Τους τελευταίους μήνες και με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το χουντικό ελληνικό πραξικόπημα και την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο φαίνεται πως γίνεται μια προσπάθεια να επανέλθει στο προσκήνιο το Κυπριακό, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες, με τελευταία και πιο σοβαρή αυτή του Κραν Μοντανά.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο του Κώστα Βενιζέλου στην κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος (28/7/2024) διαβάζουμε τα εξής: «Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών έχει ενώπιόν του την έκθεση της Απεσταλμένης του στο Κυπριακό Μαρίας Άνχελ Ολγκίν Κουεγιάρ, η οποία (...) έχει ετοιμάσει και το επόμενο βήμα. Ο Αντόνιο Γκουτέρες έχει ήδη δώσει εντολή στην κ. Ολγκίν να διαμορφώσει ένα έγγραφο με στόχο να αποτελέσει εργαλείο διαδικαστικό, αλλά και για την ουσία. Η Απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα επεξεργάζεται το κείμενο έχοντας ως χρόνο υποβολής το Σεπτέμβριο». Άρα πρόκειται για πρωτοβουλία του ΟΗΕ που δεν θα είναι απλά διαδικαστική, αλλά θα μπαίνει και στην ουσία της υπόθεσης.
Και το άρθρο συνεχίζει: «στόχος είναι να πέσουν εξαρχής όλοι στα βαθιά για να διαφανεί κατά πόσο μπορούν να προχωρήσουν οι συζητήσεις. Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει δυο διαδικαστικά σχήματα, πρώτα το έγγραφο θα δοθεί από τον κ. Γκουτέρες στον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη και στον κατοχικό ηγέτη Ερσίν Τατάρ. Στη συνέχεια, εάν υπάρξει έδαφος, οι συζητήσεις θα συνεχιστούν με την παρουσία των εγγυητριών δυνάμεων. Θα είναι δηλαδή ένα σχήμα στο οποίο θα συμμετέχουν πέντε συν τα Ηνωμένα Έθνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση (...) Σε πρώτη φάση θα δοκιμαστούν τα θέματα της Ασφάλειας (Εγγυήσεις, Στρατεύματα) και της Διακυβέρνησης, με τις πλευρές να καλούνται να δείξουν “ευελιξία”. Πηγές των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Πολίτης (Χρ. Γεωργίου) για ετοιμασία από την κ. Ολγκίν ενός concept paper, το οποίο θα στηριχθεί εξολοκλήρου στο Πλαίσιο Γκουτέρες, που κατατέθηκε το καλοκαίρι του 2017 στο Κραν Μοντανά. Δηλαδή στα έξι κεφάλαια, που περιλαμβάνουν Ασφάλεια, Στρατεύματα, Εδαφικό, Περιουσιακό, Ισότιμη μεταχείριση σε σχέση με τη μόνιμη διαμονή Ελλήνων και Τούρκων υπηκόων, Διακυβέρνηση (πολιτική ισότητα, εκ περιτροπής κτλ.)».
Να λοιπόν ξανά το Κραν Μοντανά, που έληξε άδοξα το 2017: έφυγε από την πόρτα και ξαναμπαίνει αυτή τη φορά από το παράθυρο. Το ερώτημα είναι ακριβώς αυτό: αφού η τότε κυπριακή κυβέρνηση είχε απορρίψει στο Κραν Μοντανά μετά βδελυγμίας τις προτάσεις του ΟΗΕ (με την ωμή παρέμβαση του έλληνα τότε υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Κοτζιά, που έβαλε εξαρχής μπουρλότο στις συζητήσεις ζητώντας προκαταβολικά αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί), πώς δέχεται τώρα (σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση) να ξανατεθεί το ζήτημα στην ίδια βάση;
Κατά τη γνώμη μας, δέχεται να ξανατεθεί είτε για να την απορρίψει ξανά, και έτσι να διευκολύνει την Τουρκία να προωθήσει τη δικιά της νέα γραμμή, που είναι τα δύο κράτη και ουσιαστικά η προσάρτηση τού βόρειου κομματιού του νησιού, είτε για να κάνει ακριβώς το αντίθετο: Να συμφωνήσει -εκπρόθεσμα πια- με το Κραν Μοντανά, για να ικανοποιήσει τη Δύση και να της δείξει ότι δεν είναι αδιάλλακτη, μόνο και μόνο επειδή ξέρει ότι η Τουρκία θα απορρίψει -από θέση γεωπολιτικής ισχύος μέσα στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ- ένα νέο Κραν Μοντανά, επειδή αισθάνεται πια πιο εύκολα για τα κιλά της τα δυο κράτη, δηλαδή την προσάρτηση του μισού νησιού.
