Η βάση της προπαγάνδας της κυβέρνησης είναι ότι το προηγούμενο πολιτικό σύστημα κάλυπτε τη διαφθορά, που μπορεί να την πολεμήσει μόνο η «αδιάφθορη» σημερινή κυβέρνηση «του λαού» και βρίσκει μπροστά της εμπόδιο τη δικαιοσύνη.
Ένα βασικό σημείο της απόφασης του ΣτΕ ήταν ότι οι φορολογικές διατάξεις έχουν σκοπό την είσπραξη εσόδων και όχι την τιμωρία αυτού που έχει κάνει τη φορολογική παράβαση, και ότι όσο περισσότερο χρόνο διαρκούν οι έλεγχοι, τόσο χάνεται η ικανότητα του δημοσίου να εισπράξει, αφού από τη μία τα πρόστιμα γίνονται υπέρογκα, από την άλλη έχει συνήθως επιδεινωθεί η κατάσταση του ελεγχόμενου. Σύμφωνα με την απόφαση οι πρακτικές αυτές παραβιάζουν το σύνταγμα που προβλέπει ότι οι παραγραφές πρέπει να έχουν εύλογο διάστημα αλλά και ότι ο ελεγχόμενος έχει το δικαίωμα να προβάλει την ένσταση μίας παραγραφής που ίσχυε υπέρ του όπως την είχε καθορίσει ο νόμος που αφορά την περίοδο για την οποία ελέγχεται, αλλιώς καταργείται η ασφάλεια του δικαίου. Υπάρχει νομοθεσία για συγκεκριμένες περιπτώσεις που ορίζει δεκαετή παραγραφή την οποία δεν αμφισβήτησε το ΣτΕ. Δεν θίγονται επίσης από την απόφαση οι διατάξεις που αφορούν όσους αποκτούν και ξεπλένουν χρήμα από παράνομες δραστηριότητες και οι απαιτήσεις του Δημοσίου από αυτή την αιτία.
Έτσι έκρινε το δικαστήριο, το οποίο παρόλο που έχει διαπράξει πολλά εγκλήματα κατά της βιομηχανικής παραγωγής και των επενδύσεων στη χώρα με την πολιτική προστασία και την κάλυψη των επικεφαλής του σαμποτάζ ΣΥΡΙΖΑ-ψευτοΚΚΕ, και των ηγεσιών των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων, σήμερα αντιστέκεται στην απόπειρα της συμμορίας Τσίπρα να εγκαταστήσει το φασιστικό της κράτος σε όλους τους τομείς της οικονομικής και της πολιτικής ζωής της χώρας, ξεκινώντας από εκεί που ξεκινάνε όλοι οι φασισμοί, από τη φίμωση των καναλιών, δηλαδή του σημερινού Τύπου, ενώ χρησιμοποιεί πουτινικού τύπου φασιστικές επιλεκτικές διώξεις μέσα από επιλεκτικούς φορολογικούς ελέγχους σε μη ρωσόφιλους αστούς, επιχειρηματίες και πολιτικούς.
