Η μία είναι η απόφασή του να μην περάσει από τη Βουλή τον Τσίπρα για τη μοναδική στα πολιτικά και δικαστικά χρονικά σκευωρία Νοβάρτις.
Η άλλη είναι ότι υπέκυψε ευχαρίστως στις απαιτήσεις του ψευτοΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ να μην δοθεί δικαίωμα επιστολικής ψήφου σε όλους τους έλληνες του εξωτερικού που είναι γραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους, αλλά να υποχρεωθούν αυτοί είτε να πάρουν το αεροπλάνο και να έρθουν να ψηφίσουν, πράγμα ακριβό και δύσκολο που ελάχιστοι κάνουν, είτε να αποδείξουν ότι έχουν ζήσει κατά τα τελευταία 35 χρόνια τα δύο από αυτά στην Ελλάδα, προσκομίζοντας διάφορα έγγραφα στις προξενικές αρχές, δηλαδή χαρτιά από το στρατό, από τα σχολεία τους στην Ελλάδα κλπ, να έχουν ΑΦΜ, μετά να σχηματιστούν ειδικοί γι αυτούς εκλογικοί κατάλογοι αποδήμων και μετά να πάνε να ψηφίσουν στα προξενεία για 3 βουλευτές επικρατείας, όσος και να είναι ο αριθμός των ψηφισάντων. Το πρόσχημα που χρησιμοποίησε ο Μητσοτάκης για να δεχτεί τους όρους των τριών σοσιαλφασιστικών κομμάτων ήταν ότι μόνο έτσι θα έβγαινε το νούμερο των 200 βουλευτών που χρειαζόντουσταν σύμφωνα με το σύνταγμα για να περάσει ο νόμος. Αλλά τις όποιες υποχωρήσεις θα μπορούσε να τις κάνει αφού πρώτα επιχειρηματολογούσε μπροστά στον ελληνικό λαό υπέρ της επιστολικής ψήφου όλων των εγγεγραμμένων, όπως γίνεται με τους αποδήμους των δημοκρατικών χωρών της Ευρώπης, ώστε να φέρει σε δύσκολη θέση τους σοσιαλφασίστες εκθέτοντας τους πολιτικά σε αποδήμους και μη ώστε να αποσπάσει ότι καλύτερο μπορούσε από αυτούς. Όμως ο Μητσοτάκης που έχει δεξί του χέρι και υπουργό εσωτερικών, δηλαδή εισηγητή του νόμου, τον πρώην γραμματέα της «Κ»ΝΕ Θεοδωρικάκο (που μετά έγινε δεξί του Λαλιώτη στο ΠΑΣΟΚ, μετά επικοινωνιολόγος, δηλαδή πολιτικός εκπρόσωπος του Χριστόφια του ΑΚΕΛ, πριν αυτός ο ταλαντούχος εισοδιστής καταλήξει στο Μητσοτάκη) έκανε το εξής: Συναντήθηκε με τους πολιτικούς αρχηγούς, τα βρήκε κατ ιδίαν και στα γρήγορα με τον Κουτσούμπα πίσω από τον οποίο κόλλησαν τάχα στη συνέχεια ο δήθεν δύστροπος ΣΥΡΙΖΑ και ο Βαρουφάκης. Δηλαδή ο Μητσοτάκης όχι μόνο υποχώρησε σε όλες τις βασικές αξιώσεις του ψευτοΚΚΕ, αλλά σε συνεργασία με τον Τσίπρα έκανε αυτό το κόμμα του 5%, τον πιο σκληρό πυρήνα της ρώσικης πολιτικής στην Ελλάδα ντε φάκτο αρχηγό της «αριστερής» αντιπολίτευσης, αξιωματικής και μη.
