Από τη στεγνή νομική άποψη αποδείχθηκε στην ακροαματική διαδικασία ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία αφού με τις φωτογραφίες που προσκομίστηκαν από την υπεράσπιση αποδεικνυόταν ότι τα δύο συνθήματα της ΟΑΚΚΕ ήταν γραμμένα πάνω από άλλα ξεθωριασμένα συνθήματα, ενώ γενικά το σχολείο ήταν πνιγμένο στα συνθήματα, ανάμεσα τους και εκείνα της ΧΑ, οπότε θα ήταν γελοιότητα το να ισχυριστεί κανείς ότι προξενούσαν περισσότερη φθορά από όση υπήρχε. Το επιβαρυντικό στοιχείο για τη χρήση της μάσκας κατέπεσε από την ώρα που και ο σύντροφος που στη τσέπη του βρέθηκαν δύο μάσκες προσκόμισε την απόδειξη ότι ήταν σε μάθημα ηλεκτροκόλλησης πριν πάει για αφισοκόλλημα αλλά και ο μάρτυρας αστυνομικός δεν μπορούσε να επιμείνει στην αρχική του κατάθεση ότι οι δύο σύντροφοι φορούσαν μάσκα και δήλωσε ότι δεν θυμόταν καλά.
Κυρίως όμως εκτιμάμε ότι από πολιτική άποψη θα ήταν πολύ δύσκολο να καταδικαστούν συνολικά από το πολιτικό σύστημα δημοκράτες αντιναζιστές που ζητούν να απαγορευτεί η ΧΑ την ώρα ακριβώς που αυτή η γραμμή της ΟΑΚΚΕ επιβεβαιώνεται παταγωδώς από τα γεγονότα καθώς αυτή η δολοφονική συμμορία οργιάζει στέλνοντας αντιφασίστες στο νοσκομείο, τρομοκρατώντας μαθητές στα σχολεία (Σαντορίνη), ποδοπατώντας τη Βουλή και κάθε έννοια κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ενώ παλιά και νέα παρακλάδια τους καίνε γραφεία μεταναστών.
Θα ήταν μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολο στην αστυνομία του ΣΥΡΙΖΑ να δικαιολογήσει τις επιλεκτικές συλλήψεις, τα φασιστικά καμώματα και τις σκευωρίες των αστυνομικών που συνέλαβαν τους συντρόφους, καθώς και να καλύψει πολιτικά μια εισαγγελέα που με τόσο πάθος υπεράσπισε μπροστά στους τελευταίους τη ναζιστική συμμορία χωρίς να κρύψει καθόλου ότι αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της παραπομπής τους σε δίκη και καθόλου οι φθορές και τα συναφή.
Η πολιτικά αυτή αδύναμη θέση του διακομματικού καθεστώτος που προστατεύει τη ΧΑ αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο από τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης που κατέθεσαν. Κατά σειρά, ήταν η συντρόφισσα Ρένα Κούτελου, μέλος της ΚΕ, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας στη σύλληψη καθώς συμμετείχε στο συνεργείο που έγραφε συνθήματα και η οποία κατήγγειλε πολύ αποδεικτικά και με δύναμη το φασιστικό, φιλοχρυσαυγίτικο χαρακτήρα της δίωξης, και μετά ο σύντροφος γραμματέας της ΚΕ Ηλίας Ζαφειρόπουλος, που μίλησε λίγο πιο γενικά για τον αντιφασισμό και το υποχρεωτικό για την ΟΑΚΚΕ γράψιμο των συνθημάτων στους τοίχους.
Το χαρακτηριστικό σε αυτές τις καταθέσεις ήταν οι διαρκείς διακοπές που έκανε η έδρα στους μάρτυρες υπεράσπισης όταν επιχειρούσαν –και με πάλη το κατάφερναν- να μιλήσουν για την αποδεδειγμένη πολιτική πρόθεση των διωκτικών αρχών, η οποία πρόθεση αποκάλυπτε ότι δεν υπήρχε κανένα θέμα φθοράς, πέρα από τα επίσης πολύ ισχυρά τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία.