Η συγκεκριμένη απόφαση θα έπρεπε να είναι μία απόφαση με δευτερεύουσα σημασία για την κυβέρνηση, όταν μετά από δύο χρόνια που ανέβηκε στην εξουσία, η διαφθορά αυξήθηκε αντί να μειωθεί, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας. Το πρώτο μέλημα μίας τέτοιας κυβέρνησης δεν έπρεπε να είναι οι χρόνοι παραγραφής στους οποίους θα δράσει ένα διεφθαρμένο φορολογικό επιτελείο, αλλά το πως θα θωρακιστεί απέναντι στη διαφθορά και στα φακελάκια, που έχουν επιτρέψει στη μεγάλη φοροδιαφυγή να οργιάζει, ιδιαίτερα μάλιστα τα τελευταία χρόνια. Αλλά η κυβερνητική εξουσία ΣΥΡΙΖΑ έχει προστατέψει ιδιαίτερα τη διαφθορά στο δημόσιο, και την έχει χρησιμοποιήσει για να χτίσει γρήγορα το δικό της διεφθαρμένο κράτος και για να κάνει αντίστοιχα τις επιλεκτικές της διώξεις. Μάλιστα, δεν διστάζει να φέρει στη Βουλή διατάξεις που ελαφρύνουν φορολογικά και διαγράφουν πρόστιμα για τους ανατολικούς ολιγάρχες και για καθαρά ποινικές υποθέσεις, όπως έκανε πρόσφατα για τον Ιβάν Σαββίδη. Εκεί θέσπισε αιφνιδιαστικά, την πιο σύντομη παράνομη παραγραφή όλων των εποχών, όταν ψήφισε διάταξη που ουσιαστικά παραγράφει κάθε πρόστιμο από λαθρεμπόριο καπνού υπέρ του νέου ιδιοκτήτη, δηλαδή υπέρ του Ιβάν Σαββίδη, όταν η παράβαση είχε γίνει από τους παλιούς ιδιοκτήτες, που μεταβίβασαν την επιχείρηση χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για την οριστικοποίηση του προστίμου! Μάλιστα η νομοθετική διάταξη κατάργησε ουσιαστικά τη δικαστική διαδικασία που βρισκόταν σε εξέλιξη χωρίς να έχει βγει απόφαση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται τώρα μία δικαιοσύνη που θα επικυρώνει κάθε αντιδημοκρατική αντισυνταγματική διάταξη που προωθεί, αλλά και θα καταπατά τους ψηφισμένους σύμφωνους με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και το σύνταγμα νόμους με στρεβλές ερμηνείες που θα επιβάλουν κάθε κυβερνητική αυθαιρεσία, ώστε να υπάρχει η δημοκρατική επίφαση στο διεθνές επίπεδο, και η δικτατορία στο εσωτερικό.
Στο κέντρο της σύγκρουσης κυβέρνησης-δικαστών η φασιστικοποίηση του κράτους
Το βασικό ζήτημα σε αυτή τη σύγκρουση είναι η φασιστικοποίηση του κράτους από το σοσιαλφασιστικό καθεστώς εξουσίας που ποδοπατά όποιον βρεθεί στο δρόμο του, είτε είναι θεσμός, είτε είναι πρόσωπο, και γι’ αυτό το σκοπό κατεδαφίζονται νόμοι, συντάγματα, αστικές αρχές διάκρισης των εξουσιών, στο όνομα δήθεν του λαού. Είναι χαρακτηριστικό ότι επικεφαλής της πρόσφατης σύγκρουσης ήταν ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Πολάκης, το πρώην στέλεχος του ψευτοΚΚΕ, και ο πιο ανοιχτός πολιτικός εκφραστής της σοσιαλφασιστικής κατάληψης του κράτους από το κομματικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ με την πλήρη κάλυψη του Τσίπρα.
Πάμε να κυβερνήσουμε για να πάρουμε και την εξουσία είπε ο Πολάκης από το βήμα του 2ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ γιατί «αυτό το κράτος δεν μπορεί να υπηρετήσει αριστερό πολιτικό σχέδιο, προσθέτοντας «να το τσακίσουμε και να το αλλάξουμε. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα» (http://www.skai.gr/news/politics/article/327791/polakis-auto-to-kratos-den-borei-na-upiretisei-aristero-politiko-shedio/).
Πρόκειται ουσιαστικά για το τσάκισμα όχι του αστικού κράτους, των δομών του, των θεσμών του από τον επαναστατημένο λαό, όπως γίνεται στις επαναστάσεις, αλλά για την εξαφάνιση από το αστικό κράτος κάθε δημοκρατικής και πατριωτικής πολιτικής τάσης και κάθε ίχνους δημοκρατισμού που έχει απομείνει υπέρ του φασιστικού ρωσοκινέζικου άξονα. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει τη σοσιαλφασιστική δικτατορία του ίδιου και των συμμάχων του (ψευτοΚΚΕ, ΑΝΕΛ, «Χρ. Αυγής») σαν τσάκισμα του παλιού αστικού κράτους, σα μία έκφραση λαϊκής εξέγερσης κατά του διαπλεκόμενου πολιτικού συστήματος. Η υποκρισία του δεν έχει όρια αφού δεν μπαίνει στο κόπο να εξηγήσει πως το ΣτΕ που αποθέωνε σαν αντιπολίτευση όταν οργίαζε σε σαμποτάζ, δηλαδή επί των «διαπλεκόμενων κυβερνήσεων του παλαιοκομματισμού», τώρα ξαφνικά μετατράπηκε σε δικαστήριο διεφθαρμένων, μνημονιακών, εχθρικών στο λαό δικαστών.
