Συγκεκριμένα τον περασμένο Μάη και με αφορμή τις εκλογές για το συνέδριο της ΟΛΜΕ, η Κίνηση είχε πρωτοδιατυπώσει τη θέση ότι μέσα στο σχολείο, ιδιαίτερα στη μέση εκπαίδευση, σε κάθε τάξη έχουν πια διαμορφωθεί δύο βασικά και εντελώς διακριτά «διαμερίσματα». Το ένα, που τείνει να γίνει πλειοψηφικό είναι αυτό της «πίσω» τάξης», δηλαδή των μαθητών που έχουν ουσιαστικά πεταχτεί έξω από την εκπαιδευτική και μορφωτική διαδικασία και ουσιαστικά δεν μπορεί πια να παρακολουθήσει το μάθημα και μένει ουσιαστικά με τη βία για να πάρει ένα απολυτήριο και μετά να πάει σε ανειδίκευτες δουλειές ή σε σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς κανένα κύρος. Το άλλο διαμέρισμα είναι αυτό που παρακολουθεί το μάθημα αλλά στο οποίο το δημόσιο σχολείο παίζει δευτερεύοντα ρόλο, ενώ το βασικό τον παίζει το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο μάθημα που θα ικανοποιήσει το βασικό στόχο των μαθητών που το αποτελούν να περάσουν σε μια από τις λεγόμενες καλές πανεπιστημιακές σχολές που δίνουν τη δυνατότητα μιας καλύτερης ζωής στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Αυτή η διαμερισματοποίηση είναι ολοφάνερη καθώς προχωράμε προς τη γ΄ λυκείου και γίνεται σαφής από τις αρχές του Απρίλη σχεδόν όταν οι λεγόμενοι καλοί μαθητές μένουν στο σπίτι και στο φροντιστήριο για να διαβάσουν και στην ουσιαστικά άδεια σχολική τάξη έχει μείνει μόνο η «πίσω τάξη». Κάτω από αυτές τις συνθήκες ούτε λόγος φυσικά έστω για ένα υποτυπώδες μάθημα.
Διατυπώσαμε εδώ και δυο χρόνια τη θέση ότι αυτή διαμερισματοποίηση της τάξης έχει γενικά ταξικό χαρακτήρα. Δηλαδή η «πίσω τάξη» είναι βασικά τα φτωχότερα παιδιά. Εκείνα δηλαδή που οι γονείς τους είναι εργάτες ή φτωχοί δημόσιοι υπάλληλοι ή και άνεργοι. Είχαμε τότε καλέσει τους καθηγητές να αντισταθούν σε αυτή τη διαμερισματοποίηση, που φτάνει μέχρι και τα όρια του κοινωνικού ρατσισμού για τους φτωχούς μαθητές.
Σε τούτες εδώ τις εκλογές η Κίνηση εμβάθυνε ακόμη πιο πολύ τις παραπάνω θέσεις και διατύπωσε την άποψη ότι μια πραγματική αριστερά το πρώτο πράγμα που θα πάλευε θα ήταν να μάθουν γράμματα τα παιδιά της «πίσω τάξης», δηλαδή τα παιδιά της εργατιάς, τα πιο φτωχά παιδιά του λαού και θα έδινε ακόμα μεγαλύτερο βάρος στη θέση του Μαρξ, που πάντα τόνιζε η κίνηση μας, ότι «η σύνδεση της διδασκαλίας των μαθημάτων με την παραγωγή είναι μια σημαντική μέθοδος για την ανατροπή της σημερινής κοινωνίας». Αυτή η σύνδεση συνδέεται υποχρεωτικά με την αυξημένη βαρύτητα της διδασκαλίας της ζωντανής γλώσσας, των μαθηματικών, των φυσικών επιστημών και των τεχνικών μαθημάτων και που είναι εκείνα που προσφέρονται για τη μικρότερη παπαγαλία, αυτό το εθνικό καρκίνωμα. Μέσα σε ένα τέτοιο ζωντανό και γεμάτο κίνηση σχολείο, κάθε μαθητής θα μπορούσε να βρει ενδιαφέρον, αλληλεγγύη με το συμμαθητή του και κυρίως τα παιδιά της φτωχολογιάς δεν θα έμεναν αμόρφωτα. Ταυτόχρονα και υποχρεωτικά η σύγχρονη παραγωγή θα μπάσει μέσα στο σχολείο την Πληροφορική, τις Ξένες Γλώσσες και τη Ρομποτική, αυτά τα σύγχρονα μαθήματα που επίτηδες υποβάθμισαν όλες ανεξαίρετα οι ελληνικές ξενόδουλες κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, μέσα στα πλαίσια του γενικότερου σαμποτάζ της παραγωγής, που αυτές πραγματοποιούν ασταμάτητα.
