με το βαθμό έντασης που οι ίδιοι προκαλούν στις σχέσεις της χώρας μας με τη Γερμανία, υστερικές κραυγές για την καταβολή απομέρους της σημερινής Γερμανίας γιγαντιαίων πολεμικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων για τα δεινά που υπέστη η χώρα στο διάστημα της ναζιστικής Κατοχής 1941-1944 και οι οποίες ξεπερνάνε κατά πολύ το σημερινό χρέος της χώρας. Eπικεφαλής εκείνων που ζητάνε αυτές τις αποζημιώσεις βρίσκεται το λεγόμενο Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης Γερμανικών Επανορθώσεων με πρόεδρό του το στέλεχος του ρωσόδουλου ΣΥΡΙΖΑ και πρώην ήρωα Μανώλη Γλέζο. Οι υστερικές αυτές κραυγές συνοδεύονται από έναν αυθαίρετο υπολογισμό του ύψους των καταβλητέων ποσών, που τα ανεβάζει όπου θέλει ο καθένας, με πλειοδοτούσα, βέβαια, την ανωτέρω Επιτροπή, που θέλει να πληρώσει η σημερινή Γερμανία ολόκληρο 1,5 τρισεκατομμύριο ευρώ! Οπότε λογικά βγαίνει και το σύνθημά τους «Η Γερμανία μας χρωστάει, εμείς δεν της χρωστάμε τίποτε»…
Ας δούμε λοιπόν πώς έχει το ζήτημα.
Γιατί η Γερμανία δεν υποχρεώθηκε να πληρώσει αμέσως πολεμικές αποζημιώσεις
Μετά από μια πολεμική αναμέτρηση συνήθως ο ηττημένος υποχρεωνόταν να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές. Μετά τη λήξη όμως του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου συνέβη κάτι ασυνήθιστο: η Γερμανία όχι μόνο δεν εξαναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές, αλλά έγινε το αντίθετο· ορισμένοι από τους νικητές (συγκεκριμένα οι ΗΠΑ) παραχώρησαν δωρεάν οικονομική βοήθεια δισεκατομμυρίων δολαρίων στην κατεστραμμένη από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς Γερμανία, προκειμένου να ανοικοδομήσει τις πόλεις και γενικότερα την οικονομία της (πρόκειται για το γνωστό σχέδιο Μάρσαλ, από το όνομα του αμερικάνου τότε υπουργού Εξωτερικών).
Γιατί έγινε αυτό; Βασικά για δύο λόγους.
Ο ένας και πιο βασικός έχει να κάνει με το φόβο των δυτικών ιμπεριαλιστών μπροστά στο δυνάμωμα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου μετά το Β΄ παγκόσμιο αντιφασιστικό πόλεμο. Ήταν η εποχή που η τότε σοσιαλιστική ΕΣΣΔ, παρά τις βαρύτατες απώλειές της σε έμψυχο και άψυχο υλικό, έβγαινε από τον πόλεμο με ένα τεράστιο κύρος στις λαϊκές δημοκρατίες της ανατολικής Ευρώπης και με έντονη ακτινοβολία στα μάτια των εργαζομένων όλου του κόσμου. Τώρα πια υπήρχε ένα ολόκληρο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Έτσι η καπιταλιστική Δύση, με ηγεμόνα της τότε τη μοναδική υπερδύναμη, τις ΗΠΑ, είχε να αντιμετωπίσει μια μεταπολεμική κατάσταση πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που φανταζόταν προπολεμικά. Για να ορθώσουν ένα ανάχωμα στην αυξανόμενη σοβιετική επιρροή και τα ισχυρά μεταπολεμικά εργατικά και πανδημοκρατικά κινήματα στην Ευρώπη οι ΗΠΑ όχι μόνο δε βάρυναν τη δυτική Γερμανία, αλλά της έδωσαν πελώρια κεφάλαια, όπως έδωσαν και στις άλλες δυτικές κυβερνήσεις, ώστε να μην ξεσηκωθούν οι βασανισμένοι λαοί αυτών των χωρών. Αυτό ήταν το σχέδιο Μάρσαλ.
Αλλά, πέρα από το φόβο της για τον επαναστατικό κομμουνισμό, η Δύση δεν ήθελε μια Γερμανία τσακισμένη από το βάρος υπέρογκων πολεμικών επανορθώσεων, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει αργότερα έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές είχαν συνετιστεί, κατά κάποιο τρόπο (όσο μπορεί να συνετιστεί ένας ιμπεριαλιστής), απ’ αυτά που είχαν κάνει στη νικημένη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου μεσοπολεμική Γερμανία. Ιδιαίτερα με τις πελώριες πολεμικές αποζημιώσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών είχαν συμβάλει αποφασιστικά στην εμφάνιση του φαινομένου Χίτλερ. Βέβαια, στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία συνετέλεσε τα μέγιστα και η οικονομική κρίση του 1929 με τις βαρύτατες συνέπειές της για το σύνολο του πληθυσμού, ιδίως για τα φτωχότερα στρώματα. Η αλλαγή της συμπεριφοράς των Δυτικών σε σχέση με τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο ήταν μια έμπρακτη αναγνώριση του λάθους τους να ταπεινώσουν και να γονατίσουν οικονομικά τη Γερμανία, κάτι που εκμεταλλεύτηκε προπαγανδιστικά το γερμανικό μονοπώλιο για να στρέψει τους Γερμανούς αρχικά κατά της Δύσης, αλλά στη συνέχεια και πολύ βαθύτερα κατά του σοβιετικού επαναστατικού προλεταριακού κράτους. Η πολιτική αυτή επέστρεψε στη νικημένη Γερμανία να ορθοποδήσει και να ακολουθήσει έναν κύρια ειρηνικό και δημοκρατικό δρόμο όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά και για όλη την Ευρώπη.
Βέβαια, ενώ ήταν λάθος να επιβληθούν ξανά πελώριες, αβάσταχτες επανορθώσεις, που θα τσάκιζαν την κατεστραμμένη Γερμανία και το λαό της, ήταν δίκαιο να επιβληθούν κάποιες ουσιαστικές αποζημιώσεις σε βάθος χρόνου στη Γερμανία και για να ανακουφιστούν οι λαοί που είχαν υποφέρει πιο πολύ από τον αποικιακό αυτό πόλεμο, αλλά και για να είναι πολιτικά σαφές ποια χώρα ήταν ο φταίχτης του πολέμου και να το έχει αυτό συνείδηση και ο γερμανικός λαός. Μάλιστα αυτό ήταν απαραίτητο ειδικά στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, καθώς στον Α΄ δεν υπήρχε μόνο μια πλευρά φταίχτης του πολέμου. Φταίχτες ήταν και οι νικητές, γιατί επρόκειτο για ιμπεριαλιστικό πόλεμο, πόλεμο για το μοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής. Αντίθετα, ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος ήταν αποικιακός πόλεμος που τον προκάλεσε ο γερμανικός ιμπεριαλισμός για να υποδουλώσει όλα τα άλλα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου, ακόμα και τα ιμπεριαλιστικά. Βέβαια, ισχυρίστηκε ότι έκανε τον πόλεμο για να νικήσει τον ιμπεριαλισμό αυτών των τελευταίων, ενώ ήθελε να τα συντρίψει και να τα υποδουλώσει εθνικά.
Η Συνθήκη της Λωζάννης
Το ότι δεν ζητήθηκαν πελώριες αποζημιώσεις από τη μεταπολεμική Γερμανία ήταν σε τελική ανάλυση επειδή οι νικητές κάνανε δίκαιο πόλεμο. Και τέτοια είναι συχνά η στάση κρατών όταν διεξάγουν δίκαιους πολέμους. Μια τέτοια περίπτωση πιο άγνωστη γενικά, αλλά και πιο κοντινή σε μας, συναντάμε στην εποχή μετά το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως έχει ιστορικά καταγραφεί να αποκαλείται.