Πέρα από το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ πριν διαπλοκή που να ήταν τόσο κραυγαλέα, όσο η σημερινή, δεν υπάρχει καμία λαϊκή εξέγερση, καμία έγκριση έστω από κάποια αστοδημοκρατική μαζική διαδικασία (πολιτική, συνδικαλιστική ή τύπου κάποιων μαζικών λαϊκών συνελεύσεων) για τη νέα εκστρατεία εναντίον των δικαστών και της δικαιοσύνης γενικά, ενώ η ίδια η κυβέρνηση έχει φτάσει σε ποσοστό κάτω από 20%, και σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα η εμπιστοσύνη του λαού στην κυβέρνηση, συγκεντρώνει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, το 13% ενώ στους δικαστές η εμπιστοσύνη είναι 42% (http://www.naftemporiki.gr/story/1258559/oosa-sto-13-i-empistosuni-ton-ellinon-stin-kubernisi).
Δεν είναι το λαϊκό συμφέρον το κίνητρο ενός κράτους που τσακίζει αδίστακτα το λαό, κυρίως με το τσάκισμα της παραγωγής και την ολοένα αυξανόμενη ανεργία. Το υπάρχον αστικό κράτος στο οποίο έχει διατηρήσει κάποια ισχύ η ντόπια αστική τάξη είναι ένα κράτος στο οποίο υπάρχουν ακόμα μεγάλα τμήματα μιας σχετικά έντιμης και κάπως δημοκρατικής και πατριωτικής γραφειοκρατίας σε όλους τους τομείς της διοίκησης. Αυτό δεν βολεύει τα νέα κομπραδόρικα δηλαδή ξενόδουλα, διεφθαρμένα και φασιστικά πολιτικά αφεντικά, όπως δεν τα βολεύει η ελάχιστη πολιτική δημοκρατία που υπάρχει στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν τα βολεύει ούτε αυτή η δικαιοσύνη την οποία η κυβέρνηση επιχειρεί τώρα να καταργήσει με τη σημερινή της μορφή, όχι γιατί δεν βγάζει αποφάσεις σύμφωνες με τους νόμους, ή για υπέρβαση εξουσίας, αλλά γιατί την «εμποδίζει» να κυβερνήσει, δηλαδή να εγκαταστήσει παντού την αυθαίρετη εξουσία της. Άλλωστε αν υπήρχαν παραπτώματα των δικαστών αυτού του είδους, αυτά θα μπορούσαν να καταγγελθούν από τον υπουργό δικαιοσύνης και να αναλάβουν τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα να τα διερευνήσουν. Τίποτα όμως τέτοιο δεν έγινε. Εκτοξεύτηκαν κυβερνητικές απειλές και έμμεσοι εκβιασμοί μέσω της αλλαγής του συστήματος υποβολής και ελέγχου του «πόθεν έσχες» των δικαστών. Αυτά επισήμαναν σε ανακοινώσεις τους οι δικαστικές ενώσεις, τόσο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων όσο και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών.
