Αντί τα συνδικαλιστικά όργανα των ελλήνων δικηγόρων να συγκλονιστούν και να βάλουν αυτή τη δίκη στο μικροσκόπιο και να φτιάξουν ένα εγχειρίδιο κακής δικηγορικής πρακτικής από αυτή τη δίκη για να ανακτήσουν κάτι από την εδώ και καιρό χαμένη αξιοπιστία του επαγγέλματος τους στο λαό, αντί να διδαχθούν και να προβληματιστούν από τα συναισθήματα που προκάλεσε σε όλο το λαό αυτή η αγόρευση, και να πάνε να ξανακοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, εξοργίστηκαν και πήγαν να σταματήσουν και να καταργήσουν τη δίκη σαν κοινοί τραμπούκοι, έβγαλαν αστραπιαία ανακοινώσεις στο πιο επίσημο επίπεδο, και ζήτησαν να κάτσει η εισαγγελέας στο σκαμνί, στηρίζοντας την πιο διεφθαρμένη, την πιο εγκληματική και κτηνώδη πλευρά της δικηγορίας, και αποδεικνύοντας ότι αυτή η πλευρά κατέχει την ηγεσία του δικηγορικού επαγγέλματος
Η απολύτως ορθή δήλωση της εισαγγελέως που τους εξόργισε, κυρίως επειδή έγινε μπροστά σε όλο τον ελληνικό λαό είναι η εξής: «Από τη στιγμή που οι συνήγοροι μπαίνουν στην υπόθεση αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για τη συσκότιση της αλήθειας. Έχω ακούσει από συνηγόρους κατηγορουμένων να λένε ότι είμαστε συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης. Συλλειτουργός στη Δικαιοσύνη είναι αυτός που αποσκοπεί σε αυτό που αποσκοπεί όλη η Δικαιοσύνη. Στην ανεύρεση της αλήθειας».
Οι βρώμικες δικηγορικές πρακτικές υπάρχουν στον ένα ή στον άλλο βαθμό στα δικαστήρια παντού στον πλανήτη επειδή είναι στη φύση της αστικής κοινωνίας να εξαπατά και να αδικεί. Αλλά σχεδόν παντού, εκτός από τις πιο διεφθαρμένες δικτατορίες, η επίσημη αστική κοινωνία καταδικάζει αυτήν την πρακτική με όλα της τα όργανα και έτσι διατηρεί στοιχειωδώς το κύρος και τη συνοχή της. Το ασύλληπτο και πρωτοφανές, το ίσως παγκόσμια σκανδαλώδες, αυτό που πρέπει να χτυπήσει δυνατά το καμπανάκι του κινδύνου σε κάθε δημοκράτη είναι το ότι αυτή η εγκληματική πρακτική γίνεται αντικείμενο θερμής και μαχητικής υπεράσπισης από τα θεσμικά συνδικαλιστικά όργανα των δικηγόρων. Και όχι μόνο. Αντί αυτά τα συνδικαλιστικά όργανα να καταγγέλλονται από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα επειδή η δίκη αυτή συγκλόνισε όλη την Ελλάδα, αυτά σιωπούν ή λένε ότι η εισαγγελέας έδειξε τα αισθήματα της ή, όπως είπε η κυβέρνηση ότι δημαγώγησε λαϊκίστικα. Μα η εισαγγελέας έδειξε τα αισθήματά της γιατί προφανώς χρειαζόταν ένας ασυγκράτητος χείμαρρος από δαύτα για να βρει το θάρρος να κάνει μια τέτοια αποκάλυψη, μια τέτοια αποκοτιά που θα μπορούσε να θάψει τη σταδιοδρομία της, μια αποκοτιά που βρήκε την έμπνευση της ακριβώς στο μεγαλείο της ηρωικής Τοπαλούδη που έβαλε πάνω από την ίδια τη ζωή της την αξιοπρέπειά της. Πως φαντάζονται τα διάφορα ανθρωπάκια ότι κάποιος άνθρωπος θα έκανε κάτι τόσο ασυνήθιστο για να ξυπνήσει μια αποχαυνωμένη χώρα και να διδάξει μέσα σε λίγα λόγια τόσες βαθιές αρχές.
Η πάνδημη, εγκληματική συνδικαλιστική αντίδραση και η διακομματική κάλυψη της δείχνουν ότι έρχεται μεγάλος φασισμός στη χώρα. Ενας τέτοιος φασισμός χρειάζεται τη δικαιοσύνη χειραγωγημένη και καθοδηγούμενη, από πάνω ως κάτω, μία δικαιοσύνη που στην υπηρεσία του ψέμματος θα καταδικάζει κάθε τίμιο δημοκράτη, και θα αθωώνει κάθε απατεώνα φασίστα για τη διατήρηση της εξουσίας του καθεστώτος.
