Μπορείτε να πάτε στο -Δεύτερο Μέρος- από εδώ
Εισαγωγική περιληπτική έκθεση της θέσης μας για το νόμο
Εξετάζουμε σε αυτό το κείμενο το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ ως προς το σκέλος του που αφορά τα νέα μη κρατικά ΑΕΙ γιατί αυτό είναι το πολιτικά πιο ουσιαστικό αυτή τη στιγμή, παρόλο που στην πιο μεγάλη έκταση του το νομοσχέδιο αυτό είναι αφιερωμένο στα υπάρχοντα κρατικά ΑΕΙ.
Αυτό λοιπόν το σκέλος το αντιμετωπίζουμε κάτω από δυο πλευρές που δείχνουν σαν να μας οδηγούν η κάθε μία σε αντίθετα συμπεράσματα, σαν δηλαδή αυτό το ίδιο νομοσχέδιο να έχει δυο αντίθετους στόχους, έναν θετικό και έναν αρνητικό. Όμως αυτό δεν ισχύει. Αυτό το νομοσχέδιο έχει έναν και μόνο στόχο και είναι αρνητικός.
Η πρώτη πλευρά αφορά το γενικό ζήτημα αν πρέπει να επιτρέπονται ή να απαγορεύονται τα ΑΕΙ που δεν είναι κρατικά. Αυτό αφορά την πολιτική δημοκρατία και εκφράζεται από τη στάση που πρέπει να παίρνει κάθε δημοκράτης απέναντι σε μια απαγόρευση που έχει επιβληθεί με το άρθρο 16 μόνο στη δικιά μας χώρα από όλες τις αστοδημοκρατικές της Ευρώπης. Πρόκειται για τη συνταγματικά ρητή απαγόρευση στους πολίτες της να διδάσκονται επιστήμες στο ανώτατο επίπεδο από οποιονδήποτε άλλο δάσκαλο εκτός από έναν και μόνο έναν, το συλλογικό και πιο ισχυρό στη χώρα καπιταλιστή και ταυτόχρονα έναν από τους πιο αντιδραστικούς και διεφθαρμένους που λέγεται ελληνικό κράτος. Σε αυτό το ζήτημα η ΟΑΚΚΕ έχει πάρει εδώ και δεκαετίες μια σαφή θέση και έχει καταδικάσει αυτή την απαγόρευση και βέβαια το άρθρο του συντάγματος που την επιβάλλει.
Όμως από τη δεύτερη και πιο συγκεκριμένη πλευρά του νόμου αυτός είναι αρνητικός και βρώμικος και μάλιστα με πολλούς τρόπους. Ο ένας είναι ότι παρακάμπτει προσωρινά το άρθρο 16, για την ακρίβεια το παραβιάζει επικαλούμενος την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά δεν το καταργεί. Αυτό πιστεύουμε ότι το κάνει η ηγεσία Μητσοτάκη για να φέρνει όσα ΑΕΙ θέλει και είναι αυτά που βοηθάνε τα ρωσικά συμφέροντα στη χώρα, και να εμποδίζει με τη συνδρομή της αντιπολίτευσης και μάλιστα ο λαός να μισεί όσα δε θέλει. Ειδικά θέλει κάποια από αυτά που φέρνει τώρα, τα αμερικάνικα να μπορεί να τα διώξει αύριο μια νέα πιο ανοιχτά ρωσόφιλη κυβέρνηση.
Μάλιστα, ο κύριος στόχος αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι να κάνει μια ακόμα προσποίηση σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής με το να προσφέρει στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό μια ακόμα ψευδαίσθηση κυριαρχίας στην Ελλάδα την ώρα που θα την κυβερνάει εσωτερικά ακόμα βαθύτερα το πιο ρωσόδουλο κομμάτι της αστικής τάξης. Στόχος της ψευδαίσθησης με την οποία τροφοδοτεί η Ελλάδα τις ΗΠΑ είναι να υπονομεύει την ενότητα της ΕΕ αλλά και του ΝΑΤΟ, από το οποίο περνάει σήμερα η άμυνά της πρώτης, για να υπονομεύει και κάποια στιγμή να ανατινάξει τις θέσεις της στα Βαλκάνια και κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο την ώρα που ο ρωσοκινέζικος Άξονας της επιτίθεται από Βορρά στην Ουκρανία και από το Νότο στην Ερυθρά θάλασσα. Η κύρια ψευδαίσθηση που προσφέρει η κυβέρνηση στις ΗΠΑ με αυτό το νόμο είναι ότι δίνει σε ένα αρπακτικό τους fund το οποίο ήδη έχει αγοράσει χάρη στους ειδικούς πολιτικούς δεσμούς με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ένα μεγάλο μέρος της αφρόκρεμας των ιδιωτικών Νοσοκομείων, το δικαίωμα να φτιάξει μια πανεπιστημιακή ιατρική σχολή. Όμως αυτή η Σχολή είναι τμήμα ενός κυπριακού ΑΕΙ που έχει πολύ στενούς δεσμούς με την πουτινική Ρωσία και, το κυριότερο, έχει την ανοιχτή πολιτική υποστήριξη του ΑΚΕΛ. Πιο αθόρυβα ανακοίνωσε τις τελευταίες μέρες το πρώτο μεγάλο ελληνικό ιδιωτικό κεφάλαιο στον τομέα της Υγείας που έχει τους πιο παλιούς και στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, το Ιατρικό Κέντρο της Αθήνας ότι θα φέρει και εκείνο μια ακόμα ιατρική σχολή από την Κύπρο που επίσης έχει στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία, και είναι τμήμα του Ευρωπαϊκού Πανεπιστήμιου της Κύπρου.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει ότι θα ανεβάσει το ακαδημαϊκό στάτους κάποιων αμερικάνικων κολλεγίων που όμως ήδη λειτουργούν, όπως το Deree και το Αnatolia και ότι θα φέρει μερικά τμήματα αμερικάνικων Πανεπιστημίων κύρους. Αλλά αυτά τα τμήματα σύμφωνα με τον νέο νόμο μπορούν να είναι μόνο ένα, ενώ τα κυπριακά πρέπει να έχουν άλλα δυο τμήματα, άρα και πολύ μεγαλύτερο όγκο. Όμως το πιο βασικό είναι ότι αυτά θα έχουν ερευνητική σύμφυση με έναν τεχνολογικά ανεπτυγμένο τομέα της παραγωγής, όπως είναι ο ιατρικός. Εκείνο που χαρακτηρίζει το κομμάτι του νομοσχέδιου που αφορά τα μη κρατικά ΑΕΙ είναι ότι οι όροι που πρέπει να πληρούν αυτά που θα εγκατασταθούν καθώς και οι όροι της λειτουργίας τους και οι έλεγχοι τους από το ελληνικό κράτος, είναι τόσο πολλοί και ταυτόχρονα ασαφείς ώστε η εκάστοτε κυβέρνηση να δίνει άδεια σε όποια ΑΕΙ θέλει και να αποκλείει όποια δεν θέλει.
Για να έχει ενισχύσει πολιτικά αυτό το δικαίωμα στην αυθαιρεσία για τη δικιά της ή για τις επόμενες κυβερνήσεις η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει προωθήσει το νόμο με αυταρχικό τρόπο ώστε να τον κάνει μισητό στους φοιτητές και στους καθηγητές των ΑΕΙ, αλλά και στους δημοκρατικούς ανθρώπους γενικά και κυρίως για να κάνει εντελώς κυρίαρχη στα κρατικά Πανεπιστήμια την πολιτική ναυαρχίδα του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα, το ψευτοΚΚΕ. Γι αυτό το λόγο κυρίως παραβιάζει το άρθρο 16 βάζοντας μπροστά το ευρωπαϊκό δίκαιο, δηλαδή φορτώνοντας στην ΕΕ τον δικό της πραξικοπηματισμό μιας και η ΕΕ καθόλου δεν πίεσε την Ελλάδα γι αυτό το νόμο. Η Ευρώπη πίεσε την Ελλάδα να φτιάξει τα Κολλέγια που δίνουν διπλώματα για άσκηση επαγγέλματος όπως τα ΑΕΙ αλλά αντίθετα με εκείνα δεν έχουν άδεια για μεταπτυχιακά. Αλλά ούτε η πανεπιστημιακή ζωή πίεζε άμεσα, τώρα, γι’ αυτό το νόμο, ούτε η οικονομία, ούτε οι γονείς που σπουδάζουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό και θα προτιμούσαν να τα σπουδάσουν στην Ελλάδα. Όλοι μπορούσαν να περιμένουν για να έρθει μια βαθιά και έντιμη μάχη αναθεώρησης του άρθρου 16 μπροστά στο λαό και την οποία θα μπορούσε να έχει εξαγγείλει ο Μητσοτάκης μόλις ήρθε στην κυβέρνηση. Δηλαδή ο προβοκάτορας Μητσοτάκης πάει να επιβάλει πρόωρα αυτά τα ΑΕΙ, που θέλει να είναι μάλιστα αποκλειστικά ξένα και μάλιστα, κυρίως αμερικάνικα για να τα εκθέσει σαν κατοχικές προσπάθειες της Δύσης ενώ χτυπάει κάθε συγκρότηση σε ανώτερο επίπεδο της εκπαίδευσης που παρέχει η ντόπια αστική τάξη για την οποία δεν επιτρέπει να φτιάξει ένα ΑΕΙ δεμένο με την ντόπια παραγωγή. Και πραγματικά οι ρωσόδουλοι κομπραδόροι αστοί, όπως το κάνανε στη ναυπηγική βιομηχανία δώσανε σε ένα αμερικάνικο κεφάλαιο τη Σύρο και την Ελευσίνα (Ξενοκώστας) και σε ένα κομπραδόρικο ρωσοκινέζικο το Σκαραμαγκά (Προκοπίου), αλλά δεν τα δώσαν σε ένα ντόπιο εφοπλιστικό έτσι ώστε να τα αναπτύξει πραγματικά (το τελευταίο τέτοιο ήταν ο Περατικός που οι ρωσόδουλοι τον σκότωσαν με τη “17Ν”). Γι αυτό το λόγο δεν θα αφήναν ποτέ ένα ντόπιο ή ένα άθροισμα από μεγάλα βιομηχανικά κεφάλαια της ελάχιστης βιομηχανίας που απέμεινε στη χώρα να στήσουν ένα δικό τους κερδοσκοπικό ή μη ΑΕΙ μηχανολογίας. Το ίδιο με πολιτικά πρόωρο τρόπο φέρανε το γάμο και την υιοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών ώστε σε συμμαχία με τους πιο ρωσόφιλους φασίστες της εκκλησίας (Μεσογαίας, Πειραιά, Κέρκυρας) να φτιάξουν ένα πελώριο φιλοπουτινικό μέτωπο στη χώρα μας στο ιδεολογικό επίπεδο.
Αλλά η βασική εκδούλευση που κάνει ο πρωθυπουργός στην πουτινική Ρωσία σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής με τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο περνάει αυτό το νόμο είναι ότι προωθεί με πρωτοφανή ρυθμό και παγιώνει στα ΑΕΙ την πολιτικο-ιδεολογική κυριαρχία του ψευτοΚΚΕ, όχι μόνο στους φοιτητές αλλά πια και στο μεγαλύτερο μέρος του εκπαιδευτικού προσωπικού. Μάλιστα δίνει στο νέο «ρωσικό κόμμα» και την αστυνομική εξουσία στα Πανεπιστήμια μέσω των εξωκοινοβουλευτικών τραμπούκικων αποσπασμάτων του που τα έχει υποτάξει πολιτικά και το υπηρετούν χωρίς το ίδιο να εκτίθεται.
Το φασιστικό άρθρο 16 και ο μύθος της δωρεάν και μη εμπορευματοποιημένης κρατικής εκπαίδευσης για τους φτωχούς στην οποία στηρίζεται η απαγόρευση της μη κρατικής
Το άρθρο 16 του συντάγματος, αυτό το μονοπώλιο στη διδασκαλία της επιστήμης μόνο από το κράτος, προβλέπει την απαγόρευση των ιδιωτικών ΑΕΙ, και επιβλήθηκε αρχικά από τους φασίστες για να συνεχίσει να επιβάλλεται εδώ και μισό αιώνα με τον αριστερό μανδύα της δωρεάν εκπαίδευσης. Είναι άλλο πράγμα και είναι προοδευτικό να υποχρεώνεται το κράτος από το Σύνταγμα να δίνει στους πολίτες του το δικαίωμα της δωρεάν (που κι αυτή είναι λειψά δωρεάν) ανώτατης εκπαίδευσης και άλλο να τους απαγορεύει συνταγματικά το δικαίωμα να την αποκτούν από άλλα ιδρύματα κερδοσκοπικά ή μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, ντόπια ή ξένα ακόμα και αν το ίδιο το ελληνικό κράτος και η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα βεβαιώσουν την επάρκεια τους γι αυτό το ρόλο.
Από αυτή την άποψη το κίνημα που έχει ξεσπάσει για μια ακόμα φορά στα Πανεπιστήμια υπέρ αυτής της απαγόρευσης είναι ολότελα αντιδραστικό όσο και αν η πιο μεγάλη μερίδα των φοιτητών που συμμετέχουν σε αυτό νομίζουν ότι είναι αριστερό, και σε κάποιο ποσοστό συμμετέχουν σε αυτό παγιδευμένοι αριστεροί. Στην ουσία πρόκειται για το ιστορικό ανάλογο του φοιτητικού κινήματος των «Ευαγγελικών» που ήταν ακόμα πιο μαζικό και μάλιστα πλήρωσε και με το αίμα του στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (το 1901) την πάλη του ενάντια στην κυβέρνηση, αλλά ήταν υπεραντιδραστικό- σκοταδιστικό γιατί το αίτημα του ήταν να απαγορευτεί από το κράτος η μετάφραση των Ευαγγελίων στα νέα ελληνικά. Ποιοτικά το τωρινό κίνημα βρίσκεται ακόμα πιο δεξιά από εκείνο γιατί ενώ εκείνο ήταν ένα μίγμα παπαδίστικης καθυστέρησης και ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, τούτο δω είναι ένα κίνημα στο οποίο ηγείται ένας φασισμός με κομμουνιστικό και εργατικό μανδύα που είναι υποτακτικός ενός νεοχιτλερικού ιμπεριαλισμού ο οποίος έχει ήδη ξεκινήσει τον καταχτητικό του πόλεμο ενάντια στην Ευρώπη. Γι’ αυτό έχουμε όχι απλά τη δημοκρατική αλλά και την κομμουνιστική- εργατική υποχρέωση να αποκαλύπτουμε ότι είναι ο μοναρχοφασισμός και η αμερικανοκρατία του 1952 που ξεκίνησαν να οικοδομούν το άρθρο 16 του Συντάγματος ανατρέποντας το αντίστοιχο άρθρο του Συντάγματος της πρώτης δημοκρατικής αντιμοναρχικής συνταγματικής μεταρρύθμισης, αυτής του 1911. Εκείνη η μεταρρύθμιση είχε επιτρέψει να ιδρυθούν ιδιωτικά ΑΕΙ και έτσι ιδρύθηκε η Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή, (σήμερα Πανεπιστήμιο Πειραιά). Τη συνταγματική ανατροπή του 1952 την έκανε στην πιο σκληρή μετεμφυλιακή περίοδο την ώρα που εκτελούσε τον Μπελογιάννη, ο μοναρχοφασισμός ακριβώς για να εμποδίσει τους δημοκρατικούς και αριστερούς διανοούμενους να δουλεύουν σαν καθηγητές Πανεπιστημίου. Έτσι τους επέβαλε να είναι υποχρεωτικά μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, δηλαδή να έχουν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, ακόμα και αν δουλεύαν σε ένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. Αυτή την απαγόρευση την ολοκλήρωσε παραπέρα η φασιστική χούντα στο Σύνταγμα της το 1968 απαγορεύοντας ρητά να υπάρχουν ιδιωτικά ΑΕΙ ακόμα και αν οι καθηγητές τους ήταν ήδη δημόσιοι υπάλληλοι.