Μία από τις πιο σημαντικές κινήσεις εκφοβισμού των δικαστών ήταν η πρωτοφανής πρόσληψη της διορισμένης από το ΣΥΡΙΖΑ πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου στο νομικό γραφείο του πρωθυπουργού, αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή της. Γιατί με νόμο του ΣΥΡΙΖΑ, είχε περάσει η πειθαρχική εξουσία στους διορισμένους από το ΣΥΡΙΖΑ προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων. Η Β. Θάνου λοιπόν έχει γνώση όλων των πειθαρχικών ερευνών, και των φακέλων των δικαστών που έχουν μπει στο στόχαστρο του σοσιαλφασιστικού καθεστώτος. Γι’ αυτό ο Τσίπρας της έδωσε το θεσμικό ρόλο της προϊσταμένης του νομικού γραφείου του πρωθυπουργού, διακινδυνεύοντας το σκάνδαλο, για να μπορεί με αυτή της την ιδιότητα να τρομοκρατεί όποιον τον "εμποδίζει" να κυβερνήσει. Πριν την αποχώρηση της μάλιστα, είχε φροντίσει να τεθεί επικεφαλής της ίδρυσης ενός διασπαστικού μειοψηφικού συνδικαλιστικού σωματείου των δικαστών του Αρείου Πάγου που παρακάμπτει τις επίσημες συνδικαλιστικές ενώσεις οι οποίες έχουν σταθεί ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Σε αυτό το σωματείο ήταν πρόεδρος, και λόγω της συνταξιοδότησης της έγιναν εκλογές και συγκροτήθηκε νέο Δ.Σ. το Μάη του 2017. Πρόκειται για ωμή κυβερνητική παρέμβαση στο εσωτερικό της δικαιοσύνης. Ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη της νέας ένωσης «Ανωτάτων και Ανωτέρων Δικαστών» βρίσκουμε και τη γνωστή από το ρόλο της στην αθώωση του ναζιστή Κ. Πλεύρη, Ασπασία Καρέλλου.
Το ιστορικό της σύγκρουσης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ και δικαστών
Η σύγκρουση κυβέρνησης – δικαστών εκδηλώθηκε σχεδόν αμέσως μετά την άνοδο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην εξουσία. Είχαμε γράψει σε προηγούμενο άρθρο μας που είχε δημοσιευτεί στις 18/10/2016 όταν κρινόταν η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών (http://www.oakke.gr/esoteriki-politiki/item/724):
<<Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη είναι πρωτοφανείς στη μεταδικτατορική περίοδο, και μας εισάγουν ορμητικά στη σοσιαλφασιστική δικτατορία του ρωσόφιλου μπλοκ.
Για πρώτη φορά επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ :
α) Ανατέθηκε εξουσία πειθαρχικής δίωξης των δικαστών στις διορισμένες από την ίδια ηγεσίες των ανώτατων δικαστηρίων με νόμο.
β) Για πρώτη φορά εκλεγμένος στη θέση του προϊστάμενου της Εισαγγελίας Εφετών (Ντογιάκος), απομακρύνεται αμέσως μετά την εκλογή του με πειθαρχική ποινή μετά από παρεμβάσεις της προέδρου του ΑΠ, και του υπουργού δικαιοσύνης, καταργώντας στην πράξη το αυτοδιοίκητο (…).
γ) Για πρώτη φορά πρωθυπουργός εκδίδει απόφαση δικαστηρίου πριν συνεδριάσει το δικαστήριο, όπως έκανε ο Τσίπρας στη ΔΕΘ όταν δήλωσε ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να κριθεί ο νόμος για τα κανάλια αντισυνταγματικός.
δ) Για πρώτη φορά πρόεδρος του ΣτΕ (Σακελλαρίου διορισμένος από τον ΣΥΡΙΖΑ) ματαίωσε μία προγραμματισμένη εδώ και καιρό συνεδρίαση της Ολομέλειας του δικαστηρίου για τα κανάλια, επειδή οι δικαστές αρνήθηκαν να επιβεβαιώσουν τον πρωθυπουργό, επικαλούμενος “αρνητικό” πολιτικό κλίμα, χωρίς καν να ορίσει νέα ημερομηνία συνεδρίασης. Δηλαδή δεν άφησε ένα ανώτατο δικαστήριο ούτε καν να συνεδριάσει γιατί αυτό δεν βόλευε την κυβέρνηση. Λίγες μέρες μετά, ο ίδιος, μαζί με τη διορισμένη Θάνου του Αρείου Πάγου, και την επίσης διορισμένη Θεοτοκάτου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πέρασαν τις πόρτες του Μαξίμου για να συναντηθούν με τον πρωθυπουργό και να συζητήσουν αυξήσεις των μισθών των δικαστών, και ιδιαίτερη μεταχείριση για τα ανώτερα κλιμάκια!