Στη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιούλη 1923), και συγκεκριμένα στο άρθρο 59, αναφέρονται τα εξής: «Ἡ Ἑλλάς ἀναγνωρίζει τήν ὑποχρέωσιν αὐτῆς ὅπως ἐπανορθώσῃ τάς προξενηθείσας ἐν Ἀνατολίᾳ ζημίας ἐκ πράξεων τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἤ τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως ἀντιθέτων πρός τούς νόμους τοῦ πολέμου. Ἐξ ἄλλου ἡ Τουρκία, λαμβάνουσα ὑπ’ ὄψιν τήν οἰκονομικήν κατάστασιν τῆς Ἑλλάδος, ὥς αὕτη προκύπτει ἐκ τῆς παρατάσεως τοῦ πολέμου καί τῶν συνεπειῶν αὐτοῦ, παραιτεῖται ὁριστικῶς πάσης ἀπαιτήσεως κατά τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως περί ἐπανορθώσεων».
Τη στιγμή δηλαδή που η Ελλάδα είχε υποστεί μια ταπεινωτική ήττα και η Τουρκία ήταν σε πολύ πλεονεκτική θέση, ώστε να μπορεί ουσιαστικά να υπαγορεύσει τους όρους της Συνθήκης και να πάρει ό,τι θέλει, η τελευταία δεν εκμεταλλεύτηκε αυτό της το πλεονέκτημα και παραιτήθηκε οικειοθελώς από την όποια απαίτηση περί επανορθώσεων λαμβάνοντας υπόψη την τότε οικτρή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και επειδή η κεμαλική ήταν μια ειρηνόφιλη γραμμή και σαν τέτοια ταυτισμένη, μάλιστα, με τη λενινιστική γραμμή για την περιοχή.
Η περίπτωση της Ιαπωνίας
Στις 8 Σεπτέμβρη 1951 υπογράφτηκε στο Σαν Φρανσίσκο η Συνθήκη Ειρήνης με την Ιαπωνία, στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα. Αν και σ’ αυτήν προβλεπόταν η καταβολή πολεμικών επανορθώσεων, οι Συμμαχικές Δυνάμεις των οποίων η επικράτεια δεν είχε καταληφθεί από την Ιαπωνία συμφώνησαν να παραιτηθούν του δικαιώματός τους στις επανορθώσεις προκειμένου να μη γονατίσει η ιαπωνική οικονομία.
Η Συμφωνία του Παρισιού
Το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων που έπρεπε να καταβάλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις νικήτριες δυνάμεις του Β΄ παγκόσμιου πολέμου αποτέλεσε το αντικείμενο της Διάσκεψης του Παρισιού για τις Επανορθώσεις, που πραγματοποιήθηκε το διάστημα 9 Νοέμβρη - 21 Δεκέμβρη 1945 (αυτό το στοιχείο, όπως και πολλά άλλα πιο κάτω, το αντλήσαμε από τη μελέτη του Κωνσταντίνου Μαγκλιβέρα Το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων για τις λεηλασίες κατά τη ναζιστική κατοχή της Ελλάδος: Η περίπτωση του νομισματικού χρυσού των Εβραίων, Αθήνα, 2009). Αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν η Συμφωνία που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 14 Γενάρη 1946. Σκοπός της Συμφωνίας αυτής ήταν να υιοθετηθεί μια ενιαία πολιτική για τη δίκαιη κατανομή των γερμανικών επανορθώσεων μεταξύ όλων των Συμμαχικών Δυνάμεων. Τη Συμφωνία αυτή την είχε υπογράψει και η αμερικανόφιλη τότε και αντικομμουνιστική Ελλάδα, ενώ δεν την είχε υπογράψει η ΕΣΣΔ, γιατί είχε ήδη αρχίσει ο Ψυχρός Πόλεμος. Ωστόσο στο Συνέδριο του Πότσνταμ (17 Ιούλη - 2 Αυγούστου 1945), στο οποίο είχε συμμετάσχει και η ΕΣΣΔ, είχε αποφασιστεί καταρχάς η καταβολή επανορθώσεων από την ηττημένη Γερμανία: «Η Γερμανία θα πρέπει να υποχρεωθεί να αποζημιώσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό για τις απώλειες και για τον πόνο που προξένησε στα Ηνωμένα Έθνη και για τα οποία ο πληθυσμός της Γερμανίας δεν μπορεί να αποφύγει την ευθύνη».
Η Συμφωνία του Παρισού δεν όριζε το συνολικό ποσόν των επανορθώσεων που θα καταβάλλονταν σε κάθε κράτος ούτε έθετε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα για την καταβολή αυτών που θα του αναλογούσαν. Η Διάσκεψη όμως για τις Επανορθώσεις υπολόγισε το ύψος των ζημιών στη βάση των απαιτήσεων των κρατών που συμμετείχαν. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή αποδέχθηκε ότι το συνολικό ύψος των υλικών ζημιών, των εξόδων κατοχής και των κυβερνητικών δαπανών κατά το διάστημα του Β΄ παγκόσμιου πολέμου και της Κατοχής ανερχόταν σε 3.813.407.000δολάρια ΗΠΑ σε τιμές του έτους 1938. Το έργο της διανομής των γερμανικών περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των κρατών-δικαιούχων ανατέθηκε στη Διασυμμαχική Υπηρεσία Επανορθώσεων.
Το Άρθρο 1 της Συμφωνίας καθόριζε τα μερίδια των επανορθώσεων που θα δικαιούνταν κάθε ένα από τα συμμετέχοντα κράτη. Τα ποσοστά υπολογίστηκαν με βάση τα όσα είχαν συμφωνηθεί στο Συνέδριο της Γιάλτας, δηλαδή σύμφωνα με τρία κριτήρια: 1) τις υλικές ζημιές που υπέστη το κάθε κράτος, 2) τις απώλειες του πληθυσμού και 3) τη συμμετοχή της κάθε κυβέρνησης στην πολεμική προσπάθεια κατά του Άξονα. Τελικά, η Διασυμμαχική Υπηρεσία Επανορθώσεων διαλύθηκε το 1959, αφού είχε διανείμει στα συμμετέχοντα κράτη περιουσιακά στοιχεία αξίας 530 εκατομμύρια δολλάρια ΗΠΑ (υπολογισμένα σε τιμές του 1938).
Υπόψη ότι όλ’ αυτά πληρώθηκαν από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καθώς η ΕΣΣΔ δεν επέτρεπε να μεταβιβαστούν περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονταν στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας όσο δεν είχαν διευθετηθεί μια σειρά εκκρεμή ζητήματα ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις δυτικές κατοχικές δυνάμεις της Γερμανίας.
Αναβολή των αποζημιώσεων για ευθετότερο χρόνο
Η Συμφωνία του Παρισιού του 1946 ασχολήθηκε μόνο εν μέρει με το θέμα των επανορθώσεων που όφειλε η Δυτ. Γερμανία στις νικήτριες δυνάμεις. Στις 26 του Μάη 1952 υπογράφηκε στην Βόννη από τη Δυτ. Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ η Συνθήκη για τη Διευθέτηση των Ζητημάτων που Προέκυψαν από τον Πόλεμο και την Κατοχή, με την οποία η καταβολή των επανορθώσεων αναβαλλόταν μέχρι την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης από την (ενοποιημένη) Γερμανία.
