Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες που υπέστησαν πολύ μεγάλες απώλειες ανθρώπινων ζωών και υλικές καταστροφές από τους ναζί κατακτητές και διεκδίκησε και πήρε πολύ λιγότερες αποζημιώσεις από αυτές που θα έπρεπε και θα μπορούσε να πάρει. Αλλά γι αυτό φταίνε οι κυβερνήσεις της και όλα τα κόμματα που τώρα παριστάνουν τα πατριωτικά, αντιιμπεριαλιστικά κλπ. Γιατί στην πρώτη περίοδο κατά την οποία προσδιορίστηκαν και σε μεγάλο βαθμό μοιράστηκαν αυτές οι αποζημιώσεις ήταν οι φιλο-δωσιλογικές και αντικομουνιστικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις που δεν τις απαίτησαν. Κυρίως εκείνες έφταιξαν που δεν διεκδίκησαν εκείνο που έπρεπε να διεκδικήσουν στα πλαίσια της Συμφωνίας του Παρισιού για τις Αποζημιώσεις του 1946, στη Συμφωνία Ειρήνης του Παρισιού του 1947, στη Συμφωνία του Λονδίνου για το Γερμανικό Εξωτερικό Χρέος το 1953 και στην Ελληνο-Γερμανική Συμφωνία του 1960. Το πρώτο επόμενο χρονικό όριο μέσα στο οποίο κάθε έντιμη κυβέρνηση και κάθε έντιμο κόμμα θα είχε το δικαίωμα να βάλει τέτοιο ζήτημα κατηγορώντας τις προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν το 1961 όταν ο Καραμανλής ο πρώτος ζήτησε να μπει η Ελλάδα στην ΕΟΚ. Αλλά αυτό το αίτημα δεν μπορούσε να το βάλει στον πραγματικό όγκο του, αφού θα έπρεπε να το απευθύνει στον οικονομικό ηγέτη της ΕΟΚ, που ήταν τότε, όπως άλλωστε είναι και σήμερα η Γερμανία. Οπότε για να μην τον κατηγορήσουν στο μέλλον ότι πούλησε εντελώς τις γερμανικές αποζημιώσεις, η κυβέρνηση Καραμανλή ζήτησε την προηγούμενη χρονιά και πήρε τα μόλις 115 εκατομμύρια ευρώ της Ελληνο-Γερμανικής Συμφωνίας που αναφέραμε παραπάνω. Έτσι έκλεισε ουσιαστικά τις γερμανικές αποζημιώσεις με τον πιο βασικό μελλοντικό εταίρο του. Και αν ο ίδιος ο Καραμανλής δεν παραδέχτηκε ποτέ, όπως ισχυρίζεται σήμερα η Γερμανία, ότι τις έκλεισε τότε που η εταιρική σχέση με την ΕΟΚ δεν ήταν τόσο βαθιά, τις έκλεισε το 1980 όταν υπέγραψε τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, όπου βέβαια δεν έθεσε απολύτως κανένα ζήτημα αποζημιώσεων από τη Γερμανία καθώς πάλι από αυτήν περνούσε καταρχήν αυτή η ένταξη. Και πως θα το έθετε από την ώρα που πλήρης ένταξη στην ΕΟΚ σήμαινε να παίρνει επί δεκαετίες η Ελλάδα τεράστια κεφάλαια από την ΕΟΚ (όπου τα σχετικά πιο πολλά από αυτά ήταν από τη Γερμανία) για να αναπτύξει την παραγωγική της δυνατότητα ώστε να ωφεληθεί από την κοινή αγορά και όχι να συνθλιβεί από αυτή. Και δόθηκαν πραγματικά κονδύλια πολλών δισεκατομμυρίων τα οποία με ζήλο μοίραζαν οι κυβερνήσεις ιδιαίτερα εκείνες του ΠΑΣΟΚ με διακομματική κάλυψη για να αγοράζουν ψήφους και ταυτόχρονα να διαφθείρουν την αγροτιά μαθαίνοντας της πως να κλέβει με «πατριωτική» αθωότητα τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Αλλά ενώ ο Καραμαλής σχεδόν ανοιχτά πούλησε τις αποζημιώσεις απείρως πιο δόλια φέρθηκαν τότε οι Α. Παπανδρέου και Χ. Φλωράκης όταν δεν έβαλαν ποτέ σε αυτές τις καμπές σαν βασικό το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων παρά τις οργισμένες αντιρρήσεις τους για την προσχώρηση στην ΕΕ.