Αυτό το ολοκληρωμένο φασιστικό έκτρωμα το επικύρωσε το σύνταγμα του 1975 με πρωτοστάτες τους προδότες της μεγάλης εξέγερσης του Πολυτεχνείου Χ. Φλωράκη, Α. Παπανδρέου, Λ. Κύρκο, συνειδητούς από τότε προωθητές μιας νέας ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στη χώρα, της ρωσικής σοσιαλφασιστικής, τότε «σοβιετικής». Σύμφωνα με το χουντικό αυτό άρθρο του Συντάγματος που έχει από το 1975 μπογιατιστεί με το ψευτοαριστερό χρώμα της δωρεάν και τάχα μη εμπορευματικής ανώτατης εκπαίδευσης δεν επιτρέπεται σε κανέναν πολίτη σε αυτή τη χώρα και μόνο σε αυτή ανάμεσα σε όλες τις θεωρούμενες δημοκρατικές της γης, να διδαχτεί με δικά του έξοδα σύγχρονη επιστημονική γνώση, από ένα ίδρυμα που θα βρίσκεται μέσα σε αυτή τη χώρα (ενώ έξω από αυτήν επιτρέπεται) ακόμα και αν αυτό το ίδρυμα έχει δασκάλους και εργαστήρια του καλύτερου παγκόσμιου επιπέδου, ακόμα και αν αυτή η γνώση μπορεί να πιστοποιηθεί από όσους κρατικούς ελέγχους χρειαστούν ώστε αυτός ο πολίτης να μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα που αντιστοιχεί σε αυτή τη γνώση. Αυτή η απαγόρευση επιβάλλεται στους πολίτες εδώ και χρόνια με πολλά απατεωνίστικα επιχειρήματα από τα οποία το βασικότερο είναι ότι τα παιδιά των πλούσιων που δεν θα μπορούν να μπουν στα κρατικά ΑΕΙ θα μπαίνουν πληρώνοντας στα ιδιωτικά και θα τρώνε έτσι τις θέσεις εργασίας των παιδιών των φτωχών. Άρα ταξική υποχρέωση των μαρξιστών μέσα σε μια μέχρι το μεδούλι αστική κοινωνία είναι σύμφωνα με αυτούς, να εμποδίζουν τους πλούσιους να σπουδάζουν τα παιδιά τους σε δικά τους Πανεπιστήμια. Θα ήταν γελοίο κάτι τέτοιο αν ήταν μόνο αντιμαρξιστικό όπως αποδεικνύεται εύκολα επειδή έτυχε να έχει ασχοληθεί και ο ίδιος ο Μαρξ με το ζήτημα, στο απόσπασμα που βάλαμε στην αρχή του άρθρου μας:
«Ίση λαϊκή εκπαίδευση; Τι να φαντάζονται μ’ αυτά τα λόγια; Πιστεύουν ότι μπορεί στη σημερινή κοινωνία (και μονάχα με δαύτην έχουν να κάνουν) να είναι η εκπαίδευση ίση για όλες τις τάξεις; Ή ζητάνε να περιοριστούν υποχρεωτικά και οι ανώτερες τάξεις στη λιγοστή εκπαίδευση του δημοτικού σχολείου, μια που μονάχα αυτό συμβιβάζεται με τις οικονομικές συνθήκες των μισθωτών εργατών και των αγροτών … »
Αν κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για τα σχολεία φαντάζεται κανείς πόσο αδύνατο είναι για τα Πανεπιστήμια, που μόνο για τα παιδιά των εργατών δεν προορίζονται, όχι μόνο εδώ αλλά πουθενά στον κόσμο. Μέχρι και στο σοσιαλισμό για μια μεγάλη περίοδο θα είναι πολύ δύσκολο να ανήκουν ουσιαστικά στο λαό τα Πανεπιστήμια, όπως μας δίδαξε κυρίως η κινέζικη πολιτιστική επανάσταση. Κι αυτό γιατί κυρίως αστοί ειδικοί θα είναι για αρκετό καιρό οι δάσκαλοι τους αλλά και οι φοιτητές δεν θα είναι κυρίως τα παιδιά της χειρωνακτικής εργατικής τάξης αλλά παιδιά μορφωμένων γονιών από την παλιά ή τη νέου τύπου αστική τάξη και τα άφθονα στο σοσιαλισμό μικροαστικά στρώματα. Αλλά ειδικά το ελληνικό κρατικό Πανεπιστήμιο, είναι ένα από τα πιο ανελέητα ταξικά εκπαιδευτικά οικοδομήματα πράγμα βέβαια για το οποίο ελάχιστα ή καθόλου δε μιλάει η ψευτοαριστερά. Η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση είναι μια ταξική πολυκατοικία που στο ρετιρέ της είναι οι σχολές που βγάζουν τους πιο καλοπληρωμένους πτυχιούχους, από τους οποίους βγαίνουν και τα διευθυντικά στελέχη της αστικής τάξης, ενώ στο υπόγειο της βρίσκονται οι σχολές στις οποίες το πτυχίο ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην ανεργία ή σε μια κακοπληρωμένη ανειδίκευτη δουλειά άσχετη με το πτυχίο. Στους μεσαίους ορόφους κυριαρχεί η αβεβαιότητα για το μέλλον ή μάλλον ο ανταγωνισμός για μια θέση στο κορεσμένο δημόσιο και γι αυτό είναι αυτές οι σχολές που πρωτοστατούν στο κίνημα υπέρ της απαγόρευσης των ιδιωτικών ΑΕΙ επειδή θα παράγουν κι άλλους ανταγωνιστές τους στο δημόσιο.
Στα ρετιρέ που δίνουν τον ταξικό τόνο όλης της ανώτατης εκπαίδευσης, παρόλο που σε ποσοστό φοιτητών είναι πολύ μειοψηφικά, μπαίνουν μετά από έναν σκληρό και βαθιά τραυματικό για τις νεολαιίστικες ψυχές ατομικό και ταξικό ανταγωνισμό, αυτό των πανελλαδικών, τα παιδιά της μικροαστικής και μικρής αστικής τάξης που έχουν μορφωμένους γονείς και ακριβή ιδιωτική φροντιστηριακή μέση εκπαίδευση, ενώ στα υπόγεια της πολυκατοικίας βρίσκονται τα παιδιά των μισο-προλεταριακών και φτωχών μικροαστικών στρωμάτων. Όμως το βασικό είναι ότι η πλειοψηφία των παιδιών των χαμηλόμισθων εργαζόμενων έχουν εξοστρακιστεί από αυτή την πολυκατοικία καθώς δεν συμμετέχουν καν στις πανελλαδικές. Κι αυτό α) γιατί δεν έχουν ούτε ψηλό οικογενειακό μορφωτικό περιβάλλον, ούτε λεφτά για φροντιστήρια, οπότε έμειναν κυρίως ταπεινωμένοι θεατές στις τρεις τελευταίες τάξεις του Λυκείου σε μια από τις χειρότερες και πιο εχθρικές στους φτωχούς μαθητές δημόσια μέση εκπαίδευση του κόσμου όπως αποδεικνύουν οι διαγωνισμοί της Πίζα, και β) γιατί οι γονείς τους δεν έχουν λεφτά να τους πληρώνουν τα έξοδα διαβίωσης επί 5 χρόνια μέχρι να πάρουν το πτυχίο τους. Αν τα κόμματα της ψευτοαριστεράς δεν ήταν βαθιά αντεργατικά θα είχαν τα εξής βασικά αιτήματα για να είναι πραγματικά δωρεάν η ανώτατη εκπαίδευση:
1. Θα έπρεπε να απαιτούν να φτάνουν στις πανελλαδικές τα παιδιά των προλετάριων και όχι να αποκλείονται πρακτικά από αυτές. Αυτό σημαίνει Πρώτον αντί να εμποδίζουν με μανία, να προωθούν την ατομική κρατική αξιολόγηση κυρίως των καθηγητών στη μέση εκπαίδευση τους οποίους οι ψευτοαριστερές παρατάξεις που ηγεμονεύουν κυρίως στη Μέση εκπαίδευση τους μετατρέπουν σε μια παρασιτική βδέλλα που σκοτώνει ψυχικά και αφήνει αμόρφωτους τους φτωχούς μαθητές. Η πιο καλή κρατική αξιολόγηση είναι η δημοκρατική στην οποία το κύριο βάρος της δίνεται στη συμμετοχή των γονιών. Δεύτερον Όσα παιδιά έχουν μείνει πίσω και είναι κυρίως τα παιδιά των φτωχών εργαζομένων να έχουν δωρεάν φροντιστήριο στο σχολείο στις απογευματινές ώρες. Τρίτον να υπάρχει σαν διέξοδος για μια πρώτη ειδίκευση και σαν σκαλοπάτι αργότερα για την ανώτατη μια πολύ γερή Μέση Τεχνική Εκπαίδευση, πολυκλαδική και με τα καλύτερα εργαστήρια και τους δασκάλους, όπως γίνεται σε βιομηχανικές χώρες σαν τη Γερμανία και όχι να επικρατεί η σημερινή διάλυση και απαξίωση.
2. Θα έπρεπε να απαιτούν το δωρεάν να σημαίνει δωρεάν. Αυτό σημαίνει όπως γίνεται σε όλες τις αστοδημοκρατικές χώρες όταν ειδικά τα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών περάσουν σε κάποια Ανώτατη Σχολή να πληρώνει το κράτος όχι μόνο τα δίδακτρα αλλά και τα έξοδα διαβίωσης τους ανεξάρτητα αν πέρασαν στην πόλη που μένουν ή σε μια άλλη. (Αξίζει με αυτήν την ευκαιρία η απάντηση στους υποκριτές που κατηγορούν τις δυτικές δημοκρατίες που δίνουν δάνεια σε φοιτητές για να σπουδάζουν, ότι η ελληνική «δωρεάν» παιδεία είναι ακόμα χειρότερη γιατί δεν δίνει ούτε καν αυτή τη δυνατότητα στους φτωχούς να δραπετεύσουν μ αυτόν τον τρόπο από την άρνηση ανώτατων σπουδών στην οποία τους προορίζει το ταξικά ρατσιστικό ελληνικό κράτος). Μάλιστα για τα παιδιά που σπουδάζουν σε άλλες πόλεις από εκείνες που μένουν οι γονείς τους, κι όπου η στέγη είναι πραγματική κόλαση για τους τελευταίους, το προοδευτικό αίτημα είναι το μαζικό κτίσιμο φοιτητικών εστιών και ως τότε ένα πολύ μεγάλο επίδομα ενοικίου και για τους φοιτητές με οικογένειες με μεσαία εισοδήματα. Όσο αυτό δεν συμβαίνει τα έξοδα για τους γονείς είναι περισσότερα για τέτοιες σπουδές από όσα αν το παιδί τους φοιτούσε σε κάποιο ιδιωτικό κολλέγιο ή μη κρατική ανώτατη σχολή στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη όπου ζει ο μισός πληθυσμός της χώρας. Μάλιστα πουθενά αλλού δεν εκφράζεται καλύτερα η ιδεολογική εξαχρείωση της ψευτοαριστεράς από τον ξεδιάντροπο ισχυρισμό της ότι τα μη κρατικά ΑΕΙ θα αδυνατίσουν τα επαρχιακά ΑΕΙ και έτσι θα χτυπηθεί η επαρχία. Αυτό σημαίνει ότι θα χτυπηθούν οι ραντιέρηδες που νοικιάζουν σπίτια, δηλαδή οι μεγαλύτεροι εκμεταλλευτές των φοιτητών, που είναι εκείνοι που απαιτούν την ίδρυση επαρχιακών ΑΕΙ ακόμα και με πολύ χαμηλό επίπεδο σπουδών. Αυτούς στηρίζει και η ψευτοαριστερά όταν ενώ δημαγωγεί για φοιτητικές εστίες τις σαμποτάρει με πρόσχημα πάλι ότι γίνονται με ΣΔΙΤ, δηλαδή από ιδιώτες εργολάβους και όχι από το ίδιο το κράτος. Πάλι δηλαδή σε βάρος των φτωχών χτυπάνε ένα είδος καπιταλιστών προωθώντας ένα άλλο.
3. Τέλος μια πραγματική αριστερά θα έπρεπε να τονίζει ότι αυτό το «δωρεάν» ανώτατη εκπαίδευση, που ισχύει όπως είδαμε μερικά για τους φοιτητές, δεν είναι στα αλήθεια δωρεάν για τον υπόλοιπο πληθυσμό που πληρώνει την εκπαίδευση όλων των φοιτητών και την πληρώνει μέσα από τη φορολογία. Και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα να την πληρώνει η αστική τάξη, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της φορολογίας της χώρας μας το πληρώνουν οι μισθωτοί μέσω της έμμεσης φορολογίας που είναι και η πιο κοινωνικά άδικη. Γι αυτό το αίτημα για δωρεάν ανώτατη παιδεία στη χώρα μας πρέπει να συνδυάζεται με την απαίτηση για τσάκισμα της φοροδιαφυγής, που κυρίως αφορά τη μικρομεσαία αστική τάξη, αλλά και για σημαντική αύξηση της φορολογίας εισοδήματος της μεγαλοαστικής τάξης και για μείωση της έμμεσης.
Για την απάτη ότι ό,τι προσφέρεται δωρεάν δεν είναι εμπόρευμα και ότι όποια εκπαίδευση είναι εμπόρευμα είναι κάλπικη
Παρόλο λοιπόν που η εκπαίδευση που προσφέρουν τα κρατικά ΑΕΙ δεν είναι πραγματικά δωρεάν και την πληρώνουν περισσότερο μάλιστα αυτοί που λιγότερο τη γεύονται: οι προλετάριοι και τα παιδιά τους, αυτό το καλοφυτεμένο ψέμα επιτρέπει στην ψευτοαριστερά να υποστηρίζει ότι τα κρατικά ΑΕΙ όχι μόνο είναι τα ΑΕΙ των φτωχών όπου οι πλούσιοι χάνουν τάχα την υπεροχή τους γιατί τα δικά τους παιδιά δεν διαβάζουν τόσο σκληρά για να νικήσουν στον ανταγωνισμό των Πανελλαδικών, αλλά ότι η γνώση που αγοράζουν σε σχολές για πλούσιους από το εσωτερικό ή το εξωτερικό είναι κάλπικη ακριβώς επειδή είναι εμπόρευμα. Είναι βασικό για το σοσιαλφασισμό να απαξιώνει κοινωνικά όποιο κομμάτι του κεφάλαιου και στο βάθος όποια παραγωγική δύναμη θέλει να εξοντώνει. Η λογική του είναι ότι μόνο η κρατική εκπαίδευση επειδή παρέχει τάχα τη γνώση της δωρεάν, δεν έχει σα στόχο το κέρδος, οπότε και η γνώση που προσφέρει είναι πραγματικά επιστημονική γιατί την κινεί μόνο η ανιδιοτελής ανάγκη των επιστημόνων «λειτουργών» της (όπως λένε τους υπαλλήλους του κράτους καθηγητές της και μάλιστα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης) για την κατάχτηση της γνώσης και τη μεταφορά στους φοιτητές της αλήθειας και όχι η αγορά και η πώληση της, πόσο μάλλον η χρήση της στην καπιταλιστική παραγωγή. Οπότε και η πιστοποίηση αυτής της γνώσης, το πτυχίο, που δίνει το κράτος στον πτυχιούχο είναι γνήσιο ενώ αυτό που δίνει το ΑΕΙ είναι αγορασμένο, οπότε ύποπτης αξίας. Λένε διαρκώς αυτές τις ανοησίες παρόλο που καταρρέουν κάθε στιγμή από την απλή εμπειρία αφού τα καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου - που είναι τα ακριβότερα αμερικάνικα και εγγλέζικα- πουλάνε πιο ακριβά από κάθε άλλο την εκπαίδευση τους και ταυτόχρονα πουλάνε την καλύτερη γνώση και τα πιο αξιόπιστα πτυχία.
Το θεωρητικό βάθρο αυτής της απάτης βρίσκεται στον ισχυρισμό ότι η κρατική εκπαίδευση δεν είναι εμπόρευμα επειδή είναι δωρεάν. Αλλά δεν τους νοιάζει όταν τους λένε ότι είναι δωρεάν -όσο είναι- για τους φοιτητές, αλλά δεν είναι δωρεάν για το λαό γενικά, καθώς τα λεφτά τα πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Γιατί γι αυτούς όταν αυτά τα λεφτά των φορολογούμενων φτάσουν στα χέρια του κράτους εξαγνίζονται, αποεμπορευματοποιούνται αυτόματα επειδή γίνονται τάχα δημόσια περιουσία οπότε γίνονται λεφτά «για το λαό». Με αυτόν τον τρόπο αυτοί οι ψευτομαρξιστές πυροβολούν το Μαρξισμό στην καρδιά του. Το κάνουν αυτό γιατί λατρεύουν το κράτος για να μπορούν να χώνονται σε αυτό και να παίρνουν την πολιτική εξουσία μέσα από αυτό καταλαμβάνοντας το, και όχι να το συντρίβουν για να πάρουν την πολιτική εξουσία όπως επιμένει ο μαρξισμός. Γι αυτό δεν τους συμφέρει να θυμούνται τη μαρξιστική θέση αρχής ότι το κράτος είναι ο συλλογικός καπιταλιστής, ούτε τη θέση του Ενγκελς ότι όσες περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις παίρνει στην ιδιοκτησία του τόσο πιο πολύ καταπιέζει το λαό, ούτε το απόσπασμα που βάλαμε στην αρχή αυτού του άρθρου ότι «Εντελώς για πέταμα είναι η «λαϊκή εκπαίδευση από το κράτος και…ότι μάλλον θα ‘πρεπε να αποκλειστούν τόσο η κυβέρνηση όσο και η εκκλησία από κάθε επιρροή στο σχολείο» πράγμα που όπως καταλαβαίνει κανείς πολύ περισσότερο από όσο για το σχολείο ισχύει αυτό για το Πανεπιστήμιο.
Ας δούμε λοιπόν στοιχειωδώς μαρξιστικά τη διαδικασία με την οποία προσφέρεται αυτή η υποτίθεται αγνή μη εμπορευματική γνώση από το αστικό κράτος: Με τους φόρους «για το λαό» που εισπράττει ο συλλογικός καπιταλιστής που λέγεται κράτος σχηματίζει ένα κεφάλαιο και για την ανώτατη εκπαίδευση και μ αυτό όπως κάθε άλλος καπιταλιστής αγοράζει τα εξής εμπορεύματα: Αγοράζει με μια σχεδόν εφόρου ζωής σύμβαση εργασίας την υπερειδικευμένη εργατική δύναμη του κρατικο-υπαλληλικού εκπαιδευτικού προσωπικού καθώς και τη λιγότερο ειδικευμένη του διοικητικού προσωπικού, αγοράζει από εργολάβους κατασκευαστές τις κτιριακές και τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις καθώς και τη συντήρηση αυτών των εγκαταστάσεων, και αγοράζει τα εργαστήρια και όποιο άλλο μέσο της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι απαραίτητο. Όλα αυτά τα εμπορεύματα τα συνθέτει και τα βάζει σε κίνηση και παράγει το εκπαιδευτικό έργο του κάθε κρατικού ΑΕΙ.