Σύμφωνα, πάντως, με το ίδιο άρθρο, οι αρχικές τοποθετήσεις της κυπριακής κυβέρνησης είναι να μη δεχτεί λύση τύπου Κραν Μοντανά (ίσως σαν διαπραγματευτική τακτική, αλλά και για να μην ανησυχήσει τους σοβινιστές της), αφού «η Λευκωσία έχει διαμηνύσει προς τα Ηνωμένα Έθνη ότι επιμένει και δεν πρόκειται να κάνει πίσω στα θέματα που αφορούν το κράτος, που θα έχει μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, μία διεθνή προσωπικότητα (...) Για την πολιτική ισότητα είναι σαφές πως η Λευκωσία δεν πρόκειται να μπει σε μια λογική όπου θα αναγκασθεί να συζητήσει ζητήματα που συνδέονται με την τουρκική αξίωση για αναγνώριση κυριαρχικής ισότητας (...) σε ό,τι αφορά το θέμα της Ασφάλειας η Λευκωσία ζητά κατάργηση του ξεπερασμένου πολιτικά και ιστορικά συστήματος των Εγγυήσεων» (στο ίδιο).
Αν αυτά τα σημεία μπουν σαν πρώτη πράξη μιας λύσης και όχι σαν σημεία στα οποία θα καταλήξει μια διαδικασία λύσης, η αποτυχία των νέων συζητήσεων -με ελληνοκυπριακή ευθύνη- είναι εξασφαλισμένη. Έτσι, όλα τα προσχήματα που χρειάζεται σήμερα η Τουρκία για να ξεκινήσει το σχέδιο της προσάρτησης είναι εξασφαλισμένα, ιδιαίτερα από την ώρα που σύσσωμα τα ελληνικά κόμματα, με τις ρωσόφιλες ηγεσίες τους, έχουν πάψει να κάνουν τον παλιό αντιτούρκικο θόρυβο, που ήταν απαραίτητος για να πέσει η Τουρκία στα χέρια του Πούτιν και να γίνει και η ίδια μια ανοιχτά αναθεωρητική και επεκτατική δύναμη, όπως είναι τώρα.
Αυτή η φυσιογνωμία της εκδηλώνεται στο Κυπριακό, αλλά και στην παγίωση της γραμμής της Γαλάζιας Πατρίδας. Όσο η Τουρκία ταλαντευόταν ανάμεσα στην ειρήνη και στον επεκτατισμό και ήθελε μια λύση στο Κυπριακό και, σε ένα βαθμό, στο Αιγαίο, η ελληνική διπλωματία ήταν αταλάντευτα εχθρική σε κάθε λύση. Τώρα συνεχίζει στα λόγια να είναι ενάντια σε κάθε λύση, αλλά στην πράξη συγχωρεί στην Τουρκία κάθε επεκτατική πρακτική, αρκεί αυτή να μην εκδηλώνεται με πάταγο. Τώρα, κάποιοι έλληνες εθνικιστές που δεν είναι ρωσόδουλοι διαμαρτύρονται, αλλά κανείς δεν τους ακούει. Κι αυτό όχι μόνο γιατί έχουν γίνει αναξιόπιστοι, καθώς στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν τα υπολείμματα του ελληνικού μεγαλοϊδεάτικου επεκτατισμού στο Αιγαίο και στην Κύπρο (υφαλοκρηπίδα στο Καστελόριζο, άρνηση κάθε λύσης στην Κύπρο), αλλά συνεχίζουν να μην καταγγέλλουν τη Ρωσία, η οποία, αντίθετα με τη Δύση, στηρίζει ανοιχτά τον τουρκικό επεκτατισμό.