Δίκαια οι οργανώσεις των αποδήμων θυμώσανε με τον Μητσοτάκη και τον κατήγγειλαν ότι τους εξαπάτησε παραβιάζοντας ωμά τις προεκλογικές του υποσχέσεις για χάρη της «αριστεράς». Βεβαίως ο Μητσοτάκης, δηλαδή ο Θεοδωρικάκος, δηλαδή ο Κουτσούμπας, δεν θα μπορούσε να δεχτεί να ψηφίζουν στις ελληνικές εκλογές οι 500.000 ψηλά ειδικευμένοι μετανάστες, περίπου το 8% του εκλογικού σώματος, που τους έδιωξαν από τη χώρα οι ρωσόδουλοι σαμποτέρ της παραγωγής μέσα από τη μεγάλη χρεωκοπία που αυτό και μόνο το σαμποτάζ προκάλεσε. Αυτοί μπορούν να μην ξέρουν ποιος στο βάθος προκάλεσε την ξενητειά τους, πάντως είναι από τους λίγους κατοίκους της χώρας που βλέπουν μέσα από τη σύγκριση με τις χώρες που ζουν ότι κάτι πολύ σάπιο στην παραγωγή και πολύ ελαττωματικό υπάρχει στο πολιτικο-ιδεολογικό εποικοδόμημα της χώρας μας, και νιώθουν ότι στο κέντρο αυτής της σαπίλας κάνει κουμάντο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ψευτοΚΚΕ και γι αυτό λίγοι θα τους ψηφίσουν. Και αυτοί απαντάνε με τον τρόπο που ξέρουν: τους αφαιρούν την ψήφο. Μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ σαν εξήγηση για αυτήν την αφαίρεση πρόβαλε το επιχείρημα ότι η εμπλοκή των αποδήμων στους εκλογικούς ανταγωνισμούς θα τους διασπάσει κομματικά. Αυτό μεταφράζεται ως εξής: Η ομογένεια είναι καλή όταν είναι ενωμένη και είναι ενωμένη επειδή υπερασπίζει την «εθνική γραμμή» που τα τελευταία 60 χρόνια είναι η εθνοσοβινιστική γραμμή που ευνοεί τη Ρωσία και ηγεμονεύεται από αυτήν. Όμως το μόνο προοδευτικό πράγμα που υπάρχει στην Ελλάδα προκύπτει από την εσωτερική πολιτική σύγκρουση γιατί την εμπειρία της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και της κυπριακής ΑΟΖ ελάχιστοι την έχουν, αλλά το ποιος σαμποτάρει την παραγωγή το βλέπουν μπροστά τους και πιο πολύ το βλέπουν οι φρέσκοι απόδημοι.
Δεν πρόλαβαν λοιπόν να καταλαγιάσουν τα πληκτρολόγια των φιλελεύθερων από τον αιφνιδιασμό με τους απόδημους και ο Μητσοτάκης, πούλησε κατά ακόμα αισχρότερο τρόπο την κομματική βάση του, και συγκεκριμένα την πούλησε στον πιο ορκισμένο εχθρό της, τον ΣΥΡΙΖΑ τη μόνη στιγμή που η κυβέρνησή του πήγε να κάνει τη μόνη κάπως ουσιαστική θετική κίνηση σ αυτό το άθλιο τετράμηνο με την προώθηση εκείνου του σκέλους του αναπτυξιακού νόμου που αφορούσε τα βιομηχανικά πάρκα, ειδικά της Αττικής, δηλαδή μια κίνηση στο κεντρικό ζήτημα για το οποίο οι πιο πολλοί ψηφοφόροι της έφεραν την ΝΔ στην εξουσία, στην ανάπτυξη, ιδιαίτερα τη βιομηχανική. Εννοείται ότι από την πρώτη στιγμή τα σφυριά του αρχισαμποταριστή ΣΥΡΙΖΑ χτυπάνε σε αυτό το σημείο. Δεν χτυπάνε δηλαδή τον Γεωργιάδη επειδή είναι δεξιός εθνικιστής και επειδή για μια σημαντική περίοδο στρατεύθηκε στη φασιστική ακροδεξιά και μάλιστα υπήρξε και ανοιχτά αντισημίτης και υπερασπιστής