Οι αντιδράσεις μέσα στην ΕΕ για την επιχειρούμενη ενίσχυση της ενεργειακής εξάρτησης των ευρωπαϊκών χωρών από τη Μόσχα είναι πολύ ισχυρές κι αυτό έχει οδηγήσει στην τροποποίηση των ευρωπαϊκών οδηγιών στην κατεύθυνση της διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας. Όμως στο σημείο αυτό έρχεται η αμερικανική πολιτική ηγεσία με το στόμα του υπουργού εξωτερικών Πομπέο επεμβαίνοντας στα εσωτερικά της ΕΕ για να κουνήσει το δάχτυλο στα ευρωπαϊκά ενεργειακά μονοπώλια και να τους πει: «Δε θα ανεχτούμε εταιρίες που βοηθούν και υποκινούν τα σχέδια κακόβουλης επιρροής της Ρωσίας... Φύγετε τώρα ή κινδυνεύετε να αντιμετωπίσετε τις συνέπειες»! (Foreign Policy, 20/7) Πόσο μεγάλη βοήθεια στ’ αλήθεια προσφέρουν οι πιο πάνω απειλές στους επίδοξους διασπαστές και καταχτητές της Ευρώπης ρώσους σοσιαλιμπεριαλιστές! Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στην απόφαση του Τραμπ, που ακόμα δεν έχει εφαρμοστεί αλλά επαπειλείται, να αποσύρει από τη Γερμανία ένα μεγάλο μέρος των αμερικάνικων στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ ακριβώς τη στιγμή που το ΝΑΤΟ είναι σε βαθιά εσωτερική κρίση με κέντρο το μεσογειακό Νότο του, όπου και οι δύο χώρες της νοτιανατολικής του πτέρυγας, η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται εσωτερικά κάτω από τη ρώσικη πολιτική κυριαρχία και τη ρώσικη κυρίαρχη πολιτική επιρροή αντίστοιχα.
Είναι στη φύση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού-ηγεμονισμού – όπως είναι στη φύση κάθε υπερδύναμης – να επεμβαίνει σε κάθε σημείο του πλανήτη και να επιχειρεί να επιβάλει την πολιτική του σε άλλες χώρες. Αλλά είναι και στη φύση των μικρότερων κρατών, ακόμα και των δεύτερης διαλογής ιμπεριαλιστικών χωρών να αντιστέκονται σε κάθε εναντίον τους επιβολή. Η συγκεκριμένη αμερικανική στάση στο ζήτημα των ρώσικων αγωγών φυσικού αερίου αντιστοιχεί σε συμπεριφορά που απευθύνεται σε ανταγωνιστές και όχι σε συμμάχους. Έτσι οι απειλές έδωσαν την ευκαιρία στη γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ να βάλει σε δεύτερο πλάνο τις εσωτερικές αντιδράσεις για την όλο και πιο ανοιχτά φιλορωσική της πολιτική και να παραστήσει την πατριώτισσα και δημοκράτισσα, χαρακτηρίζοντας, και σωστά, απαράδεκτο τον εκβιασμό της Ουάσιγκτον.
Να γιατί είναι τόσο πολύτιμη για τα συμφέροντα του ρωσοκινεζικού άξονα μια αμερικανική προεδρία σαν αυτή του Τραμπ και να γιατί το Κρεμλίνο επενέβη τόσο μεθοδικά και συντονισμένα για να του τη δώσει. Κι εδώ χτυπάει στο μάτι η μεγάλη αντίφαση ενός Τραμπ που η όλη πολιτική του πράξη ευνοεί τα συμφέροντα του ρωσοκινεζικού Άξονα να «χτυπάει» με τα λόγια ένα σύμμαχο της χώρας του με το πρόσχημα της δημιουργίας στενότερων οικονομικών δεσμών με τον ίδιο αυτόν Άξονα. Είναι ο ίδιος τύπος που προσπαθεί να ξαναχώσει τη Ρωσία στο G7 όταν ακόμα και η Γερμανία αντιστέκεται σ’ αυτή την κίνηση. Μια τέτοια ασυνέπεια σπρώχνει τις αστικές τάξεις της Ευρώπης να συμπεραίνουν ότι πίσω από τον πόλεμο της Ουάσιγκτον με τα ευρωπαϊκά ενεργειακά μονοπώλια κρύβεται η αγωνία για τον κίνδυνο περιορισμού του μεριδίου του στην ευρωπαϊκή αγορά του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου, που εξαιτίας της μεταφοράς του με πλοία είναι πιο ακριβό από το αέριο που έρχεται από τη Ρωσία μέσω αγωγών. Σιγά-σιγά οι ευρωπαϊκές χώρες αρχίζουν να καλοβλέπουν την εξάρτησή τους από το ρωσικό αέριο – που θα χτυπούσε την υπόθεση της Ουκρανίας και άλλων άμεσα απειλούμενων από τη ρωσική νεοχιτλερική μπότα χωρών – με το πρόσχημα της ανάγκης απαλλαγής από την αμερικανική επιβολή.