Το ότι αυτό το εκπαιδευτικό έργο παραχωρείται δωρεάν στο μελλοντικό πτυχιούχο κατόπιν ενός ταξικά ανταγωνιστικού διαγωνισμού σημαίνει για την ψευτοαριστερά ότι αυτό δεν είναι εμπόρευμα, οπότε δεν έχει σαν στόχο το κέρδος, και εφόσον δεν λερώνεται από το κέρδος ερευνά την αλήθεια και διδάσκει την αλήθεια. Δηλαδή έχει επιστημονική αγνότητα και ανιδιοτέλεια. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε και με εμπόρευμα και κυρίως έχουμε να κάνουμε με κέρδος. Μόνο που δεν πρόκειται για το κέρδος ενός μεμονωμένου καπιταλιστή αλλά συνολικά την τάξη των καπιταλιστών. Δηλαδή η αστική τάξη με το βασικό της όργανο ταξικής κυριαρχίας που είναι το κράτος, παρέχει δωρεάν το εμπόρευμα ανώτατη εκπαίδευση στους φοιτητές του για να μπορεί η αστική τάξη να έχει στη διάθεση της αρκετά μαζικά το εμπόρευμα ειδικευμένη εργατική δύναμη το οποίο παράγεται από την εκπαιδευτική διαδικασία. Μόνο έτσι μπορεί αυτό το εμπόρευμα να είναι σε σχετικά ψηλή προσφορά στην αγορά εργασίας για να μπορούν να το αγοράζουν όσο γίνεται πιο φτηνά οι ατομικοί κεφαλαιοκράτες και οι ενώσεις κεφαλαιοκρατών όλης της χώρας. Αλλά για να παράγει μαζικά αυτό το εμπόρευμα ο συλλογικός καπιταλιστής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τους φοιτητές που θα σπουδάσουν για να γίνουν ειδικοί μέσα από τη μεγάλη δεξαμενή όλου του πληθυσμού και όχι μόνο από την πολύ περιορισμένη δεξαμενή της αστικής τάξης που μπορεί η ίδια να πληρώσει οποιαδήποτε ντόπια ή ξένα Πανεπιστήμια για την εκπαίδευση των παιδιών της. Και οι κυρίως βιομηχανικές χώρες, που πρώτη απ’ όλες είναι η Γερμανία το παραδέχονται αυτό και μάλιστα γι αυτό το λόγο έχουν την Ανώτατη Παιδεία δωρεάν και για τους ξένους φοιτητές ώστε να μένουν και να δουλέψουν εκεί.
Με αυτόν το μηχανισμό η αξία του εκπαιδευτικού έργου των ΑΕΙ ενσωματώνεται με τη σειρά του στο εμπόρευμα που λέγεται ειδικευμένη εργατική δύναμη την οποία τελικά πουλάει ο ιδιοκτήτης της, ο πτυχιούχος, στον εργοδότη που θα την αγοράζει. Στην αξία του εμπορεύματος αυτού προστίθεται επίσης το κόστος της διαβίωσης του πτυχιούχου όλα τα χρόνια της εκπαίδευσης του. Το κόστος αυτό (στις χώρες που δεν είναι πραγματικά δωρεάν η ανώτατη εκπαίδευση όπως είναι η δικιά μας) το πληρώνει η οικογένεια του ή το πληρώνει ο ίδιος με το να πουλάει την ανειδίκευτή εργατική του δύναμη στη διάρκεια των σπουδών του. Το ότι αυτή η εργατική δύναμη έχει μέσα της και την προσπάθεια που έχει κάνει ο ίδιος ο πτυχιούχος στην εκπαιδευτική διαδικασία για να αφομοιώσει τη γνώση που του παρέχεται δεν κάνει λιγότερο εμπόρευμα το εκπαιδευτικό έργο που του παρέχεται. Απλά η όποια ιδιαίτερη προσπάθεια ή το ιδιαίτερο ταλέντο του πτυχιούχου προστίθεται στην αξία της εργατικής του δύναμης και σε ένα βαθμό την πιστοποιεί ο βαθμός του πτυχίου του ενώ συχνά και ο εργοδότης μπορεί να κάνει τον δικό του έλεγχο ποιότητας του εμπορεύματος που αγοράζει, δηλαδή τον έλεγχο των γνώσεων και των δεξιοτήτων του πτυχιούχου.
Ένα πολύ ουσιώδες σημείο εδώ είναι ότι το εμπόρευμα αυτό πιστοποιείται σε τελική ανάλυση εκεί που πουλιέται και που δεν είναι μόνο η ντόπια, αλλά η παγκόσμια αγορά ειδικευμένης εργατικής δύναμης και είναι μάλιστα κυρίως στην κατανάλωση αυτής της εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία που πιστοποιείται η αξία της και η αξία του αντίστοιχου πτυχίου. Ακόμα και τα ίδια τα ΑΕΙ εκτίθενται και αυτά στην αξιολόγηση της παγκόσμιας αγοράς και αυτός είναι ο βασικότερος λόγος για τον οποίο συντάσσονται οι διάφορες λίστες παγκόσμιας κατάταξης των ΑΕΙ οπότε έτσι έμμεσα και τα πτυχία εκτίθενται σαν καφάσια με φρούτα στην παγκόσμια αγορά των πτυχίων. Το ότι είναι η παγκόσμια αγορά αξιολόγησης των ΑΕΙ και των πτυχίων εκείνη που μετράει περισσότερο φανερώθηκε επώδυνα μετά τη χρεωκοπία του ελληνικού κράτους στα 2010, όταν δημιουργήθηκε το πρώτο πολύ μαζικό μεταναστευτικό επιστημονικά καταρτισμένο προλεταριάτο. Η βαθύτερη αιτία τόσο της χρεωκοπίας όσο και η αιτία της μαζικής μετανάστευσης των ειδικών είναι το συνεχιζόμενο σαμποτάζ των ρωσόφιλων που για δεκαετίες υπονόμευσαν και σχεδόν σκοτώσανε τη βαριά βιομηχανία της χώρας με αποτέλεσμα να πέφτουν διαρκώς παρακάτω τα άθλια σημερινά μεροκάματα όχι μόνο των ανειδίκευτων αλλά και των περισσότερων ειδικών σε πολλούς κλάδους, οπότε όλο και περισσότερο η νεολαία σκέφτεται από τότε όταν σπουδάζει το να έχει τη δυνατότητα να πουλήσει, αν της χρειαστεί αυτό, την ειδίκευση της όχι μόνο στη ντόπια αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Από αυτή τη στιγμή και πέρα φαίνεται πιο καθαρά πόσο αντιδραστικό είναι το αίτημα: «όχι στα ιδιωτικά ΑΕΙ» γιατί τάχα με αυτά οι πλούσιοι ανταγωνίζονται τα κρατικά ΑΕΙ «των φτωχών». Αυτή έστεκε σαν λογική ενός φοιτητή υποψήφιου δημόσιου υπάλληλου που θα ανταγωνιστεί τους άλλους συμφοιτητές του για να καταλάβει σαν πτυχιούχος τις ελάχιστες θέσεις ενός κομματιού μιας εσωτερικής αγοράς όπως είναι το κορεσμένο δημόσιο πχ τις θέσεις των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Σε αυτήν τη λογική στηρίζεται και σήμερα η ηγεσία της ψευτοαριστεράς για να αποπροσανατολίσει και να διασπάσει ιδιαίτερα την προοδευτική νεολαία με την αντιδραστική της εκστρατεία ενάντια στα ιδιωτικά ΑΕΙ. Το προλεταριάτο δεν θέλει να φύγει και να ζήσει για πάντα μακριά από τη χώρα του, ιδιαίτερα μάλιστα επειδή το διώχνει ένας φασιστικός ιμπεριαλισμός και θα πρέπει να κάνει τα πάντα για να το εμποδίσει αυτό, γιατί αυτό είναι ταυτόχρονα ταξικό αλλά και πατριωτικό του καθήκον. Όμως από την άλλη ακριβώς για να μην εκβιάζεται πρέπει να μπορεί να κινείται σε όλο τον κόσμο για να βρίσκει δουλειά για να μην είναι εντελώς υποχρεωμένο να βασανίζεται στη χώρα του στα χέρια των πιο αδίστακτων μεγάλων και μικρών αφεντικών που πλουτίζουν με το αίμα του, αλλά και των φασιστών και σοσιαλφασιστών που τον θέλουν δούλο στα ιμπεριαλιστικά τους αφεντικά. Αυτό φαίνεται πιο εύκολα στο ζήτημα των άθλιων μεροκάματων της χώρας μας που μόνο τα ρουμάνικα και τα βουλγάρικα είναι πιο άθλια. Αυτό το αίσχος θα ήταν ακόμα πιο αφόρητο σήμερα αν μια μεγάλη μάζα ειδικευμένων και μισοειδικευμένων, ντόπιων και μεταναστών εργαζομένων δεν ήταν σε θέση να δραπετεύσει από αυτή την εργασιακή γαλέρα και να πάει κυρίως στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες για να δουλέψει. Γιατί η παραμονή του εδώ θα αύξαινε τον εφεδρικό στρατό των ανέργων και η πτώση των μισθών, ακόμα και της πιο ειδικευμένης εργατικής δύναμης θα ήταν εφιαλτική. Βέβαια γι αυτόν ακριβώς το λόγο το βασικό πολιτικό καθήκον του συνειδητού προλεταριάτου είναι να καταγγείλει και να αντιπαλέψει τους κάθε λογής σαμποτέρ της παραγωγής στη χώρα του και να παλέψει για τη δικιά της και για τη δικιά του ευημερία. Ειδικά πρέπει να αντιπαλέψει τους σαμποτέρ της βαριάς βιομηχανίας κυβερνητικούς, κρατικούς και κομματικούς , που επικεφαλής τους στη χώρα μας έχουν τους δήθεν «κόκκινους», που κάνουν το σαμποτάζ με δήθεν αντικαπιταλιστικά, κυρίως περιβαλλοντικού τύπου προσχήματα. Όχι τυχαία αυτοί κατά προτεραιότητα επιδίδονται στο σαμποτάζ της βαριάς βιομηχανίας και ειδικότερα αυτό της βιομηχανίας παραγωγής ενέργειας από ντόπιες παραγωγικές πηγές (άνεμος, υδροηλεκτρικά, εξορύξεις υδρογονανθράκων). Γι αυτό και οι φοιτητές στις μέσες, ανώτερες και ανώτατες σχολές, ιδιαίτερα στις τεχνικές πρέπει να είναι στο πλευρό του βιομηχανικού προλεταριάτου και να έχουν σαν πρώτο καθήκον τους να καταγγείλουν τους σαμποτέρ αλλά και να απαιτήσουν μαζί νέα βιομηχανικά χωροταξικά και κρατικές ή ιδιωτικές, ντόπιες ή ξένες επενδύσεις βαριάς βιομηχανίας (αλλά όχι από νεοχιτλερικές χώρες σαν τη Κίνα ) ιδίως αυτοκινητοβιομηχανίες. Αν αυτό το σαμποτάζ σταματήσει η χώρα θα εκτιναχθεί βιομηχανικά και όσες ανώτατες σχολές και να δημιουργηθούν κατ αρχήν στις εφαρμοσμένες επιστήμες δεν θα φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες σε πολλαπλάσιους ειδικούς από όσους παράγονται σήμερα αλλά και σε επιστροφή αυτών που έχουν φύγει. Είτε όμως ανακοπεί είτε όχι αυτό το εσωτερικό σαμποτάζ το προλεταριάτο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μπορεί να πουλήσει την εργατική του δύναμη οπουδήποτε στον κόσμο ιδιαίτερα στη νέα ευρύτερη πατρίδα μας που πρέπει να γίνει η ενωμένη δημοκρατική Ευρώπη πράγμα που σήμερα είναι πιο εύκολο από ποτέ λόγω των σύγχρονων γρήγορων μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, αλλά και πιο αναγκαίο εξαιτίας της νεοχιτλερικής ρωσοκινεζικής περικύκλωσης. Σε μια τέτοια δυνατότητα κίνησης για το προλεταριάτο επέμεναν οι κλασικοί του μαρξισμού για να μην συντρίβεται το μεροκάματό του από την αστική τάξη αλλά και να διευρύνονται οι πολιτιστικοί και πολιτικοί του ορίζοντες. Και όσο πιο ψηλά ειδικευμένη είναι η εργατική του δύναμη, όσο πιο πολύ προσαρμοσμένη στις νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις και όσο πιο στέρεες βάσεις έχει στις θετικές επιστήμες, τόσο πιο εύκολο είναι ο κάτοχος αυτής της εργατικής δύναμης να βρει μια υποφερτά αμειβόμενη δουλειά οπουδήποτε. Γι’ αυτό το λόγο είναι όχι μόνο αντιδημοκρατικό και διασπαστικό για τη νεολαία, αλλά είναι και βαθιά αντεργατικό το να απαγορεύεται σε οποιοδήποτε άνθρωπο να αγοράσει έγκυρη ανώτατη εκπαίδευση οπουδήποτε τη βρει και όχι μόνο από τις ξένες χώρες - πράγμα που πάντα επιτρεπόταν και κανείς δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να το απαγορεύσει-αλλά και από τη δική του χώρα.
Τέτοιου είδους περί τάχα κάλπικου εμπορεύματος είναι και η κριτική στα ιδιωτικά ή μη κρατικά ΑΕΙ των ψηλής ζήτησης ειδικοτήτων λέγοντας ότι οι πλούσιοι θα μπαίνουν σε αυτά με πολύ χαμηλότερη βάση από όση οι φοιτητές των αντίστοιχων κρατικών, θα παίρνουν σκάρτα πτυχία. Σχετικά με το επιχείρημα ότι μια εκπαίδευση είναι αναγκαστικά σκάρτη επειδή είναι εμπόρευμα που το παράγει μια ιδιωτική επιχείρηση που έχει σκοπό το κέρδος, αυτό είναι μέρος μιας γενικά αντιδραστικής μικροαστικής αντίληψης για τον καπιταλισμό. Σύμφωνα με αυτή οι χιλιάδες άνθρωποι που πληρώνουν τόσο ακριβά για να αγοράζουν εκπαίδευση δεν ελέγχουν τους πωλητές ως πτυχιούχοι που πουλάνε την εργατική τους δύναμη στην παγκόσμια και τοπική αγορά εργασίας, και θεωρείται ότι η υποχρέωση μιας επιχείρησης που παράγει εκπαιδευτικό έργο στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό δεν είναι η συνέπεια στην ποσότητα και την ποιότητα του εμπορεύματος του όπως τονίζει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, αλλά είναι τάχα το να παράγει και να πουλάει ελαττωματικά εμπορεύματα, όπως κάνει ένας πλανόδιος μικρέμπορας της παραλίας, πράγμα που γρήγορα θα οδηγήσει την επιχείρηση του στο κλείσιμο ή ακόμα και τον ίδιο στη φυλακή. Αν ωστόσο ήταν ειλικρινείς και θέλανε στ αλήθεια να προστατέψουν το λαό από το ελάχιστα πιθανό αλλά υπαρκτό ενδεχόμενο να φέρει μια κυβέρνηση εγκαθέτων κάποιους απατεώνες ή ξεδιάντροπους φασίστες για να στήσουν ΑΕΙ άθλιου επιπέδου για να αρπάξουν δίδακτρα για μερικά χρόνια και μετά να εξαφανιστούν ή να αγοράσουν πολιτική επιρροή πουλώντας μέτρια ή κακή επιστήμη θα έριχναν όλο τους το βάρος στο να ζητήσουν ακόμα περισσότερους ελέγχους στα μη κρατικά ΑΕΙ από το ελληνικό κράτος και από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ή ακόμα θα ζητούσαν εξετάσεις για να δίνουν άδεια άσκησης επαγγέλματος οι απόφοιτοι όλων των ΑΕΙ, ιδιωτικών ή κρατικών. Αλλά τέτοιες απαιτήσεις γίνονται γελοίες όταν προβάλλονται από υπερασπιστές του κάθε ελληνικού κρατικού ΑΕΙ που είναι γεμάτο από ιστορίες πραγματικά πέτσινων πτυχίων ιδιαίτερα στην περίοδο που οι φοιτητικές παρατάξεις μοίραζαν θέματα εξετάσεων που τους τα έδιναν οι καθηγητές για να ψηφιστούν από αυτές στα διοικητικά όργανα των Σχολών τους.