Η θερμή υπεράσπιση που είχε η εισαγγελέας από την κοινή γνώμη, που ξέρει από την πείρα της, ότι κάτι πολύ βρώμικο συμβαίνει μέσα στο δικηγορικό επάγγελμα, ιδίως στην ποινική δικηγορία, εξασφάλισε ότι η εισαγγελέας θα μείνει στη θέση της, τουλάχιστον σε αυτή τη δίκη, αν και αυτή υποχρεώθηκε κάτω από τις αφόρητες πιέσεις να υποβάλει την παραίτηση της που δεν έγινε δεκτή από την προϊστάμενη αρχή. Εννοείται ότι με τέτοια δημοσιότητα της δίκης και με αυτήν ειδικά την αγόρευση η απόφαση ήταν ομόφωνη και έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι στους συνηγόρους των δραστών. Ένοχοι και οι δύο κατηγορούμενοι, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, που σημαίνει ισόβια (που είναι στην πράξη μόνο δεκαπέντε χρόνια) και αλλά δεκαπέντε ακόμα. Τόσες μπορεί να είναι το πολύ οι ποινές σε μια χώρα που η Βουλή της διακομματικά τις έχει κάνει τόσο χαμηλές ώστε να προστατεύει εγκληματίες. Όμως ο στόχος των επαίσχυντων συνδικαλιστικών οργάνων των δικηγόρων δεν ήταν η ελάφρυνση της θέσης των δραστών, όσο η πειθαρχική δίωξη της εισαγγελέως και γενικά η επιβάρυνση της εξέλιξής της, που στο μέλλον θα φανεί αν τον πέτυχαν γιατί κανένας θεσμικός παράγοντας δεν βγήκε να υπερασπίσει την ουσία της τοποθέτησής της, εκτός από την ένωση εισαγγελέων που τοποθετήθηκε με μία γενικόλογη ανακοίνωση χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στη δικηγορική παρέμβαση.
Το δικαίωμα του κατηγορούμενου στην υπεράσπιση δεν μπορεί να σημαίνει συγκάλυψη του εγκλήματος
Το δικηγορικό έγκλημα αναζητεί πάντα τη στήριξη του στο γεγονός ότι αποτελεί βασικό δημοκρατικό δικαίωμα του κατηγορούμενου σε μία ποινική δίκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αφού σε αυτή την περίπτωση τον πρώτο λόγο της καταστολής τον έχει το κράτος με την αστυνομία του. Αυτό το δικαίωμα όμως, δεν μπορεί να μετατραπεί σε δικαίωμα για τους δικηγόρους να εξαφανίζουν ουσιαστικά τις αποδείξεις της ενοχής των κατηγορουμένων εγκληματιών διδάσκοντας τους ενσυνείδητα και ωμά ποια ακριβώς είναι τα ψέμματα του πρέπει να λένε στο δικαστήριο για να αθωώνονται. Γιατί αυτό ισοδυναμεί με συνέργεια στο έγκλημα και σε πρίπτωση αθώωσης με δολοφονία του θύματος για δεύτερη φορά.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο μάλιστα, ότι η αντίσταση σε αυτό τον κανόνα της συγκάλυψης ήρθε σε μία δίκη που έκρινε ένα ακραία ειδεχθές έγκλημα βίας όπως ο βασανιστικός βιασμός και η γυναικοκτονία, που έχει γίνει συνηθισμένο φαινόμενο στη χώρα. Μία φοιτήτρια, έκανε το λάθος να βγει ραντεβού με ένα τύπο που μαζί με το φίλο του είχαν σύστημα να παραπλανούν γυναίκες με στόχο να τις βιάσουν. Αυτό έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση όπου η αντίσταση του θύματος ήταν τόσο σταθερή, τόσο λυσσασμένη που τους ανάγκασε να εφαρμόσουν επίσης ακραία αιματηρή βία, μέχρι που έσυραν την Ελένη ζωντανή σε ένα βράχο και κάμπτοντας κι εκεί τις αντιστάσεις της κατάφεραν να την πετάξουν στη θάλασσα και τελικά να τη σκοτώσουν γιατί ήξεραν ότι αν έμενε ζωντανή θα τους οδηγούσε