεταστροφής του ΕΛΚ δεν μπορεί να είναι άλλος από το ότι ο Μητσοτάκης εμφανίστηκε στο ζήτημα αυτό σαν ένας εκβιαστής της γειτονικής χώρας και παράγοντας διάσπασης της Ευρώπης με την επιμονή του να κλιμακώνει την ένταση για αυτό το θέμα σε μία κρίσιμη στιγμή για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας κι ενώ σφίγγει ο ρώσικος κλοιός στα Βαλκάνια.
Με τον ίδιο προβοκατόρικο και διασπαστικό τρόπο έχει λειτουργήσει η εξωτερική πολιτική Μητσοτάκη σε ότι αφορά τις σχέσεις με τη Δημ. της Β. Μακεδονίας. Είχαμε καταγγείλει ήδη από το 1992 τη διακομματική αντιμακεδονική εκστρατεία για την αλλαγή του ονόματος της γειτονικής χώρας που έγινε δήθεν στο όνομα των “εθνικών συμφερόντων” της Ελλάδας σαν μία εκστρατεία που ήθελε να φέρει τη Δημ της Μακεδονίας σε σύγκρουση με την Ευρώπη ώστε να τη στείλει στην αγκαλιά της Ρωσίας, όπως και τελικά την έστειλε. Το τελευταίο σπρώξιμο το έδωσε η συμφωνία των Πρεσπών (επί ΣΥΡΙΖΑ) με την οποία το ελληνικό κράτος ώθησε την ΕΕ και το ΝΑΤΟ να υποχρεώσουν τη μικρή και αδύναμη γειτονική χώρα να αλλάξει το όνομα της σε Βόρεια Μακεδονία, αφού τάχα το όνομα ήταν μία θανάσιμη απειλή για την Ελλάδα. Σε όλο αυτό το διάστημα, από το 1992 ως σήμερα, ο ταπεινωμένος μακεδονικός λαός καθοδηγημένος από τις πιο σοβινιστικές αλλά και πιο ρωσόφιλες πολιτικές δυνάμεις πήγε ψυχικά και πολιτικά με τη Ρωσία που επίτηδες αναγνώρισε αμέσως το συνταγματικό όνομα αυτής της χώρας χωρίς ποτέ οι έλληνες σοβινιστές, κι εδώ φάνηκε πόσο ελεεινοί φασίστες ρωσόδουλοι είναι, να διαμαρτυρηθούν γι αυτό στη Μόσχα. Μάλιστα ακόμα και από τότε που η Δημ. της Μακεδονίας υπέγραψε τη συνθήκη των Πρεσπών έκανε δηλαδή την ταπεινωτική υποχώρηση να υπογράψει την αλλαγή του συνταγματικού της ονόματος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε να εφαρμόσει τις δικές της υποχρεώσεις, αρνήθηκε δηλαδή να εφαρμόσει οποιαδήποτε από τις συμφωνίες που αφορούσαν τη διμερή συνεργασία και το σχηματισμό διμερών επιτροπών. Κι ενώ δεν εφάρμοσε τη συνθήκη ούτε σε ένα της σημείο ταυτόχρονα απαιτούσε από τη γειτονική χώρα να την εφαρμόσει κατά γράμμα ιδιαίτερα σε όλες τις απαγορεύσεις για τη χρήση του σκέτου ονόματος Δημ. της Μακεδονίας, και την αντικατάσταση του σε Δημ της Β. Μακεδονίας. Έτσι σε συνδυασμό με παράλληλες άδικες και ταπεινωτικές πιέσεις που ασκούσε και ασκεί η Βουλγαρία στη γειτονική χώρα πάλι μέσω των δίχως συνεπή δημοκρατικό χαρακτήρα ευρωπαίων μονοπωλιστών που κυβερνάνε την ΕΕ, δυνάμωσαν στο έπακρο και ήρθαν στην εξουσίαμε μεγάλη πλειοψηφία οι ρωσόφιλοι του σημερινού VMRO. Αυτοί δηλώνουν φίλοι του ΝΑΤΟ και θέλουν να μπουν στην ΕΕ για να παίρνουν από αυτό τον εισοδισμό ότι τους συμφέρει, όπως κάνει η Ελλάδα και η Ουγγαρία του Ορμπάν και όπως θέλει να κάνει η Σερβία.