Και η άλλη πλευρά τι λέει; Προφανώς όχι μόνο δεν δέχεται να γίνει συζήτηση στη βάση των ανωτέρω απαιτήσεων της κυπριακής κυβέρνησης, αλλά βάζει εκ προοιμίου όρους αναγνώρισης ξεχωριστού τουρκοκυπριακού κράτους: «Η κατοχική πλευρά δεν αποδέχεται κατάργηση των Εγγυήσεων, ενώ υποστηρίζει την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων (...) Το θέμα της κυριαρχίας είναι βασικό στην τουρκική ατζέντα. Η κατοχική πλευρά δεν αναφέρεται στο θέμα της πολιτικής ισότητας, αλλά κάνει λόγο για κυριαρχική ισότητα και ίσο διεθνές καθεστώς. Δηλαδή ζητά εκ προοιμίου αναγνώριση (σ.σ.: εννοεί του «κράτους της βόρειας Κύπρου»). Ο κατοχικός ηγέτης Ερσίν Τατάρ θέτει ως μεταβατικό στάδιο τα τρία “Α”, δηλαδή Απευθείας εμπόριο, Απευθείας πτήσεις, Απευθείας διεθνείς επαφές. Εάν αυτά διασφαλιστούν από τουρκικής πλευράς, τότε δεν θα έχει λόγο να εισέλθει σε διάλογο, επειδή θα έχει μπει σε μια πορεία αναγνώρισης. Η τουρκική πλευρά δεν έχει δώσει δείγματα γραφής που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αλλαγή στάσης» (στο ίδιο).
Είναι άλλωστε γνωστή σε όλους η θέση της τουρκικής κυβέρνησης (γιατί αυτή κάνει κουμάντο στην τουρκοκυπριακή ηγεσία) για δύο κυρίαρχα κράτη στην Κύπρο. Έτσι, στην ιστοσελίδα www.thepresident.gr (25/7/2024) διαβάζουμε ότι, μετά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας υπό την προεδρία του Ερντογάν, εκδόθηκε ανακοίνωση, όπου «τονίζεται ότι θα διατηρηθεί η αποφασιστική μας στάση για την επίλυση του Κυπριακού, που αποτελεί εθνική μας υπόθεση, για λύση δύο κρατών στη βάση της κυριαρχικής ισότητας και της ισότιμης διεθνούς θέσης του τουρκοκυπριακού λαού και της αναγνώρισης της “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου” ως ισότιμου μέλους της διεθνούς κοινότητας».
Και ο τούρκος υπουργός Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ ξεκαθαρίζει ότι η μόνη λύση του Κυπριακού είναι η λύση των δύο κρατών: «Ο Πρόεδρός μας καλεί τη διεθνή κοινότητα μέσω κάθε πλατφόρμας να αναγνωρίσει την τδβκ (σ.σ.: εννοεί τη λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου») το συντομότερο (...) Ήρθε η ώρα της αναγνώρισης κυριαρχικής ισότητας και του ίσου διεθνούς καθεστώτος των Τ/κ και της αναγνώρισης της τδβκ» (www.ant1live.com, 14-7-2024).
Ας σημειωθεί εδώ ότι η τωρινή θέση των Τούρκων για δύο ισότιμα κράτη στην Κύπρο δεν υπήρχε εξαρχής. Δημιουργήθηκε σε μια μακρά πορεία απόρριψης όλων των σχεδίων του ΟΗΕ κυρίως από την ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά, με αποκορύφωμα την απόρριψη του σχεδίου Ανάν στο ελληνοκυπριακό δημοψήφισμα του 2004 επί προέδρου Παπαδόπουλου (ενώ οι Τουρκοκύπριοι το είχαν υπερψηφίσει με μεγάλη πλειοψηφία) και αργότερα τη σκόπιμη υπονόμευση κάθε δυνατότητας λύσης στο Κραν Μοντανά το 2017. Αυτό, όπως και η σταδιακή και τεχνηέντως επιβληθείσα από τις ρωσόφιλες ελληνικές ηγεσίες απομόνωση των Τουρκοκύπριων και της ίδιας της Τουρκίας από την ΕΕ όσο καιρό οι ηγεσίες της Τουρκίας ήταν φιλοευρωπαϊκές, καθώς και η γενικότερη πολιτική τύφλα της Δύσης, που στο βάθος οφείλεται στον χωρίς αρχές ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των κρατών που την αποτελούν, οδήγησε την Τουρκία στα νύχια της Ρωσίας, που έκλεινε καθαρά το μάτι στις διχοτομικές τάσεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας. Γι’ αυτό όμως θα μιλήσουμε λίγο παρακάτω.
Οι προτάσεις του ρωσόδουλου ΑΚΕΛ
Στη γραμμή, άλλωστε, του κύπριου προέδρου Χριστοδουλίδη κινείται και το ΑΚΕΛ, το ρώσικο κόμμα στην Κύπρο, ο Γενικός Γραμματέας του οποίου Στέφανος Στεφάνου δήλωσε: «“Δεν μπορούμε να μένουμε με δεμένα χέρια. Πρέπει να αναλάβουμε ουσιαστικές πρωτοβουλίες […] Είναι στα χέρια του Προέδρου η απόφαση πώς θα κινηθεί, αλλά και δική του η ευθύνη για τις όποιες εξελίξεις”. Και αναφέρθηκε εκ νέου στις προτάσεις του ΑΚΕΛ, ώστε να βγει το Κυπριακό από το τέλμα» (στο ίδιο).