Μέχρι να ενοποιηθεί η Γερμανία (1990), η Ομοσπονδιακή Δημ. της Γερμανίας δεν υπέγραφε καμία χωριστή συνθήκη ειρήνης, αφού δεν είχε τέτοια υποχρέωση, άρα τα κράτη-νικητές έπρεπε να προχωρήσουν σε μεμονωμένες διαπραγματεύσεις με τη Δυτ. Γερμανία, αν ήθελαν να πάρουν τα οφειλόμενα. Στην πράξη όμως το τυπικά (αφού δεν είχε υπογραφεί επίσημη Συνθήκη Ειρήνης) εμπόλεμο καθεστώς ανάμεσα στην Ομοσπ. Γερμανία και τις χώρες του δυτικού συνασπισμού είχε αρθεί, καθώς στη χώρα αυτή είχε επιτραπεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 να συμμετάσχει σε ευρωπαϊκούς πολυμερείς θεσμούς ως ισότιμο κράτος-μέλος με τις χώρες που είχε εχθρούς της κατά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Ειδικότερα, το 1950 εντάχθηκε στον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (τον πρόγονο του σημερινού Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης – OOΣA), ενώ τον Ιούλη του ίδιου χρόνου έγινε κράτος-μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τον Απρίλη του 1951 υπέγραψε τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ –ο πρόγονος της ΕΟΚ), στην οποία τα πρώην εχθρικά κράτη της Γερμανίας και της Ιταλίας συμφωνούσαν μαζί με κράτη που βρέθηκαν υπό ναζιστική κατοχή (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) να θέσουν σε εφαρμογή διακυβερνητικούς προοδευτικούς θεσμούς και μηχανισμούς.
Είναι γεγονός ότι η συμμετοχή της Δυτ. Γερμανίας σε υπερεθνικούς θεσμούς αποσκοπούσε εκείνη την εποχή κύρια στην ένταξή της στο δυτικό στρατόπεδο την εποχή ακριβώς που πρόβαλλε η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης. Στη διαμάχη αυτή η Δυτ. Γερμανία έμελλε να αποτελέσει την εμπροσθοφυλακή της αντικομμουνιστικής Δύσης ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα ζητήματα όπως οι πολεμικές επανορθώσεις και οι κάθε άλλου είδους αποζημιώσεις που όφειλε η Γερμανία δεν μπορούσαν παρά να τεθούν σε δεύτερη μοίρα. Από την άλλη, όμως, είναι επίσης γεγονός ότι, όταν μια χώρα όπως η Ελλάδα συμμετέχει σε τέτοιους διεθνείς οργανισμούς μαζί με τη Γερμανία ή, ακόμα χειρότερα, ως στρατιωτικός σύμμαχος της Γερμανίας, δεν μπορεί παράλληλα να θεωρεί ότι βρίσκεται μ’ αυτή τη χώρα ακόμη σε εμπόλεμη κατάσταση!
Ζήτημα ηθικής τάξης και απλής λογικής
Αν η Ελλάδα ως κράτος επέμενε ότι η Γερμανία της οφείλει ακόμη πολεμικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις, τότε αυτό το ζήτημα έπρεπε να το θέσει όταν προσπαθούσε να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (το 1980 δηλαδή) ή/και -ακόμη περισσότερο- το 2000, όταν ικέτευε και κατάφερε, τελικά, με πλαστογραφίες (γιατί δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις) να γίνει μέλος της Ευρωζώνης (για να τη σαμποτάρει, όπως αποδείχθηκε, για λογαριασμό της Ρωσίας). Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Πώς μπορείς να γίνεις συνέταιρος με κάποιον απέναντι στον οποίο κρύβεις ότι έχεις οικονομικές απαιτήσεις και την ώρα που αυτός σταθερά υποστηρίζει πως δε σου χρωστάει τίποτε; Αυτά τα ζητήματα κάθε στοιχειωδώς έντιμος εταίρος θα τα πρόβαλλε και θα τα έλυνε πριν από οποινδήποτε «συνεταιρισμό». Πώς μπορείς να κάνεις συνέταιρό σου κάποιον που θεωρείς μπαταχτσή απέναντί σου; Είναι δυνατόν να θέλεις να προοδέψει μια τέτοια επιχείρηση;
Γιατί δεν τα έκαναν αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις όταν έπρεπε; Δεν το έκαναν ακριβώς γιατί εκλιπαρούσαν για τη συμμετοχή τους όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ, και πιο πολύ την ατμομηχανή της, τη Γερμανία, επειδή δεν είχαν καταχτήσει τις οικονομικές και πιο πολύ τις πολιτικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή τους στην ΕΕ, κυρίως εξαιτίας του ελληνοτουρκικού ρήγματος. Ειδικά με τη Γερμανία η κυβέρνηση Καραμανλή δε θα μπορούσε να το κάνει, καθώς είχε ήδη υπογράψει τη συμφωνία του 1960 (θα κάνουμε λόγο παρακάτω γι’ αυτήν). Την ίδια προτεραιότητα είχε και ο Παπανδρέου στη συνέχεια. Αυτός, όντας στην ΕΕ, άρχισε να βάζει ζήτημα αποζημιώσεων, αλλά μόνο πλάγια, γιατί είχε πια αποδειχτεί ότι ήταν καλύτερο για τη Ρωσία να μείνει η Ελλάδα μέσα στην ΕΕ παρά απέξω. Λέμε ότι αυτό είχε αποδειχτεί, γιατί η ΕΕ άφηνε διαρκώς πίσω της τις προσπάθειες για πολιτική ενότητα και καταναλωνόταν σε οικονομικά παζάρια και κάλπικες οικονομίστικες ενότητες που όξυναν τις ενδοΕΕ πολιτικές σχέσεις, δηλαδή έφτιαχναν ένα περιβάλλον ιδανικό για τα στρατηγικά σχέδια του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού. Έτσι ο διάδοχος του Α. Π και εφάμιλλός του σε ρωσοδουλεία Σημίτης ανέλαβε την πιο δύσκολη δουλειά: να βάλει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη, για να μπορεί η Ρωσία μέσω αυτής να ελέγξει την καρδιά της ΕΕ ή και να την ανατινάξει. Όμως και ο Σημίτης, αφού έβαλε με απάτη τη χώρα στην ΕΖ, άφησε το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων να σέρνεται από τις διάφορες πασοκικές «πρωτοβουλίες κατοίκων», για να μπορεί ανά πάσα στιγμή το μπλοκ των ρωσόδουλων δυνάμεων στην Ελλάδα να οξύνει τις ελληνογερμανικές σχέσεις, όπως με τα μάρμαρα του Παρθενώνα –έτσι όπως το βάζει από την αρχή– οξύνει τις αγγλοελληνικές. Και με τα δύο αυτά θέματα οι πράκτορες της Ρωσίας μπορούν να δυναμιτίζουν κατά βούληση τις ελληνοευρωπαϊκές σχέσεις. Σήμερα οι ρωσόδουλοι χρησιμοποιούν τις γερμανικές αποζημιώσεις για να ενοχοποιούν τη σημερινή Γερμανία, ώστε να δίνει κι άλλα, ατέλειωτα λεφτά, στη μόνιμα σαμποταρισμένη από τους ίδιους Ελλάδα, πράγμα που θα οξύνει ασταμάτητα την κρίση του ευρωπαϊκού νότου και θα οδηγεί την ευρωζώνη και γενικότερα την ΕΕ σε κατάρρευση.