Κυρίως όμως δεν το έκαναν ζήτημα ούτε στο τελευταίο πιο κρίσιμο σημείο που μπορούσε να το κάνει κάθε μέλος της ΕΕ και γενικά κάθε χώρα που είχε απαιτήσεις αποζημίωσης από την Γερμανία. Αυτό το όριο ήταν στα 1990 όταν ενώθηκαν οι δύο Γερμανίες. Μέχρι τότε η Γερμανία σύμφωνα με όλες τις συνθήκες που είχαν συνυπογράψει οι δυτικοί ιμπεριαλιστές δεν ήταν υποχρεωμένη σε αποζημιώσεις εφόσον αυτή ήταν χωρισμένη σε Δυτική και Ανατολική. Από την ώρα που στα 1990 η Γερμανία ξαναενώθηκε και ταυτόχρονα είχε γίνει ένας παγκόσμιος οικονομικός γίγας με το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στον κόσμο, όποια χώρα είχε αίτημα αποζημιώσεων αυτή ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να το διεκδικήσει. Δεν το έκανε τότε επίσημα καμμιά ελληνική κυβέρνηση. Μόνο κάτι ψέλλισαν για να υπάρχει σαν αίτημα για αργότερα αρχικά ο Μητσοτάκης το 1991 και μετά πιο έντονα ο Α. Παπανδρέου το 1995 αλλά χωρίς να κάνει κάποιο πολιτικό κίνημα. Αντίθετα με την κυβέρνηση του Σημίτη το ΠΑΣΟΚ εκλιπάρησε ακόμα μια φορά τη Γερμανία για λογαριασμό όλης της αστικής τάξης και το 2000 πέτυχε δίνοντας στην ΕΕ πλαστά οικονομικά στοιχεία να χώσει την Ελλάδα ακόμα πιο βαθιά στην ΕΕ δηλαδή στην Ευρωζώνη, που σημαίνει μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Έτσι μπήκε ουσιαστικά η ταφόπλακα, ηθικά, πολιτικά και οικονομικά για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Αφού η Ελλάδα απέκτησε το δικαίωμα χάρη στην έγκριση της Γερμανίας να ψηφίζει μαζί της και μαζί με πολλές πλούσιες χώρες πως θα διανεμηθούν τα τρισεκατομμύρια των δανειακών κεφαλαίων της ΕΕ και το πόσο χρήμα με παγκόσμια συναλλακτική αξία θα τυπωθεί στην Ευρώπη, δεν είχε κανένα δικαίωμα να της ζητάει τόσο όψιμα τέτοιες αποζημιώσεις. Γι αυτό ακριβώς το λόγο δεν υπήρξε τότε κανένα ψευτοΚΚΕ και κανένας Σύριζα να διαδηλώνει στο δρόμο για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Αυτό ήταν εντελώς φυσικό. Γιατί τίποτα άλλο δεν ήθελε τόσο πολύ η Μόσχα όσο το να χωθεί η Ελλάδα και όλες οι πουλημένες σε αυτήν ελληνικές κομματικές ηγεσίες πάση θυσία στο τόσο ισχυρό και ταυτόχρονα τόσο πολιτικά εύθραυστο κέντρο της Ευρωπαϊκής Ενότητας που ήταν ένα Ευρώ το οποίο δεν είχε πίσω του μια ισχυρή πολιτική ενότητα των χωρών της ΕΕ.