Στις προτάσεις όμως αυτές, πέρα από τα συνηθισμένα για «δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα», βασική θέση κατέχει η ανάμιξη της Ρωσίας στις διαπραγματεύσεις. Αυτό ήταν το πιο παλιό ρώσικο όνειρο (και επί σοσιαλφασιστικής ΕΣΣΔ) σχετικά με το Κυπριακό: «Πολύ έγκαιρα, ως ΑΚΕΛ, είχαμε ενημερώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τις δικές μας απόψεις αναφορικά με τη μορφή της Διάσκεψης ότι, δηλαδή, θεωρούμε αναγκαία την συμμετοχή των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι οποίες όμως δεν εισακούστηκαν» (βλ. σχετικά https://akel.org.cy/thematikes-proteraiotites/).
Παράλληλα δέχεται τη συζήτηση για «αποκεντρωμένη ομοσπονδία». Συγκεκριμένα λένε: «Ενώ δεν είναι θέμα αρχής κατά πόσο η ομοσπονδία θα είναι συγκεντρωτική ή αποκεντρωμένη, φτάνει βέβαια ο Πρόεδρος (σ.σ.: εννοεί τον Αναστασιάδη) επιτέλους να ξεκαθαρίσει τι θέλει να αποκεντρώσει, το μείζον είναι να διασφαλιστεί η βάση λύσης» (στο ίδιο). Το βασικό για το κυπριακό πρακτορείο του ρωσικού σοσιαλιμπεριαλισμού είναι η όποια λύση να είναι σύμφωνη με τα συμφέροντα του αφεντικού του, και σήμερα αυτά απαιτούν την ικανοποίηση του τουρκικού επεκτατισμού. Εννοείται ότι η Ρωσία δεν το έχει σε τίποτα να αλλάξει κάποια στιγμή γραμμή και να στραφεί ενάντια στην Τουρκία, αν για οποιονδήποτε -με τα σημερινά δεδομένα όχι πολύ πιθανό- λόγο η Τουρκία συγκρουστεί με τους ρώσους νεοχιτλερικούς.
Οι θέσεις του Μητσοτάκη
Εννοείται ότι ο έλληνας πρωθυπουργός Μητσοτάκης δεν ξέρει τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Εκείνο που τον στενοχωρεί είναι η ανοχή της ΕΕ και γενικά της Δύσης στη διχοτόμηση!!! Στην εκδήλωση μνήμης για τη συμπλήρωση 50 ετών από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και στη συνάντησή του στη Λευκωσία με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη, ενοχοποίησε έμμεσα την Ευρώπη και γενικότερα τη Δύση για την αποτελμάτωση του Κυπριακού: «Η πληγή εξακολουθεί να αιμορραγεί. Ο βορράς του τόπου μένει αιχμάλωτος της κατοχής. Η γη της Αφροδίτης παραμένει διχοτομημένη. Υπάρχουν ακόμα αγνοούμενοι και πρόσφυγες. Ενώ εδώ κοντά συνεχίζει να προκαλεί το μόνο τείχος του καιρού μας το οποίο διχοτομεί μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Πρόκειται για μια φωτογραφία ενοχής αυτών που το προκάλεσαν, ταυτόχρονα όμως και μια απόδειξη ανοχής όσων επιτρέπουν να διατηρείται ακόμα» (www.primeminister.gr, 20 Ιουλίου 2024). Στη συνέχεια ο Μητσοτάκης, για να καθησυχάσει τους εθνικιστές στην Ελλάδα, υποστηρίζει πως «το γεγονός ότι συζητούμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε και -πολύ περισσότερο- ότι υποχωρούμε» (στο ίδιο). Ποιος είναι, κατ’ αυτόν, ο ενδεδειγμένος δρόμος; «Δεν υπάρχει, συνεπώς, άλλος δρόμος (...) Ο δρόμος δηλαδή της επανεκκίνησης των συνομιλιών με βάση τις προτάσεις που θα καταθέσει η Ειδική Απεσταλμένη, η κυρία Holguin» (στο ίδιο).