Η συμφωνία του 1960
Γράψαμε πριν ότι η Δυτ. Γερμανία τυπικά δεν είχε την υποχρέωση να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις πριν από την ενοποίησή της. Βέβαια, η γερμανική αστική τάξη για αρκετά μεταπολεμικά χρόνια, χρόνια αντικομμουνισμού με αμερικανική ενθάρρυνση, έδειξε πολύ ανεκτική στάση στο χιτλερικό παρελθόν της και έλεγε ότι το νέο κράτος, όντας πολιτικοϊδεολογικά αντίθετο με το Τρίτο Ράιχ, δεν όφειλε να αναλάβει την ευθύνη για τα εγκλήματα πολέμου που είχαν διαπραχθεί από εκείνο. Η αλήθεια ήταν ότι το νέο κράτος δεν μπορούσε να αναλάβει όλη την ευθύνη, αλλά έπρεπε να αναλάβει ένα μέρος της ευθύνης γιατί ναι μεν η κυβέρνηση άλλαξε και ο πληθυσμός άλλαξε ιδεολογικά, αλλά ένα μείζον κομμάτι αυτού του κράτους και αυτού του πληθυσμού διέπραξε τα εγκλήματα και ένα μέρος της ευθύνης το είχε. Γιʼ αυτό το λόγο και πέρα από τα λόγια και τις θεωρίες του το δυτικογερμανικό κράτος ανέλαβε στην πράξη ένα μέρος της ευθύνης του και προχώρησε στη σύναψη διμερών συμφωνιών με τα ενδιαφερόμενα κράτη, επομένως και με την Ελλάδα (αυτό, πάντως, σε αντίθεση με την αργότερα υπό ρώσικη σοσιαλφασιστική κατοχή Ανατολική Γερμανία, που ουδέποτε θεώρησε ότι την αφορούσαν σε οτιδήποτε τα εγκλήματα που τέλεσαν τα όργανα του Τρίτου Ράιχ, ενώ και αυτής ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού τα διέπραξε).
Στη βάση αυτής της λογικής και αυτής της πολιτικής θεσπίστηκε τον Ιούνη του 1956 ο Ομοσπονδιακός Νόμος για την Αποζημίωση των Θυμάτων των Εθνικοσοσιαλιστικών Διώξεων (Bundesentschδdigungs-gesetz).
Προσέξτε όμως το εξής σημείο. Όπως αναφέρει ο Κ. Μαγκλιβέρας (όπ. π., σελ. 51-52): «Είναι σημαντικό να παρατηρηθεί ότι οι εν λόγω συμφωνίες ανέφεραν μόνο τον λόγο για τον οποίο θα καταβαλλόταν το συμφωνηθέν ποσόν (δηλαδή οι πληρωμές προς όφελος εκείνων που είχαν υποφέρει από την ναζιστική ιδεολογία), ενώ δεν προέκυπτε εάν η νομική μορφή των καταβολών θα ήταν αυτή των επανορθώσεων, των αποζημιώσεων ή άλλη μορφή αποκαταστάσεως.
»Η διατύπωση αυτή προφανώς σήμαινε ότι η Δυτική Γερμανία αναλαμβάνει την ευθύνη για την αποζημίωση (υπό την ευρεία έννοια του όρου) των εγκλημάτων που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τα οποία διαπράχθηκαν κατά φυσικών προσώπων από το νομικό πρόσωπο του Τρίτου Ράιχ από κοινού με τα όργανα και τα μέλη του. Η ανάληψη όμως αυτής της συγκεκριμένης ευθύνης δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ότι συνεπάγεται πως το ίδιο το κράτος της Δυτικής Γερμανίας φέρει ευθύνη για την τέλεσή τους. Με άλλα λόγια, άλλος διέπραξε τα φρικαλέα εγκλήματα (ο οποίος πλέον δεν υφίσταται διότι καταστράφηκε από τους νικητές) και τώρα κάποιος άλλος, διαφορετικός από τον προηγούμενο, έρχεται και δέχεται να πληρώσει τις αποζημιώσεις χωρίς όμως να υπεισέρχεται με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο στην θέση του προηγούμενου.
»Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το ποσόν καταβαλλόταν υπέρ των υπηκόων των αντισυμβαλλομένων κρατών, οι οποίοι κατά τον τρόπο αυτό καθίσταντο οι μοναδικοί δικαιούχοι της συνολικής αποζημιώσεως. Συνεπώς η καταβολή των εν λόγω ποσών δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως πολεμικές επανορθώσεις υπέρ των αντισυμβαλλομένων κρατών. Προέκυπτε, λοιπόν, ότι η Δυτική Γερμανία δεν αναλάμβανε κατά τρόπο ρητό και απερίφραστο την ευθύνη για τις κάθε είδους εγκληματικές πράξεις οι οποίες τελέστηκαν από το Τρίτο Ράιχ και στρεφόντουσαν κατά του νομικού προσώπου του αντιπάλου κράτους και όχι κατά των πολιτών του (ανεξαρτήτως εάν οι συνέπειες των πράξεων αυτών επηρέασαν άμεσα τον πληθυσμό του αντίπαλου κράτους)».
Να το πούμε με απλά λόγια. Έλεγε τότε η Δυτ. Γερμανία: Εμείς ως χώρα δε δεχόμαστε ότι είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι έκαναν οι ναζιστές, παρ’ όλ’ αυτά πάρτε αποζημιώσεις για ό,τι πάθατε στον πόλεμο. Το πώς εσείς θα τις χρησιμοποιήσετε είναι δικό σας θέμα.
Η «Σύμβασις μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας περί παροχών υπέρ ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως» υπογράφτηκε στη Βόννη στις 18 Μάρτη 1960 (επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή του πρεσβύτερου). Όπως αναφέρει ο Μαγκλιβέρας (όπ. π., σελ. 56-57): «Από τον ίδιο τον τίτλο της Συμφωνίας επιτυγχάνεται η αποσύνδεση από το κράτος της Γερμανίας και αντιθέτως η σύνδεση γίνεται μόνο με την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία που πρέσβευε το Τρίτο Ράιχ. Σύμφωνα με το Άρθρο 1 της Συμφωνίας, οι καταβολές προς όφελος των Ελλήνων πολιτών αφορούσαν εκείνους οι οποίοι διώχθηκαν από τους Εθνικοσοσιαλιστές λόγω της φυλής ή της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους και των οποίων η ελευθερία ή η υγεία υπέστησαν βλάβη εξαιτίας αυτού του λόγου. Η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας ανέλαβε να καταβάλει στην κυβέρνηση της Ελλάδος το ποσόν των 115 εκατομμυρίων μάρκων υπέρ των πολιτών που ενέπιπταν στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 1. Το ποσόν αυτό θα καταβαλλόταν σε τρεις δόσεις ως εξής: 65 εκατομμύρια ένα μήνα μετά τη θέση της Συμφωνίας σε ισχύ, 30 εκατομμύρια μέχρι την 1η Μαρτίου 1962 και τα τελευταία 20 εκατομμύρια έως την 1η Μαρτίου 1963».
Η Ελλάδα επικύρωσε τη Συμφωνία με το ΝΔ 4178/1961 (21 Αυγ. 1961) και η Ομοσπ. Γερμανία στις 21 Σεπτ. 1961.
Το περιεχόμενο και η ερμηνεία της Συμφωνίας του 1960
Το περιεχόμενο της Συμφωνίας του 1960 έχει σχολιάσει το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας στην απόφασή του (26 Ιούνη 2003) που αφορούσε τη γνωστή υπόθεση της σφαγής του Διστόμου τον Ιούνη του 1944. Μετά την απόρριψη της αγωγής των συγγενών των θυμάτων κατά του γερμανικού Δημοσίου, υποβλήθηκε αίτημα για επανεξέταση στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο το απέρριψε (15 Φλεβάρη 2006).
