Στην πραγματικότητα ο Γκιουλέν είναι, όπως έχουμε γράψει σε προηγούμενα άρθρα της Ν.Α., ένας αμετανόητος σκοταδιστής, αντισημίτης, υποστηρικτής του παγκόσμιου ρωσοκινεζικού νεοχιτλερικού άξονα, και το δίκτυό του, που αρχικά είχε στηρίξει την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία σε κόντρα με τους κεμαλιστές στρατηγούς, τώρα επιχειρεί να τον ανατρέψει χρησιμοποιώντας γι’ αυτό τη συκοφαντία, τα σκάνδαλα και τους ανθρώπους που διαθέτει μέσα στο βαθύ κρατικό μηχανισμό. Καταφεύγοντας στις ΗΠΑ ο Γκιουλέν φρόντισε να κρύψει το βεβαρυμένο του παρελθόν, για να εμφανίσει ένα “μετριοπαθές” δυτικόφιλο πρόσωπο. Όμως τα έργα και τα λόγια του είναι γνωστά και είναι κάτι για το οποίο ο ίδιος δεν έχει κάνει καμία αυτοκριτική. Η αντίθεση μάλιστα με τον Ερντογάν εμφανίστηκε και έγινε ευθέως ανταγωνιστική σε μια στιγμή που ο τελευταίος επιχείρησε μαζί με τον ανατραπέντα ισλαμιστή πρόεδρο της Αιγύπτου Μόρσι και με τις άλλες σημαντικές χώρες της περιοχής να επιλύσει το Συριακό παρακάμπτοντας τις δύο υπερδυνάμεις, και βασικά τη Ρωσία.
Μετά τις συλλήψεις, Ευρώπη και ΗΠΑ -που στην ηγεσία τους είναι πιο διαβρωμένες από τους ανθρώπους του σοσιαλιμπεριαλισμού από ποτέ άλλοτε-, αντί να υποστηρίξουν τη νίκη αυτή του τουρκικού λαού απέναντι στους πιο μαύρους αντιδραστικούς ή έστω να αποφύγουν να αναμιχθούν στα εσωτερικά της χώρας, κούνησαν το δάχτυλο στον Ερντογάν. Πολύ χαρακτηριστικά, ο νέος επίτροπος διεύρυνσης της ΕΕ χαρακτήρισε ειρωνικά την αστυνομική επιχείρηση για τη σύλληψη των δημοσιογράφων σαν “όχι ακριβώς πρόσκληση για να προχωρήσουμε” (The Guardian, 19/12). Την ίδια στιγμή που διεξάγεται η πάλη με τον υπεραντιδραστικό ισλαμοφασισμό, η Δύση πιέζει την Άγκυρα να στείλει δυνάμεις στη Συρία, σε ένα στρατηγικά ασήμαντο μέτωπο του πολέμου και στο πλευρό των διαμελιστών του ΠΚΚ, αλλά και του ίδιου του Άσαντ, οξύνοντας τις σχέσεις μαζί της και οδηγώντας την σε πλήρη απομόνωση και τελικά στα νύχια της καλοκρυμμένης ρώσικης διπλωματίας.
Στην ουσία ένας ισλαμιστής, δηλ. κάποιος που δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα της αντικειμενικής παγκόσμιας πραγματικότητας και που συνδέεται με χίλια νήματα με τη χειρότερη πολιτικοϊδεολογική καθυστέρηση και αντίδραση και πάει και τα βάζει γενικά με τον ιμπεριαλισμό, είναι πολύ επιρρεπής στο να απορροφηθεί από εκείνον τον ιμπεριαλισμό που φροντίζει να κρύβει τις προθέσεις του και έχει τους καλύτερους δεσμούς με την πολιτικοϊδεολογική αντίδραση και καθυστέρηση. Έτσι, η αισχρή αντιδημοκρατική και χωρίς αρχές στάση της Δύσης, σε συνδυασμό και με την κάλυψη του πραγματικού (ρωσόδουλου) προσανατολισμού του Γκιουλέν, σπρώχνει τον Ερντογάν κατευθείαν στην αγκαλιά της Μόσχας. Έτσι εξηγείται που η Τουρκία, σε αντίθεση με τις δυτικές χώρες, δε συμμετέχει στο οικονομικό εμπάργκο της Δύσης απέναντι στη Ρωσία. Την ίδια στιγμή ο Πούτιν πηγαίνει στην Άγκυρα για να κλείσει νέες οικονομικές και ενεργειακές συμφωνίες (αύξηση της προμήθειας σε φυσικό αέριο, επίσπευση κατασκευής πυρηνικού εργοστασίου κτλ.). Παρόλ’ αυτά ο Ερντογάν συνεχίζει να κηρύσσει ανοιχτό διπλωματικό πόλεμο ενάντια στον αγαπημένο της Ρωσίας αιγύπτιο δικτάτορα Σίσι, τον οποίο όμως, διευκολύνοντας τη Ρωσία, υποστηρίζει και η τυφλή Δύση και η επίσης τυφλή στο συγκεκριμένο ζήτημα Σ. Αραβία.
Ο Ερντογάν έχει έτσι απομονωθεί ακόμα περισσότερο, καθώς η ως τώρα σχετικά φιλική του λόγω του αντι-Άσαντ και αντι-Ιράν κοινού μετώπου Σαουδική Αραβία κάνει κινήσεις προσέγγισης με το Κρεμλίνο. Με τη διαμεσολάβηση της Ρωσίας το Κατάρ σταματάει τις εχθρικές προς τον Σίσι αναμεταδόσεις του Αλ Τζαζίρα στην Αίγυπτο, πράγμα που χαροποιεί την Σ. Αραβία (El Pais, 26/12).
Η Τουρκία είναι ωστόσο μία χώρα-κλειδί για τα συμφέροντα του σοσιαλιμπεριαλισμού στη Μεσόγειο. Μια Τουρκία όχι μόνο εχθρική, αλλά και απλά ουδέτερη απέναντι στη Ρωσία, αποτελεί εμπόδιο για την τελευταία, που διαφορετικά δεν μπορεί να έχει ασφαλή πρόσβαση στη Μεσόγειο, πράγμα που ακυρώνει όλη την αντιευρωπαϊκή της στρατηγική. Αυτό το γεγονός εξηγεί την όξυνση της πάλης στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και την ενορχηστρωμένη διπλωματική επίθεση ενάντιά της από τις υπερδυνάμεις και τα τσιράκια τους στη σημερινή ηγεσία της ΕΕ.