Στην πραγματικότητα, πατώντας πάνω στα οικονομικά-ενεργειακά συμφέροντα των αμερικανικών μονοπωλίων ο διπρόσωπος Τραμπ επιχειρεί με χειρουργικές κινήσεις να διασπάσει τη δημοκρατική Ευρώπη και να ενισχύσει στο εσωτερικό της το ρεύμα του φιλορωσικού νεοχιτλερισμού. Επειδή δεν μπορούν να καταλάβουν αυτήν την πολιτική του Τραμπ, πολιτική που έχουμε ονομάσει σκούπα-φαράσι, και την οποία πριν από αυτόν εφάρμοσαν οι Κλίντον και Ομπάμα, δηλαδή το να σπρώχνει η Αμερική με τις επιθέσεις της (σκούπα) σε άλλες χώρες αυτές τις χώρες προς τον Αξονα (φαράσι), αυτοί που καταλαβαίνουν σε έναν βαθμό τον φιλορωσισμό του Τραμπ ψάχνουν να τον τεκμηριώσουν σε αστυνομικά και κατασκοπευτικά στοιχεία, ενώ είναι μπροστά τους στην ίδια, την ανοιχτή του εξωτερική πολιτική. Στο βάθος αυτό που τους εμποδίζει να καταλάβουν δεν είναι η στενομυαλιά, αλλά το ότι για όλες τις βασικές πολιτικές τάσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι εντελώς φυσικό να τραμπουκίζουν οι ΗΠΑ στις πιο αδύναμες χώρες και να επεμβαίνουν είτε για να συμμορφώσουν την εσωτερική τους διακυβέρνηση ερήμην των λαών τους ή να τις συμμορφώσουν ως προς την εξωτερική τους πολιτική, ιδιαίτερα αν είναι φιλική ή κατευναστική απέναντι σε εχθρούς που οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται κάθε φορά σαν τέτοιους. Αν οι ΗΠΑ βλέπουν σαν κύριο εχθρό τον ισλαμικό φονταμενταλισμό πράγμα που αποδείχθηκε ότι δεν ισχύει τότε έχουν δικαίωμα να εξοντώσουν οποιαδήποτε κυβέρνηση ή κίνημα που δεν τον αντιμετωπίζει σαν τέτοιον, αν βλέπουν τη Ρωσία σαν κύριο εχθρό, πράγμα που ισχύει αλλά το είδε τόσο καθυστερημένα μόνο το δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ, τότε πρέπει να εξοντώσουν όποια κυβέρνηση και χώρα δεν τον βλέπει σαν τέτοιον στον ίδιο χρόνο.
Σε αυτή την αποκρουστική επεμβατική φύση του ιμπεριαλιστικού ηγεμονισμού πατάνε οι νεοχιτλερικοί ανερχόμενοι ιμπεριαλιστές ηγεμονιστές της Ρωσίας και της Κίνας, για να συσπειρώσουν τις χώρες και τους λαούς του Τρίτου και του Δεύτερου κόσμου ενάντια στους πιο γνωστούς τους, πιο παλιούς και σε αυτή τη φάση λιγότερο επικίνδυνους εχθρούς τους ή και μελλοντικούς συμμάχους τους, αν ο νεοχιτλερικός Αξονας εξαπολύσει τον μεγάλο του πόλεμο.