Στο τρίτο και σημαντικότερο άρθρο της Σύμβασης του 1960 γράφονται τα εξής: «Διά τῆς ἐν ἄρθρῳ 1ῳ προβλεπομένης πληρωμῆς ρυθμίζονται ὁριστικῶς ἅπαντα τά ζητήματα ἅτινα αποτελούν τό ἀντικείμενο τῆς Συμβάσεως ταύτης καί τά ἀναφερόμενα εἰς τάς σχέσεις τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας πρός τό Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος, μή θιγομένων ἐνδεχομένων νομίμων ἀπαιτήσεων Ἑλλήνων ὑπηκόων». Σύμφωνα με το Μαγκλιβέρα (όπ. π., σελ. 61): «Το λεκτικό της Συμφωνίας του 1960 οδηγεί στο συμπέρασμα (άποψη που αναφέρθηκε και πιο πάνω) ότι η Δυτική Γερμανία δεχόταν να καταβάλλει το εν λόγω ποσόν ως πλήρη και οριστική αποζημίωση για όλα τα τελεσθέντα από τους Ναζί εγκλήματα οπουδήποτε και εάν αυτά τελέστηκαν και ότι το Ελληνικό Δημόσιο παραιτείτο από το δικαίωμά του να εγείρει νέες αξιώσεις σε μεταγενέστερο χρόνο. Η συναφής διάταξη της Συμφωνίας είναι το άρθρο 3, το οποίο ανέφερε ότι η καταβολή του ποσού που προβλεπόταν στο άρθρο 1 αποτελούσε οριστική διευθέτηση μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Ελλάδος όλων των ζητημάτων τα οποία αποτελούν αντικείμενο της Συμφωνίας».
Μετά τη σύναψη της Σύμβασης το περιεχόμενο του άρθρου 3 αποσαφηνίστηκε με την ανταλλαγή ρηματικών διακοινώσεων μεταξύ των δύο πλευρών, δηλαδή επιστολών που ερμηνεύουν το περιεχόμενο μιας συμφωνίας (ανταλλαγή τέτοιου είδους επιστολών έγινε και στις περισσότερες διμερείς συμφωνίες παρόμοιου περιεχομένου που υπογράφτηκαν με άλλα κράτη –θα αναφερθούν πιο κάτω).
Συγκεκριμένα, ο γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών Άλμπερτ Χίλγκερ φον Σέρπενμπεργκ στην επιστολή του προς τον έλληνα πρέσβη στη Βόννη Θωμά Υψηλάντη αναφέρει ότι η κυβέρνησή του θεωρεί πως στο μέλλον η ελληνική κυβέρνηση δε θα εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 3 για την επίλυση περαιτέρω ζητημάτων τα οποία αφορούσαν τις εθνικοσοσιαλιστικές διώξεις κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου και της γερμανικής Κατοχής.
Από την πλευρά του ο έλληνας πρέσβης στη δική του επιστολή, που έχει ημερομηνία ίδια με αυτή της Σύμβασης, γράφει τα εξής: «Ἡ κυβέρνησις τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Γερμανικῆς Δημοκρατίας θεωρεῖ ὡς δεδομένον ὅτι ἡ βασιλική ἑλληνική κυβέρνηση δέν θά ἐπανέλθει μελλοντικῶς μέ τήν ἀπαίτησιν ρυθμίσεως περαιτέρω ζητημάτων προερχομένων ἐκ τῶν ἐθνικοσοσιαλιστικῶν μέτρων διώξεως κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου καί τῆς κατοχῆς. Ἡ κυβέρνησις τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος συμφωνεῖ πρός τήν ἄποψιν ταύτην (η υπογράμμιση δική μας) τῆς κυβερνήσεως τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Γερμανικῆς Δημοκρατίας. Ἐπιφυλάσσεται ἐν τούτοις ὅπως προβάλῃ νέας ἀπαιτήσεις, αἵτινες προέρχονται ἐξ ἐθνικοσοσιαλιστικῶν μέτρων διώξεων κατά τήν διάρκειαν τοῦ πολέμου καί τῆς κατοχῆς κατά τήν γενικήν εξέτασιν, συμφώνως τῷ ἄρθρῳ 5, παράγραφος 2 τῆς Συμφωνίας περί γερμανικῶν ἐξωτερικῶν χρεῶν τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1953».
Πιάσ’το αβγό και κούρευ’ το. Αυτό το σοφό ρητό μας θυμίζει αυτή η αντιφατική θέση: από τη μια λέει δεχόμαστε τη θέση σας και συμφωνεί με την ερμηνεία του γερμανού αξιωματούχου, αλλά από την άλλη επιφυλασσόμαστε στο μέλλον να ξαναθέσουμε το ζήτημα…
Τελικά τι απέγιναν αυτά τα 115 εκατ. μάρκα; Από τα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα προκύπτει ότι «η πλειονότητα των θυμάτων του ναζισμού και οι συγγενείς των νεκρών δεν είδαν ούτε δεκάρα» (βλ. σχετικό άρθρο του Παντελή Βαλασόπουλου στην Ελευθεροτυπία (18 Νοέμβρη 1997).
Η συμφωνία οριστική και τελειωτική
Το ότι η Δυτ. Γερμανία θεωρούσε αυτή τη συμφωνία οριστική και τελειωτική για το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων προκύπτει και από άλλα γεγονότα. Στο ίδιο άρθρο του ο Βαλασόπουλος αναφέρει τα εξής: «Ήταν το 1995 όταν η “E” απέστειλε μια επιστολή προς την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ζητώντας θέση για το θέμα αυτό, και τότε η κυβέρνηση της Γερμανίας απάντησε για πρώτη φορά γραπτώς, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι: ‟Tο θέμα λύθηκε οριστικά με τη συμφωνία Eλλάδος και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με την οποία δόθηκαν το 1960 115 εκατ. μάρκα ως αποζημίωση για τα θύματα του ναζισμού„.
Tο ίδιο επανέλαβε και επίσημα η Bόνη στη ρηματική διακοίνωση της χώρας μας για το ίδιο θέμα που επιδόθηκε την ίδια χρονιά, το ίδιο υποστήριξε και ο καγκελάριος XέλμουτKολ, όταν ρωτήθηκε σχετικά ένα χρόνο μετά, από την “E” και πάλι».
Επίσης, στις 25 Φλεβάρη 2010 ο Αντρέας Πέσκε, εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε στις ελληνικές αιτιάσεις για πολεμικές αποζημιώσεις, επικαλούμενος και τις συμφωνίες του 1960: «Οφείλω να απορρίψω τις κατηγορίες αυτές. Με βάση τη συμφωνία αποζημιώσεων του 1960, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέβαλε αποζημίωση στην Ελλάδα ύψους 115 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων για τη ζημία που προκλήθηκε από το ναζισμό. Μια συζήτηση για το παρελθόν δεν βοηθά καθόλου στην επίλυση των προβλημάτων της Ελλάδας και δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή κρίση».
Ας σημειωθεί εδώ ότι τον Αύγουστο του 2000 η Γερμανία ψήφισε το Νόμο για την Θέσπιση του Ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον» (Gesetz zur Errichtung einer Stiftung«Erinnerung, Verantwortung und Zukunft»). Σύμφωνα με τον Αντρέας Πέσκε, οι Έλληνες που υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία υπό το ναζιστικό καθεστώς αποζημιώθηκαν επίσης στο πλαίσιο του ιδρύματος αυτού, το οποίο κατέβαλε περί τα 4,4 δισ. ευρώ σε 1,7 εκατομμύριο πρώην εργαζόμενους σε καταναγκαστικά έργα σε περισσότερες από εκατό χώρες. Τέλος, υποστήριξε ότι η Γερμανία μετά το 1960 χορήγησε στην Ελλάδα σε διμερές και ευρωπαϊκό επίπεδο βοήθεια ύψους περίπου 32 δισ. γερμανικών μάρκων, για να υποστηρίξει την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (σε σημερινές τιμές τα ποσά αυτά είναι, φυσικά, πολύ μεγαλύτερα).