Αλλά πέρα από το ότι μπορούν αυτές οι μη κρατικές σχολές να ελέγχονται και από την αγορά των πτυχίων, και από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και από το κράτος, δεν σημαίνει τίποτα από μόνο του το ότι οι βάσεις εισαγωγής θα είναι χαμηλότερες από όσο στα κρατικά ΑΕΙ, αρκεί να μην είναι σε εξευτελιστικά χαμηλά επίπεδα γιατί αυτό θα σήμαινε πράγματι σχολές απάτες αφού θα δέχονταν φοιτητές που δεν θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Γιατί σήμερα ο αποκλεισμός των συντριπτικά περισσότερων από όσους εισάγονται στις σχολές της πολύ μεγάλης ζήτησης δεν είναι απαραίτητος από πλευράς γνώσεων, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του ελληνικού κρατικού μονοπώλιου στην ανώτατη εκπαίδευση. Δεν χρειάζεται δηλαδή να πηδήξει κανείς έναν πανύψηλο μαντρότοιχο 19.000 μορίων και να τραυματιστεί ψυχικά καλογερεύοντας στα πιο τρυφερά του χρόνια για να μπει σε αυτές τις σχολές και μετά να καταβάλλει πολύ λιγότερο εντατική προσπάθεια περπατώντας περίπου στο ίσιωμα για να βγει. Αν υπήρχαν πολλές τέτοιες κρατικές σχολές θα μπορούσαν πολλοί να σπουδάσουν από αυτούς που αποκλείστηκαν. Αυτό δείχνει ότι αυτά τα μόρια δεν αντιστοιχούν τόσο στη δυσκολία της σχολής όσο στη μεγάλη ζήτηση της. Αυτή δηλαδή είναι μια ακόμα απόδειξη ότι και η κρατική εκπαίδευση είναι κι αυτή ένα εμπόρευμα όπου επειδή η προσφορά είναι μικρή και η ζήτηση μεγάλη για να το προμηθευτεί κανείς πρέπει να πληρώσει σε μόρια. Και πληρώνει όπως λένε άνθρωποι που έχουν σπουδάσει και εδώ και έξω πιο ακριβά από όσο στις επιστημονικά και βιομηχανικά πιο ανεπτυγμένες και σχετικά πιο δημοκρατικές χώρες όπου μετράει πιο πολύ για την εισαγωγή όσο και για τη φοίτηση σε αυτές τις σχολές η κατανόηση των νόμων της φύσης (ανάμεσά τους και των μαθηματικών) και λιγότερο η παπαγαλία τους ή η επίλυση τυποποιημένων γρίφων όπως γίνεται στη βυζαντινοπρεπή χώρα μας. Στις νέες σοσιαλιστικές επαναστάσεις οι οποίες μετά τις ήττες και με πιο ανεπτυγμένο τον καπιταλισμό θα είναι πολύ βαθύτερες από τις πρώτες θα μετράει ακόμα περισσότερο το πείραμα και η παραγωγική πράξη και θα υπάρχουν στην ουσία κινήματα συνεργασίας ψηλά ειδικευμένων και λιγότερο ειδικευμένων προλετάριων που θα αλληλο-τροφοδοτούνται και θα εξελίσσονται ασταμάτητα στην κοινή πάλη. Έτσι θα μειωθεί αυτό το μαρτύριο οι άνθρωποι να γεμίζουν πρώτα το κεφάλι τους με γνώσεις για να μπουν κάποτε στην παραγωγή και στον επιστημονικό πειραματισμό οπότε σε μεγάλο βαθμό θα εκλείψει το βασανιστικό καψόνι να αποδεικνύουν διαρκώς ότι αξίζουν πολλαπλάσιο μισθό και σεβασμό στη ρωμαϊκή αρένα όπου τους έχει ρίξει αυτή η κοινωνία των μονομάχων. Σε κάθε περίπτωση με καπιταλισμό ή χωρίς είναι καλύτερο να υπάρχουν στη χώρα μας πολύ περισσότερες κρατικές ή μη κρατικές ανώτατες σχολές τεχνολογίας που όχι τυχαία είναι αυτές της μεγαλύτερης ζήτησης. Και αυτό το αίτημα για περισσότερες τέτοιες σχολές είναι άρρηκτα δεμένο με το συστηματικό σαμποτάρισμα της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας που αναφέραμε παραπάνω. Γιατί σε τελική ανάλυση είναι η βαριά βιομηχανία και μάλιστα η βαριά τεχνολογικά ανεπτυγμένη βιομηχανία εκείνη που γεννάει την ανάγκη για περισσότερη τέτοια τεχνική εκπαίδευση και μάλιστα σε τρεις βαθμίδες που αλληλοϋποστηρίζονται: μέση, ανώτερη και ανώτατη. Αντίθετα σήμερα η κρατική ανώτατη εκπαίδευση δίνοντας μεγάλη έμφαση στις υπηρεσίες σκοτώνει τη νεολαία και ρίχνει τις οικογένειες σε τεράστιες στερήσεις ξεφορτώνοντάς τες σε πολυάριθμες σχολές με μισο-άχρηστα πτυχία.
Έτσι θα μειωνόταν, όσο είναι δυνατό αυτό μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια η σκληρότητα του ανταγωνισμού και οι βάσεις για τις ανώτατες σχολές με μεγάλη ζήτηση. Γι αυτό κανένα γνήσιο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της τριτοδιεθνιστικής παράδοσης δεν θα είχε ποτέ αίτημα να μην υπάρχουν κάποια ΑΕΙ επειδή είναι ιδιωτικά, όπως ποτέ δεν θα έλεγε όχι στη βαριά βιομηχανία επειδή είναι ιδιωτική. Γι αυτό ποτέ δεν το είπε αυτό το παλιό μαρξιστικό ΚΚΕ. Ίσα-ίσα έλεγε το αντίθετο. Αυτό το λένε μόνο σαμποτέρ στην υπηρεσία μιας ομάδας ιμπεριαλιστών στο όνομα του μαρξισμού. Μάλιστα σε μια χώρα με πελώριο μεταναστευτικό επιστημονικά καταρτισμένο προλεταριάτο, είτε κρατικές, είτε ιδιωτικές αν ήταν οι πολύτιμες αυτές για τη χώρα και το λαό ανώτατες σχολές η παγκόσμια αγοραστική αξία των πτυχίων των κρατικών ΑΕΙ δεν θα είχε μειωθεί.
Το ότι η ανώτατη εκπαίδευση που παρέχει το κράτος είναι ένα εμπόρευμα φαίνεται πιο καθαρά στις χώρες του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού όπου οι ίδιοι οι φοιτητές πληρώνουν τα δίδακτρα, και το κράτος μέσω των τραπεζών τους δανείζει για να τα πληρώνουν και να τα ξεπληρώνουν σταδιακά από τη δουλειά τους. Αλλά ακριβώς επειδή αυτή η αποπληρωμή γίνεται όλο και πιο δύσκολη γιατί η αξία της ειδικευμένης εργατικής δύναμης έχει την τάση να πέφτει και τα έξοδα των αντίστοιχων σπουδών να αυξάνονται, οπότε η ταξική πάλη των ειδικευμένων εργαζομένων για να τους χαριστούν ή να μειωθούν τα χρέη δυναμώνει.
Αλλά και σε χώρες σαν τη δικιά μας η ανώτατη εκπαίδευση φαίνεται όλο και περισσότερο ότι είναι εμπόρευμα αφού στα διδακτορικά γίνεται με πληρωμή καθώς θα ήταν ανυπόφορο για τους εργαζόμενους φορολογούμενους να πληρώνουν τις παρατεταμένες σπουδές ακόμα και των υποψήφιων στελεχών της αστικής τάξης αλλά και τα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα που δένονται με τις άμεσες παραγωγικές ανάγκες επιχειρήσεων. Επίσης πιο καθαρά φαίνεται ο εμπορευματικός χαρακτήρας της κρατικής δωρεάν εκπαίδευσης όταν τη συγκρίνει κανείς με την επίσης κρατική δωρεάν υγεία. Και γι’ αυτήν την ίδια φρασεολογία χρησιμοποιεί η ψευτοαριστερά για να την απο-εμπορευματοποιήσει με το ζόρι οπότε την ονομάζει κι αυτήν όπως και την παιδεία «κοινωνικό αγαθό» δίνοντας στον όρο αυτό την ιδιότητα του κοινού κτήματος όλων των τάξεων. Βέβαια όπως όλα τα είδη ατομικής κατανάλωσης, όπως η τροφή, η στέγη έτσι και η υγεία που είναι πρώτης ανάγκης, αυτά είναι μεν κοινωνικά αναγκαία αγαθά, αλλά καταναλώνονται ατομικά και γι αυτό στο καπιταλιστικό σύστημα είναι ταυτόχρονα και εμπορεύματα και παράγονται εκτός από τις κρατικές και από τις ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις που πουλάνε ανοιχτά αυτά τα εμπορεύματα σαν τέτοια. Όμως στην κρατική δωρεάν υγεία ο συλλογικός καπιταλιστής για να γλυτώσει έξοδα για την τάξη του, παρέχει αυτά τα εμπορεύματα στους φτωχούς στη χειρότερη δυνατή ποιότητα, μιας και τις παρέχει υποχρεωτικά δωρεάν σε όλους χωρίς εξαίρεση, (ενώ στα ΑΕΙ όταν τη δίνει στην ψηλότερη ποιότητα κάνει πολύ αυστηρούς διαγωνισμούς σε ποιους θα δώσει «δωρεάν» εκπαίδευση). Μάλιστα είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στην ελληνική κρατική υγεία όπου το πιο ακριβό προϊόν που αυτή πουλάει είναι η εγχείρηση, οι γιατροί ζητάνε λεφτά από τους αρρώστους και το κράτος εδώ και πολλά χρόνια τους αφήνει να το κάνουν. Οπότε έτσι διαμορφώνεται και η ταξική διαστρωμάτωση μέσα στο κρατικό νοσοκομείο. Πιο ψηλό φακελάκι τα πιο εύπορα μεσοστρώματα, πιο χαμηλό φακελάκι οπότε και πιο «εύθραυστη» υγεία οι προλετάριοι. Αυτό γιατί η ειδικευμένη εργατική δύναμη των κρατικών χειρούργων, είναι κι αυτή εμπόρευμα και αυτοί επειδή μπορούν να το πουλήσουν στην εσωτερική ή στην παγκόσμια αγορά οπότε δεν τους συμφέρει να μείνουν στο δημόσιο μόνο με τους ελληνικούς δημοσιοϋπαλληλικούς μισθούς. Γι αυτό τελευταία ο έλληνας συλλογικός καπιταλιστής μετά τις απογευματινές επισκέψεις έφτιαξε και τις απογευματινές εγχειρήσεις για να νομιμοποιήσει αυτό το παράνομο εμπόριο ώστε να μην χάσει τους καλύτερους ειδικούς τoυ. Γι αυτό το λόγο μια πραγματική αριστερά αυτό που πρέπει να κάνει στην υγεία μέσα στον καπιταλισμό δεν είναι να κινητοποιήσει τους μισθωτούς να απαιτήσουν σαν πρώτο τους αίτημα σε ότι αφορά την υγεία από το συλλογικό καπιταλιστή το σκέτο και κούφιο «δωρεάν κρατική υγεία» της ψευτοαριστεράς -που στην πράξη σημαίνει «φακελάκι ή θάνατος»- ούτε να διεκδικήσει τα απογευματινά ιατρεία και χειρουργεία της φιλελεύθερης αστικής τάξης αλλά το «ψηλές αμοιβές για τους καλύτερους και πολύ περισσότερους κρατικούς γιατρούς και το καλύτερο και το πιο πολυάριθμο υγειονομικό προσωπικό και τιμωρίες για το φακελάκι όσο υπάρχουν αυτοί οι όροι». Το βασικό είναι δηλαδή να πιέζει η εργατική τάξη την αστική τάξη να έχει μια περίθαλψη που να πλησιάζει λίγο με τη δικιά της και όχι να ζητάει να καταργήσει την αστική τάξη στον καπιταλισμό όπως κάνει η απατεωνίστικη ψευτοαριστερά αφού καμώνεται πως θέλει να κρατικοποιήσει την υγεία, δηλαδή να κάνει την αστική τάξη να εγχειρίζεται και εκείνη όπως εγχειρίζονται οι φτωχοί στα κρατικά νοσοκομεία. Το ίδιο κάνει και στα ΑΕΙ. Καλύτερη κρατική εκπαίδευση και όχι «όχι στην ιδιωτική», που αυτό εννοεί όταν λέει ότι το κράτος σκοτώνει τα κρατικά ΑΕΙ για να δυναμώσει τάχα τα ιδιωτικά. Δηλαδή βρίσκει σαν άλλοθι τον ιδιώτη καπιταλιστή, την αγορά, τον ελεύθερο αστικό ανταγωνισμό για να υπερασπίσει το συλλογικό καπιταλιστή, το κράτος. Ο στόχος της ψευτοαριστεράς είναι μέσα από την ισχυροποίηση του κράτους να ισχυροποιήσει τη δικιά της πολιτική εξουσία και τελικά τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού που υπηρετεί. Αυτό είναι πιο πολύπλοκο και πιο κρυμμένο και αυτό θα επιχειρήσουμε να κάνουμε σε επόμενο κεφάλαιο αυτού του άρθρου.
- Δεύτερο Μέρος-
Η πολιτική στρατηγική που υπηρετεί ο νόμος Μητσοτάκη και γιατί είναι στην κύρια πλευρά αρνητικός
Όμως όταν εξετάσουμε αυτό το νόμο από τη συγκεκριμένη του πλευρά, δηλαδή σε σχέση με τη γενικότερη πολιτική στρατηγική που υπηρετεί, το πρώτο χειροπιαστό δείγμα εφαρμογής του και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο προωθήθηκε βγάζουμε το εξής συμπέρασμα: Ο νόμος αυτός ανήκει μεν τακτικά στο γενικότερο πλαίσιο των καθησυχαστικών προς τη Δύση προσποιήσεων της ρωσόφιλης πρωθυπουργίας Μητσοτάκη χάρη στις οποίες αυτή μπορεί να διεισδύει στον κεντρικότερο πυρήνα των πολιτικοστρατιωτικών μηχανισμών της Δύσης, αλλά πρακτικά και στρατηγικά δυναμώνει το ρωσικό σοσιαλιμπεριαλισμό και τις υποτακτικές του πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως την πολιτικο-ιδεολογική ναυαρχίδα τους, το ψευτοΚΚΕ.
Είναι δηλαδή άλλο πράγμα να διεκδικεί κανείς το δικαίωμα να λειτουργούν στη χώρα του κι άλλες έγκυρες σχολές που να διδάσκουν επιστήμες, οπότε πρέπει να καταγγέλλεται το φασιστικό άρθρο 16. Είναι επίσης άλλο να κάνει κριτική ακόμα και να θεωρεί αρνητικό όπως εμείς το συγκεκριμένο νομοσχέδιο του Μητσοτάκη γιατί έχει σαν στόχο να έρθουν σχολές στην Ελλάδα που θα είναι διάδρομοι διείσδυσης νεοχιτλερικών ιμπεριαλιστών ή σχολές μόστρας που θα συγκαλύπτουν αυτή τη διείσδυση ή ότι ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο προωθείται αυτός ο νόμος είναι τέτοιος ώστε να δίνει τον κύριο όγκο της ανώτατης εκπαίδευσης δηλαδή τα κρατικά ΑΕΙ στο κεντρικό πολιτικό κόμμα εργαλείο αυτών των νεοχιτλερικών ιμπεριαλιστών που είναι το ψευτοΚΚΕ. Αυτός είναι ο λόγος που η μεν κυβέρνηση δεν προσπάθησε να καταργήσει το άρθρο 16 ενώ η φιλορώσικη αντιπολίτευση αποφεύγει να συγκεντρώνει τα πυρά της στις συγκεκριμένες σχολές ή τις βλέπει κυρίως σαν αμερικάνικες.
Χρειάζεται λοιπόν να επισημάνουμε ότι η κυβέρνηση φέρνει σχολές του ανατολικού φασιστικού μπλοκ σε ότι αφορά τις εφαρμοσμένες θετικές επιστήμες: τις δυο ιατρικές σχολές που φέρνει στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια στιγμή τα όποια δυτικά πανεπιστημιακά παραρτήματα που έχουν αναφερθεί από την κυβέρνηση ότι θα έρθουν δεν έχουν κυρίως τεχνολογικό χαρακτήρα και θα ήταν δύσκολο να έχουν γιατί η τεχνική ανώτατη εκπαίδευση έχει ανάγκη από ακριβά ερευνητικά αλλά και εκπαιδευτικά εργαστήρια για τα οποία γενικά δεν φημίζονται τα παραρτήματα. Δηλαδή περιμένουμε, αν έρθουν άλλες μη κρατικές ανώτατες σχολές πλην των ρωσοκυπριακών, ότι θα είναι για να παράγουν πιο πολλούς διευθυντές επιχειρήσεων, φιλολόγους και ιστορικούς του πολιτισμού που μόνο μετά από πολλά χρόνια, και αν έχει γεμίσει το βιομηχανικό κενό που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 40 χρόνια από το σαμποτάζ, θα μπορούν να βρουν στην Ελλάδα μια δουλειά που να αντιστοιχεί στο πτυχίο τους. Το πόσο πολύ δεν θέλουν οι φίλοι του κρατικού εκπαιδευτικού μονοπώλιου τα τεχνικά ιδιωτικά ΑΕΙ που είναι πολλά στο εξωτερικό, φαίνεται από το με πόση μεγάλη περιφρόνηση μιλάνε για αυτά και λένε ότι είναι πολύ χαμηλού επιπέδου σε σχέση με τα αντίστοιχα ξένα κρατικά. Αυτά τα ΑΕΙ είναι προφανώς χαμηλότερου επιπέδου σε σχέση με εκείνα τα κρατικά Πανεπιστήμια στο εξωτερικό με τα οποία η αντίστοιχη μονοπωλιακή αστική τάξη παράγει τους καλύτερους ειδικούς της γιατί εκεί παράγει νέα επιστημονική γνώση μέσα από τα πελώρια ερευνητικά της εργαστήρια και τους πιο παγκόσμια καταξιωμένους καθηγητές. Και όλα αυτά θέλουν πελώρια κεφάλαια που μόνο συλλογικοί καπιταλιστές, είτε είναι κράτη, είτε είναι ενωμένοι δωρητές μονοπωλιστές, μπορούν να διαθέτουν. Γι αυτό όλα αυτά τα ΑΕΙ ανήκουν είτε στο συλλογικό καπιταλιστή κράτος ή σε πολλούς καπιταλιστές δωρητές οπότε είναι «μη κερδοσκοπικά» ακριβώς γιατί μέσω αυτών κερδοσκοπεί ολόκληρη η αστική τάξη μιας χώρας. Όμως αυτά τα χαμηλότερου επιπέδου ΑΕΙ βγάζουν πολύ καλούς ειδικούς της παραγωγής που τους χρειάζεται ιδιαίτερα η σύγχρονη βιομηχανία και σε αυτά φοιτούν επίσης συχνά παράλληλα με τη δουλειά τους και αρκετοί βιομηχανικοί εργάτες που ήδη έχουν πάρει μια πρώτη κατάρτιση από τη Μέση Τεχνική εκπαίδευση. Πιστεύουμε ότι ο πιο βασικός λόγος για τον οποίο το ρωσόδουλο διακομματικό καθεστώς δεν θέλει να καταργήσει το άρθρο 16 είναι για να μην επιτραπεί ποτέ σε ένα ανάλογο ντόπιο βιομηχανικό κεφάλαιο, ιδιαίτερα σε αυτό της βαριάς βιομηχανίας, να ιδρύσει τεχνικά μη κρατικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Η διακομματική απέχθεια στη βιομηχανία εκδηλώνεται και στα κρατικά ΑΕΙ με το ότι ενθαρρύνονται να παίρνουν ερευνητικά προγράμματα από την ΕΕ αλλά δεν ενθαρρύνονται ούτε αυτά ούτε οι επιχειρήσεις να αναπτύσσουν την καινοτομία, ή αλλιώς τις πατέντες παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών που είναι κάτι πιο απλό από τις ανακαλύψεις και τις εφευρέσεις δηλαδή από την παραγωγή νέας γνώσης αλλά και πολύ πιο καίριο για τη βιομηχανική παραγωγή και τις εξαγωγές. Αυτός είναι επίσης ο λόγος που οι ρωσόδουλοι σαμποτέρ κάνουν τα πάντα για να ξεκόβουν την ανώτατη προπτυχιακή εκπαίδευση από την έρευνα και την έρευνα με τη ντόπια παραγωγή.