Επειδή όμως η λέξη «προτάσεις» είναι κόκκινο πανί για τους έλληνες εθνικιστές, γιατί παραπέμπει σε συγκεκριμένο και προκαθορισμένο πλαίσιο λύσης, χωρίς πολλά περιθώρια αλλαγών προς το καλύτερο, αντιτείνει πως «δεν μπορούμε να αγνοούμε το γενικό αίτημα για δικοινοτικές συνομιλίες στο δρόμο της επίλυσης του Κυπριακού» (στο ίδιο).
Στο ίδιο μήκος κύματος με το Μητσοτάκη κινούνται και οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη περί αναμενόμενου σχεδίου για το Κυπριακό. Σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό Σκάι είχε αναφέρει ότι «η Ελλάδα είναι φύσει αισιόδοξη, όπως και η Κύπρος, στο θέμα της επίλυσης του Κυπριακού» και ότι «το υπουργείο Εξωτερικών αναμένει το πλήρες σχέδιο, γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχει μια περιγραφή του ευρύτερου σχεδίου» (ΡΙΚ, 24 Ιουλίου 2024).
Επειδή όμως μ’ αυτές τους τις τοποθετήσεις οι έλληνες εθνικιστές σήκωσαν πολλή σκόνη και άρχισαν να μιλάνε για προδοσία του Κυπριακού από την ελληνική πλευρά (ενώ η μεγαλύτερη προσφορά στην προδοσία ήταν η δικιά τους, όταν πάντα υπονόμευαν κάθε λύση που δεν ήταν η φιλορώσικη διχοτομική, η οποία περνούσε στην πράξη), ο Μαρινάκης έκανε έντρομος λόγο για παρερμηνεία των δηλώσεών του: «Εμείς αναμένουμε το σχεδιασμό. Δεν ξέρω αν αυτό παρερμηνεύθηκε. Αναμένουμε σχεδιασμό για το ζήτημα συνολικά. Δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο το οποίο έχει συνταχθεί και το περιμένουμε από πλευράς του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ ή κάποια αρμόδια αρχή (...) εμείς επιμένουμε στη διατύπωση της θέσης μας ότι η διατήρηση του σημερινού στάτους κβο, της κατοχής του ενός τρίτου της Κύπρου και η δημιουργία δύο κρατών δεν αποτελούν λύση. Δεν πρόκειται να συζητήσουμε κάτι τέτοιο. Παραμένουμε προσηλωμένοι στη λύση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που προβλέπουν λύση ΔΔΟ και αναμένουμε έναν ευρύτερο σχεδιασμό (...) σχέδιο που να έχει συνταχθεί ή να είναι υπό δημιουργία και εμείς να περιμένουμε την τελική μορφή του ακόμα δεν έχουμε τέτοια ενημέρωση, ούτε περιμένουμε κάτι τέτοιο» (www.nomisma.com.cy, 25 Ιουλίου 2024).
Αλλά και ο ρωσόφιλος κύπριος πρόεδρος, για να κατευνάσει τον κουρνιαχτό που ξεσηκώθηκε κυρίως στην Κύπρο και να προετοιμάσει τις συνειδήσεις, δήλωσε: «πρέπει να λάβουμε τολμηρές αποφάσεις και είμαι έτοιμος να πάρω τολμηρές αποφάσεις. Πιστεύω ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε έναν συμβιβασμό για όλους» (άρθρο του Σάββα Ιακωβίδη στην ιστοσελίδα του κύπριου δημοσιογράφου Ιγνατίου www.hellasjournal.com, 28/7/2024). Και δικαίως ο αρθρογράφος αναφωνεί: «Ποιες είναι αυτές οι “τολμηρές αποφάσεις”; Πού στηρίζεται η ετοιμότητά του και ποια εχέγγυα έχει, ώστε να τις πάρει; Πού εδράζεται η πίστη του σε “ένα συμβιβασμό για όλους”; Καμία εξήγηση, καμία ενημέρωση, καμία διευκρίνιση».
Αυτή η φράση περί «τολμηρών αποφάσεων» είναι που μας οδήγησε παραπάνω να αντιμετωπίσουμε και το ενδεχόμενο η ελληνοκυπριακή πλευρά να δεχτεί τις αποφάσεις του Κραν Μοντανά ίσως και με ακόμα περισσότερες παραχωρήσεις στους Τουρκοκύπριους, για να ικανοποιήσει τη Δύση, επειδή είναι σίγουρη ότι κανένας στην Τουρκία δεν μπορεί πια σήμερα να δεχτεί άλλη λύση από την πανεθνική γραμμή, που είναι σκέτα τα δύο κράτη ή, αλλιώς, η προσάρτηση της Βόρειας Κύπρου στην Τουρκία.