Τα 115 εκατ. μάρκα του 1960 είναι πολλά ή λίγα λεφτά;
Το ότι η συμφωνία του 1960 ήταν οριστική μπορεί να αποδειχθεί και από το γεγονός ότι στο διάστημα μεταξύ 1959 και 1964 η Γερμανία υπέγραψε 13 συνολικά διμερείς συμφωνίες επανορθώσεων με κράτη της Ευρώπης, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα κράτη που συμμετείχαν στον Άξονα. Και φυσικά καμία από τις χώρες αυτές δεν επανήλθε απαιτώντας και άλλες πολεμικές αποζημιώσεις (πλην Λακεδαιμονίων…).
Θα μπορούσε εδώ να υποστηρίξει κανείς ότι, εντάξει, μας έδωσε λεφτά το 1960 η Γερμανία, αλλά σιγά τ’ αβγά! Τι είναι τα 115 μάρκα μπροστά στα βασανιστήρια που τράβηξε ο ελληνικός λαός στη διάρκεια της Κατοχής; Πράγματι, μπροστά σʼ αυτά που προκάλεσαν οι χιτλερικοί είναι ένα πολύ μικρό ποσόν. Ωστόσο, αν και δε μας είναι εύκολο να κάνουμε την αναγωγή του ποσού αυτού σε σημερινές τιμές, δεν πρέπει να ήταν ασήμαντο για την εποχή εκείνη. Όμως κάθε πράγμα μετριέται αναλογικά με την εποχή του και τις γενικές συνθήκες της κάθε εποχής. Ας δούμε λοιπόν τι συμφωνήθηκε με άλλα, και μάλιστα τότε δημοκρατικά και όχι πολιτικά εξαρτημένα κράτη, για να μπορέσουμε να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης και για τη δική μας περίπτωση. Συγκεκριμένα, υπογράφτηκαν οι εξής συμφωνίες ανάμεσα στην Ομοσπονδιακή Γερμανία και τα ζημιωθέντα κράτη της Ευρώπης:
Νορβηγία (1959) 60 εκατ. μάρκα.
Αυστρία (1961) 101 εκατομμύρια.
Βέλγιο (1960) 80 εκατ.
Δανία (1959) 16 εκατ.
Γαλλία (1960) 400 εκατ.
Ιταλία (1961) 40 εκατ.
Ολλανδία (1960) 125 εκατ. (η Ολλανδία διέθεσε ένα τμήμα του ποσού των επανορθώσεων αποκλειστικά για αποζημίωση στους Εβραίους, για τις υλικές ζημίες που υπέστησαν στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της χώρας, κυρίως μέσω της αρπαγής προσωπικών και οικιακών αντικειμένων).
Μεγάλη Βρετανία (1964) 11 εκατ.
Λουξεμβούργο (1959) 18 εκατ.
Ελβετία (1959) 10 εκατ.
Σουηδία (1964) 1 εκατ.
Ας δούμε άλλα δύο ενδιαφέροντα στοιχεία. Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990 υπογράφεται Συνθήκη ανάμεσα στις 4 κατέχουσες Δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Σοβιετική Ένωση) και τις 2 Γερμανίες (συνθήκη γνωστή ως «2+4»), σχετικά με τον οριστικό διακανονισμό που αφορά τη Γερμανία, όπου δε γίνεται καμιά μνεία του θέματος των επανορθώσεων. Μετά από τη συνθήκη αυτή υπογράφεται διμερής συνθήκη μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, με την οποία η ενοποιημένη πια Γερμανία συμφωνεί να καταβάλει επανορθώσεις 16 δισεκατομμυρίων μάρκων στο μακράν μεγαλύτερο θύμα των ναζιστικών καταστροφών (δηλαδή κάτι παραπάνω από 8 δις ευρώ· βλ. άρθρο του Βίκτωρα Νέτα στην Ελευθεροτυπία, 2 Μαρτίου 2010)!
Τέλος, τον Αύγουστο του 2008 η Ιταλία συμφωνεί με τη Λιβύη (του Καντάφι!) να της πληρώσει σε διάστημα 20 ετών (!) χρηματική επανόρθωση 5 δις δολαρίων ΗΠΑ για τον αποικιοκρατικό ζυγό που είχε επιβάλει στη Λιβύη τα έτη 1911-1943.
Σκεφτείτε, φίλοι αναγνώστες: Δεν ξέρουμε πώς έγινε και η Μεγάλη Βρετανία, που πολλές πόλεις και κυρίως η πρωτεύουσά της ισοπεδώθηκαν από τους χιτλερικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, για να μη μιλήσουμε για τις ανθρώπινες απώλειες, πήρε το 1964 μόλις 11 εκατ. μάρκα, αλλά η Ολλανδία που υπέφερε τρομερές υλικές απώλειες από τον βομβαρδισμό-ισοπέδωση του Ρότερνταμ δέχτηκε να κλείσει το ζήτημα με 125 εκατ. μάρκα, ενώ η Σοβιετική Ένωση, με τα 20 εκατομμύρια νεκρούς και τις άπειρες υλικές ζημιές, πήρε μόλις 8 δις ευρώ!
Απ’ όλα τα παραπάνω νομίζουμε πως γίνεται φανερό γιατί οι ρωσόδουλοι και τα τσιράκια τους, οι υστερικοί αντιδυτικοί, οι ψευτοαριστεροί και όλα τα ντόπια πολιτικά κατακάθια τοποθετούν πολύ ψηλά τον πήχυ τού κατ’ αυτούς οφειλόμενου από τη Γερμανία ποσού πολεμικών αποζημιώσεων. Αν δεν είχαν βρώμικη και μακροπρόθεσμη πολιτική στόχευση και ήθελαν πραγματικά να κλείσει το ζήτημα σε όφελος και των δύο (σύμμαχων και εταίρων, υποτίθεται) χωρών, θα έκλειναν συμφωνία με τη Γερμανία σε ένα ποσό που θα καθοριζόταν μετά από έντιμες διαπραγματεύσεις σε πνεύμα συνεργασίας, αφού πρόκειται για εταίρους και αφού το ζήτημα από την ελληνική πλευρά δεν τέθηκε όποτε έπρεπε να τεθεί και θα ανερχόταν σε λογικό ύψος. Όταν ζητούν 1500 δισεκατομμύρια ευρώ, τι να πει κανείς; Είναι φανερό ότι το κάνουν για να αρνηθεί η Γερμανία (ποια χώρα στη θέση της δε θα αρνιόταν;), να διαιωνίζεται το ζήτημα και να το ανασύρουν όποτε αυτό απαιτούν τα συμφέροντα των πατρώνων τους.
Η υπόθεση Μέρτεν
Η υπόθεση Μέρτεν αποτελεί μια ιδιαίτερα μελανή σελίδα στη μεταπολεμική νομική και πολιτική ιστορία μας. Στην Κατοχή ο Μαξιμίλιαν Μέρτεν είχε υπηρετήσει στη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Μακεδονίας-Αιγαίου με την ιδιότητα του πολιτικού συμβούλου του γερμανικού Στρατηγείου. Στις 26 Απρίλη 1957 ταξίδεψε στην Ελλάδα για να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη κατά του πρώην διερμηνέα του Άρθουρ Μάισνερ, αλλά συνελήφθη στην Αθήνα κατόπιν ενεργειών του τότε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και προϊσταμένου του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου Ανδρέα Τούση. Εναντίον του εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης από το 1947, σύμφωνα με το οποίο ήταν υπεύθυνος για την τέλεση ποινικών αδικημάτων κατά τη διάρκεια της Κατοχής τόσο από τον ίδιο όσο και από τη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Μακεδονίας-Αιγαίου, στην οποία έπαιζε ηγετικό ρόλο.
Οι ποινές που προβλέπονταν για την τέλεση αυτών των ενεργειών ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Για παράδειγμα, ο εξαναγκασμός πολιτών σε εργασία που σχετιζόταν με στρατιωτικές επιχειρήσεις τιμωρούνταν με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη, ενώ η εκτόπιση και η μεταγωγή εκτός ελληνικού εδάφους με ισόβια· το ίδιο ίσχυε στην περίπτωση των λεηλασιών, της επιβολής υπέρογκων εισφορών ή των επιτάξεων.