Τέλος έχουμε πάντα καταγγείλει την τεχνητή όξυνση των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων μέσα από την εξωτερική πολιτική των Μητσοτάκη-Δένδια καθώς και προηγούμενων ρωσόφιλων ελληνικών κυβερνήσεων που είχαν σαν στόχο να οξύνουν τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη ώστε να οδηγήσουν την πρώτη σε μεγάλο βαθμό στην αγκαλιά του Κρεμλίνου. Έτσι εξηγούμε πως γίνεται με έναν Ερντογάν που κάνει τη μία διακήρυξη μετά την άλλη ενάντια στην Ευρώπη και στη δημοκρατική πλευρά των ΗΠΑ, και όλο και πολύ πλησιάζει το Κρεμλίνο, η κυβέρνηση ξαφνικά να αποκαθιστά τις καλύτερες δυνατές σχέσεις, χωρίς να έχει λυθεί ούτε μία από τις ελληνοτουρκικές διαφορές που επί Δένδια αποτελούσαν αιτία πολέμου. Πάντως ένας βασικός στόχος αυτής της ξαφνικής ελληνο-τουρκικής ειρήνης ήταν να δώσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη την ψευδαίσθηση ότι έχει εξασφαλίσει μια ησυχία με την Τουρκία σε επίπεδο ΕΕ και ΝΑΤΟ ώστε να μπορούν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ (παρόλο που ο δεύτερος ήταν ως πρόσφατα ένας κύρια ιμπεριαλιστικός επιθετικός οργανισμός) να αμυνθούν στη ρωσική νεοχιτλερική επέλαση στην Ευρώπη. Σε ανταπόδοση γι αυτήν την πολύτιμη υπηρεσία που αυτή η τάχα δυτικόφιλη κυβέρνηση προσφέρει στην ευρωπαϊκή άμυνα, ζητάει από την Ευρώπη να κάνει τρία πράγματα από τα οποία το βασικό είναι το πρώτο: α) να κρατήσει την Αλβανία και ειδικά την κυβέρνηση Ράμα έξω από την Ευρώπη ώστε να δυναμώσει η αντιευρωπαϊκή πολιτική Κούρτι β) να κρατήσει σταθερά απ έξω από την ΕΕ τη Δημ. της Βόρειας Μακεδονίας με το επιχείρημα ότι δεν εφαρμόζει τη συμφωνία των Πρεσπών, γ) να βάλει μέσα στην Ευρώπη το ρώσικο φίδι που λέγεται Σερβία μέσα από την όξυνση των σχέσεων Κόσοβου-Σερβίας που προωθεί ο Κούρτι. Και στα 3 αυτά μεγάλο συνεργάτη έχει η ελληνική διπλωματία τον πανευρωπαϊκού βεληνεκούς ρωσόδουλο προβοκάτορα και όψιμο «δυτικόφιλο» Τσίπρα.
Όλη αυτή την ελληνική εξωτερική πολιτική την έχουμε ονομάσει «σκούπα-φαράσι», όπου η Ελλάδα λειτουργεί σαν μία σκούπα που προβοκατόρικα (με μοχλό την ΕΕ και το ΝΑΤΟ στα οποία ανήκει) σπρώχνει τις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία, στο φαράσι του Κρεμλίνου.
Η ένταση της προεκλογικής περιόδου δεν μας επέτρεψε να έχουμε μία φρέσκια αρθρογραφία για αυτές τις κρίσιμες εξελίξεις στα Βαλκάνια. Αλλά τις βάλαμε στο κέντρο της προεκλογικής μας πάλης με την καταγγελία της κυβέρνησης Μητσοτάκη σαν εμπρηστή των Βαλκανίων στα δυο 45λεπτα που είχαμε στη διάθεσή μας σύμφωνα με τις αποφάσεις της διακομματικής αλλά και στο μοναδικό 10λεπτο μας στην τηλεόραση.
Δημοσιεύουμε εδώ τα σχετικά αποσπάσματα από τη 45λεπτη συνέντευξη του γραμματέα της ΚΕ σ. Ηλία Ζαφειρόπουλου στη συνέντευξη του στην ΕΡΤ που προβλήθηκε στις 31/5 2024. Αυτή η συνέντευξη ήταν βαρυσήμαντη ως προς το πόσο καθαρά κατήγγειλε μέσα από το κρατικό κανάλι τον Μητσοτάκη και την ουσιαστικά διακομματική κρατική, και επεκτατική στη νοοτροπία της «εθνική πολιτική» . Σε αυτό το απόσπασμα βρίσκεται συμπυκνωμένος ο διεθνιστικός χαρακτήρας της ΟΑΚΚΕ που τελικά την έχει κάνει ικανή να αποκαλύψει στον ελληνικό λαό και στους λαούς της Ευρώπης τον τρόπο με τον οποίο η Ρωσία χρησιμοποιεί την Ελλάδα για να ανατινάξει τα Βαλκάνια,να τα αλώσει και να τα χρησιμοποιήσει στον πόλεμό της ενάντια στην Ευρώπη και βέβαια τελικά να σύρει και την ίδια την Ελλάδα σε αυτόν τον τερατώδη νεοχιτλερικό πόλεμο.
Εδώ τα αποσπάσματα του βίντεο
https://youtu.be/fW_0vzm6qno?si=5Xu3l3FbgvgEf0Nv