Αλλά ας επικεντρωθούμε στο νόμο Μητσοτάκη για τα μη κρατικά ΑΕΙ στην πιο χαρακτηριστική του ιδιότητα, ότι η πιο συγκεκριμένη ως τώρα πρακτική πρόταση της κυβέρνησης για ίδρυση ενός ξένου μη κρατικού ΑΕΙ το οποίο έχει ετοιμαστεί να χτιστεί ακόμα και σε συγκεκριμένη οικοπεδική έκταση (στο αεροδρόμιο του Ελληνικού), και η επένδυση έχει εγκριθεί από την Ανεξάρτητη Αρχή Ανταγωνισμού είναι το κυπριακό ιδιωτικό Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας με κεντρική του σχολή, την Ιατρική. Δηλαδή αυτός ο νόμος δεν έχει απλά φτιαχτεί για να ανοίξει το δρόμο σε κάποια ξένα όχι απλά μη κρατικά, αλλά καθαρά ιδιωτικά Πανεπιστήμια να έρθουν στην Ελλάδα, αλλά υπάρχει κατ’ αρχήν ένα ξένο Πανεπιστήμιο, που τόσο πολύ ήθελε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να το φέρει στην Ελλάδα, ώστε έφτιαξε ένα νόμο για χάρη του. Μάλιστα μόλις την τελευταία στιγμή πριν την ψήφιση του στη Βουλή έσκασε και ένα άλλο πανομοιότυπο κυπριακό Πανεπιστήμιο που έχει ετοιμαστεί από Δεκέμβρη, αλλά πιο «μουλωχτά» να έρθει στην Ελλάδα, το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας. Και τα δύο έχουν ανοιχτούς δεσμούς με το ρώσικο κράτος, αν και το δεύτερο τους πιο ανοιχτούς και ξετσίπωτους δεσμούς τους έχει με το κινέζικο κράτος. Μάλιστα ενώ το πρώτο θα λειτουργεί παραγωγικά σε συνεργασία με το αμερικάνικο αρπακτικό fund που αγόρασε τη μισή ιδιωτική Υγεία στην Ελλάδα, το δεύτερο, το «μουλωχτό» θα συνεργάζεται παραγωγικά με το άλλο μισό ελληνικό μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο στην Υγεία που όσο κανένα άλλο είναι σχεδόν από τη γέννα του δεμένο με τη Ρωσία, τον Όμιλος του Ιατρικού Αθηνών του Γ. Αποστολόπουλου.
Το πρώτο λοιπόν πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας είναι πιο στενά δεμένο με την πουτινική Ρωσία ακόμα και μέσα στον πόλεμο. Αυτό το ΑΕΙ έχει την πλήρη πολιτική κάλυψη για τη δημιουργία του από το ΑΚΕΛ, όπως με χαρά διαπίστωνε ο ίδιος ο υπουργός παιδείας Πιερρακάκης, όταν πριν λίγους μήνες προετοίμαζε και με άλλους νόμους το να έρθει και αυτό όπως και το δεύτερο που αναφέραμε στην Ελλάδα. Νομοθετούσε δηλαδή ο Πιερρακάκης με κατεπείγουσες διαδικασίες ώστε τα πτυχία των ΑΕΙ της Κύπρου να γίνουν τα μόνα ευρωπαϊκά που θα αναγνωρίζονται στην Ελλάδα σχεδόν αυτόματα όπως και τα ελληνικά. Το είδος των στελεχών που θα μπορούσαν να προσφέρουν τέτοια πτυχία αλλά αυτόματα και καίριες πανεπιστημιακές καθηγητικές έδρες στη χώρα μας είναι ο επικεφαλής του Τμήματος πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας ρώσος υπήκοος DmitryApraksin. Αυτός είναι και Προέδρος ταυτόχρονα του «Συντονιστικού Συμβουλίου Ρώσων Συμπατριωτών Κύπρου» (το ΣΣΡΣ Κύπρου) δηλαδή του οργανισμού που οργανώνει ανάμεσα στα άλλα τις διαδηλώσεις ενάντια στην Ουκρανία και την αντιουκρανική προπαγάνδα του ρώσικου κράτους στη Κύπρο https://planeta.press/2023/04/22/troyanskij-kon-moskvy-v-evrosoyuze/. Οι Ουκρανοί της Κύπρου τον κατηγορούν για ρωσο κατάσκοπο αλλά οι ομοφοβικοί κύπριοι Κυνηγοί τον κατεβάζουν υποψήφιο τους στις ευρωεκλογές.
Εννοείται ότι ο Μητσοτάκης δεν θα έφερνε ένα Πανεπιστήμιο σφηκοφωλιά του ΑΚΕΛ και της Ρωσίας στην Ελλάδα χωρίς να έχει την πιο ισχυρή δυτική κάλυψη. Μάλιστα με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: να χώσει τη Ρωσία μέσα στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση και ταυτόχρονα όχι απλά να καθησυχάσει τις ΗΠΑ, αλλά και να τις σιγουρέψει παραπέρα για το φιλοαμερικανισμό του. Γιατί έχει φροντίσει ώστε το ρωσόφιλο αυτό πανεπιστήμιο να έρθει στην Ελλάδα σε συνεργασία με το αμερικάνικο equity fundCVC που έχει αγοράσει σχεδόν όλα τα μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία στην Ελλάδα, (ανάμεσα τους Υγεία, Μετροπόλιταν, Μητέρα, Ιασώ, Λητώ) και έχει αποχτήσει πλειοψηφικά ή ισχυρά μειοψηφικά πακέτα σε μια σειρά άλλες εταιρείες (Vivartia, Εθνική Ασφαλιστική, Skroutz, το 10% της ΔΕΗ κλπ). Εκείνος που άνοιξε το δρόμο στη CVC να έρθει στην Ελλάδα δίνοντάς της αρχικά το «Υγεία» και τη χρεωκοπημένη MIG ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2018, αμέσως δηλαδή μόλις εγκαινίασε τη στρατηγική διπλωματική προσποίηση των ρωσόφιλων να δώσουν περισσότερες στρατιωτικές και οικονομικές βάσεις στις ΗΠΑ ώστε να στηρίζονται αυτές κυρίως στην Ελλάδα στη Ν. Ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ όσο η Τουρκία προσέγγιζε ανοιχτά τον Άξονα. Μάλιστα με αυτή τη νέα τακτική μπορούσανε και οξύνανε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οξύνανε ταυτόχρονα μέσω αυτών και τις ήδη οξυμένες από το πραξικόπημα Γκιουλέν σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία. Το αποτέλεσμα ήταν να σπρώξουν την Τουρκία από κοινού με το επίσης όψιμα φιλοαμερικάνικο ΡΚΚ στην αγκαλιά του Πούτιν και του Ιράν. Μόλις τα καταφέρανε στήσανε και τη φαντασμαγορική ειρήνη -βασικά μια ρώσικη ειρήνη- με την Τουρκία για να πείσουν και τις διστακτικές ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να εμπιστευτούν σχετικά και τη δεύτερη. Τον ελληνοτουρκικό αυτό γάμο τον επισφράγησε ο Ερντογάν προσφέροντας στον Μητσοτάκη ένα συμβολικό δώρο, ένα αφιέρωμα στη Γάζα, δηλαδή μια επισφράγιση της υποστήριξής του στους αντισημίτες βασανιστές γενοκτόνους της Χαμάς.
Μέσα από το κοινό αυτό αμερικανο-κυπριακό σχήμα το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας θα αναλάβει να φτιάξει ένα παράρτημα στο πρώην αεροδρόμιο του ελληνικού με κέντρο μια Ιατρική Σχολή που θα έχει νοσοκομειακή της ναυαρχίδα το νοσοκομείο «Υγεία». Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που κατέβασε ο Πιερρακάκης το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας θα πρέπει να εγκαταστήσει κι άλλες δυο σχολές εκτός από την Ιατρική. (Θα μπορούσε η μια από αυτές να είναι και των ηλεκτρονικών υπολογιστών). Πάντως η Ιατρική είναι μια Σχολή κλειδί γιατί η έρευνα της είναι άμεσα δεμένη με μια βιομηχανία όπως είναι αυτή της νοσοκομειακής περίθαλψης. Αυτό το δέσιμο της πανεπιστημιακής ιατρικής με τα νοσοκομεία είναι που κάνει το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας να ξεπερνάει σε κάποιες λίστες διεθνούς κατάταξης των Πανεπιστημίων τα κλασικά τεχνολογικά Πανεπιστήμια της Ελλάδας, το ΕΜΠ και το ΑΠΘ, για μόνο το λόγο ότι περιέχει μέσα του τον πρωταθλητή των ερευνητικών προγραμμάτων στην Ελλάδα που είναι η Ιατρική της Αθήνας.
Πάντως το ότι ο Μητσοτάκης φέρνει ένα Πανεπιστήμιο που αποτελεί μορφωτικό στήριγμα των φιλορωσικών πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο και το ενώνει με το πρώτο μεγαλύτερο συγκρότημα Υγείας στην Ελλάδα που ανήκει σήμερα στο αμερικάνικο κεφάλαιο, είναι λιγότερο σημαντικό από το ότι το δεύτερο κυπριακό Πανεπιστήμιο που φέρνει έχει στρατηγική συμμαχία με ένα αντίστοιχο ρωσικό, αλλά ακόμα πιο ανοιχτά και πιο βαθιά με το κινέζικο κράτος και κυρίως ότι θα είναι ενωμένο με το δεύτερο μεγαλύτερο ιδιωτικό συγκρότημα Υγείας στην Ελλάδα που έχει τους παλιότερους και βαθύτερους δεσμούς με τη Ρωσία. Από την ίδρυση της σχεδόν η ΟΑΚΚΕ καυτηρίαζε τις στενές σχέσεις που οικοδομούσε με την ΕΣΣΔ και το ρωσικό κράτος το συγκρότημα του Ιατρικού Αθηνών του Γ. Αποστολόπουλου. Ήταν αυτό που αφού έφτασε να αγοράσει μια πτέρυγα στο μεγαλύτερο κρατικό νοσοκομείο της Μόσχας την εποχή της Περεστρόικα, ενώ το 1990 έφτιαξε δικιά του ιδιωτική κλινική στη Μόσχα που εγκαινιάστηκε με την παρουσία του Ρώσου υπουργού Υγείας και του Έλληνα ομολόγου του. Το ρωσόφιλο διακομματικό μπλοκ γρήγορα γιγάντωσε τον άνθρωπό του που στα 2000 έστησε το δεύτερο μεγάλο του νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη που τα εγκαίνια του τα έκανε ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ, ενώ έστησε ένα δίκτυο επιχειρήσεων υγείας και σε άλλες βαλκανικές χώρες, ανάμεσα τους και στη Σερβία. Αργότερα ο ρωσόφιλος κρατικοολιγάρχης Αποστολόπουλος προσπάθησε να υποτονίσει τους δεσμούς του με τη Ρωσία και τους μπάζωσε κατά κάποιον τρόπο δίνοντας ένα μέρος του κεφαλαίου του σε ένα μεγάλο γερμανικό ιδιωτικό συγκρότημα υγείας, το Asklepios, αν και κράτησε ο ίδιος το στρατηγικότερο ποσοστό.
Είναι πραγματικά να απορεί κανείς πως με τόσο καμάρι ανακοινώνει στην ιστοσελίδα του το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Κύπρου ότι είναι το «μόνο στην Κύπρο και - από τα λίγα της Ευρώπης- που έχει υπογράψει τη Συμμαχία των Πανεπιστημίων της Πρωτοβουλίας Μίας Ζώνης και Ενός Δρόμου» και ότι μετά από αυτή «ακολούθησαν συμφωνίες συνεργασίας με πανεπιστήμια, ακαδημίες και ερευνητικά κέντρα σχετικά με την Πρωτοβουλία “Μιά Ζώνη και Ένας Δρόμος και τη δράση του Κινέζικου Υπουργείου Παιδείας για να πραγματοποιήσει ουσιαστικούς δεσμούς με θεσμούς ανώτατης εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο». Μάλιστα οι αθεόφοβοι δεν αρκούνται σε αυτή τη συνεργασία αλλά έχουν υπογράψει «μια ριζοσπαστική συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με τον πιο σημαντικό θεσμό στις κοινωνικές επιστήμες, στις ανθρωπιστικές και στον πολιτισμό, την Κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών» προφανώς για να διδάσκουν στους φοιτητές τους το μεγάλο ανθρωπισμό και τον πολιτισμό αυτής της δικτατορίας. Το ίδιο κυπριακό Πανεπιστήμιο για το οποίο μόλις τώρα έσκασε η είδηση ότι έρχεται στην Ελλάδα, και μάλιστα κυρίως η Ιατρική του Σχολή συνεργαζόταν από τον περασμένο Δεκέμβρη με το Ιατρικό Κέντρο Αθήνας και το Διαβαλκανικό της Θεσσαλονίκης και έστελνε σε αυτά τους φοιτητές της για πρακτική άσκηση. Δηλαδή ο νόμος Μητσοτάκη ήρθε να επιστεγάσει τη συνεργασία του κατ’ εξοχήν φιλοκινέζικου πανεπιστήμιου της Κύπρου με το δεύτερο ιδιωτικό συγκρότημα Υγείας της χώρας μας και εκείνη ανάμεσα στο κατ’ εξοχήν φιλορωσικό πανεπιστήμιο της Κύπρου με το πρώτο συγκρότημα της υγείας.
Είναι δηλαδή ένα πολύ μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο το γεγονός , ότι υπήρχαν έτοιμα δύο Πανεπιστήμια που πριν εμφανιστεί ο νόμος, κι όλας από τον περυσινό Αύγουστο για το πανεπιστήμιο της Λευκωσίαςγια να αρπάξουν τον ιατρικό έλεγχο της αφρόκρεμας της μισής ιδιωτικής υγείας της χώρας, πράγμα που πέρα από την παραγωγική σημασία του έχει και πολιτική μιας και τύποι σαν τον Απρακσίν, αν όχι ο ίδιος, θα μπορούν να έχουν στη διάθεση τους τους ιατρικούς φακέλους των μελών της ελληνικής άρχουσας τάξης. Επίσης ο Μητσοτάκης κανόνισε κιόλας από την προηγούμενη κυβέρνηση του, το 2022 και σκάρωσε ένα νόμο βάσει του οποίου οι γιατροί του ΕΣΥ θα μπορούν να δουλεύουν και στην ιδιωτική υγεία. Αυτό σημαίνει ότι τόσο το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας όσο και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο θα λειτουργούν με καθηγητές και από το ΕΣΥ, δηλαδή από τις κρατικές ιατρικές σχολές, οπότε ελέγχοντας το ψηλότερο και πιο καλοπληρωμένο σκαλί του ελληνικού συστήματος Υγείας δεν θα αργήσουν να διεισδύσουν στην ιατρική κρατική εκπαίδευση καθώς και στο ΕΣΥ, ενώ η εγκαταλελειμμένη και σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένη ελληνική κρατική Υγεία θα διαφθαρεί ακόμα παραπέρα από έναν τέτοιο δεμένο με τα δύο νεοχιτλερικά κράτη, που σημαίνει εντελώς διεφθαρμένα, πανίσχυρο πόλο ιδιωτικής Υγείας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια μπορούμε να υποθέσουμε ότι δυο Ανώτατες Σχολές ύψιστου βαθμού ζήτησης, όπως είναι οι Ιατρικές που θα έχουν φασιστικές πολιτικές εξαρτήσεις, θα έχουν την τάση να κάνουν επιλογή εισαγωγής και ενός μέρους των σπουδαστών τους όχι από εξετάσεις γνώσεων και ικανοτήτων, όπως θα επέβαλε το εμπορικό τους συμφέρον αλλά με πολιτικά κριτήρια. Αυτές οι εξετάσεις θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να είναι κοινές για όλους τους υποψήφιους που θα πλήρωναν γι αυτές τις σπουδές και η αμεροληψία τους θα έπρεπε να ελέγχεται από το ελληνικό κράτος. Όμως ο νόμος που φέρνουν οι Μητσοτάκης-Πιερρακάκης προβλέπει μόνο ένα ασήμαντο κάτω όριο εισαγωγής πιστεύουμε για να επιτρέπει στις σχολές μεγάλες ζήτησης των μη κρατικών κάποιες πολιτικού χαρακτήρα συναλλαγές στην επιλογή ενός ποσοστού των εισαγομένων σπουδαστών (γιατί ένα μεγάλο τέτοιο ποσοστό θα μπαίνει με βαθμολογικά κριτήρια αφού κάτι διαφορετικό θα ήταν αυτοκτονικό λειτουργικά-εμπορικά και θα μπορούσε να τους εκθέσει πολιτικά).