Ο ρώσικος δάκτυλος
Αν αναρωτιέστε από πού αντλεί ο Ερντογάν και γενικά η Τουρκία την άνεσή του να επιμένει στην εμπρηστική αυτή θέση, μην ψάχνετε μακριά. Η σχετικά πρόσφατη Ιστορία θα μας δώσει και πάλι την απάντηση. Η Τουρκία, αφού αποκόπηκε από τη Δύση με την υπονομευτική απέναντί της πολιτική της Ελλάδας και της Κύπρου, έχει πια την υποστήριξη της Ρωσίας για ό,τι είναι πιο άρρωστο σ’ αυτήν τα τελευταία χρόνια, στον επεκτατικό της αναθεωρητισμό. Ικανοποιώντας αυτήν την αρρώστια κυρίως στην Κύπρο, αλλά έμμεσα και στη Συρία και στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου και, σε ένα βαθμό, στη Δυτική Λιβύη, η τρελαμένη παντοκράτειρα Ρωσία κερδίζει την Τουρκία στο ευρασιατικό της προσωρινό πρόγραμμα.
Στην εφημερίδα Τα Νέα (24-2-2022, την ημέρα δηλαδή που εκδηλώθηκε η ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία) και σε άρθρο με τίτλο «Βόμβα Λαβρόφ: Αναφορά στην “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” λόγω... Ντονμπάς» διαβάζουμε: «Αναφορές στην “Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου” χωρίς να προτάξει τo so called (ούτω καλούμενη) έκανε ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ τις προηγούμενες μέρες, προκειμένου να δικαιολογήσει τη ρωσική παρέμβαση στην Ουκρανία και την απόσχιση-ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των δυο περιοχών της που βρίσκονται υπό την κατοχή των φιλορώσων αυτονομιστών. Αρχικά, στις 21 Φεβρουαρίου, στο Κρεμλίνο, κατά τη συνεδρίαση υπό τον Πούτιν του Συμβουλίου Ασφαλείας, επιχειρηματολογώντας υπέρ της απόφασης για αναγνώριση από τη Μόσχα των “Λαϊκών Δημοκρατιών” του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, στην ομιλία του ο Λαβρόφ είπε: “Η μόνη σύγκρουση όπου το ένα από τα μέρη αρνείται να μιλήσει με το άλλο, και αυτό υποστηρίζεται πλήρως από τη Δύση, είναι η σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία. Πάρτε την Κύπρο: Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, υπάρχει διαπραγματευτική διαδικασία, μεσολαβούν τα Ηνωμένα Έθνη” (...) Η δεύτερη αναφορά έγινε σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Rossiya 1. Σύμφωνα με ανάρτηση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, ο Λαβρόφ ανέφερε: “Κοιτάξτε την Κύπρο. Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου έχει ανακηρυχθεί μονομερώς στο βορρά. Αρνείται να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά κανείς δεν αρνείται στους εκπροσώπους της Βόρειας Κύπρου το δικαίωμα να συμμετάσχουν στο διάλογο”».
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Σε άρθρο της ιστοσελίδας echedoros.blog (14-8-2023) με τον τίτλο «Η Ρωσία κάνει το πρώτο βήμα προς την αναγνώριση της Βόρειας Κύπρου» διαβάζουμε ότι «η Ρωσία άνοιξε ένα ειδικό γραφείο για την παροχή προξενικών υπηρεσιών στους πολίτες της στη μη αναγνωρισμένη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (...) Το γραφείο λειτουργεί στην πόλη της Λευκωσίας, στην ουδέτερη ζώνη που χωρίζει το βόρειο και το νότιο τμήμα του νησιού. Η Ρωσική Πρεσβεία στην Κύπρο ανέφερε ότι το άνοιγμα του γραφείου αποσκοπεί στη διευκόλυνση των προξενικών υπηρεσιών για τους Ρώσους πολίτες που ζουν σε αυτό το τμήμα του νησιού και δεν σημαίνει αναγνώριση της Βόρειας Κύπρου (...) Σύμφωνα με Τούρκους πολιτικούς, το άνοιγμα προξενείου από τη Ρωσία στη Βόρεια Κύπρο μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο βήμα της Μόσχας προς την αναγνώριση αυτής της “χώρας”. Ο βουλευτής του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης Ισμαήλ Γκιουνές σχολίασε στο φιλορωσικό έντυπο Aydinlik ότι η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί από κανέναν εκτός από την Τουρκία. “Από αυτή την άποψη το βήμα της Ρωσίας είναι ένα βήμα προς την αναγνώριση. Είναι πολύ σημαντικό για την Τουρκία. Ελπίζουμε ότι θα ακολουθήσει κάποια εξέλιξη της κατάστασης και η Ρωσία θα αναγνωρίσει τη Βόρεια Κύπρο. Το ίδιο περιμένουμε από χώρες που θεωρούμε αδέρφια, για παράδειγμα από το Αζερμπαϊτζάν. Πιστεύουμε ότι αυτό το βήμα της Ρωσίας θα δώσει κουράγιο στο Μπακού”, δήλωσε ο Ισμαήλ Γκιουνές. Ο πρώην βουλευτής του AKP Εκρέμ Τσελεμπί επέστησε την προσοχή στη στρατηγική εταιρική σχέση και φιλία μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Πιστεύει επίσης ότι το άνοιγμα του Ρωσικού Προξενείου στη Βόρεια Κύπρο είναι μια σημαντική απόφαση, ένα βήμα προς την αναγνώριση. “Αυτό είναι το αποτέλεσμα της φιλίας μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας και πιστεύω ότι θα συνεχιστεί”, είπε ο πολιτικός».
