Σημειώνουμε πως πέρυσι το Κρεμλίνο ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ξοδέψει ένα επιπλέον ποσό της τάξης των 23 τρις ρουβλίων (755 δις δολάρια) για την αναβάθμιση των ρωσικών οπλικών συστημάτων. Αυτό είναι κάτι το ασυνήθιστο για τα σημερινά παγκόσμια δημοσιονομικά δεδομένα. Όταν όλες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να κερδίσουν από την περικοπή των αμυντικών δαπανών, η Ρωσία κάνει ακριβώς το αντίθετο! Αυτό επισημαίνει και ο πρώην υπουργός οικονομικών Αλεξέι Κουντρίν, που εξηγεί ότι πέρυσι η αύξηση αυτή ανήλθε στα 2,5 τρις ρούβλια (82 δις δολάρια), δηλαδή ήταν στο ίδιο ύψος με το σύνολο του εκπαιδευτικού προϋπολογισμού (στο ίδιο). Ανώτεροι ρώσοι αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι οι προαναγγελθείσες αυξήσεις είναι πολύ ακριβές για τις ίδιες τις δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού και ίσως χρειαστεί να διοχετευτούν εκεί κονδύλια από άλλους τομείς, π.χ. από τις επενδύσεις για υποδομές ή από την εκπαίδευση. Αλλά αυτό ακριβώς έκανε και ο Χίτλερ. Αυτός ήρθε αρχικά στην εξουσία και σύντομα κέρδισε το γερμανικό λαό διαθέτοντας κρατικά κεφάλαια για να δώσει δουλειά στους ανέργους 1934-1936. Αμέσως μετά και αφού έδεσε τη δικτατορία του, ξόδεψε πολλαπλάσια για τις πολεμικές προετοιμασίες φτωχαίνοντας αρκετά το λαό και τελικά τον έστειλε στο μεγάλο σφαγείο.
Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας είναι στη φύση του ιμπεριαλισμού, που έρχεται τελευταίος στο μοίρασμα της παγκόσμιας πίτας και είναι υποχρεωμένος προκειμένου να αποκτήσει την παγκόσμια ηγεμονία να διεκδικήσει τη λεία του με πόλεμο. Όλα όσα κάνουν οι ιθύνοντες του Κρεμλίνου εξυπηρετούν τον πόλεμο που ετοιμάζουν σε συμμαχία με τους κινέζους σοσιαλναζί για την κατάχτηση του πλανήτη. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου ανεξήγητη η εξοπλιστική μανία της Ρωσίας μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Ένας επιπλέον παράγοντας αύξησης των «αμυντικών» δαπανών είναι και οι υπερτιμολογήσεις που επιβάλει το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα- που το ελέγχουν οι καγκεμπίτες κρατικομονοπωλιστές του Πούτιν - και το οποίο κρύβεται πίσω από την καρατόμηση του προηγούμενου υπουργού άμυνας Ανατόλι Σερντιουκόφ, αν και η επίσημη εξήγηση ήταν «υπόνοιες διαφθοράς»…