Μπορεί παρόλα αυτά κανείς να σκεφτεί ότι μπορεί τα δύο χειροπιαστά και συγκεκριμένα Πανεπιστήμια της Κύπρου που έρχονται με το νέο νόμο να αποτελούν μια σοβαρή πολιτική παραχώρηση που κάνει στη Ρωσία ο Μητσοτάκης, ο ίδιος όμως αυτός νόμος από τη φύση του θα ανοίξει το δρόμο σε μια σειρά άλλα ιδιωτικά ΑΕΙ που θα είναι παραρτήματα πανεπιστημίων που θα έχουν τη βάση τους σε ανεξάρτητες αστοδημοκρατικές χώρες και όχι σε ρωσοκινέζικα μισοπροτεκτοράτα σαν την Κύπρο. Όμως ο νόμος είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να φέρνει όποια Πανεπιστήμια θέλει και να απορρίπτει όποια δεν θέλει. Και τούτο γιατί οι όροι της αδειοδότησής τους από το ελληνικό κράτος όπως οι χωροταξικοί, κτιριοδομικοί και εκπαιδευτικοί για τους οποίους περηφανεύεται ο Πιερρακάκης ότι είναι οι πιο αυστηροί στην ΕΕ, είναι και άφθονοι και διατυπωμένοι με εσκεμμένη ασάφεια ώστε η κρατική γραφειοκρατία να κόβει όσους παίρνει πολιτική εντολή να κόψει. Βέβαια υπόσχονται ότι θα φέρουν στην Ελλάδα κάποια τμήματα διάσημων αμερικάνικων ΑΕΙ, αλλά αυτά είναι υποχρεωμένα να φέρουν μόνο μία σχολή και όπως εξηγήσαμε δεν μπορούν να έχουν τεχνικό παραγωγικό και ερευνητικό χαρακτήρα. Επίσης ήδη έχουν ανακοινώσει ότι θα γίνουν ΑΕΙ δύο πιο μεγάλα αμερικάνικα ιδιωτικά κολλέγια, το Derree και το Anatolia. Δηλαδή ενώ ήδη έχουν όπως όλα τα κολλέγια όλες τις ιδιότητες ενός ΑΕΙ ως προς τα επαγγελματικά τους δικαιώματα (μετά από ευρωπαϊκή υποχρέωση εξ αιτίας της οποίας πάλι παρακάμψανε το άρθρο 16 αλλά δεν το κατάργησαν) τώρα θα τους δοθούν και ακαδημαϊκά δικαιώματα, δηλαδή το δικαίωμα των μεταπτυχιακών σπουδών.
Αλλά η βασική αρνητική λειτουργία του νέου νόμου δεν βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος θα εφαρμοστεί και για τον οποίο μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι θα τον διαπιστώσουμε με σιγουριά μόνο στο μέλλον, αλλά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο προωθήθηκε από την κυβέρνηση. Και όπως είπαμε στην εισαγωγή μας προωθήθηκε έτσι ώστε να κυριαρχήσει στα κρατικά ΑΕΙ ασφυκτικά όσο ποτέ προηγούμενα το ηγετικό και πιο στρατηγικό κόμμα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού στην Ελλάδα το ψευτοΚΚΕ. Αυτή πιστεύουμε είναι η πιο σημαντική και πιο προβοκατόρικη χρήση του νέου νόμου.
Αυτό φάνηκε στη στάση του υπουργού Πιερρακάκη και της κυβερνητικής παράταξης της ΔΑΠ. Αυτό που έκανε ο υπουργός είναι ότι από την ώρα που ανήγγειλε τις γενικές γραμμές του νόμου στα μέσα του Δεκέμβρη ως την ώρα που τον κατέθεσε στα τέλη του Γενάρη, δηλαδή επί ενάμιση ολόκληρο μήνα, δεν τον υποστήριξε με οποιαδήποτε πολιτική επιχειρηματολογία με τοποθετήσεις και συζητήσεις στα κανάλια με τους φοιτητές και αντιπαράθεση με το ψευτοΚΚΕ που τον κατήγγειλε ενώ την ίδια ώρα, και αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό δεν υποστήριξε το νόμο στα αμφιθέατρα ούτε η ΔΑΠ. Δηλαδή στον ενάμιση μήνα που το ψευτοΚΚΕ και η κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική ουρά του κινητοποιούσαν τους φοιτητές σε έναν υπέρ πάντων αγώνα κατά του νομοσχέδιου με γενικές συνελεύσεις που αποφάσιζαν καταλήψεις όλων των κεντρικών ΑΕΙ της χώρας και των πιο βασικών τους σχολών δεν υπήρχε ούτε σε αυτές, ούτε στα ΜΜΕ η αντίθετη γραμμή, παρά μόνο από κάποιους μεμονωμένους φοιτητές. Και όχι μόνο αυτό. Υπήρχε κάτι ακόμα χειρότερο. Από τη ΔΑΠ υπήρχε η εξής γραμμή στις Γενικές Συνελεύσεις: «Δεν θέλουμε τις καταλήψεις γιατί θέλουμε να κάνουμε μάθημα» ή, όταν αυτόματα οι καταλήψεις αλλά και μερικές πρυτανείες ή κοσμητείες με έμφαση προειδοποιούσαν για την απώλεια της εξεταστικής του Φλεβάρη, η ΔΑΠ με μαζική υποστήριξη φοιτητών έβαζε πιο έντονα το να «τελειώσουμε τις καταλήψεις για να μη χάσουμε την εξεταστική». Αυτή η στάση της κυβέρνησης και της φοιτητικής της παράταξης και να μην υπερασπίζονται το νομοσχέδιο τους έδινε στο ψευτοΚΚΕ το πολιτικό και ιδεολογικό πλεονέκτημα να παριστάνει πως μιλάει στο όνομα των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των φοιτητών, και όπως πάντα των πιο φτωχών, καθώς θυσίαζαν τα μαθήματα ή ακόμα δεν πτοούνταν από τις απειλές ότι θα χάσουν την εξεταστική, επειδή τάχα πάλευαν για το γενικό καλό. Αντίθετα η ΔΑΠ με τη γραμμή της παραδεχόταν ότι υποστήριζε το στενό ατομικό συμφέρον του κάθε φοιτητή και επειδή πράγματι είναι η φοιτητική νεολαία της κλασικής αστικής τάξης και επειδή πράγματι η ιδεολογία της χαρακτηρίζεται από τον καριερισμό πρόσφερε στο ψευτοΚΚΕ τη μέγιστη πολιτική εκδούλευση ιδιαίτερα από την ώρα που η κυβέρνηση ποδοπάτησε ανοιχτά τις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών.
Δηλαδή ενώ η ΔΑΠ συμμετείχε στις Γ. Συνελεύσεις στη συζήτηση και στις ψηφοφορίες για τις καταλήψεις και η κατάσταση ήταν στη μεγαλύτερη ένταση όταν ξεκίνησε η εξεταστική, ο υπουργός καλούσε τις Συγκλήτους και τις Πρυτανείες να απορρίψουν τις καταλήψεις σαν μορφή αγώνα και να κάνουν τις εξετάσεις ηλεκτρονικά. Μάλιστα κάλεσε τους δικαστές να τις επιβάλουν σε αυτούς επικαλούμενος το νόμο που βγάζει παράνομες τις καταλήψεις, οπότε άκυρες και τις γενικές συνελεύσεις που τις αποφασίζουν με το σκεπτικό ότι τα δημόσια κτίρια δεν επιτρέπεται να καταλαμβάνονται. Αυτός είναι ένας αυταρχικός αλλά στην προκειμένη περίπτωση και προβοκατόρικος τρόπος για να καταργήσει μια κυβέρνηση διοικητικά μια πρακτική που ακόμα την αναγνωρίζουν οι φοιτητές. Απλά πατάει στο ότι αυτή η πρακτική έχει συκοφαντηθεί και διασυρθεί εδώ και χρόνια και πρώτα-πρώτα από την ίδια την ψευτοαριστερά με τον πραξικοπηματικό και καταχρηστικό τρόπο με τον οποίο τις χρησιμοποιεί και κυρίως με το φασιστικό τρόπο με τον οποίο υπονομεύει και ποδοπατάει εδώ και χρόνια τη δημοκρατία στις γενικές συνελεύσεις, οπότε και αυτές τις ίδιες. Εκεί που πατάνε λοιπόν πρώτα η ψευτοαριστερά για να εκθέσει τις γενικές συνελεύσεις και τις καταλήψεις και μετά η κυβέρνηση για να τις παρακάμψει και έμμεσα να τις απαγορεύσει είναι ότι δεν έχει γεννηθεί ακόμα ένα αρκετά μαζικό και οργανωμένο πολιτικό κίνημα μέσα στους φοιτητές που θα μπορούσε να αποδείξει ότι αυτή δεν είναι αριστερά αλλά μια άλλη μορφή ακροδεξιάς και ότι οι καταλήψεις της και οι λεγόμενοι αγώνες της έχουν αντικειμενικά στόχους εχθρικούς στους φοιτητές και στο λαό, πιο εχθρικούς και πιο δεξιούς από αυτούς της κλασικής αστικής τάξης. Έτσι οι πλατιές φοιτητικές μάζες, ιδιαίτερα οι πιο προοδευτικές και φιλικές στο λαό βλέπουν την ψευτοαριστερά σαν σεχταριστική και δογματική και μόνο από αυτή την άποψη αυταρχική αλλά στην πλειοψηφία τους δεν τη βλέπουν ακόμα φασιστική. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα τώρα που συμφωνούν με τη λεγόμενη αριστερά, ιδιαίτερα με το ψευτοΚΚΕ, αν και χωρίς κανέναν ενθουσιασμό, ότι το νομοσχέδιο είναι κακό, και ότι τα μη κρατικά Πανεπιστήμια είναι κάτι το αρνητικό από θέση αρχής γιατί είναι άδικα και εχθρικά για τους φτωχούς. Έτσι θεωρούν ότι οι σημερινές καταλήψεις είναι θετικές και χρήσιμες, αν και όχι τόσο πολύ ώστε να χάσουν ένα εξάμηνο (γιατί διαισθάνονται ότι το πρόβλημα δεν είναι τα πολλά νέα μη κρατικά Πανεπιστήμια που θα ανταγωνιστούν τα πτυχία τους, αλλά η απαξίωση σχεδόν όλων των πτυχίων σε μια χώρα με τους σχεδόν χειρότερους μισθούς στην Ευρώπη). Αλλά πέρα από τις ανάγκες της στιγμής δεν παραιτούνται από το δικαίωμα να διαθέτουν το πολιτικό και συνδικαλιστικό όπλο της κατάληψης που έχει κοινά στη μορφή της με μια περιφρουρημένη απεργία εργαζομένων και κυρίως είναι κληρονομημένη, πριν ακόμα και από τον αντιδικτατορικό αγώνα, από τους μεγάλους δημοκρατικούς αγώνες των φοιτητών στη Δύση όταν αισθάνονταν ότι η κρατική εξουσία τους ήταν εχθρική. Και αυτή εδώ είναι στη συνείδηση της πλειοψηφίας των φοιτητών μια τέτοια περίπτωση. Ενώ λοιπόν ούτε η ίδια η παράταξη της δεν υπεράσπιζε αυτό το νομοσχέδιο η κυβέρνηση αποφάσισε να θεωρήσει παράνομες τις καταλήψεις και να ποδοπατήσει ανοιχτά τις Γενικές Συνελεύσεις που τις αποφάσιζαν δικαιώνοντας έτσι παραπέρα στα μάτια των φοιτητών την αντιδραστική γραμμή του ψευτοΚΚΕ σαν αντίσταση σε μια αστική κυβέρνηση που επιβάλει με τη βία έναν νόμο που για τους λάθος λόγους θεωρούν ότι είναι εχθρικός τους. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το κυρίως πολιτικό όφελος που πρόσφερε με αυτή της τη στάση η κυβέρνηση στο ψευτοΚΚΕ. Είναι ότι το βοήθησε να νομιμοποιήσει όσο ποτέ προηγούμενα την καλυμμένη του πολιτική δικτατορία στα Πανεπιστήμια εμφανιζόμενο για πρώτη φορά σαν ηγέτης όχι μόνο των φοιτητών αλλά και ενός πολύ μεγάλου μέρους του εκπαιδευτικού προσωπικού, που εκφράστηκε ανοιχτά κατά του νόμου, όπως η ΠΟΣΔΕΠ, αλλά και σε κάποιες πανεπιστημιακές σχολές, που τοποθετήθηκαν ανοιχτά κατά των εξετάσεων από απόσταση και αποφάσισαν να μην τις κάνουν, πηγαίνοντας αντικειμενικά με τις καταλήψεις και ουσιαστικά πηγαίνοντας με το ψευτοΚΚΕ ενάντια στην κυβέρνηση, ακόμα και πολλές κοσμητείες και πρυτανείες (όπως στην Πάτρα, στο Φυσικό και Μαθηματικό της Αθήνας κλπ).
Μέσα σε αυτό το πολύ ευνοϊκό για τον σοσιαλφασισμό πολιτικό κλίμα μέσα στα Πανεπιστήμια ασκήθηκε ωμή φασιστική βία στις λίγες εκείνες Γ. Συνελεύσεις σχολών όπου η πλειοψηφία των φοιτητών ήθελε να σταματήσει η κατάληψη για να μη χάσει την εξεταστική, και γι αυτό ακολούθησε τη γραμμή της ΔΑΠ. Και αυτό έγινε κυρίως στις σχολές που συνδύαζαν δυο στοιχεία : Από τη μια σε αυτές που η ηλεκτρονική εξέταση ήταν δύσκολο να γίνει γιατί έχουν μαθήματα απομνημόνευσης και από την άλλη ήταν σχολές που τους φοιτητές δεν τους ενοχλούσαν τόσο πολύ τα ξένα μη κρατικά πανεπιστήμια ιδιαίτερα γιατί οι απόφοιτοι τους δεν προορίζονται κατά κύριο λόγο για τη στενή αγορά εργασίας του δημόσιου όπως πχ προορίζονται εκείνοι των φυσικομαθηματικών και οι φιλολογικών. Τέτοιες σχολές ήταν η Νομική της Αθήνας και του ΑΠΘ. Έτσι ενώ συνήθως σε τέτοιες «αντιπολιτευόμενες» σχολές εφαρμόζονταν οι μορφές «ήπιας» φασιστικής βίας όπως κραυγές, γιουχαΐσματα, και διαδικαστικά πραξικοπήματα (τέτοια καταγγέλθηκαν στη Νομική του ΑΠΘ Θεσσαλονίκης) στη Νομική της Αθήνας κατέβηκαν στα αμφιθέατρα κρανοφόρα τάγματα εφόδου για να τρομοκρατήσουν και να αδειάσουν τα αμφιθέατρα από τους φοιτητές της πλειοψηφίας που ήταν κατά της κατάληψης. Αλλά και εκεί που υπήρχε άνετη πλειοψηφία υπέρ των καταλήψεων όπου κάποιος ή κάποιοι φοιτητές τόλμησαν να εκφραστούν κατά της κατάληψης ή ακόμα χειρότερα τόλμησαν να κάνουν τοποθέτηση ουσίας υπέρ των μη κρατικών πανεπιστημίων υποχρεώθηκαν να σιωπήσουν ή εξοστρακίστηκαν από τις αίθουσες με άσκηση ψυχολογικής βίας (κραυγές, γιούχες) ή απειλή άσκησης σωματικής βίας πχ στο φυσικό της Αθήνας.