του Πλεύρη, αλλά γιατί σε αυτόν, και πιθανά ακριβώς επειδή είναι πολιτικά ευάλωτος παρά τις αυτοκριτικές του, δόθηκε από τον Μητσοτάκη το κεντρικό υπουργείο της ανάπτυξης. Τον χτυπάνε επειδή μέσα στον εθνικισμό του, και παρά το άνετο και πρόθυμο κολύμπι του, όπως όλη η αστική τάξη στα βρώμικα νερά της ρωσοκινέζικης νεοαποικιοκρατίας, όπως έδειξε η ελεεινή ρύθμιση για τη χρυση βίζα, υπερασπίζει και ένα ελάχιστο κομμάτι παραγωγικής και βιομηχανικής ανάπτυξης. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό ότι ενώ στα δύο αρνητικά ή ύποπτα αντίστοιχα τμήματα του αναπτυξιακού, δηλαδή στο εργασιακό και στους ιδιώτες για τα σκουπίδια, οι ίδιοι οι υπεύθυνοι Βρούτσης και Θεοδωρικάκος αντίστοιχα δεν δέχτηκαν καμιά έντονη επίθεση από το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλα τα πυρά πέσανε στον Γεωργιάδη σαν διεφθαρμένο στην υπηρεσία των βιομηχάνων. Γι αυτό και μόνο το νομοσχέδιο ο ΣΥΡΙΖΑ ανέσυρε την περσινή συνέντευξη του Γεωργιάδη για τη Νοβάρτις (δες το σχετικό άρθρο αυτού εδώ του φύλλου της Νέας Ανατολής) ενώ εδώ πολύ καιρό δεν τον χτυπούσε γι αυτό. Γι αυτό το νομοσχέδιο ο Τσίπρας δήλωσε στη Βουλή ότι αυτόν τον υπουργό «της ντροπής» πρέπει οπωσδήποτε να τον καθαιρέσει ο Μητσοτάκης, και ότι από το νόμο αυτόν και πέρα σταματάνε οι «ευγένειες και οι καθωσπρεπισμοί» του ΣΥΡΙΖΑ και τελειώνει η ανοχή των 100 ημερών. Με λίγα λόγια ο Τσίπρας κηρύσσει τον πόλεμο στη ΝΔ πάνω ακριβώς σε αυτό το νομοσχέδιο και εξ αιτίας του.
Και ο Μητσοτάκης τι κάνει για το πιο σημαντικό ως τώρα νομοσχέδιο που θα περνούσε η κυβέρνησή του, για να μην πούμε για τον πρώτο τόσο άγρια βαλλόμενο υπουργό και αντιπρόεδρό του κόμματός του; Δεν πάει καν στην Βουλή να στηρίξει ούτε το νομοσχέδιο ούτε τον υπουργό, αλλά μπαίνει στην αίθουσα επιδεικτικά μόνο για να ψηφίσει και αμέσως μετά να φύγει. Αυτή ήταν μια σαφής αποδοκιμασία του υπουργού η οποία από πίσω της έκρυβε την αποδοκιμασία του νομοσχεδίου. Το πάτημα του Μητσοτάκη ήταν ότι ο Γεωργιάδης απαντώντας στην εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ ότι τάπιασε από τη Νοβάρτις δήλωσε ότι πιθανά είναι ο Τσίπρας και ο Πολάκης που τα έπιασαν. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ουσιαστική αθώωση του Τσίπρα από την προανακριτική του Μητσοτάκη, και γι αυτό ο Τσίπρας απαιτούσε από τον Μητσοτάκη την καθαίρεση του Γεωργιάδη. Αλλά το πιο χαρακτηριστικό στην κίνηση του Μητσοτάκη είναι ότι δικαίωσε στην πράξη τα δύο βασικά φερέφωνα του Καραμανλή, Αντώναρο και Κοττάκη που λίγο πριν μαζί με τον Τσίπρα ζήτησαν την καθαίρεση του Γεωργιάδη. Για να φανεί ο όγκος της αποδοκιμασίας, την ίδια ώρα ο Καραμανλής έσπαγε μετά από 11 χρόνια τη σιωπή του και εμφανιζόταν στη Θεσσαλονίκη βγάζοντας λόγο όχι απλά αρχηγού της ΝΔ αλλά εθνάρχη.
