Να μας συγχωρείτε, αλλά δε φταίμε εμείς γι’ αυτό: την 1η Ιουνίου παρουσιάστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή του ΣΚΑΪ Ιστορίες μια συνέντευξη που πήραν από τον Κωνσταντίνο οι δημοσιογράφοι Αλέξης Παπαχελάς και Σία Κοσιώνη. Στη συνέντευξη αυτή επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η πολιτική ανυποληψία του ανδρός, αφού για πολλοστή φορά παρέμεινε πεισματικά αδιόρθωτος στην εμμονή του για το παλιό του αξίωμα: “Εγώ δεν είμαι ο πρώην βασιλεύς Κωνσταντίνος· είμαι ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, τελεία και παύλα. Αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Είμαι ο πρώην ή τέως ή ό,τι προτιμάτε βασιλεύς της Ελλάδος, ναι, αλλά το ότι είμαι ο βασιλεύς Κωνσταντίνος δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ”.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι έχει απομακρυνθεί από το αξίωμα αυτό με το δημοψήφισμα του 1974, που ήταν συντριπτικά εναντίον του, αυτός επιμένει να αφήνει ανοιχτό το θέμα της επιστροφής του: “Δεν υπάρχει τέλος και δεν υπάρχει αρχή. Εγώ βλέπω την όλη υπόθεση αυτή να εξελίσσεται στα χέρια του ελληνικού λαού. Αυτοί αποφασίζουν τι θέλουν, αυτοί αποφάσισαν δύο φορές, αν θυμάμαι καλά, να επαναφέρουν τη βασιλεία αφού είχε φύγει. Τώρα, αν τη θέλουν πάλι, δικό τους δικαίωμα είναι (...) Δε θα κουνήσω το δάχτυλό μου για να πάρω τη βασιλεία πίσω, θα το κάνουν οι Έλληνες, εγώ δεν θα το κάνω (...) Εγώ δεν θα το επιδιώξω αυτό. Δεν πρόκειται να το κάνω (...) Εάν γίνει μόνο του, τότε θα το δεχθώ”.
Μια από τις σοβαρότερες κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί κατά του Κωνσταντίνου είναι και το ότι είχε ορκίσει την κυβέρνηση των δικτατόρων Παπαδόπουλου-Παττακού το 1967, όταν αυτοί είχαν αναρριχηθεί στην εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα. Ρωτήθηκε λοιπόν στη διάρκεια της συνέντευξης αν θα όρκιζε και πάλι την κυβέρνηση της χούντας. Ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να δείξει, έστω και τώρα, μετανιωμένος για την ενέργειά του αυτή, που σ’ ένα βαθμό νομιμοποιούσε, πολιτικά, τη χούντα στα μάτια του ελληνικού λαού και στον διεθνή περίγυρο, αυτός απάντησε ως εξής: “Οπωσδήποτε θα την όρκιζα, οπωσδήποτε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, διότι μην ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στο άγνωστο· και, όταν λέω άγνωστο, εννοώ ότι κανένας δεν είχε εξουσία εκείνη τη στιγμή. Ο μόνος που είχε εξουσία, εάν ήθελε να την ασκήσει, ήμουν εγώ, αλλά και ποιος με άκουγε εκείνη τη στιγμή, ήταν πολύ περίεργη η κατάσταση, αλλά θα την όρκιζα την κυβέρνηση”. Και σε μια άλλη συνέντευξή του στο ΡΙΚ είχε δικαιολογηθεί λέγοντας: “Αν δεν όρκιζα τη χούντα, θα γινόταν εμφύλιος”.
Αμετανόητος λοιπόν ο Κοκός.
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΤΣΙΠΡΑ
Όμως τίποτε απ’ όσα είπαμε ως τώρα δε θα χρειαζόταν να γραφτεί, αν η συζήτηση δεν έφτανε και στο σήμερα, στο ζουμί της υπόθεσης. Άλλωστε, το να χτυπάς ένα πολιτικό πτώμα δεν είναι και ό,τι πιο γενναίο.
Όπως λοιπόν αποκάλυψε ο ίδιος, συναντήθηκε με τον Τσίπρα τυχαία στο αεροδρόμιο όταν είχε αναλάβει πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Και επειδή είχε κάνει μια δήλωση στους Sunday Times ότι Έλληνες και Ευρωπαίοι θα πρέπει να δώσουν στον Τσίπρα μια ευκαιρία, ρωτήθηκε αν σωστά ερμηνεύτηκε αυτό ως δήλωση υποστήριξης. Κι αυτός απάντησε: “Είναι αδύνατον να πάρεις θέση σε έναν άνθρωπο, και πόσο μάλλον αν αυτός ο άνθρωπος μόλις έγινε πρωθυπουργός, πρέπει να του δώσεις ευκαιρία, τι θα πεις, να τελειώνουν οι αριστεροί κτλ., αυτά είναι σαχλαμάρες. Να δεις τι θα κάνει ο άλλος. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι προσπάθειες που κάνει, είτε καλές είτε όχι, υπάρχουν, δουλεύει σκληρά ο άνθρωπος, δεν υπάρχει θέμα για να πετύχει αυτό που θέλει να πετύχει”.