Ύστερα από δικαστική έρευνα 20 μηνών και καταθέσεις περίπου 200 μαρτύρων η δίκη του Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φλεβάρη 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου της Αθήνας. Το ζήτημα παρουσίαζε τεράστιο ενδιαφέρον, καθώς για πρώτη φορά δικαζόταν υψηλόβαθμος γερμανός εγκληματίας του Β΄ παγκόσμιου πολέμου στην Ελλάδα για εγκλήματα πολέμου που κατηγορούνταν ότι είχε διαπράξει στη χώρα. Δυστυχώς όμως έμελλε να είναι και η τελευταία, γιατί η ψήφιση του νόμου 3933/1959 της 13ης Φλεβάρη 1959 «περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου» (δηλαδή δύο μόλις μέρες μετά την έναρξη της δίκης) οδήγησε στην άμεση αναστολή όλων των διώξεων γερμανών υπηκόων που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου και μεταβίβαζε την αρμοδιότητα αυτή στις δικαστικές αρχές της Γερμανίας.
Στις 5 Μαρτίου 1959 ο Μέρτεν βρέθηκε ένοχος για 13 κατηγορίες, δέκα από τις οποίες αφορούσαν σε εγκλήματα κατά Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 162 ετών, που τελικά όμως συγχωνεύτηκαν σε 25.
Η μεθόδευση της τότε ελληνικής κυβέρνησης
Με τη θέσπιση του Νομοθετικού Διατάγματος 4016/1959 «Περί εκκαθαρίσεως του θέματος των εγκληματιών πολέμου» (3 Νοέμβρη 1959) ανακλήθηκε η επιμέτρηση των ποινών που είχαν επιβληθεί σε γερμανούς υπηκόους που είχαν καταδικαστεί για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα. Γι’ αυτά τα δύο κατάπτυστα νομοθετήματα η τότε κυβέρνηση Καραμανλή έδωσε την εξήγηση ότι επιβλήθηκαν από πολύ σημαντικά κρατικά συμφέροντα. Το Διάταγμα ωστόσο ήταν φωτογραφικό, αφού μόνο ένας γερμανός υπήκοος εντασσόταν στο πεδίο εφαρμογής του, που δεν ήταν άλλος από τον Μέρτεν.
Στις 5 Νοέμβρη 1959 αποφυλακίστηκε και απελάθηκε αμέσως στη Γερμανία. Φτάνοντας στο Μόναχο ο Μέρτεν συνελήφθη από τις τοπικές αρχές, αλλά αφέθηκε ελεύθερος στις 16 Δεκέμβρη 1959, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχαν τα επιβαρυντικά εκείνα αποδεικτικά στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την καταρχάς προσαγωγή του σε δίκη. Άλλωστε το Διάταγμα 4016/1959 και ο νόμος 3933/1959 δεν πρόβλεπαν ρητά ότι η απέλαση των γερμανών υπηκόων θα γινόταν με την ταυτόχρονη ανάληψη της υποχρέωσης απομέρους της Δυτ. Γερμανίας να συνεχιστεί η έκτιση της ποινής στις φυλακές της χώρας.
Αν και η απελευθέρωση του Μέρτεν φαίνεται ότι εξόργισε την Εισαγγελία του Βερολίνου, η οποία είχε προετοιμάσει εναντίον του κατηγορητήριο που απαρτιζόταν από 17 τόμους, όταν ανέλαβε τη διαδικασία εναντίον του το 1960 δεν κατέστη ποτέ δυνατή η προσαγωγή του σε δίκη. Προφανώς επενέβη υπέρ του εγκληματία το γερμανικό κράτος και η κυβέρνησή του. Τελικά, τον Ιούνιο του 1968 η διαδικασία διακόπηκε λόγω έλλειψης επαρκών αποδείξεων και λόγω παραγραφής. Αυτή είναι μια απόδειξη για το πόσο ο μεταπολεμικός γερμανικός και γενικότερα δυτικός αντικομμουνισμός βοήθησε την κάλυψη των χιτλερικών εγκλημάτων και πόσο καθυστέρησε έτσι τη δημοκρατική αφύπνιση του γερμανικού έθνους, ώστε να πραγματοποιήσει έστω και καθυστερημένα την ιστορική του αυτοκριτική.
Σημαντική λεπτομέρεια: Σήμερα ο νόμος 3933/1959 και το Νομοθετικό Διάταγμα 4016/1959 εξακολουθούν και ισχύουν στην Ελλάδα! Να ‘ναι τυχαίο, άραγε, από τόσες κυβερνήσεις που πέρασαν (δεξιές, κεντρώες, «σοσιαλιστικές», οικουμενικές) μία να μη βρεθεί να τα καταργήσει έστω για τα μάτια του κόσμου! Τέτοια αγάπη πια στους γερμανούς ναζιστές εγκληματίες.
Αλλά γιατί να μην τον αφήσουν ελεύθερο, αφού το ίδιο είχαν κάνει και αμέσως μετά το τέλος του πολέμου;
Αναφέρει στην κατάθεσή του στο πλαίσιο της Δίκης κατά του Άντολφ Άιχμαν: «Την 20ή Νοεμβρίου 1945 με συνέλαβαν οι Αμερικανοί και αφέθηκα ελεύθερος την 5η Νοεμβρίου 1946 με τη σύμφωνη γνώμη της τότε ελληνικής κυβέρνησης. Σε δύο περιπτώσεις οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις ρώτησαν την τότε ελληνική κυβέρνηση εάν επρόκειτο να ζητήσει την έκδοσή μου. Η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι δε θα προχωρήσει στην έκδοσή μου και ότι όχι μόνο δεν είχε τίποτε να μου προσάψει, αλλά αντιθέτως μου ήταν ευγνώμων για τις δραστηριότητές μου στη Διοίκηση Θεσσαλονίκης – Αιγαίου. Αυτό επιβεβαιώθηκε σε επιστολή με ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 1947 στο Δικαστήριο του Bad Aibling από τον κ. Υψηλάντη, ο οποίος σήμερα είναι ο έλληνας πρέσβης στην Βόννη» (σσ: Είναι αυτός που υπέγραψε την ελληνογερμανική Σύμβαση για τις αποζημιώσεις).
Πού είναι το κρίσιμο ζήτημα
Αν αναφερθήκαμε αναλυτικά στην υπόθεση Μέρτεν είναι για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι για να κατανοήσουμε ότι οι διακρατικές συμφωνίες των κυβερνήσεων δεσμεύουν την ίδια τους τη χώρα και στο μέλλον. Αν, για παράδειγμα, πει σήμερα κάποιος «διαφωνώ με την ενέργεια της τότε κυβέρνησης Καραμανλή να υπογράψει την ελληνογερμανική συμφωνία το 1960» ή «διαφωνώ με το ύψος της αποζημίωσης», αυτή η διαφωνία του δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως πρακτική νομική συνέπεια· μπορεί να είναι μόνο μια διαφωνία σε ιστορικό επίπεδο.