Αφήσαμε για το τέλος αυτού μας του μικρού σημειώματος μιας μικρότερης εμβέλειας και ελάχιστα σχολιασμένη αλλά πολύ χαρακτηριστική κίνηση του Μητσοτάκη, που ήταν η επίθεση του με πρωτοφανές μένος αποκλειστικά ενάντια στην 24ωρη απεργία την οποία κήρυξε η ΓΣΕΕ στις 2/10 ενάντια στις εργασιακές διατάξεις του αναπτυξιακού νομοσχέδιου κατηγορώντας ουσιαστικά την τραμπουκισμένη και δικαστικά-πρακτικά παγωμένη από το ψευτοΚΚΕ ηγεσία της σαν εκπρόσωπο του πιο παρασιτικού και πιο εχθρικού προς το λαό συνδικαλισμού. Αντίθετα ο Μητσοτάκης δεν είπε ούτε μια λέξη κατά της πρώτης απεργίας που έγινε ενάντια στο ίδιο νομοσχέδιο στις 24/9 πριν από το ΠΑΜΕ και στην οποία η ΓΣΕΕ δεν συμμετείχε.
Είναι γεγονός ότι η στάση του Μητσοτάκη απέναντι στη ΓΣΕΕ δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στη βάση και στο στελεχικό μηχανισμό της ΝΔ γιατί γι αυτούς η αιτία των δεινών της χώρας δεν είναι ο ιμπεριαλισμός και ο σοσιαλιμπεριαλισμός αλλά το κράτος και από το κράτος το χειρότερο πράγμα είναι οι ΔΕΚΟ και η πηγή του κακού σε αυτές οι συνδικαλιστές, ειδικά οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ, οπότε η ΓΣΕΕ. Όμως στις υπόλοιπες περιπτώσεις η συμπεριφορά του Μητσοτάκη αρχίζει να δημιουργεί προβληματισμούς. Στην πραγματικότητα οι νεοδημοκράτες δεν θυμούνται καλά ή μάλλον ποτέ δεν πρόσεξαν μέσα στη γενική έλλειψη συνέπειας και μπέσας μεσα στους κόλπους της αστικής τάξης, ότι ο Μητσοτάκης ήταν μια αρκετά ακραία περίπτωση. Όλη του η άνοδος στην ηγεσία της ΝΔ οφείλεται στην άνεση του να προδίδει τους δικούς τους αρχίζοντας από τον πατέρα και την αδελφή του. Αυτή είναι μια συνηθισμένη συμπεριφορά για φιλόδοξους πρίγκηπες μετρίων ικανοτήτων. Ποτέ ένας Μητσοτάκης και μάλιστα ανοιχτά φιλελεύθερος, δηλαδή εκπρόσωπος του 3% δεν θα γινόταν πρωθυπουργός δίχως τη στήριξη του πολιτικού εκτελεστή του πατέρα του, του ορθοδοξοτοξίτη (ήγουν ρωσόδουλου) Σαμαρά και του εκτελεστή της αδελφής του, επίσης φιλόδοξου πρίγκημα μετρίων ικανοτήτων Καραμανλή του Β, ο οποίος επίσης πουλήθηκε στην ανερχόμενη υπερδύναμη για να ανέβει μαζί της. Το χειρότερο όμως ελάττωμα των φιλελεύθερων είναι ότι ταυτόχρονα από θέση αρχής αποκλείουν τις συνομωσίες και σαν αστοί πιστεύουν στα θαύματα και έτσι πίστεψαν ότι ένας έξυπνος δικός τους εφαρμόζοντας μια ήπια και συναινετική τακτική απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, κέρδισε τις μάζες, οπότε κατάφερε και πήρε αναίμακτα εξουσία από τα χέρια του πραξικοπηματία ΣΥΡΙΖΑ. Σε κανέναν τους δεν πέρασε από το μυαλό ότι πήρε εύκολα την εξουσία όχι επειδή ήταν έξυπνος αλλά επειδή ήταν ενας καλός και αφοσιωμένος φίλος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήταν και ο πιο τελευταίος δημιουργός βασιλιάδων (kingmaker) της ΝΔ, ο Καραμανλής o πιο μικρός.