Μα ούτε εμείς αμφισβητούμε ότι ο Τσίπρας δουλεύει νυχθημερόν “για να πετύχει αυτό που θέλει”. Το ζήτημα ακριβώς είναι τι θέλει να πετύχει. Και το σίγουρο από τον 1,5 χρόνο διακυβέρνησής του είναι ότι μόνο την ευημερία του ελληνικού λαού δε θέλει. Αντίθετα, σε ελάχιστο διάστημα κατάφερε (γιατί για επίτευγμα πρόκειται) να φορτώσει τη χώρα με καμιά εκατοστή δισεκατομμύρια ευρώ πλέον αυτών που ήδη χρωστάει.
Αλλά ο Κοκός δε βλέπει τίποτε απ’ όλ’ αυτά: “Η σημασία είναι ότι γίνεται μεγάλη προσπάθεια. Εγώ νομίζω ότι δεν έχουν καταλάβει πόσο προσπαθεί ο πρωθυπουργός να λύσει τα προβλήματα (...) Μην ξεχάσετε αυτό που είπατε στην αρχή, ότι είναι η πρώτη αριστερή κυβέρνηση”.
Να και τα εύσημα από τον Κοκό!
Και συνεχίζει απτόητος υπέρ του Τσίπρα, χύνοντας ταυτόχρονα κροκοδείλια δάκρυα για το λαό που υποφέρει: “Εμείς περάσαμε πολύ δύσκολη περίοδο. Γίνεται προσπάθεια απ’ όλους τους Έλληνες και σιγά σιγά βγαίνουμε από την κρίση. Το γεγονός ότι ο λαός υποφέρει δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. Οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις με απασχολούν πάρα πολύ (...) Γίνεται κολοσσιαία προσπάθεια από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση για να βγούμε απ’ αυτό το χάος. (...) Όταν άρχισε η κρίση, οι ξένοι δεν μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για την Ελλάδα. Είχε χάσει την αξιοπιστία της. Τώρα γίνεται μεγάλη δουλειά”.
Πού θα έβρισκε πιο θερμό υποστηρικτή ο Τσίπρας;
Μπορεί λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς: Γιατί τόση αγάπη ο Κοκός στον Τσίπρα; Τι τον έπιασε ξαφνικά; Τι έχει αυτός να κερδίσει από μια τέτοια υποστήριξη;
Το πρώτο που μπορούμε να πούμε είναι ότι είναι η ιδεολογική τους συγγένεια αυτή που τους έφερε πιο κοντά. Ο ένας δεν είχε, κατά ομολογία του, κανένα πρόβλημα να ορκίσει τη χουντική κυβέρνηση, ο άλλος είναι κλασικός σοσιαλφασίστας, που όχι τυχαία ρίχνει από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην εξουσία γέφυρες προς τους ναζί της Χρ. Αυγής μέσω των δύο προέδρων της Βουλής που διαδιχικά διόρισε, την Κωσταντοπούλου και τον Βούτση. Ε, φυσικό είναι που τακιμιάσανε τα παιδιά.
Υπάρχει όμως και κάτι πιο πρακτικό, πιο άμεσο. Σε πολλούς έκανε εντύπωση που ο Κωνσταντίνος δεν απάντησε με σαφήνεια για τυχόν πολιτικά σχέδια του γιου του Νικόλαου, όταν ρωτήθηκε για το ενδεχόμενο να ασχοληθούν οι γιοι του με την πολιτική: “Γιατί πρέπει ο ένας από τους δύο να μπει στην πολιτική; Για να εξυπηρετήσει λαϊκούς πολιτικούς ;Εγώ θέλω το καλό του τόπου. Αν είναι γι’ αυτό, ναι. Αν είναι για την εξυπηρέτηση πολιτικών, όχι”.
Όλοι αυτοί οι τύποι για “το καλό του τόπου” θυσιάζονται. Ποτέ για το δικό τους!
Όταν ρωτήθηκε αν υπάρχει πρόταση στο γιο του να ενταχθεί σε κάποιο κόμμα, απάντησε με τη σαφήνεια που τον διακρίνει: “Α, δεν ξέρω, μπορείτε να ρωτήσετε”!
Είναι λοιπόν φανερό ότι τα αρραβωνιάσματα του Κωνσταντίνου με το τσιπρικό καθεστώς έχουν ήδη γίνει. Άντε και καλά στέφανα!