Έτσι το αίτημα για τις γιγαντιαίες γερμανικές αποζημιώσεις εμφανίστηκε ξαφνικά σαν κεντρικό πανεθνικό με πρωτοφανή ορμή και με τον πιο θρασύ τρόπο λίγα χρόνια μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη μόλις έσκασε το μεγάλο ελληνικό κανόνι του 2009. Τότε η Ελλάδα κατάφερε να αποσπάσει από την ΕΚΤ και πιο πολύ από τη Γερμανία, με την απειλή μιας πανευρωπαϊκής κρίσης δεκάδες δισεκατομμύρια δανεικά Ευρώ με ένα μοναδικά χαμηλό για χρεωκοπημένη χώρα επιτόκιο. Και δεν έφτανε αυτό αλλά λίγα χρόνια μετά, όταν οι χρεοκόποι προβοκάτορες της συμμορίας Τσίπρα άρπαξαν την πρωθυπουργία και αφού η ΕΕ είχε χοντρικά διασώσει τη χώρα έβαλαν επίσημα σαν κράτος και σε γνώση τους ότι είναι μπαγιάτικο, κατασαπισμένο και νομικά άκυρο, το αίτημα των γερμανικών αποζημιώσεων των 287 δις ευρώ επιστρατεύοντας όπως πάντα το απαράμιλλο φασιστικό τους θράσος του ζητιάνου που έχει ισχυρές διεθνείς πλάτες, τότε τις πλάτες της σταζίτισας Μέρκελ. (Δες σχετικά με όλα τα παραπάνω σημεία δύο πιο διεξοδικά άρθρα της Νέας Ανατολής εδώ και εδώ).
Και το έβαλαν με τόση επισημότητα και τόσο όψιμα και με τέτοιο όγκο όχι για να αρπάξουν κάτι από τα εκατοντάδες δις που ζητούσαν, αλλά για να κάνουν εχθρό του ελληνικού λαού τον κύριο εχθρό του νεοχιτλερικού αφεντικού τους, που είναι η πλούσια αλλά και δημοκρατική Ευρώπη μέσα στην οποία οι πιο ισχυρές στρατιωτικά ή βιομηχανικά είναι η Αγγλία και η Γερμανία. Επειδή αυτές είναι σήμερα δύο δημοκρατίες που δεν τις μισεί ο ελληνικός λαός καθώς η ίδια η κοινή πολιτιστική και οικονομική ζωή τον έχουν φέρει πιο κοντά στις δύο αυτές χώρες οι ρωσόδουλοι προσπαθούν να του καλλιεργήσουν τις τελευταίες δεκαετίες με πρωτεργάτη πάντα τον πράκτορα της Ρωσίας Α. Παπανδρέου δυο νέα εθνικά μίση: Το ένα είναι ενάντια στην Αγγλία για τον δήθεν ακρωτηριασμό και τη λεηλασία της περηφάνειας του έθνους με την υποτιθέμενη κλοπή των γλυπτών του Παρθενώνα. (Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτουν το δανεισμό των γλυπτών και απαιτούν την παραδοχή από την Αγγλία ότι τα έχει κλέψει, πράγμα που ποτέ δεν θα γίνει γιατί δεν ισχύει). Το άλλο μίσος είναι για τη Γερμανία όπου επιχειρούν να ταυτίσουν τον εφιαλτικό χιτλερικό κατακτητή με τη σημερινή αντιχιτλερική Γερμανία στην οποία έχουν επίσης επίτηδες χρεώσει τη μεγάλη φτώχεια που ακολούθησε τη χρεωκοπία της χώρας μας του 2010 την οποία προκάλεσαν οι ίδιοι. Η δημιουργία μιας αιτίας κήρυξης πολέμου είναι ο λόγος για τον οποίο οι ρωσόδουλοι ζητούν τέτοιες υπέρογκες αποζημιώσεις ώστε να είναι σίγουροι ότι η Γερμανία δεν θα τις δώσει ποτέ, αλλά και να αξίζει κάπως να πολεμήσει κανείς για να κερδίσει δυο ετήσια ΑΕΠ της χώρας του. Εννοείται ότι αυτό το διπλό μίσος δεν το καλλιεργούν για να μείνει πλατωνικό. Όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή που τα