ε) Πρώτη φορά λοιπόν πρωθυπουργός δεν συζητάει με τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών για τα μισθολογικά τους αλλά με τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, που σημαίνει ότι θέλει οι πρόεδροι αυτοί να είναι εκπρόσωποι των δικαστών για τα μισθολογικά τους, που πάει να πει ότι δωροδοκεί τους δικαστές για να κρατάνε στη θέση τους αυτούς τους προέδρους και να τους υπακούν σε όλα αν θέλουν να δουν καλή οικονομική μεταχείριση, δηλαδή και τους εκβιάζει και τους δωροδοκεί (…).
στ) Πρώτη φορά ένας πρωθυπουργός, για να διασφαλίσει ότι οι δύο πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων, του Αρείου Πάγου και του ΣτΕ, που πρέπει σύντομα να αποχωρήσουν λόγω υποχρεωτικής, σύμφωνα με το Σύνταγμα, συνταξιοδότησης τους στην ηλικία των 67 ετών θα παραμείνουν στην ηγεσία της δικαιοσύνης, συζήτησε μαζί τους πως θα παραβιάσει το Σύνταγμα με νομοθετική ρύθμιση που θα αυξάνει τα όρια συνταξιοδότησης.
Το ότι πρόεδροι ανωτάτων δικαστηρίων συζήτησαν με τον πρωθυπουργό πως θα παραβιάσουν από κοινού το Σύνταγμα αποτελεί λόγω καθαίρεσης των πρώτων και παραίτησης του δεύτερου. Ασφαλώς τίποτα από αυτά δεν έγινε, και καμία αντιπολίτευση δεν τα ζήτησε>>.
Σημειώνουμε ότι ο Ντογιάκος είχε πρωταγωνιστήσει στη δίωξη των ναζιστών της «ΧΑ». Πειθαρχική δίωξη ασκήθηκε επίσης την ίδια περίοδο ενάντια στην εισαγγελέα Εφετών Τσατάνη που κατάγγειλε τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Παπαγγελόπουλο για παρεμβάσεις στην υπόθεση Βγενόπουλου και ήταν όπως και ο Ντογιάκος υποψήφια στις εκλογές για τη διοίκηση της εισαγγελίας των Εφετών, ενώ δέχθηκε βομβιστική επίθεση από τη «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς».
Πουτινικού τύπου η επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στους δικαστές και στη δικαιοσύνη γενικά, όπως και στα ΜΜΕ
Η δικαιοσύνη στην Ελλάδα, είναι περισσότερο από αλλού εξαρτημένη από το πολιτικό σύστημα, και αυτό αφορά ιδιαίτερα τις υποθέσεις όπου υπάρχει συντριπτική ομοφωνία ενός αντιδραστικού εθνικού μετώπου. Τέτοιες είναι οι υποθέσεις που αφορούν τις εθνικές μειονότητες, ο ακρωτηριασμός της δίκης της «Χρ. Αυγής» με τον πλήρη διαχωρισμό των ποινικών κατηγοριών από την κατηγορία για συγκρότηση ναζιστικής συμμορίας, η ιστορική δίκη κατά του ναζιστή Κ. Πλεύρη όπου νομιμοποιήθηκε ο κανιβαλλικός αντισημιτισμός, η κατάργηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης όπου θίγεται η «ορθοδοξο»-φασιστική κυριαρχία της επίσημης εκκλησίας (τελευταία η καταδίκη του γέροντα παστίτσιου), ή όπου ξεσκεπάζονται υπουργοί σαν τον Κοτζιά όταν τον καταγγέλλουν σαν υπερασπιστή ανατολικών φασιστικών καθεστώτων ενάντια στη γραμμή της στρατηγικής συμμαχίας με τον ρωσο-κινέζικο άξονα (υπόθεση Κοτζιά κατά της Athens Review of Books).