στο δικαστήριο. Τα τέρατα αυτά βρήκαν συμμάχους στην τοπική κοινωνία που επιχείρησαν να τους ξεπλύνουν. Λοιδώρησαν το θύμα με τον πιο κυνικό τρόπο, και θέλησαν να πουν ότι όλα έγιναν με τη θέληση της και ότι όσα ακολούθησαν ήταν επειδή η κατάσταση ξέφυγε σε μια κακιά στιγμή, ενώ έριχναν ο ένας στον άλλο τις ευθύνες για το φόνο. Το θύμα είχε υπερασπιστή τους γονείς της και την εισαγγελέα που γνώριζε καλά το βάρος που έπεφτε στους ώμους της και γι’ αυτό έγινε η φωνή της, και κατάγγειλε τους δράστες και τους συνεργούς τους δικηγόρους τόσο ωμά. Η ίδια είπε στην αγόρευση της το εξαιρετικό ότι θέλει «ας αποδοθεί δικαιοσύνη κι ας καταστραφεί ο κόσμος όλος». Υποκριτικά βγήκαν μετά οι δήθεν φίλοι των γυναικών, οι περισσότεροι πια κάτω από την ομπρέλα του διπρόσωπου ΣΥΡΙΖΑ, να την κατηγορήσουν για σεξισμό γιατί είπε για την Τοπαλούδη ότι ήταν «αφίλητη παρθένα». Μα ήταν ακριβώς το αντίθετο η αγόρευσή της, αφού υπερασπίστηκε όλες τις γυναίκες που αντιστέκονται στη βία, όχι μόνο τις «αφίλητες παρθένες» που έχουν επίσης κάθε δικαίωμα να μένουν αφίλητες για όσο το θελήσουν. Γι’ αυτό σαν αληθινός υπερασπιστής του θύματος κατάγγειλε και τους συνηγόρους που ενέργησαν σαν συνεργοί των δραστών.
Οι αρχές της ηθικής δικηγορίας είναι γραμμένες σε κώδικες δεοντολογίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, και κεντρικό σε όλους αυτούς είναι το καθήκον της αλήθειας. Το καθήκον της υπεράσπισης και το καθήκον της εχεμύθειας δεν σημαίνει ότι όταν γνωρίζεις το ψέμμα και το έγκλημα, μετατρέπεις το υπερασπιστικό σου καθήκον σε παθιασμένη υποστήριξη του ψέμματος για να συγκαλυφθεί το έγκλημα και να αθωωθεί ο δράστης του, και βεβαια έναντι αδρής αμοιβής. Δεν σημαίνει να γίνεται ο δικηγόρος συνεργός του ναρκέμπορου, του βιαστή, του παιδεραστή, του δολοφόνου, δηλαδή αρχιεγκληματίας ως καθοδηγητής εγκληματιών.
Ευτυχώς οι σύλλογοι των δικηγόρων δεν τόλμησαν να βάλουν θέμα αποχής σε ένδειξη διαμαρτυρίας γιατί είναι αρκετές οι φωνές των δικηγόρων που αμφισβήτησαν και την πρωτοβουλία τους και τη μαχητική τους υποστήριξη στο πιο διεφθαρμένο κομμάτι της δικηγορίας.
Όμως, η αντίδρασή τους και η πολιτική στήριξη που βρήκε είναι ενδεικτική για το ότι σε κράτη που βρίσκονται σε διαδικασία εκφασισμού όπως η Ελλάδα, είναι βασικό να επικρατήσουν τέτοιες πρακτικές και να γίνουν κανόνας. Είναι η χώρα που έδωσε για πολλά χρόνια ποινική ασυλία στους ναζιστές της «Χρυσής Αυγής», και όταν τελικά τους πήγε σε δίκη επειδή είχε διαμαρτυρηθεί αποφασιστικά το Συμβούλιο της Ευρώπης, επικράτησε χωρίς καμία διαμαρτυρία κλίμα τρομοκρατίας κατά των μαρτύρων κατηγορίας, από τους ίδιους τους κατηγορούμενους και από τους δικηγόρους τους με την κάλυψη της έδρας, ένα κλίμα λυσσαλέας επίθεσης στο θύμα της πιο ξετσίπωτης δολοφονίας τους, στον αντιφασίστα Π. Φύσσα, και τελικά η εισαγγελέας στην αγόρευση της υιοθέτησε ξεδιάντροπα την υπερασπιστική τους γραμμή χωρίς κανείς να την καταγγείλει, όπως δεν είχαν καταγγείλει προηγούμενα τον υπερασπιστή του ναζί Πλεύρη, εισαγγελέα Λαζαράκο.