ρωσοκινέζικά στρατεύματα θα πρέπει να αναμετρηθούν πιο ανοιχτά με την «παλιά» Ευρώπη η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη να πολεμήσει δίπλα τους. Τότε το διπλό ύπουλο παιχνίδι της ελληνικής διπλωματίας, δηλαδή το να είναι μέσα στην ΕΕ αλλά ενάντια στην ΕΕ θα τελειώσει. Και τότε θα παραμείνουν μόνο αυτές οι δύο νέες εθνικές ιδέες για να μετατρέψουν τη χώρα μας μαζί με την Ουγγαρία και τη Σερβία σε ένα από τα λίγα κράτη νεοταγματασφαλίτες της Ευρώπης. Για ένα δημοκρατικό άνθρωπο την ώρα που ο νέος χιτλερικός πόλεμος έχει εξαπολυθεί ενάντια στην Ευρώπη ο μόνος δρόμος που υπάρχει για να αποκατασταθεί μια διαρρηγμένη ενότητα λαών είναι η συνέπεια στον κοινό αγώνα τους ενάντια στον τωρινό, στον ζωντανό κοινό κύριο εχθρό τους. Εκεί θα κριθεί αν υπάρχει αλληλεγγύη ανάμεσά τους. Όσο για τα παλιά τραύματα που έχει υποστεί ο ένας σύμμαχος λαός από τον άλλο (στην περίπτωση των γερμανικών αποζημιώσεων) ή που νομίζει πως έχει υποστεί (στην περίπτωση των γλυπτών του Παρθενώνα) αυτά μπορούν μόνο να επουλωθούν σε κάποιο βαθμό με εθελοντικές και φιλικές πρωτοβουλίες που δεν θα κλείσουν το στόμα των νεοχιτλερικών της χώρας που νοιώθει αδικημένη, αλλά θα τους αποκαλύψουν σε σημαντικό βαθμό στα μάτια των δημοκρατών της. Mια τέτοια πρωτοβουλία είναι ο δανεισμός των γλυπτών του Παρθενώνα με ένα κίνημα των εγγλέζων δημοκρατών το οποίο ήδη υπάρχει μαζί με μια ανάλογη πρόταση από το Βρετανικό Μουσείο, και μια άλλη η παροχή λογικών αποζημιώσεων για τα μαρτυρικά χωριά της Ελλάδας με μια κινητοποίηση του γερμανικού αντιφασιστικού αισθήματος που πολλές φορές έχει εκδηλωθεί ακόμα και στη γερμανική Βουλή*. Προς το παρόν το πιο μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στην αριθμητική αδυναμία του ελληνικού δημοκρατικού αντι-φαιο«κόκκινου» κινήματος να αποκαλύψει στις μάζες τα εγκληματικά «εθνικά» ψέματα των ρωσόδουλων που μπορούν να γίνονται πειστικά μόνο επειδή υποστηρίζονται παθιασμένα από σύσσωμο το διακομματικό καθεστώς.
Και πάντα ο μοιραίος διπρόσωπος Μητσοτάκης
Την πιο καταστροφική προπαγανδιστική δουλειά σ αυτό το επίπεδο δεν την κάνουν οι ανοιχτοί ρωσόδουλοι αλλά οι δήθεν φιλοευρωπαίοι και αντιπουτινικοί φιλελεύθεροι που πρωτοστατούν στις νέες αυτές ιερές εθνικές απαιτήσεις. Σε αυτούς πατάει ο διπρόσωπος Μητσοτάκης για να τις φουντώνει με κάθε ευκαιρία. Αυτός κάλεσε τον πρόεδρο της Γερμανίας για να τον προβοκάρει προσφέροντας τον σε εθνική, προεδρική και διακομματική κατακραυγή επειδή αρνείται να επανορθώσει με χρήμα το έγκλημα των παλιών ναζί και μάλιστα διατυπώνει ζωντανά στις τηλεοράσεις την πάγια γερμανική θέση ότι το ζήτημα των αποζημιώσεων έχει κλείσει. Με έναν ανάλογο τρόπο προβόκαρε πριν ένα χρόνο ο Μητσοτάκης και τον πρωθυπουργό της Αγγλίας υποχρεώνοντας τον να ακυρώσει τη συνάντηση τους μετά τον