Η δικαιοσύνη επίσης δεν είναι τυφλή όταν καλείται να αποφασίσει αν θα γίνει ή όχι μια επένδυση δυτικών, ευρωπαίων ή ντόπιων αστών που δυσαρεστεί τα ρωσοκινέζικα αφεντικά και τα ντόπια τσιράκια τους ή όταν καλείται αντίστοιχα να κρίνει τη νομιμότητα των ρωσοκινέζικων επενδύσεων. Όπως και όταν χειρίζεται ποινικές έρευνες για υπαρκτά ή ανύπαρκτα σκάνδαλα που αφορούν πολιτικούς αντιπάλους του σοσιαλφασισμού όπου γίνονται επιλεκτικές διώξεις και επιβάλλονται συντριπτικά αυστηρές ποινές.
Οι αντιστάσεις της δικαιοσύνης εμφανίζονται εκεί που αντιστέκονται στο φασισμό κάποια κάπως ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης όπως έγινε στη σύγκρουση με το νόμο Παππά, ένα νόμο που του έδινε αυθαίρετα το δικαίωμα να αποφασίζει τον αριθμό των καναλιών που θα εκπέμπουν πανελλαδικά, και όπως γίνεται τώρα με την αντιπαράθεση στην κρατική αυθαιρεσία των παράνομων φορο-ελέγχων. Αυτές τις αντιστάσεις τις μισο-στηρίζουν οι ρωσόδουλες, δήθεν φιλοευρωπαϊκές, κοινοβουλευτικές ηγεσίες της αντιπολίτευσης που σήμερα ανοίγουν διαρκώς δρόμο στο σοσιαλφασιστικό κράτος και δεν έχουν διστάσει να τις πουλήσουν στο όνομα της «συναίνεσης» όπως έγινε με την προθυμία τους να συγκροτήσουν το νέο ΕΣΡ χωρίς προηγούμενα να έχει καταργηθεί ο νόμος Παππά (http://www.oakke.gr/esoteriki-politiki/item/739-). Σήμερα το πούλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, αφού αυτό το ΕΣΡ έδωσε το πράσινο φως στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε ένα νέο διαγωνισμό με επαχθείς όρους για τα κανάλια, τέτοιους που ανοίγουν το δρόμο στο κλείσιμο τους ή στην εξαγορά τους από καθεστωτικούς ολιγάρχες.
Ενώ σε ότι αφορά τα πιο ρωσόδουλα κόμματα, το ψευτοΚΚΕ και τη ναζιστική «Χρυσή Αυγή», συνήθως υποστηρίζουν έμμεσα ή άμεσα τις κυβερνητικές θέσεις. Το μεν ψευτοΚΚΕ με την τοποθέτηση ότι πρόκειται για ενδοαστικές συγκρούσεις που δεν ενδιαφέρουν το λαό, η δε ναζιστική συμμορία με άμεση σύμπλευση με το ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα που της έχει δώσει απλόχερα τη μεγαλύτερη πολιτική κάλυψη και την έχει φέρει σε αρκετές περιπτώσεις σε θέση κυβερνητικού συνεταίρου (ψηφοφορίες στη Βουλή, συμβούλια εξωτερικής πολιτικής Κοτζιά, κοινές κοινοβουλευτικές αντιπροσωπίες με πρωτοβουλία Π. Καμμένου στα νησιά).