Τέλος, σε ανταπόκριση του Κωστή Κωνσταντίνου από τη Λευκωσία για λογαριασμό της ΕΡΤ (3/5/2024), υπό τον τίτλο «“Πρόθυμη” στο Κυπριακό δηλώνει η Ρωσία - Η Λευκωσία ανησυχεί», διαβάζουμε ότι ο Λαβρόφ συνάντησε στη Μόσχα την Προσωπική Απεσταλμένη του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ και «από ρωσικής πλευράς εκφράστηκε η υποστήριξη στο έργο της κας Ολγκίν για τη συνδρομή στις διακοινοτικές επαφές». Εκφράστηκε επίσης η προθυμία της Ρωσίας να συνδράμει τις προσπάθειες, με στόχο «τη δημιουργία συνθηκών για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινοτήτων του νησιού» (στο ίδιο). «Η Ρωσία (...) προκαλεί το τελευταίο διάστημα ανησυχία, αλλά και εκνευρισμό στη Λευκωσία τόσο με την κατά καιρούς αμφίσημη ρητορική της όσο και με κινήσεις όπως το άνοιγμα “προξενείου” στα κατεχόμενα, όπου διαμένουν παράνομα χιλιάδες Ρώσοι έχοντας αγοράσει, επίσης παράνομα, περιουσίες, οι πλείστες σε γη Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Μάλιστα η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών είχε παραδεχθεί προ μηνών την παροχή όλων των σχετικών υπηρεσιών από το “προξενείο” στο “βόρειο τμήμα της Κύπρου”, όπως αποκάλεσε τα κατεχόμενα. Η Λευκωσία όμως ενοχλήθηκε περισσότερο όταν στις 15-17 Μαρτίου η Μόσχα προχώρησε στο άνοιγμα κάλπης στο “προξενείο” για τις Προεδρικές Εκλογές στη Ρωσία» (στο ίδιο).
Μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο πουλημένοι στη Ρωσία είναι οι έλληνες τουρκοφάγοι σοβινιστές, αν συγκρίνει πόσο δεν αντιδρούν σ’ αυτές τις τεράστιες διπλωματικές συνεισφορές της Ρωσίας στην Τουρκία με το τι θα κάνανε αν αυτό το προξενείο στη βόρεια Κύπρο το άνοιγαν οι ΗΠΑ ή η ΕΕ, και ήταν υπήκοοι όχι της Ρωσίας, αλλά της Γερμανίας, εκείνοι που αγόραζαν γη Ελληνοκυπρίων στο βόρειο, ουσιαστικά υπό προσάρτηση, κομμάτι της Κύπρου.