Όμως αυτό που καθόρισε τη φυσιογνωμία της δίκης ήταν η σθεναρή και αποφασιστική στάση των δύο κατηγορούμενων νεολαίων που με τις ερωτήσεις τους στον μάρτυρα αστυνομικό αποκάλυψαν πόσο ψεύτικο ήταν το κατηγορητήριο, ενώ στη συνέχεια στις απολογίες τους τόνισαν πόσο σωστά έκαναν που έγραψαν αυτά τα συνθήματα κυρίως από πολιτική άποψη. Βέβαια, όπως και οι μάρτυρες υπεράσπισης, οι κατηγορούμενοι ξεκαθάρισαν ότι είναι στο στυλ της ΟΑΚΚΕ, για να μην έρχεται σε σύγκρουση με τις διαθέσεις του κόσμου που θέλει να πείσει, να γράφει μόνο σε επιφάνειες που ήδη έχουν συνθήματα. Όμως αυτό που ιδιαίτερα τόνισαν είναι ότι αυτό το γράψιμο συνθημάτων πρέπει να γίνεται, ιδιαίτερα όσο η αντιναζιστική φωνή της ΟΑΚΚΕ πνίγεται, και μάλιστα πρέπει ιδιαίτερα να γίνεται στα σχολεία όπου οι ναζιστές και κάνουν προπαγανδιστική δουλειά και τρομοκρατούν. Το ζουμί της υπεράσπισής τους ήταν ότι δεν μπορούν οι ναζί να γράφουν συνθήματα και να μη γράφουν οι αντιναζιστές, ενώ και οι δύο συγκέντρωσαν τα πυρά τους στη φιλοχρυσαυγίτισσα εισαγγελέα. Στη διάρκεια αυτών των απολογιών η πίεση της έδρας να μιλήσουν οι κατηγορούμενοι για τη φθορά και μόνο για τη φθορά, και να μην λένε τίποτα για τον πολιτικό χαρακτήρα της δίωξης -που όπως έλεγαν δεν ενδιαφέρει το δικαστήριο- έγινε σχεδόν αφόρητη. Όμως οι νεολαίοι κατηγορούμενοι έμειναν αμετακίνητοι στην επιμονή τους να θέσουν σαν πρώτη την ανάγκη της πολιτικής δημοκρατικής έκφρασης, πρώτη και από την οποιαδήποτε φθορά.
Στη δίκη ήταν αποφασιστικός ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης, του δημοκράτη αντιφασίστα Θανάση Τάρτη, δικηγόρου Χαλκίδας, ο οποίος πρόσφερε αποκλειστικά από πεποίθηση τις υπηρεσίες του σε αυτή τη δίκη και ο οποίος ενώ ήταν καταπέλτης και στο τυπικά νομικό μέρος στο οποίο η έδρα ήθελε να κρατήσει τη δίκη δεν δίστασε να προειδοποιήσει το δικαστήριο, απαντώντας στην καταδικαστική πρόταση της εισαγγελέως, πόσο σκανδαλωδώς διαβλητή θα ήταν μια απόφαση καταδίκης, και πόσο θα δικαίωνε την επίσης σκανδαλώδη δίωξη ενός αντιφασίστα δικηγόρου ο οποίος έσβηνε συνθήματα της «Χρ. Αυγής» στο Καρπενήσι.