Το πιο σημαντικό που κάναμε φέτος ήταν ότι εξηγήσαμε την ακραία διάσπαση και τη διάλυση της ελληνικής εκπαίδευσης με το ότι δεν υπηρετεί τίποτα άλλο από την αποικιοποίηση της χώρας από τον ρωσοκινεζικό άξονα. Μάλιστα καταγγείλαμε ότι αυτήν την αποικιοποίηση την προωθεί στην εκπαίδευση κυρίως η ηγεσία της ψευτοαριστεράς, γι αυτό όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για να σταματήσει τη διάλυσή της, αλλά αντίθετα κάνει τα πάντα για να την αποδιαλύσει, δηλαδή να διαλύσει ακόμα και το κομμάτι της τάξης που ακόμα επιβιώνει και να μετατρέψει σε λούμπεν το κομμάτι που έχει εξοστρακιστεί από αυτήν.
Οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί θα πρέπει να ενδιαφέρονται και για τα δύο «διαμερίσματα» και μάλιστα ο τελικός στόχος της αριστεράς θα είναι να τα καταργήσει μέσα από την κοινωνική επανάσταση, αλλά το κύριο βάρος πρέπει να δίνεται στο ανέβασμα της πίσω τάξης δηλαδή στη μόρφωση των παιδιών της φτωχολογιάς, πράγμα που ήταν πάντα το κύριο για τους μαρξιστές και μάλιστα και τον ίδιο το Μαρξ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Κίνηση έκανε την εκλογική καμπάνια της κατεβαίνοντας φέτος εκτός από τη Β ΕΛΜΕ της Δυτικής Αττικής όπου δραστηριοποιείται σταθερά ο σύντροφος Γιάννης Μπουρίτης και στην ΕΛΜΕ Πειραιά όπου κατέβηκε για πρώτη φορά ο σύντροφος Γιάννης Νικολόπουλος. Το κατέβασμα στην ΕΛΜΕ Πειραιά δεν είχε αξιώσεις ψήφων μιας και ο υποψήφιός μας διορίστηκε εκεί αρκετά πρόσφατα και μάλιστα αναπληρωτής, (οπότε δεν δουλεύει σε ένα σχολείο με ένα σταθερό σύλλογο διδασκόντων). Κρίναμε ωστόσο ότι το βασικό ήταν να πάει η γραμμή μας σε περισσότερο κόσμο ενώ αυτό το κατέβασμα ήταν και μια δήλωση ότι η Κίνηση «Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη» θα προσπαθήσει να αναπτύξει τη δουλειά της και σε άλλες ΕΛΜΕ.
Στη Β ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής είδαμε ζωντανά ότι η γραμμή είχε απήχηση. Τόσο στην εκλογοαπολογιστική συνέλευση που προηγήθηκε των εκλογών, όσο και κατά την προεκλογική εκστρατεία στα σχολεία, πιο πολλοί συνάδελφοι καθηγητές από ποτέ, ακόμα και αυτοί που δεν μας ψήφισαν εκφράστηκαν ανοιχτά και μας είπαν ότι αυτές οι θέσεις είναι οι μόνες που εξηγούν την κατάσταση στην εκπαίδευση και μπορούν να δώσουν προοπτική στον αγώνα των καθηγητών. Θεωρούμε ότι ακόμα και η αύξηση κατά έναν ψήφο (από τους 17 και το 4,5% στους 18 και το 4,6% ), δηλαδή μια σταθεροποίηση προς τα πάνω σημαίνει πολλά στο βαθμό που πρώτη φορά διαπιστώσαμε τόσο έντονη την αντίθεση στην Κίνησή μας από όλες τις παρατάξεις του σοσιαλφασισμού, και επιπλέον από τη ΝΔ αυτή τη φορά. Το να κρατάει κανείς τις δυνάμεις του σε αυτές τις συνθήκες είναι σημαντικό γιατί ένας δικός μας υποψήφιος δεν μπορεί να είναι σε όλα τα σχολεία στα οποία ανεμπόδιστα και χωρίς άμεση και ζωντανή απάντηση μπορεί να δουλεύουν οι πολυμελείς εχθρικές παρατάξεις. Όσο πάνε προς την υποδούλωση στον ρωσοκινεζικό άξονα τόσο η γραμμή μας θα τους ενοχλεί περισσότερο καθώς η απήχηση της θα είναι μοιραία μεγαλύτερη, όπως άλλωστε και η εμβάθυνσή της.
Δίπλα αναρτούμε τα εκλογικά αποτελέσματα στις δύο ΕΛΜΕ.
Πιο κάτω δημοσιεύουμε την εκλογική διακήρυξη της ΚΙΝΗΣΗΣ.