Ο κυριότερος λόγος όμως είναι άλλος. Σκεφτείτε το εξής: Σήμερα ζητούν από τη Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις για λεηλασίες, θηριωδίες κτλ. εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι ναζιστές στη διάρκεια της Κατοχής. Με ποιο ηθικό (πέρα από το καθαρά νομικό) δικαίωμα ζητάει η Ελλάδα αποζημιώσεις, τη στιγμή που η ίδια έχει απεμπολήσει το δικαίωμά της να δικάσει τους ναζιστές αυτούς; Πώς, δηλαδή, ζητάς από το ξένο κράτος να κάνει κάτι τη στιγμή που εσύ ο ίδιος έχεις αμνηστεύσει τους φυσικούς αυτουργούς των πράξεων για τις οποίες ζητάς αποζημίωση; Δεν είναι αντίφαση αυτό; Στην πραγματικότητα όλα εξυπηρετούν τον ρατσιστικού τύπου -και γιʼ αυτό επιλεκτικό- νεο-αντιγερμανισμό σύσσωμου του καθεστώτος. Όταν είναι το ελληνικό άρρωστο διακομματικό καθεστώς να τα βάλει με τη δημοκρατική Γερμανία, την κατηγορεί για ναζιστική, ενώ όταν είναι να τα βάλει κάπως με το γερμανικό ναζισμό το βουλώνει. Είναι φυσικό να είναι τόσο υποκριτές. Έχουν στη Βουλή και καθημερινά σε όλα τους τα κανάλια εν ενεργεία ναζιστές της ΧΑ και τους παρουσιάζουν στο λαό μας σαν καθωσπρέπει κυρίους και την ίδια ώρα πάνε να τσεπώσουν τρισεκατομμύρια σαν θύματα του ναζισμού στο όνομα των νεκρών παππούδων τους που τόσο αισχρά τους ντροπιάζουν. Στο Δίστομο αρκετοί ψηφίζουν ναζιστές και την ίδια ώρα οι επιτροπές εκεί ζητάνε αποζημιώσεις προς τιμή των θυμάτων.
Το κατοχικό δάνειο
Εντελώς ιδιάζουσα και διαφορετική από τις πολεμικές αποζημιώσεις είναι η περίπτωση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου. Είναι ιδιάζουσα γιατί τέτοιο «δάνειο» δε συνήψαν οι κατοχικές δυνάμεις της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας με καμία άλλη από τις κατεχόμενες χώρες.
Με βάση το Διεθνές Δίκαιο του Πολέμου, αν μια χώρα κατακτηθεί με πόλεμο, είναι υποχρεωμένη να πληρώνει τα έξοδα του στρατού κατοχής (Δίκαιο να σου πετύχει!). Έτσι έγινε και με την Ελλάδα στην Κατοχή. Μόνο που εδώ τα έξοδα του στρατού Κατοχής φαίνεται πως υπερέβαιναν κάθε μέτρο. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Αντώνης Μπρεδήμας (καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ένας από τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης κατά τη συζήτηση στο Δικαστήριο της Χάγης της προσφυγής της Γερμανίας κατά της Ιταλίας για την περίπτωση του Διστόμου) στην εφημερίδα Αυγή (7 Μάρτη 2010), «η ίδια η Γερμανία συνειδητοποίησε ότι η διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας στην Ελλάδα ήταν η προϋπόθεση για την ισχυροποίησή της στη χώρα, ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις στο μέτωπο της Β. Αφρικής. Και αυτό δεν θα ήταν κατορθωτό με τη συνέχιση της αφαίμαξης από την Ελλάδα αυτών των τεράστιων ποσών (το κόστος κατοχής για την Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 114% του ΑΕΠ της, ενώ σε άλλες κατεχόμενες χώρες το ποσοστό αυτό ήταν: 18% για την Ολλανδία, 24% για το Βέλγιο και 69% για τη Νορβηγία). Έτσι, προκειμένου να συνεχιστεί η χρηματοδότηση των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας στην Ελλάδα (αλλά στην πράξη και σε άλλες περιοχές, όπως λ.χ. στη Βόρεια Αφρική), χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του δανείου, ώστε να “ελαφρυνθεί” η κοινωνική πίεση σε βάρος των Ελλήνων, αφού τα δανεικά θα επιστρέφονταν κάποια στιγμή».
Στην ουσία, δηλαδή, το κατοχικό δάνειο ήταν έμπρακτη αναγνώριση από Ιταλία-Γερμανία ότι ως κατοχικές δυνάμεις ξόδευαν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να αντέξει η τότε ασθενική ελληνική οικονομία, και επομένως δέχονταν ότι το επιπλέον ποσό το «δανείζονται» και υποχρεούνται να το επιστρέψουν. Άλλωστε, «οι ίδιες οι κατοχικές δυνάμεις είχαν αναγνωρίσει τον νομικό χαρακτήρα του δανείου: αφενός, η ίδια τη Συμφωνία της 14.3.1942 προέβλεπε ότι ‟Η οριστική ρύθμιση των καταβολών της Ελληνικής Κυβέρνησης δύναται να λάβει χώραν αργότερον„ , αφετέρου ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα του Κατοχικού Δανείου και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησης του (ήδη μέχρι το τέλος της Κατοχής είχαν εξοφληθεί δύο δόσεις του δανείου)» (στο ίδιο).
Το ύψος του κατοχικού δανείου
Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ σε συνέντευξή του στο Έψιλον (26/06/2011) αναφέρει τα εξής: «Ανακάλυψα στα μέσα της δεκαετίας του '70, στα υπόγεια των γερμανικών αρχείων, ένα εκτενέστατο υπόμνημα της τράπεζας του Ράιχ. Υπολογίζει ότι τα ποσά του Κ.Δ. ανέρχονται στα 568 εκατομμμύρια μάρκα, από τα οποία οι Γερμανοί είχαν επιστρέψει 92 εκατομμύρια μάρκα - την τελευταία δόση, μάλιστα, στις 6/10/1944, έξι μέρες προτού να αποχωρήσουν από την Αθήνα (…) Με τη σημερινή αγοραστική αξία, το χρέος του Κ.Δ. -άτοκα, όπως το επέβαλαν οι κατακτητές το 1942!- ανέρχεται περίπου στα 6 δισεκατομμύρια ευρώ».
Ο Μπρεδήμας (στο ίδιο) αναφέρει: «Όσον αφορά το ύψος των ελληνικών αξιώσεων εκ του Κατοχικού Δανείου, παρότι προβάλλονται διαφορετικά ποσά, ανάλογα με την πηγή προέλευσης, το ποσό αυτό φαίνεται, σύμφωνα με λογικούς υπολογισμούς, να κυμαίνεται γύρω στα 400-450 εκ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα. Το βασικότερο όμως ζήτημα είναι αυτό των τόκων, από το 1944 μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, μέθοδος υπολογισμού τους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο δεν υπάρχει. Ο υπολογισμός που έχει γίνει λαμβάνει υπόψη ένα μικρό επιτόκιο της τάξεως του 3%. Με βάση αυτή τη μέθοδο, υπολογίζεται ότι οι τόκοι για τη Γερμανία από το 1944 μέχρι το 1994 ανέρχονται στο ποσό των 3,5 δισ. δολαρίων. Σ’ αυτό το ποσό θα πρέπει να προστεθούν οι τόκοι των ετών 1995-2010, οπότε το ύψος τους ανεβαίνει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα».
Αν συνυπολογίσουμε τα ποσά που αναφέρονται πιο πάνω (υπολειπόμενο ποσό + τόκοι), βγαίνει ένα συνολικό άθροισμα γύρω στα 10 δις ευρώ, με τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς. Αυτό το ποσόν πιστεύουμε πως θα μπορούσε να διεκδικηθεί, χωρίς κραυγές και υστερίες, από τη Γερμανία, αν υπήρχε μια σοβαρή έστω αστική ελληνική κυβέρνηση που θα καλούσε σε ειλικρινή και έντιμη διαπραγμάτευση την άλλη πλευρά, με σκοπό να κλείσει οριστικά και αμετάκλητα το ζήτημα, ώστε να μην έχει τη δυνατότητα ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός και οι ντόπιοι λακέδες του να ανασύρουν κάθε τόσο το ζήτημα δηλητηριάζοντας τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Αλλά πού να βρεις σήμερα τέτοια κυβέρνηση;
- Δημοσιεύτηκε στο φ. 478 της Νέας Ανατολής (Ιούνης 2012) -