Αυτή η βία είναι στην ουσία της ύπουλη και καλυμμένη δικτατορία του ψευτοΚΚΕ όχι τόσο επειδή ασκείται στο όνομα του λαού εν προκειμένω στο όνομα των ίδιων των φοιτητών και μάλιστα των πιο φτωχών, όσο επειδή δεν την ασκεί απευθείας το ίδιο το ψευτοΚΚΕ, αλλά τα σύμμαχά του μικροαστικά ρεύματα της αυτοαποκαλούμενης επαναστατικής αριστεράς που για χρόνια ήταν αυτά της ΕΑΑΚ και τα τελευταία χρόνια είναι αυτά της ΑΡΑΣ με πολιτικό καθοδηγητή την πιο ανοιχτά φιλοπουτινική ΛΑΕ. Ο λόγος για τον οποίο το ψευτοΚΚΕ δεν ασκεί το ίδιο αυτή τη βία είναι, όπως θα δούμε παρακάτω πιο αναλυτικά, για να μην εκτίθεται στην κλασική αστική τάξη, ιδίως στις διοικήσεις των Πανεπιστημίων στις οποίες μέσω των εξωκοινοβουλευτικών τραμπούκων ασκεί τη δικτατορική εξουσία του. Γιατί το ψευτοΚΚΕ δεν ασκεί μόνο βία στους διαφωνούντες δημοκράτες ή αστοφιλελεύθερους φοιτητές, τρομοκρατώντας τους με τα σύμμαχά του μικροαστικά τάγματα εφόδου στις Γενικές Συνελεύσεις, αλλά αυτά τα εξαπολύει κάθε τόσο και κατά όποιων καθηγητών, συγκλήτων και πρυτάνεων αντιστέκονται στη στρατηγική επιλογή των ρωσόφιλων για ένα Πανεπιστήμιο όσο γίνεται περισσότερο ξεκομμένο από τη σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή και κυρίως τον ευρωπαϊκό αστοδημοκρατισμό στην εσωτερική του λειτουργία.
Μάλιστα όποτε η αυτή η βία χρειάζεται να γίνει βάρβαρη ασκείται ανώνυμα από το ψευτοαναρχικό λούμπεν που το ψευτοΚΚΕ συνήθως το καταδικάζει στα λόγια σαν προβοκατόρικο και στην υπηρεσία της αστυνομίας ενώ στην πράξη ποτέ δεν εμποδίζει τη βία του όταν ασκείται κατά των αστο-φιλελεύθερων φοιτητών και ιδίως κάθε λογής απείθαρχων ή ειδικά στις τεχνολογικές σχολές αναπτυξιακών καθηγητών, συγκλήτων ή πρυτάνεων. Εννοείται όποτε όλοι αυτοί οι βολικοί σύμμαχοι -΄ «αριστεροί» ριζοσπάστες εξωκοινοβουλευτικοί ή ψευτοαναρχικοί - καταληφθούν από την αυταπάτη ότι μπορεί να αποκτήσουν την ηγεσία της πάλης ενάντια στη φιλελεύθερη και γενικά δυτικόφιλη αστική τάξη τότε αντιμετωπίζουν και αυτά την πιο ωμή και πιο ενθουσιώδη βία του ψευτοΚΚΕ που τους ξυλοφορτώνει με τα κάλπικα προλεταριακά του λάβαρα. Αυτό έγινε και αυτήν την περίοδο με τη σύρραξη ΚΝΕ-ΑΡΑΣ στην οδό Πανεπιστημίου που έστειλε 8 μέλη των δύο στρατών στο νοσοκομείο.
Εννοείται η κλασσική μεγαλοαστική τάξη ανακουφίζεται με αυτή τη βία του ψευτοΚΚΕ κατά των μικροαστών «επαναστατών» συμμάχων του και καθησυχάζεται ότι αυτό είναι όντως ένα συνετό και φιλικό της μετριοπαθές κόμμα. Όμως το ψευτοΚΚΕ μπορεί κανείς να το παρομοιάσει στο επίπεδο της μετωπικής του πολιτικής με το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ενώ τους μικροαστούς συμμάχους του, ΕΑΑΚ, ΑΡΑΣ μπορεί να τα παρομοιάσει με τα Τάγματα εφόδου του Ρομ. Η διαφορά είναι ότι το ψευτοΚΚΕ επειδή έχει πολλαπλάσια δύναμη και πανίσχυρα αφεντικά λύνει κάθε τόσο τις διαφορές του με τους μικροαστούς με μικροσυγκρούσεις και γι αυτό δεν νομίζουμε ότι θα του χρειαστεί ποτέ μια «Νύχτα μεγάλων Μαχαιριών» για να τα εξουδετερώσει. Εξαιτίας αυτής της ταξικής αντίθεσης ακόμα και τώρα μέσα στο τελευταίο αντιδραστικό κίνημα ενάντια στο νόμο αυτό του Μητσοτάκη μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη διαφορετική στάση που είχε η ΠΣΚ στα αμφιθέατρα από την ΑΡΑΣ και γενικότερα από τη μικροαστική εξωκοινοβουλευτική «αριστερά». Η τελευταία το εννοούσε πραγματικά όταν έλεγε ότι πρέπει οι αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων να μετατραπούν σε ουσιαστικές καταλήψεις οπότε έπρεπε πρώτα να καταγγελθούν οι Πρυτανείες ή οι Κοσμητείες που πραγματοποιούσαν τις εξετάσεις με ηλεκτρονικό τρόπο όπως απαιτούσε το υπουργείο παιδείας και να παλέψουν να ματαιωθούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι φοιτητές θα συμφωνούσαν στην πλειοψηφία τους σε μια ματαίωση κυρίως γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη στα ρεύματα αυτά που τα θεωρούν τυχοδιωκτικά. Πάντως το μικροαστικό ριζοσπαστικό ρεύμα ήταν υπέρ του να καταλάβουν οι φοιτητές τα κεντρικά κτίρια και κυρίως τους σέρβερ για να εμποδίσουν τις διαδικτυακές εξετάσεις. Μάλιστα σε μια περίπτωση το έκαναν αυτό στους κεντρικούς σέρβερ του ΕΚΠΑ μαζί με ένα τμήμα της χαμηλόβαθμής διοικητικής γραφειοκρατίας. Η ΠΣΚ αρνήθηκε όχι μόνο κάθε συμμετοχή σε μια τέτοια πρακτική αλλά κυρίως δεν δέχτηκε να βγουν ψηφίσματα καταγγελίας των Πρυτάνεων που συμμορφώθηκαν με τη διαταγή του υπουργείου. Από αυτή και μόνο τη στάση μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι το ψευτοΚΚΕ και το νόμο δεν ήθελε πραγματικά να εμποδίσει από το να ψηφιστεί, γιατί όπως αποδείξαμε βόλευε στρατηγικά τα ρωσοκινέζικα αφεντικά του, αλλά κυρίως δεν ήθελε ούτε καν για τα μάτια να έρθει σε σύγκρουση με τους Πρυτάνεις και γενικά με το ανώτερο και ανώτατο εκπαιδευτικό προσωπικό και την ΠΟΣΔΕΠ. Επ ουδενί δηλαδή δεν ήταν διατεθειμένο το πολιτικά κυρίαρχο κόμμα μέσα στα κρατικά ΑΕΙ του ανερχόμενου φασιστικού ιμπεριαλισμού να χάσει τον ηγεμονικό ρόλο και το κύρος του για χάρη μερικών μικροαστών που έχουν το απατηλό όνειρό να είναι όλα κρατικά, για να γίνουν οι ίδιοι μέλη μιας αποσαθρωμένης παρασιτικής κρατικο-υπαλληλικής γραφειοκρατίας που οι ρώσοι πράκτορες δημιούργησαν για τακτικούς λόγους πριν από μισό αιώνα αλλά δεν σκοπεύουν να την κρατήσουν στη ζωή για καιρό. Το κράτος αυτό οι νέοι Τσάροι του Κρεμλίνου το θέλουν κυρίως για τον εαυτό τους και δευτερευόντως για τους ιδιώτες Κουίσλιγκς υπεργολάβους τους με τους οποίους σκοπεύουν να το μοιραστούν.
Το βασικό είναι ότι ως τότε είτε μικροαστική, είτε λούμπεν είναι αυτή η βία του ψευτοΚΚΕ δι αντιπροσώπου, προστατεύεται πολιτικά αλλά και ποινικά και από αυτό και από τα υπόλοιπα ψευτοαριστερά κόμματα ΣΥΡΙΖΑ - Ν. Αριστερά, αλλά ουσιαστικά και από τις φιλοπουτινικές ηγεσίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, και γι’ αυτό ποτέ τους δεν την κάνουν κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Έτσι συμμορφώνεται και η δικαστική εξουσία στις υποδείξεις τους. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτές τις μέρες έγινε η ανακοίνωση μιας δικαστικής απόφασης βάσει της οποίας έμειναν ατιμώρητοι οι τραμπούκοι που είχαν κρεμάσει μια ταπεινωτική πινακίδα στο λαιμό του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ.
Αν λοιπόν μπορούμε να συμπυκνώσουμε το τι σημαίνει αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία από τα απτά, πρακτικά αποτελέσματά της δράσης της και όχι από τα φλύαρα χαρτιά του απέραντου αυτού νομοσχέδιου θα διαπιστώσουμε ότι το πρώτο και βασικό της αποτέλεσμα δεν είναι οποιαδήποτε επίπτωση στον έτσι κι αλλιώς μειοψηφικό μη κρατικό τομέα της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά στο συντριπτικά πλειοψηφικό και πολιτικά αποφασιστικό κρατικό τομέα της. Και αυτή η επίπτωση είναι το ποιοτικό δυνάμωμα στα κρατικά ΑΕΙ της πολιτικής κυριαρχίας και η παγίωση της καλυμμένης δικτατορίας του ψευτοΚΚΕ το οποίο οργανωτικά κυρίαρχο πάνω σε όλη την υπόλοιπη ρωσόφιλη αριστερά όχι τυχαία έχει και εδώ, στο άρθρο 16 στο πλευρό της την επίσης πουτινική όλο και πιο δυναμωμένη φασιστική ακροδεξιά.
Αυτή είναι και η ουσιαστικότερη διαφορά που έχει η δικιά μας άρνηση να υποστηρίξουμε αυτό το νόμο με την άρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη δεν τον ψηφίζει λέγοντας ανάμεσα στα άλλα και δυο πράγματα που λέμε και εμείς ότι είναι επιλεκτικός για να φέρει μερικά ξένα ΑΕΙ και να μην αφήσει να ιδρυθούν ντόπια και ότι γι αυτό κρατάει το άρθρο 16. Αλλά αυτές οι ενστάσεις δεν αποτελούν αιτίες καταψήφισης. Είναι μόνο προσχήματα γι αυτό. Κι αυτό όχι μόνο γιατί ο Ανδρουλάκης θεωρεί το νόμο όργανο της αμερικάνικης πολιτικής, ακριβώς όπως θέλει να φαίνεται ο Μητσοτάκης, και δεν τον ενοχλούν καθόλου τα δύο κυπριακά φιλοφασιστικά ΑΕΙ, αλλά κυρίως δεν τον ενοχλεί η αποθέωση της σοσιαλφασιστικής κυριαρχίας του ψευτοΚΚΕ στα κρατικά ΑΕΙ μέσα από τον προβοκατόρικο και αυταρχικό τρόπο με τον οποίο προώθησε το νόμο η κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα ο Ανδρουλάκης καταψηφίζει αυτόν το νόμο από ακόμα πιο δεξιές θέσεις όπως το κάνει όλο το ρωσόφιλο στρατόπεδο, δηλαδή και οι φαιές και οι «κόκκινες» συνιστώσες του, και περνάει συνειδητά στο πλευρό αυτού του στρατοπέδου. Μάλιστα για να μην έχει κανείς αμφιβολία ότι δεν καταψηφίζει το νόμο από γνήσια απέχθεια αλλά απλά βρίσκει ένα ανέντιμο πρόσχημα για να το κάνει, απαίτησε υποχρεωτική συμμόρφωση όλων των βουλευτών του στην καταψήφιση του νόμου ώστε να ξεφορτωθεί αν μπορέσει τα δύο πιο φιλοευρωπαϊκά στελέχη του που δεν έχει ακόμα διώξει από το κόμμα του στις αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις του.
Τώρα με τη δικτατορία του ψευτοΚΚΕ στα κρατικά ΑΕΙ φαίνεται γιατί το 1975 Φλωράκης, Παπανδρέου, Κύρκος διατήρησαν το χουντικο-φασιστικό άρθρο 16
Μόνο κάτω από αυτό το πολιτικό πρίσμα της κριτικής που έχουμε κάνει ως εδώ μπορεί κανείς να κατανοήσει πόσο σημαντικό πράγμα για τους υποτακτικούς της πουτινικής Ρωσίας είναι το να διατηρείται ο κρατικός έλεγχος και μάλιστα κάτω από την εγγύηση του άρθρου 16, στην ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα και γιατί ο Μητσοτάκης βρήκε μια τρίπλα να το παρακάμψει και να μην το καταργήσει, αλλά και έναν τρόπο να εγκαινιάσει κάτι πολύ χειρότερο από ότι υπάρχει τόσο σε ότι αφορά τα κρατικά όσο και τα μη κρατικά ΑΕΙ. Μόνο αυτή η όλο και πιο δυναμωμένη σημερινή δικτατορία στα Πανεπιστήμια, που αν δεν ανατραπεί, θα σημαίνει δικτατορία σε όλη τη χώρα - σε συνδυασμό με τη διαφθορά και το δυνάμωμα της φασιστικής ιμπεριαλιστικής διείσδυσης στον ιδιωτικό και κρατικό τομέα της εκπαίδευσης και της υγείας - μπορεί να εξηγήσει το πάθος που είχαν οι Φλωράκης, Α. Παπανδρέου και Κύρκος όταν πάλεψαν για να παραμείνει αυτό το μοναρχοφασιστικό και χουντικό άρθρο στο δημοκρατικό Σύνταγμα του 1975.
Ήταν μάλιστα από τότε που ο πρωτεργάτης αυτής της νέας δικτατορίας, το ψευτοΚΚΕ που δυο μήνες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου μαζί με τα μεγαλορώσικα «σοβιετικά» αφεντικά του είχε δολοφονήσει τον αληθινό ηγέτη του ΚΚΕ Ζαχαριάδη, εκείνο που συνέτριβε σε ανοιχτή συμμαχία με τη ΝΔ του Καραμανλή του πρώτου, τη δημοκρατία μέσα στις φοιτητικές συνελεύσεις όπου ασκούσε ωμή και μαζική βία ενάντια στη μαοϊκή επαναστατική αριστερά (βασικά ενάντια στο ΕΚΚΕ πριν η ηγεσία του αποστατήσει), κυρίως για να τσακίσει το κίνημα της αποχουντοποίησης στα ΑΕΙ, δηλαδή το κίνημα για να διωχθούν οι καθηγητές στα ΑΕΙ που ήταν συνεργάτες της χούντας. Ήταν την ίδια ακριβώς στιγμή που επιτιθόταν με την πιο ωμή βία το πρώτο εργατικό κίνημα, στο οποίο πάλι ο πιο βασικός συμπαραστάτης του ήταν η μαοϊκή αριστερά, χτυπώντας με τους τραμπούκους της ΕΣΑΚ τους φοιτητές συμπαραστάτες της απεργίας στη Νάσιοναλ Καν και σπάζοντας την. Επίσης λίγους μήνες μετά με τη βοήθεια της εργοδοσίας και του ΠΑΣΟΚ έσπαγε την απεργία στην ΙΤΤ. Μόνο όταν η επαναστατική αριστερά σε όλο τον κόσμο, οπότε και στη χώρα μας, τσακίστηκε πολιτικά από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Κίνα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και σταδιακά απορροφήθηκε από το ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό - εκτός από τις λίγες δυνάμεις στον κόσμο που άντεξαν, ανάμεσα σε αυτούς και η ΟΑΚΚΕ-, ξεκίνησε το ψευτοΚΚΕ για πρώτη φορά να εμφανίζεται σαν αντικαπιταλιστικό. Τότε άρχισε να κάνει σαμποτάζ στη βαριά βιομηχανία και ταυτόχρονα να κάνει πολιτικές εκκαθαρίσεις σε κάποια τμήματα του ΠΑΣΟΚ επειδή είχαν κάποιές τάσεις με αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Πάντως είτε το ίδιο σαν ψευτοΚΚΕ, είτε με τις «ρεφορμιστικές» φράξιες του (Σύριζα), είτε με τις πιο ριζοσπαστικές (ΝΑΡ), έχοντας πάντα την κάλυψη ρωσόφιλων πρωθυπουργών ή γλύφοντας τους κυριάρχησε πάνω απ όλα μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες, αλλά κυρίως στα ΑΕΙ. Αυτό μέχρι που και η ηγεσία της ΝΔ μετά από εκείνες του ΠΑΣΟΚ προσχώρησε με τον Καραμανλή τον Β αργότερα με το Σαμαρά και ιδίως με το Μητσοτάκη στη συμμαχία με τη Ρωσία και την Κίνα που σταθεροποιήθηκε που όμως φροντίζει να καθησυχάζει τις ΗΠΑ όσο δυναμώνει μέσα στη χώρα τις πολιτικές και οικονομικές θέσεις του ρωσοκινεζικού Άξονα
Η μοιραία τριάδα Φλωράκη, Α. Παπανδρέου, Κύρκου πάλεψε στα 1975 να περιλαμβάνεται στο άρθρο 16 απαγόρευση όχι μόνο των ιδιωτικών ΑΕΙ αλλά και των ιδιωτικών σχολείων και στη στοιχειώδη και στη μέση εκπαίδευση πράγμα που δεν το κατάφερε γιατί η κλασική δεξιά ήταν λιγότερο δεξιά από αυτούς (https://www.loninja.gr/2023/02/1975.html#google_vignette ). Αυτή η επιμονή τους να είναι όλα κρατικά αφορούσε όλες τις μεγάλης κλίμακας παραγωγικές δυνάμεις αλλά πάνω απ όλα την ανώτατη εκπαίδευση. Γιατί ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, τότε σαν ΕΣΣΔ, αλλά ακόμα και τώρα σαν ανερχόμενος ρωσο-κινεζικός νεοχιτλερικός άξονας δεν μπορεί να ανταγωνιστεί σε μια δυτική χώρα σαν την Ελλάδα τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και τη φιλική τους αστική τάξη σε επίπεδο οικονομικής ισχύος και να αποσπάει μέσω αυτής της οικονομικής ισχύος κομμάτια πολιτικής εξουσίας. Μόνο μετά από πολλές δεκαετίες και μόλις τα τελευταία 15 χρόνια έχει κάνει τεράστια τέτοια βήματα κυρίως σε στρατηγικές υποδομές: Λιμάνια Πειραιά-Θεσσαλονίκης, FSRU Αλεξανδρούπολης με τον Κοπελούζο, στα μέταλλα (Μυτιληναίος), στην ενέργεια (Μυτιληναίος, Γερμανός), στον εφοπλισμό (Προκοπίου, Μαρινάκης, Μελισσανίδης) ενώ επειδή πάνω απ’ όλα είναι η πολιτική έχει αποχτήσει τους βασικούς οπαδικούς στρατούς, πλην αυτού του ΠΑΟ. Αλλά ό,τι έχει πετύχει οικονομικά το ρωσο-κινεζικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και η φιλική του νέα κρατική-ολιγαρχία το έχουν πετύχει από τα 1975 λειτουργώντας αντίστροφα, δηλαδή διεισδύοντας πρώτα στο κράτος μέσω των φιλικών τους κομμάτων και κομματικών φραξιών και μετά εξασφαλίζοντας μέσω αυτού στρατηγικές οικονομικές θέσεις στη χώρα.