προβοκατόρικο ισχυρισμό του μέσα στη χώρα που τον προσκάλεσε ότι αυτή έκλεψε από τη δικιά μας τα γλυπτά του Παρθενώνα και δεν τα πήρε με άδεια από την ως τότε αναμφισβήτητη οθωμανική κρατική εξουσία. Σήμερα η προβοκάτσια έχει ακόμα μεγαλύτερο πρακτικό βάρος γιατί γίνεται την ώρα που έχει κλιμακωθεί η επίθεση του νεοναζιστικού Άξονα στην Ευρώπη και μάλιστα τα στρατεύματα του προωθούν τις θέσεις τους στην Ουκρανία, επίσης την ώρα που ο Άξονας άνοιξε με τους εγκάθετους του γενοκτόνους αντισημίτες δεύτερο πολεμικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή και τέλος και το πιο σημαντικό την ώρα που η ανθρωπότητα βρίσκεται στις πιο κρίσιμες εκλογές που έγιναν σε οποιαδήποτε χώρα μετά το τέλος του προηγούμενου παγκόσμιου πολέμου. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που αυτή τη στιγμή βρήκε ο «δυτικός φιλελεύθερος» Μητσοτάκης για να επιτεθεί πολιτικά στη Γερμανία και ταυτόχρονα να καλέσει στην Ελλάδα τον πρώην υπουργό εξωτερικών του Τραμπ, τον Μάικ Πομπέο ενθαρρύνοντας έτσι το πλειοψηφικό συντηρητικό κομμάτι της ελληνικής ομογένειας να ψηφίσει αυτό το φασιστικό τέρας. Ξέρει αυτός ο προβοκάτορας ότι αν σε αυτές τις εκλογές δεν νικήσει και μάλιστα με σαφήνεια το Δημοκρατικό κόμμα και νικήσει ο ρωσόδουλος φασίστας Τραμπ ή χάσει με πολύ οριακή διαφορά τότε ο νεοχιτλερικός Άξονας θα είναι πολύ δύσκολο να αναχαιτιστεί. Γιατί στην τραγική περίπτωση που νικήσει ο Τραμπ μια τρίτη μεγάλη φασιστική δύναμη θα ξεπροβάλει για να βοηθήσει τη Ρωσία και την Κίνα στην παγκόσμια επίθεση τους, ενώ στην περίπτωση που ο Τραμπ χάσει οριακά η Αμερική δεν θα είναι σε θέση να βοηθήσει αποτελεσματικά την Ευρώπη καθώς θα είναι βυθισμένη για πολύ καιρό σε κάποιο είδος εμφύλιου πολέμου. Και στις δυο περιπτώσεις ο ρωσοκινεζικός Άξονας θα επιταχύνει την γενική του επίθεση τόσο στην Ευρώπη όσο και στον Δυτικό Ειρηνικό.
Πραγματικά τέτοιος διπρόσωπος αστός σαν τον Μητσοτάκη δεν έχει ξανα-υπάρξει γι αυτό είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς κάθε φορά το παιχνίδι του όπως αυτό που παίζει τελευταία με τους Καραμανλή-Σαμαρά που έχουν μοιράσει μεταξύ τους ρόλους καλού και κακού ασφαλίτη για να αποτρέψουν τις πρόσφατες απόπειρες της Ευρώπης να προσεγγίσει την Τουρκία. Έτσι οι κακοί ασφαλίτες, οι δήθεν «εθνικιστές» Σαμαράς-Καραμανλής σπρώχνουν ανοιχτά το Μητσοτάκη και μέσω αυτού την Ευρώπη ενάντια στην Τουρκία, ενώ ο καλός ασφαλίτης «δυτικός ειρηνόφιλος» Μητσοτάκης αντιστέκεται σε αυτούς οπότε πρέπει η Ευρώπη να συνεχίζει να τον στηρίζει δηλαδή να υποχωρεί στις διασπαστικές του αξιώσεις κυρίως στα Δυτικά Βαλκάνια.
*Επίσης σύμφωνα με κάποιους νομικούς είναι ίσως δυνατό ακόμα η Ελλάδα να διεκδικήσει το σχετικά μικρό ποσό από το απλήρωτο δάνειο που επίσημα σαν γερμανικό κράτος πήραν από την Ελλάδα οι κατοχικές δυνάμεις.