Κι όμως σ΄ αυτή την περίπτωση οι δικηγορικοί σύλλογοι είχαν πίσω τους όλες τις κομματικές ηγεσίες που τους στήριξαν σε αυτή τους την κίνηση, αν και όχι τόσο ανοιχτά, γιατί φοβήθηκαν ότι θα τους έφτυνε όλος ο κόσμος. Αλλά τη βρωμοδουλειά ανέλαβε να την κάνει η ίδια η κυβέρνηση, και να αναλάβει και το πολιτικό κόστος. Την ίδια εκείνη στιγμή που ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας είχε βγάλει μια κατάπτυστη ανακοίνωση αμέσως μετά την αγόρευση με την οποία ζητούσε την πειθαρχική δίωξη για την εισαγγελέα, τόλμησε να βγει ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, ο Σκέρτσος, δηλαδή ένας ανώτερος κυβερνητικός παράγοντας, να ρίξει μια πετριά στην εισαγγελέα για να τους ενισχύσει, έστω κι έμμεσα, κατηγορώντας την ότι δεν έδειξε αμεροληψία και έδειξε πολύ συναισθηματισμό υπέρ του θύματος! Το ότι ο Μητσοτάκης, όπως το συνηθίζει κάθε φορά που θέλει να βάλει κάποιο κυβερνητικό στέλεχος στον πάγο, δεν διαχωρίστηκε από αυτή τη δήλωση, το ότι ο υπουργός δικαιοσύνης δεν την αποδοκίμασε, μιλάει από μόνο του για την ενιαία κυβερνητική στήριξη στο Σκέρτσο.
Έβγαλε μία ανακοίνωση ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να κάνει πολύ θόρυβο για να ζητήσει την αποπομπή του Σκέρτσου για αθέμιτη παρέμβαση στη δικαιοσύνη, ίσα για να δείξει ότι κι αυτός αγαπάει το ηρωικό θύμα, την Ελένη, ίσα για να μην νιώσει η βάση του πόσο πρόθυμος είναι να πουλήσει την Ελένη, και κάθε γυναίκα-θύμα, η ηγεσία ενός κόμματος που στηρίζει το πουτινικό φασιστικό καθεστώς που νομιμοποίησε την ενδοοικογενειακή βία, δηλαδή τη βία κατά των γυναικών και των παιδιών. Πιο απαλό απέναντι στον Σκέρτσο ήταν το ψευτοΚΚΕ που δεν ζήτησε την αποπομπή του, ωστόσο και αυτό στην ανακοίνωση του καταδικάζει μόνο την κυβερνητική παρέμβαση, και δεν παίρνει καμία θέση για την παρέμβαση των δικηγόρων.
Και τα δύο ψευτοαριστερά κόμματα κρύβουν το βασικό, ότι η κυβερνητική παρέμβαση είχε αποκλειστικό στόχο τη στήριξη της διαμαρτυρίας των δικηγόρων, γιατί δεν του ήρθε ξαφνικά του Μητσοτάκη μέσω Σκέρτσου, να πάει να χάσει τη δημοφιλία του για να ψέξει μία εισαγγελέα ποινικής δίκης, που δεν ήταν μάλιστα δίκη στην οποία υπήρχε κάποια πολιτική αντιπαράθεση.
Άλλωστε, με τον κυβερνητικό αέρα στα πανιά τους, την αρχική αντίδραση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, την υιοθέτησε άμεσα η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων σε πανελλαδικό επίπεδο.
Η πολιτική στήριξη της ψευτοαριστεράς στους διεφθαρμένους εγκληματίες δικηγόρους
Αν κάποιος βέβαια μπει μπροστάρης για να δικαιωθούν οι δικηγορικοί σύλλογοι στην εκστρατεία τους ενάντια στην εισαγγελέα, για να μην τολμήσει κανένας άλλος δικαστής, κανένας άλλος εισαγγελέας να βάλει το ζήτημα, για να μη θιγεί η διαφθορά της δικηγορικής συντεχνίας, αυτός θα είναι ο Τσίπρας, και από πίσω του ο Κουτσούμπας.