Μετά απ’ όλ’ αυτά νομίζουμε πως το τοπίο ξεκαθαρίζει αρκετά. Μετά τη μακρόχρονη -λόγω ιμπεριαλιστικής έλλειψης δημοκρατικών αρχών στις διεθνείς της σχέσεις, αλλά και πολιτικής τύφλας- πίεση της Δύσης προς την Τουρκία με ταπεινωτικές επεμβατικές κινήσεις σε βάρος της, όπως στο Κουρδικό, ή με το να μην παίρνει το μέρος της ακόμη και σε ζητήματα που η Τουρκία είχε δίκιο (π.χ. Καστελόριζο, σχέδιο Ανάν και Κραν Μοντανά, βίζα για ΕΕ), αλλά κυρίως μετά τη σκόπιμη και συντονισμένη επίθεση εναντίον της Τουρκίας από Κύπρο και Ελλάδα, κατάφεραν τελικά οι πεμπτοφαλαγγίτες της Ρωσίας στην Τουρκία να την απομονώσουν από την Ευρώπη και γενικότερα τη Δύση και να τη ρίξουν στα νύχια του Πούτιν. Αυτός πλέον τη διαφθείρει, τη φασιστικοποιεί στην εξωτερική, αλλά και την εσωτερική της πολιτική και την κανακεύει με διάφορους τρόπους δίνοντάς της πόντους παντού: από τον Καύκασο και την κεντρική Ασία ως τη Λιβύη, το Σαχέλ και την Κεντρική Αφρική. Βέβαια, για την άθλια αυτή πορεία σε ό,τι αφορά την ίδια την Τουρκία την ευθύνη τη φέρει ακέραιη και διακομματικά η τουρκική μεγαλοαστική τάξη, που με τη σοβινιστική μεγαλομανία της και τον υποϊμπεριαλιστικό αντισημιτισμό της (π.χ. «Γαλάζια Πατρίδα», τουρκολιβυκό μνημόνιο για ΑΟΖ, απόλυτη ταύτιση με τη Χαμάς) έχει οδηγήσει την τουρκική κοινή γνώμη, οπότε στρατηγικά όλη τη χώρα, στο να συμπαρατάσσεται ψυχικά με τους νέους Χίτλερ του Κρεμλίνου. Όμως ακριβώς επειδή η τούρκικη αστική τάξη έχει κάποιο χαρακτήρα, και γι’ αυτό μεγαλύτερη ισχύ, θα κάνει πολύ μεγαλύτερη ζημιά στην Ευρώπη και στον κόσμο, αν πολεμήσει τελικά στο πλευρό του Άξονα στον παγκόσμιο πόλεμο που μόλις ξεκίνησε.
Αυτό λοιπόν που κάνει η Ρωσία για να γείρει οριστικά την πλάστιγγα προς το μέρος της είναι να δίνει δωράκια στην Τουρκία από κρέας πιο αδύναμων από αυτήν χωρών ή πιο δουλικών στη Ρωσία. Το πιο καλό τέτοιο κομμάτι είναι το βόρειο τμήμα της Κύπρου. Αυτό δεν είναι μεγάλο, αλλά έχει τεράστια αξία λόγω ποιότητας. Γιατί δεν είναι μόνο εδαφική προσάρτηση, αλλά προσάρτηση ευρωπαϊκού εδάφους. Η μόνη φροντίδα της Ρωσίας είναι να μη χάσει μ’ αυτό το δώρο στην Τουρκία την Κύπρο ή την Ελλάδα. Αλλά την Ελλάδα, επειδή έχει την πιο γλοιώδη και εθνικά υποτακτική στον ιμπεριαλισμό μεγαλοαστική τάξη, και μάλιστα με μια ακόμα πιο διαβρωμένη από τους ρωσόδουλους σημερινή πολιτική ηγεσία, δεν φοβάται τόσο πολύ μην τη χάσει. Πιο πολύ πρέπει να ανησυχεί με την κυπριακή αστική τάξη, που είναι σχετικά πιο ανεξάρτητη παρόλο το μικρό μέγεθος της χώρας, γιατί έκανε πιο ώριμη ιστορικά τον εθνικοαπελευθερωτικό της αγώνα, οπότε κάτω από δικιά της ηγεσία και όχι κάτω από την ηγεσία του τσάρου. Έτσι, φοβάται μήπως η Κύπρος, επειδή θα θυμώσει πρώτη, αν καταλάβει ότι διαμελίζεται με ρωσική υποστήριξη, μπορέσει να ξεστραβώσει τον ελληνικό λαό και την Ελλάδα ως προς το τι σημαίνει η «φίλη ορθόδοξη Ρωσία».
Έτσι εξηγείται η τόσο «χαλαρή» και τάχα αδιάφορη στάση της σημερινής ελληνικής και κυπριακής πολιτικής ηγεσίας απέναντι στο έκτρωμα των «δύο κυρίαρχων κρατών» που κυοφορείται στην Κύπρο. Κανονικά θα έπρεπε να έχουν ξεσηκωθεί και οι πέτρες. Και όμως, όταν η Μόσχα δίνει τη σχετική εντολή, τα τέρατα λουφάζουν κάτω από τη γη.
(οι υπογραμμίσεις στο κείμενο είναι δικές μας)
Δημοσιεύεται ενημερωμένο -6/9/2024-