Όμως αυτές οι συγκρούσεις ενδιαφέρουν άμεσα και το λαό και τη δημοκρατία γιατί δεν γίνονται ενάντια στο στρατηγικά αντιδραστικό χαρακτήρα του αστικού κράτους ούτε για την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων. Γίνονται επειδή η δικαιοσύνη, δηλαδή η πλειοψηφία των δικαστών, προβάλλουν αντικειμενικά αντιστάσεις στον επελαύνοντα φασισμό που φέρνει η αποικιοποίηση της χώρας που σημαίνει τσάκισμα της παραγωγής, πείνα, εξαθλίωση της εργατικής τάξης και καταπάτηση κάθε δημοκρατικού δικαιώματος. Αντίστοιχα η κυβερνητική επίθεση είναι πουτινικού τύπου επίθεση εξόντωσης των πιο έντιμων και δημοκρατών δικαστών, για την άλωση και χειραγώγηση του δικαστικού σκέλους του κράτους για την εξυπηρέτηση των νέων πολιτικών αφεντικών και σαν τέτοια οι δημοκράτες πρέπει να την καταγγέλλουν με όλη τους τη δύναμη.
Στο προηγούμενο άρθρο μας για την απόφαση του ΣτΕ για τα κανάλια είχαμε γράψει: «Η δικαιοσύνη έχει να αναλάβει πολλαπλό και κρίσιμο ρόλο στην περίοδο που έρχεται. Είναι ένα αναγκαίο για το καθεστώς εργαλείο για τα αντισυνταγματικά κυβερνητικά πραξικοπήματα όπως ο νόμος και οι υπουργικές αποφάσεις για τα κανάλια, όπως επίσης και για την οικονομική και ηθική εξόντωση των αντιπάλων του σοσιαλφασισμού προς το παρόν σε επίπεδο αστικής τάξης. Αυτή σήμερα ξεκινάει με τους στοχευμένους και επιλεκτικούς ελέγχους του ΣΔΟΕ και του Κέντρου Φορολόγησης Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) που οδηγούν σε πρώτο επίπεδο στον οικονομικό στραγγαλισμό μέσω των δεσμεύσεων τραπεζικών λογαριασμών (δες υποθέσεις Ψυχάρη, Αλαφούζου, Βγενόπουλου). Την ίδια μέθοδο ακολούθησε ο Πούτιν ενάντια σε ολιγάρχες στους οποίους μοίρασε τον κρατικό πλούτο ο Γέλτσιν, και οι οποίοι όμως στη συνέχεια θέλησαν να έχουν πολιτική ισχύ και δεν υποτάχθηκαν στο καθεστώς Πούτιν (πχ Χοντορκόφσκι, Γκουζίνσκι, Μπερεζόφσκι), σε αντίθεση με όλους όσους παραμένουν πιστοί στο Κρεμλίνο. Οι πρώτοι καταργήθηκαν σαν ρώσοι κεφαλαιοκράτες για την αντιπολίτευση που άσκησαν στο Κρεμλίνο, αλλά πήγαν στα δικαστήρια αποκλειστικά με κατηγορίες διαφθοράς και φοροδιαφυγής.
(…) Με δικά του κανάλια να διαμορφώνουν μία κοινή γνώμη όλο και περισσότερο κατά της Ευρώπης, και με ελεγχόμενη δικαιοσύνη που θα φιμώνει και θα εξοντώνει κάθε εχθρό του καθεστώτος σαν κλέφτη, φοροφυγά, διεφθαρμένο, ο σοσιαλφασισμός ετοιμάζεται να εδραιώσει μία δικτατορία που θα εξαθλιώσει κι άλλο το λαό και θα ξεπουλήσει τη χώρα με μεγαλύτερη άνεση στα ρωσοκινέζικα αφεντικά.
Αυτό το κάνει επειδή η ψευτοαριστερά, όντας φασιστική ναρκώνει τις λαϊκές δημοκρατικές αντιστάσεις στην επέλαση των δικτατόρων. Ο χρόνος όμως αυτής της νάρκωσης δεν κρατάει άπειρα. Κρατάει όσο πυροβολείται και απαλλοτριώνεται από πολιτική και οικονομική ισχύ το αντίθετο ή μη συμπλέον με το φασισμό κομμάτι της αστικής τάξης. Μετά έρχεται η ώρα της πολιτικής επίθεσης απευθείας στις λαϊκές μάζες. Στο σημείο αυτό τελειώνει η επίδραση κάθε νάρκωσης και αρχίζει η μακριά αντίσταση. Εποχή δύσκολη, επώδυνη αλλά και αισιόδοξη».