Είναι χαρακτηριστική η δημοσίευση στην «Αυγή» της τοποθέτησης του Α’ αντιπροέδρου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Βασίλης Παπαστεργίου, που προφανώς την εγκρίνει και εξηγεί το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε ακάλυπτη την Τοπαλούδη παίρνοντας θέση υπέρ των δικηγόρων συνδικαλιστών: «Το αν είναι κανείς «συλλειτουργός της Δικαιοσύνης» το ορίζει ο νόμος, ο Κώδικας. Μπορεί να μην συμφωνεί κανείς με τον τρόπο που επέλεξαν -και είναι αυτεπαγγέλτως ορισμένοι, δεν τους επέλεξαν οι οικογένειες αλλά το δικονομικό μας σύστημα- αλλά δεν είναι θέμα της κας εισαγγελέα το αν είναι «συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης… Τι λέει μία απόφαση ότι «δικηγόροι συσκοτίζουν τα πράγματα» και «δεν είναι συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης» για άλλες υποθέσεις, όπως π.χ. της Ηριάννας και του Περικλή που υπήρχε «βεβαιότητα» της ΕΛΑΣ για την ενοχή και επήλθε η φυλάκιση, όπου ήταν κομβικός ο ρόλος των συνηγόρων στην αθώωση; …Δεν μπορεί να αμφισβητείται συλλήβδην ο ρόλος τους» (http://www.avgi.gr/article/10813/11072998/b-papastergiou-pou-etan-dikaie-pou-adike-e-kritike-pros-ten-eisangelea-echetiko-).
Η εισαγγελέας δεν αμφισβήτησε συλλήβδην το ρόλο των συνηγόρων υπεράσπισης. Όμως τον αμφισβήτησε κατ αρχήν στη συγκεκριμένη δίκη και έμμεσα αλλά σαφώς αποκάλυψε ότι αυτό συμβαίνει συχνά και σε άλλες ποινικές δίκες και αυτό είναι το υπέροχο που έκανε. Για να την εξοντώσει ο ελεεινός ΣΥΡΙΖΑ την κατηγορεί ότι αυτό το εννοούσε για όλες τις δίκες. Με αυτήν την τοποθέτηση που τη δημοσιεύει χωρίς να την κριτικάρει ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει την κτηνώδη αντίδραση των δικηγορικών συλλόγων. Το ζήτημα που έβαλε η εισαγγελέας δεν είναι αν οι συνήγοροι υπεράσπισης αξιολογούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η βεβαιότητα της αστυνομίας, αυτός είναι ο ρόλος τους. Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν είναι να βάζουν τους κατηγορούμενους να αλλάζουν κάθε τόσο τις καταθέσεις τους, και να παρουσιάζουν σενάρια στα οποία κρύβεται κατάλληλα, αλλοιώνεται ή παραποιείται κάθε στοιχείο ενοχής τους, αντί να τοποθετούν αντικειμενικά τα στοιχεία που έχουν προκύψει αναζητώντας την αλήθεια της υπόθεσης. Είναι αντιπροσωπευτικό το παρακάτω απόσπασμα από την τοποθέτηση της Δόγκα στη δίκη: «Ακόμη, η εισαγγελική λειτουργός έθεσε σειρά ερωτήσεων στον 21χρονο για τι έγινε εκείνο το βράδυ μέσα στο εξοχικό του Ροδίτη στη Λίνδο. «Έχεις δώσει πολλές απολογίες η πρώτη στους Λιμενικούς είναι συμβατή με την αλήθεια, μετά από τη στιγμή που μπαίνουν οι δικηγόροι λες ασυναρτησίες και μάλιστα ανατρεπόμενες», είπε η εισαγγελέας στον κατηγορούμενο όταν διαπίστωσε τις απαντήσεις που της έδινε».
Ο εκφασισμός της δικαιοσύνης είναι πολύ σημαντική υπόθεση για την επιβολή της κοινοβουλευτικής δικτατορίας για λογαριασμό των συμφερόντων των νέων ρωσοκινέζικων αφεντικών και των συμμάχων του της Κίνας και φασιστική δικαιοσύνη χωρίς διεφθαρμένο στην ηγεσία του δικηγορικό σώμα είναι πολύ δύσκολο να γίνει.
Είναι όμως κι άλλο τόσο δύσκολο να περάσει, όπως φάνηκε στην περίπτωση της δίκης της Ελένης. Ολο και θα εμφανίζονται σπουδαίοι δημοκρατικοί και ευαίσθητοι άνθρωποι από το πουθένα για να καταγγέλουν με την πράξη ή τα λόγια τους τη νέα κατάσταση. Η Τοπαλούδη με το αίμα της ήταν μια, η Δόγκα με την ψυχή της μια άλλη.