Άρα ένα τέτοιο κεφάλαιο για να αλώσει το κράτος στα 1974 είχε μόνο ένα δρόμο: να δυναμώσει την πολιτική του επιρροή στην πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας μέσω φιλικών του κόμματων και φραξιών. Αλλά αυτή η πλειοψηφία αποτελείται κυρίως από τις πιο καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες τάξεις, κυρίως το μισθωτό προλεταριάτο και τη φτωχή μικροαστική τάξη. Αυτές τις τάξεις είναι πιο εύκολο να τις στρέφει ένας νέος εκμεταλλευτής ενάντια στον οικονομικά και πολιτικά πιο γνωστό τους παλιό εκμεταλλευτή, εν προκειμένω τη φιλοδυτική αστική τάξη και στους δυτικούς ιμπεριαλιστές παρά να τις στρέφει εναντίον του νέου εκμεταλλευτή που οι μάζες δεν έχουν ακόμα γνωρίσει. Δηλαδή η καλύτερη στρατηγική ενός ανερχόμενου ιμπεριαλισμού σαν του ρωσικού, που είναι οικονομικά πιο αδύναμος από αυτούς που θέλει να εκτοπίσει, είναι το να κερδίσει τη φτωχολογιά μιας χώρας, να ντυθεί με τα ρούχα των φτωχών ακόμα και της εργατικής επανάστασης ενάντια στους παλιούς γνωστότερους εκμεταλλευτές της. Το πιο καλό παράδειγμα για το πως παίζεται αυτό το παιχνίδι το βλέπουμε σήμερα κυρίως από τη Ρωσία στην Αφρική σήμερα και έχει θεαματικά αποτελέσματα. Κάτι ανάλογο είχε ξεκινήσει στις παραμονές του β παγκόσμιου πόλεμου το πιο επιθετικό γερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο με την εθνικιστικού τύπου «σοσιαλιστική» δημαγωγία του στο εσωτερικό της Γερμανίας και με την αντιαποικιακή αντιαγγλική- αντιγαλλική δημαγωγία του στο εξωτερικό. Η αντιαποικιακή δημαγωγία δεν πήγε τόσο καλά γιατί τότε υπήρχε μια εργατική, κομμουνιστική Διεθνής που ξεσκέπαζε το ιμπεριαλιστικό της περιεχόμενο. Τώρα δεν υπάρχει μια ανάλογη Διεθνής που να ξεσκεπάζει το ρωσικό και τον κινέζικο ιμπεριαλισμό και την «αριστερή» θεωρία τους της πάλης του δήθεν «παγκόσμιου Νότου» (στον οποίο καμώνονται πως ανήκουν οι ίδιοι), ενάντια στον «παγκόσμιο Βορρά» στον οποίο τάχα ανήκουν μόνο οι δυτικοί ιμπεριαλιστές. Μάλιστα επειδή οι ρώσοι αλλά και οι κινέζοι νεοχιτλερικοί ιμπεριαλιστές έχουν ανατρέψει από τα μέσα τις δύο σοσιαλιστικές επαναστάσεις τους τις έχουν γνωρίσει καλά, έχουν ντύσει τους καλύτερους πράκτορές τους με τις κόκκινες σημαίες της επαναστατικής αριστεράς, του μαρξισμού-λενινισμού ακόμα και του μαοϊσμού και έτσι έχουν δηλητηριάσει και σε μεγάλο βαθμό έχουν μετατρέψει σε συμμάχους τους ακόμα και προοδευτικούς ανθρώπους και τμήματα των καταπιεσμένων τάξεων που θα έπρεπε να είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί τους. Ταυτόχρονα και μετά τη ρωσική περεστρόικα, κατά την οποία βγάλανε τη σοβιετική στολή της ΕΣΣΔ και σηκώσανε δίπλα στο σφυροδρέπανο και το σταυρό της ορθοδοξίας και τους τσαρικούς θυρεούς, εντελώς αυτόματα φίλοι τους γίνανε όλοι οι κλασικοί φασίστες και ακροδεξιοί όλου του κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται σήμερα σε κάθε χώρα με πρώτες τις ΗΠΑ του φασίστα Τραμπ η αντιδυτική αντιφιλελεύθερη συμμαχία φαιών και «κόκκινων».
Χάρη σε αυτή τη φαιο-«κόκκινη» συμμαχία ο ανερχόμενος ρωσοκινεζικός ιμπεριαλισμός έχει αποσπάσει στη χώρα μας πανίσχυρες πολιτικές θέσεις στο κράτος απ’ όπου μπορεί εύκολα να σαμποτάρει την οικονομική δύναμη των ανταγωνιστών του ιμπεριαλισμών και ιδιαίτερα της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, ιδιαίτερα της βιομηχανικής. Ενώ παλιότερα έκλεινε ακόμα και με δολοφονίες βιομηχάνων ακόμα και με απεργίες μέχρις εσχάτων εργοστάσια, σήμερα επειδή έχει ευρύτερη κρατική και μάλιστα διακομματική κυριαρχία εμποδίζει να φτιάχνονται κυρίως βαριές βιομηχανίες με νομοθεσίες και καθεστωτικά κυρίαρχα κινήματα κυρίως δήθεν φιλο-περιβαλλοντικά.
Αλλά ο λόγος που τους ήταν τόσο θεμελιωδώς απαραίτητο να αρπάξουν την κρατική εξουσία κυρίως στα Πανεπιστήμια και γι αυτό δεν θέλαν κανέναν άλλο μη κρατικό ανταγωνιστή σε αυτά δεν ήταν κύρια οικονομικός αλλά πολιτικός. Γιατί είναι εκεί, μέσα από τις ανοιχτές πολιτικές ζυμώσεις των φοιτητών όπου εκδηλώνονται όπως λέει ο Λένιν με τη μεγαλύτερη ακρίβεια τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα όλων των τάξεων, οπότε εκεί εκδηλώνονται πρώτες και οι πιο δημοκρατικές και επαναστατικές ιδέες. Δεν είναι τυχαίο ότι από κεί μέσα βγήκε η Μεγάλη Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Γι αυτό το λόγο ήταν το ψευτοΚΚΕ εκείνο που ανέλαβε και κατάφερε μέσα σε μια πορεία πολλών χρόνων να πνίξει κάθε πλατιά και ζωντανή πολιτική ζύμωση στα ΑΕΙ και να ασκεί σήμερα μια φασιστικού τύπου δικτατορία σε αυτά ενώ δεν μπορεί ακόμα να την ασκεί στην υπόλοιπη κοινωνία. (Μια ανάλογη και μάλιστα χειρότερη δικτατορία έχει επιβάλλει στο συνδικάτο της επισκευαστικής ζώνης του Πειραιά και σε άλλα κλαδικά συνδικάτα που ελέγχει ολοκληρωτικά).
Επίσης η επιμονή των ρωσόφιλων ψευτοαριστερών κομμάτων για χρόνια να είναι το κράτος ο μόνος πάροχος επιστημονικής γνώσης αλλά και ο μόνος ερευνητής δημιουργός της πάταγε στο ότι ξέρανε καλά ότι ειδικά το ελληνικό κράτος το δέρνουν δυο εκ γενετής αρρώστιες που δεν τις θεράπευσε κάποια νικηφόρα αστοδημοκρατική επανάσταση: α) η γραφειοκρατική παρασιτική, στο βάθος της βυζαντινή παπαδίστικη απέχθεια σε οποιαδήποτε σύνδεση της τάχα «αγνής και άδολης» πνευματικής παραγωγής με τη «λερωμένη με το χρήμα» υλική παραγωγή, οπότε η απέχθεια του εξίσου στη χειρωνακτική δουλειά και στο επιστημονικό πείραμα και β) και το πιο μοιραίο, η υποταγή του στις κάθε φορά κυρίαρχες ξένες δυνάμεις επειδή το νεοελληνικό κράτος στηρίχθηκε κύρια σε αυτές για να έρθει στον κόσμο, βασικά στον τσαρισμό, πριν να είναι ιστορικά έτοιμο σαν έθνος να απελευθερωθεί στηριγμένο κύρια στις δυνάμεις του. Γι’ αυτό ο Μαρξ το ονόμασε κράτος-φάντασμα. (Αυτή είναι η μια αναφορά του Μαρξ που θέλουν να ξεχνάνε οι έλληνες μαρξιστές. Η άλλη είναι ο επιδοκιμαστικός τρόπος με τον οποίο είδε τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη και υπουργού εξωτερικών του Τσάρου Καποδίστρια). Ήξεραν ότι μόνο μια φοβισμένη και συντηρητική καθηγητική δημοσιο-υπαλληλία θα επέτρεπε επί χρόνια στα εξωκοινοβουλευτικά μικροαστικά τάγματα εφόδου να ασκούν βία και να τρομοκρατούν αρχικά φοιτητές και τελικά τους καθηγητές και τις συγκλήτους και να τους εντοιχίζουν και να καταλαμβάνουν τα εργαστήρια τους για βδομάδες και αυτές ήσυχα-ήσυχα να υποτάσσονται όπως στην πραγματικότητα τους υποδείκνυαν οι προϊστάμενες κυβερνήσεις τους και τα κόμματα. Γιατί σε αυτές τις κυβερνήσεις από το 1980 και πέρα με μια μικρή παρένθεση Μητσοτάκη πατέρα όλοι οι πρωθυπουργοί είναι ρωσόφιλοι αν και δεν ήταν σαν κόμματα ρωσόφιλα στην πλειοψηφία των στελεχών τους το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.
Ωστόσο τη βία του το ψευτοΚΚΕ την ξεκίνησε ενάντια κυρίως στη μαοϊκή επαναστατική πτέρυγα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στα τέλη της δεκαετίας του 70 και μόνο όταν τέλειωσε με αυτή τη φάση μια δεκαετία αργότερα συγκρότησε ένα πιο πλατύ σοσιαλφασιστικό μέτωπο και ανέθεσε τη βία κυρίως σε μικροαστικά και λούμπεν ρεύματα. Αλλά μικροαστική ταξικά και όχι εργατική είναι και το μεγαλύτερο μέρος της βάσης του ίδιου του ψευτοΚΚΕ. Το μικροαστικό ρεύμα που ασκεί σήμερα τη βία για λογαριασμό του ψευτοΚΚΕ και σε τελική ανάλυση της Ρωσίας είναι βαθιά αντιδραστικό γιατί χτυπάει τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό στην Ελλάδα από τα δεξιά, δηλαδή χτυπάει τη σύγχρονη μεγάλη παραγωγή, οπότε χτυπάει πάνω απ’ όλους το βιομηχανικό προλεταριάτο και γι αυτό είναι το κόμμα το πιο υπεύθυνο πολιτικά για τους όλο και πιο άθλιους μισθούς και τις συνθήκες δουλειάς της ελληνικής εργατικής τάξης και ο λόγος που εκατοντάδες χιλιάδες νεολαίοι και εργαζόμενοι έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία χρόνια από τη χώρα μας. Επίσης είναι αυτή η μικροαστική αντίδραση που χτυπάει την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό της, που όπως λέει ο Λένιν αντιστοιχούν στην αστική δημοκρατία, από τα δεξιά, από την πλευρά του φασιστικού κρατικού μονοπώλιου. Μάλιστα στη χώρα μας το είδος του μικροαστού που χτυπάει τη σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή και τον αστοδημοκρατισμό δεν είναι κυρίως από την πλευρά του μικροπαραγωγού, αλλά από την πλευρά του πιο τεμπέλικου ή διεφθαρμένου, παρασιτικού και γι’ αυτό αντιλαϊκού κομματιού της κρατικής γραφειοκρατίας, που γι’ αυτό είναι επιρρεπής στην πολιτική δικτατορία. Μάλιστα αυτού του είδους οι «αντικαπιταλιστές» μικροαστοί βλέπουν το εργασιακό τους μέλλον στο να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι μετά στις σπουδές τους και γι’ αυτό θέλουν όλη η οικονομία να είναι κρατική. Αλλά το είδος του δημόσιου υπάλληλου που οικοδόμησαν αρχικά κάτω από την ηγεσία του Α. Παπανδρέου, του ψευτοΚΚΕ, του Σύριζα και μετά των άλλων ρωσόφιλων πρωθυπουργών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ είναι ένας μικρός νομέας κρατικής εξουσίας, ένας μικροϊδιοκτήτης του γραφείου του, ο οποίος έχει πάρει από τους ρωσόφιλους την άδεια να δουλεύει όσο και όπως θέλει ακριβώς για να εξασφαλίζουν οι προηγούμενοι έναν κρατικό μηχανισμό αντιπαραγωγικό και διεφθαρμένο και υπονομευτικό της παραγωγής ώστε η χώρα να αποκοπεί από την Ευρώπη. Κι αυτού του είδους η μικροαστική τάξη, όπως και το λούμπεν προλεταριάτο όταν ασκούν την επιλεκτική τους βία πάνω στη φιλελεύθερη και δυτικόφιλη αστική τάξη (και ποτέ στην ανατολική κρατική ολιγαρχία) καθώς και στους αστοδημοκρατικούς κρατικούς θεσμούς το κάνουν, και η βάση τους πιστεύει πραγματικά πως το κάνει, στο όνομα των φτωχών. Όμως αυτή η βία των μικροαστών και του λούμπεν δεν στηρίζεται καθόλου στους φτωχούς. Στηρίζεται στη ρωσόφιλη μερίδα της αστικής τάξης που έχει πια την ηγεσία σε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (δηλαδή και στα δύο δυτικόφιλα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ). Αλλά στα ΑΕΙ την προστατεύει πιο άμεσα πολιτικά και μάλιστα την επιβλέπει ώστε να μην παρεκτρέπεται το ψευτοΚΚΕ. Γιατί θέλει να καταλάβει την κρατική εξουσία όχι επαναστατικά συντρίβοντας το κράτος, όπως κάνουν οι πραγματικές προλεταριακές επαναστάσεις, αλλά διεισδύοντας αργά και κερδίζοντας σταδιακά θέσεις μέσα σε αυτό το κράτος μέχρις ότου εκείνο με ένα πραξικόπημα μπορέσει να κυριαρχήσει μέσα του για λογαριασμό του ιμπεριαλισμού που υπηρετεί. Αυτή τη διείσδυση την κάνει και η υπόλοιπη ρωσόφιλη, πιο ρεφορμιστική στην όψη ψευτοαριστερά τύπου Σύριζα και Νέας Αριστεράς. Αυτή είναι πιο αντι-ΝΔ και πιο αντιδεξιά γιατί έχει σα στόχο να μπει στο ευρύτερο κράτος, ενώ το ψευτοΚΚΕ χρησιμοποιεί μεν πιο αντικαπιταλιστική γλώσσα αλλά κρύβει ότι έχει πιο στενούς δεσμούς με τη ΝΔ επειδή επιχειρεί τη διείσδυση του στο σκληρό πυρήνα του κράτους, τον στρατό, την αστυνομία, τους δικαστές που είναι πιο φιλικοί προς την ΝΔ. Γι αυτό το λόγο το ψευτοΚΚΕ χτυπάει και πολύ λιγότερο από τον Σύριζα τους φασιστοναζήδες και προσεγγίζει κάθε πολιτική συντήρηση με τον ψευτοπατριωτισμό του και την ομοφοβία του ακριβώς για να αποσπάσει την εύνοια και την ανοχή του σκληρού βίαιου πυρήνα του κράτους. Μόνο έτσι θα είναι σε θέση πάνω σε μια παγκόσμια εύφλεκτη η πολεμική κατάσταση να παίξει ηγετικό ρόλο σε ένα φασιστικό πραξικόπημα με κόκκινες αλλά και γαλανόλευκες σημαίες που θα ονομάσει λαϊκή επανάσταση.