Η αθωωτική απόφαση μετά από το μπαράζ ατιμώρητης ναζιστικής κτηνώδους επιθετικότητας τον τελευταίο καιρό, αντιμετωπίστηκε με χειροκρότημα από τους συντρόφους, φίλους και συμπαραστάτες που ήταν στην αίθουσα. Ήταν σαν μια πνοή φρέσκου αέρα η οποία αποδείκνυε ότι όσο και να εφορμάει ο ναζισμός, όση κάλυψη και προστατευτική νομιμότητα να έχει εξασφαλίσει από το διακομματικό σύστημα, πάντα πρέπει αυτό το τελευταίο να λογαριάζει τις αυθόρμητες δημοκρατικές, βαθειά αντιναζιστικές διαθέσεις των πλατειών μαζών. Γι αυτό το λόγο πολύ δύσκολα το διακομματικό σύστημα μπορεί να ποινικοποιήσει σήμερα τον αντιναζισμό της ΟΑΚΚΕ - όχι μόνο επειδή αυτός συνειδητά εξαντλεί τα όρια του αστικού δημοκρατισμού και της ειρηνικής πολιτικής πάλης κόντρα σε κάθε βία που είναι προς το παρόν έξω και ενάντια σ τη συνείδηση των μαζών - αλλά κυρίως γιατί αν τον ποινικοποιήσει θα δείξει ότι η αληθινά επαναστατική γραμμή στο επίπεδο του αντιφασισμού είναι σήμερα αυτή που συμπυκνώνεται στο «εκτός νόμου η ΧΑ» , που σημαίνει ένα πράγμα : ότι εντελώς συνυπεύθυνα με τη ΧΑ για τη χρυσαυγίτικη βία είναι σήμερα τα κόμματα που την έχουν «εντός νόμου».
Αυτό ήταν κατά τη γνώμη μας το δίλημμα στο οποίο βρέθηκε το διακομματικό μπλοκ των προστατών της ΧΑ σε αυτή τη δίκη. Είτε θα αθώωνε τους δύο νεολαίους της ΟΑΚΚΕ, οπότε θα έφερνε αισιοδοξία και ώθηση στον πλατύ πολιτικό αντιναζισμό των μαζών , δηλαδή στην καταγγελία των «καθώς πρέπει» προστατών του ναζισμού δεξιών και «αριστερών» , είτε θα τους καταδίκαζε οπότε θα πρόβαλε το «εκτός νόμου» σαν την πιο προωθημένη και επαναστατική γραμμή μέσα στην αντιφασιστική πρωτοπορία. Διάλεξε προς το παρόν το πρώτο. Αυτό μας δίνει μια πλατειά δημοκρατική νίκη και επίσης εξοπλίζει το δημοκρατικό κίνημα με μια νομολογία σχετικά με τα πολιτικά συνθήματα στους τοίχους, κάτω τουλάχιστον από τους όρους που έβαλε η επιχειρηματολογία της ΟΑΚΚΕ στο δικαστήριο.
Αυτό πρέπει να το εκμεταλλευτούμε με περισσότερη, ευρύτερη και ανώτερης ποιότητας αντιναζιστική δράση. Ήδη η καμπάνια γι αυτή τη δίκη είχε τα αποτελέσματα της καθώς συγκίνησε και κινητοποίησε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πολλούς κοντινούς , αλλά και μακρυνούς μας φίλους και συμπαραστάτες. Μάλιστα μας έκανε εντύπωση σήμερα το πρωί που σηκώσαμε το πανώ έξω από τα δικαστήρια του Πειραιά και φωνάξαμε τα μαζικά μας συνθήματα για τη δίκη πόσο ενδιαφέρον έδειξαν γι αυτά οι άνθρωποι που περνούσαν δίπλα μας. Το πανώ έγραφε:
«Αίσχος! Διώκονται γιατί κατήγγειλαν τους Ναζί. ΝΑ ΑΘΩΩΘΟΥΝ»,
ενώ τα βασικά συνθήματα που φωνάχτηκαν ήταν τα:
«ΑΦΗΝΟΥΝ ΝΟΜΙΜΗ ΤΗ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΤΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ, ΚΑΘΙΖΟΥΝ ΣΤΟ ΣΚΑΜΝΙ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»
«ΝΑ ΑΘΩΩΘΟΥΝ ΟΙ ΔΥΟ ΝΕΟΛΑΙΟΙ ΤΗΣ ΟΑΚΚΕ»
«ΕΚΤΟΣ ΝΟΜΟΥ ΤΩΡΑ Η ΧΡ. ΑΥΓΗ ΑΥΤΗ Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ»
«ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ»