Η κίνηση του Χρυσοχοΐδη-Μητσοτάκη έρχεται μετά τη - χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις - κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου το 2019. Το άσυλο είχε αποτελέσει εργαλείο δημοκρατικής αντίστασης του φοιτητικού κινήματος, κυρίως τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, ενάντια στο μοναρχοφασισμό και τη χούντα, ωστόσο μετά το 1985 κι ακόμη περισσότερο μετά το 1995 είχε εκφυλιστεί από την ψευτοαριστερά (κυρίως τα τάγματα εφόδου του εξωκοινοβουλευτικού στολίσκου των ψευτοΚΚΕ - ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ τύπου ΕΑΑΚ) σε όργανο καταστροφής κάθε δημοκρατικής και ευρωπαϊκής επιστημονικής περπατησιάς του ελληνικού πανεπιστημίου, καθώς και τρομοκράτησης δημοκρατών καθηγητών και ερευνητών. Κυρίως όμως το άσυλο ήταν το πρόσχημα με το οποίο οι παλιές πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις στο κέντρο της πρωτεύουσας είχαν μετατραπεί σε βάση από την οποία εφορμούσε ο παρακρατικός μπαχαλάκικος ψευτοαναρχισμός για να καίει, να σπάει ή ακόμα και να λεηλατεί το κέντρο της πρωτεύουσας ώστε να προσφέρει στους ρωσόφιλους -χωρίς αυτοί να εκτίθενται- την πολεμική τρομοκρατική ατμόσφαιρα που τους ήταν τόσο πολύτιμη στα αντικυβερνητικά τους πολιτικά πραξικοπήματα και στα αντιευρωπαϊκά τους ομοιώματα πανεθνικής εξέγερσης. Η επίσημη κατάργηση του ασύλου το 2019 οφειλόταν στην απόφαση του καθεστώτος να καταργήσει αυτήν την εξωτερική λειτουργία του ασύλου επειδή πια δεν του ήταν απαραίτητη αφού η πολιτική τους κυριαρχία είχε χοντρικά εξασφαλιστεί. Έτσι η είσοδος τώρα της αστυνομίας στα πανεπιστήμια δεν έχει σα στόχο να διευθετήσει αυτό το λυμένο ζήτημα, αλλά να δημιουργήσει ένα άλλο.
Ήδη η αντίδραση στο σχέδιο Χρυσοχοΐδη από πλευράς του μπλοκ ΣΥΡΙΖΑ-ΛΑΕ-ψευτοΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που ελέγχουν από κοινού και με διάφορες μεταξύ τους «πάσες» και μεταμορφώσεις τους βασικούς στρατούς αντιεπιστημονικής και τραμπούκικης βίας μέσα στα πανεπιστήμια, είναι προς το παρόν - στα λόγια - «ηρωική αντιστασιακή», ωστόσο στην πράξη είναι ρουτινιάρικη και «υποτονική», άρα, για όσους καταλαβαίνουν, σε τελική ανάλυση υποστηρικτική των σχεδίων του «σερίφη», διακομματικού υπουργού Αστυνομίας, που μετά τις θητείες του στις κυβερνήσεις Σημίτη, Γ. Παπανδρέου, πέρασε στη δούλεψη του Μητσοτάκη.
Όταν άλλωστε ο σοσιαλφασισμός θέλει πραγματικά να γκρεμίσει ένα νομοσχέδιο της δειλής, υφεσιακής αλλά κάπως ευρωπαϊκής και αναπτυξιακής αστικής τάξης, όπως είχε κάνει για παράδειγμα με εκείνο της ευρωπαιόφιλης Γιαννάκου επί κυβέρνησης Καραμανλή του Β’ το 2006-2007 ή προηγούμενα με τον Αρσένη το 1998-99, ξέρει πώς να στήνει τις παραστάσεις βίας και καταστροφής, με την κατάλληλη χρήση και του πολιτικά τυφλού ή και ανοιχτά καθοδηγούμενου - πια - αναρχισμού και αναρχοφασισμού, με τελικό σκοπό ο εκάστοτε ρωσόδουλος πρωθυπουργός να καρατομεί τον δυστυχή ευρωπαιόφιλο υπουργό Παιδείας, επικαλούμενος το πολιτικό κόστος της καταστροφής της πόλης και τη γενική αναταραχή. Ο αποκεφαλισθείς συνήθως κάθεται ήσυχος στη γωνιά του και επανέρχεται με κομμένα τα φτερά στην πολιτική σκηνή ως βουλευτής, εξωκοινοβουλευτικό στέλεχος ή «σοφός», έχοντας όμως χάσει πια κάθε δυνατότητα συμμετοχής στην κεντρική άσκηση πολιτικής. Με δυο λόγια «καίγεται» στο πλαίσιο του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης.
Στην τωρινή λοιπόν περίπτωση, ο Χρυσοχοΐδης όχι μόνο δεν «καίγεται», όπως δεν κάηκε και όταν έβαλε τα ΜΑΤ μέσα στην ΑΣΟΕΕ στις αρχές του 2020, λίγο πριν ξεσπάσει και στην Ελλάδα η κρίση του κορονοϊού, αλλά εμφανίζεται εφτάψυχος και έτοιμος να «εκκαθαρίσει» τάχα το πανεπιστήμιο από τους στρατούς του κοινού ποινικού λούμπεν, που με την πολιτική κάλυψη της ψευτοαριστεράς λυμαίνονται εδώ και αρκετά χρόνια πανεπιστημιακούς χώρους, κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ήδη μάλιστα, με αφορμή τη φασιστική, αλλά «ανεξήγητα» προβοκατόρικη πρόσφατη επίθεση στον πρύτανη της ΑΣΟΕΕ, με την εσκεμμένα αποκρουστική μορφή που πήρε (οι τραμπούκοι που ήρθαν απ’ έξω και όχι από μια καίρια εσωτερική ενδοπανεπιστημιακή σύγκρουση του κρέμασαν στο λαιμό μια ταμπέλα προσωπικής ταπείνωσης και εξευτελισμού του, στην οποία αναγραφόταν «αλληλεγγύη στις καταλήψεις»), ο Χρυσοχοΐδης έχει προχωρήσει σε εκκένωση χώρων που έλεγχαν είτε ο «αντιεξουσιαστικός» χώρος στην ΑΣΟΕΕ, είτε το κοινό λαθρεμπορικό λούμπεν στις φοιτητικές εστίες του Πανεπιστημίου της Αθήνας στου Ζωγράφου, χωρίς βασικά να συναντήσει αντιστάσεις από το «φοιτητικό κίνημα» των ΣΥΡΙΖΑ-ΛΑΕ-ψευτοΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο «σερίφης» φυσικά, όπως άλλωστε και ο προϊστάμενός του πρωθυπουργός, δεν έβγαλε άχνα κατά της ψευτοαριστεράς και του ρόλου της στη μακρόχρονη προστασία όλων αυτών των δικτύων βίας και τραμπουκισμού μέσα στα ΑΕΙ, ενώ πρόσφατα - με αφορμή τη στημένη μικροσύγκρουσή του με τους κνίτες ανήμερα της επετείου του Πολυτεχνείου - τόνισε ότι σέβεται και τιμά το «ΚΚΕ» (δηλαδή το ψευτοΚΚΕ) από μικρό παιδί. Τον τελευταίο χρόνο η ψευτοαριστερά την οποία σέβεται έχει αφήσει τον «ταχυδακτυλουργό» Χρυσοχοΐδη να αδειάσει και μια σειρά καταλήψεις του αναρχισμού κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, χωρίς να συναντήσει ουσιαστικές αντιστάσεις.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Έχασε η ψευτοαριστερά τη «μαχητική της ορμή» και το στρατό της, εξωκοινοβουλευτικό και αναρχοτραμπούκικο, και αποφάσισε να παραδώσει τα πανεπιστήμια στην ευρωπαιόφιλη αστική τάξη, αφήνοντάς τα να κινηθούν απερίσπαστα προς το ευρωπαϊκό ακαδημαϊκό και ερευνητικό πλαίσιο, όπως πιστεύουν αφελώς ορισμένοι γενικά αστοδημοκράτες διανοούμενοι, που στηρίζουν στο «φιλελεύθερο μάγο» Μητσοτάκη τις ελπίδες τους για ένα ευρωπαϊκό και δημοκρατικό μέλλον της χώρας, ειδικά μετά το σοκ της πραξικοπηματίστικης διακυβέρνησης Τσίπρα; Ή μήπως κάτι πολύ βρώμικο κρύβεται πίσω από την «έλευση του νόμου και της τάξης» στα πανεπιστήμια, που διακηρύσσει ότι φέρνει ο «στεγανοποιητής» της «17Ν» υπουργός, που όλες οι «νίκες» που πουλάει στη Δύση και στους δημοκράτες εδώ και 20 χρόνια είναι δηλητηριασμένα φρούτα;
Η σιωπηλή σχετική πρόοδος στα πανεπιστήμια
Εκείνο που σίγουρα έχει συμβεί στα πανεπιστήμια τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία -σχετικά αδιόρατα για τους απ’ έξω - είναι το εξής: η ανοιχτή πια κρίση στην οποία έριξε τη χώρα το παραγωγικό σαμποτάζ και η συνακόλουθή του κρατική χρεοκοπία διαμόρφωσε αργά και αθόρυβα έναν νέο τύπο φοιτητή και νεαρού ακαδημαϊκού, ο οποίος είχε από εντελώς πρακτική - κοινωνικοοικονομική άποψη λιγότερο χρόνο και διάθεση για συμμετοχή στις εσκεμμένα απομαζικοποιημένες, φασιστικές και στην καλύτερη περίπτωση βαρετές διεργασίες του σφετερισμένου από την ψευτοαριστερά φοιτητικού συνδικαλισμού.
Η συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις και στις φοιτητικές εκλογές, που έτσι κι αλλιώς είχε μειωθεί από το 1990 και δώθε, υποχώρησε ακόμη περισσότερο (περίπου στο ⅓) μετά το 2010 και γενικά, σε συνδυασμό με την όλο και μεγαλύτερη όσμωση, μετά το 2000, των ελληνικών με τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια στο πλαίσιο του ενιαίου χώρου ανώτατης εκπαίδευσης της ΕΕ, διαμορφώθηκε μια κουλτούρα ταχείας ατομικής επιστημονικής προόδου, κυρίως στις λεγόμενες «θετικές» σχολές, με τελικό στόχο την έξοδο του κάθε φοιτητή/ερευνητή από τη σαμποταρισμένη και καχεκτική παραγωγικά Ελλάδα προς αναζήτηση ατομικής διεξόδου στην αγορά εργασίας της αναπτυγμένης Δύσης ή, αν αυτό δεν ήταν εφικτό, την ανάληψη αμειβόμενης εργασίας στους ερευνητικούς βραχίονες των ίδιων των πανεπιστημίων ή σε όσο τμήμα της σύγχρονης βιομηχανικής παραγωγής έχει καταφέρει να επιβιώσει στη χώρα.
Πρόκειται για μια μορφή αυθόρμητης αντίστασης στην επιστημονική και παραγωγική καταστροφή που επέβαλαν οι ρωσόδουλοι στην πάλαι ποτέ αρκετά βιομηχανική Ελλάδα, αντίστασης βεβαίως η οποία δεν έχει συλλογικά και ιδεολογικά προωθημένα χαρακτηριστικά, ήρθε ωστόσο αρκετά φυσικά και τελικά, από αντικειμενική άποψη, βρίσκεται σαφώς πιο αριστερά της σοσιαλφασιστικής «συλλογικής» αντίληψης καταστροφής κάθε σύγχρονης επιστήμης και παραγωγής στη χώρα. Αυτό μπορεί να το δει κανείς σε μεγάλο βαθμό σε αντιδιαστολή κυρίως με τις «θεωρητικές» σχολές, τις οποίες ο σοσιαλφασισμός έχει μετατρέψει εν πολλοίς σε κέντρα ιρρασιοναλισμού και υπεραντιδραστικής σκέψης, σε συνεργασία (ειδικά στις ιστορικές σπουδές) με την κλασσική, εθνοσωβινιστική και αρχαιόπληκτη αντίδραση. Κι εκεί όμως επιβιώνουν μικρότερες μεν, υπαρκτές δε νησίδες αντίστασης και σύγχρονης σκέψης.
Αυτό το προωθημένα αστοδημοκρατικό πλαίσιο επιβιώνει και αναπτύσσεται ιδιαίτερα σε σχολές της περιφέρειας, αλλά έχει όπως φαίνεται κάποια σημαντικά βάθρα και μέσα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και στα πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Ο σοσιαλφασισμός γενικά, μετά το αντιδραστικό του «κίνημα ενάντια στο άρθρο 16» το 2006-2007 και τη χρήση των πανεπιστημίων ως άντρων της αντιλαϊκής και τραμπούκικης βίας πυρπόλησης των πόλεων τον Δεκέμβρη του 2008 και την περίοδο 2010-2012, περιορίστηκε σε κινήσεις κυρίως από τα πάνω για την αναπαραγωγή και την προστασία της ανεπαρκούς έως άθλιας επιστημονικά καθηγητικής και υπαλληλικής γραφειοκρατίας του μέσα στο πανεπιστήμιο (π.χ. κατάργηση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το 2015-2016, των Συμβουλίων Διοίκησης των πανεπιστημίων, που είχαν δημιουργηθεί με το νόμο Διαμαντοπούλου του 2011 και είχαν προσελκύσει σημαντικούς ξένους επιστήμονες). Παρά το γεγονός ότι η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ «εξαέρωσε» την ΠΑΣΠ-νεολαία ΠΑΣΟΚ και έφερε την ΠΚΣ-«Κ»ΝΕ στη θέση της δεύτερης δύναμης στους φοιτητικούς συλλόγους (εμφανίζεται και με το ακρωνύμιο του φοιτητικού αντίστοιχου του ΠΑΜΕ, «ΜΑΣ»), μετά τη ΔΑΠ-ΟΝΝΕΔ, η δεκαετία που πέρασε ήταν μια δεκαετία αποδυνάμωσης του κνίτη και εαακίτη στα πανεπιστήμια σε απόλυτους αριθμούς. (Στις τελευταίες εκλογές που διεξήχθησαν στα ΤΕΙ, στα οποία φοιτούν κατά τεκμήριο λιγότερα παιδιά της αστικής τάξης και των εύπορων μεσοστρωμάτων, το 2019, οι κνίτες παρέμεναν τρίτη δύναμη, με την ΠΑΣΠ να διατηρεί μια δυναμική της τάξης του 25%).
Ήταν δηλαδή χοντρικά μια δεκαετία γενικά μεγαλύτερης απομόνωσής του ψευτοαριστερού συνδικαλιστή από τον μέσο φοιτητή, που κάποτε ήταν γόνος καλοστεκούμενων οικονομικά μεσοστρωμάτων, αλλά στο μεταξύ λόγω κρίσης είχε χάσει το οικογενειακό οικονομικό «έδαφος» κάτω από τα πόδια του και έτρεχε να τελειώσει τις σπουδές του, για να μπορέσει να δουλέψει και να ζήσει, καλά ή λιγότερο καλά, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Μάλιστα αν κοιτάξει κανείς όχι τα ποσοστά των παρατάξεων στις φοιτητικές εκλογές αλλά τον απόλυτο αριθμό τους θα διαπιστώσει ότι όλες οι παρατάξεις και στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ έχουν βυθιστεί κυριολεκτικά γιατί οι φοιτητές έχουν εγκαταλείψει το συνδικαλισμό, ακριβώς επειδή δεν μπορούν ακόμα να αντιμετωπίσουν την αντιδημοκρατία του σοσιαλφασισμού, ούτε όμως θέλουν να ακολουθήσουν τους ενδοτικούς σε αυτόν καριερίστες συνδικαλιστές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2007 ψήφισαν σε ΑΕΙ και ΤΕΙ 150.000 φοιτητές. Το 2019 ψήφισαν 60.000, δηλαδή σε απόλυτους αριθμούς οι ψήφοι όλων των παρατάξεων μειώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια κατά μέσο όρο κατά 56%. Αν βέβαια λογαριαστεί το σύνολο των φοιτητών σε όλες τις σχολές, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι αυτοί σαν μάζα έχουν εγκαταλείψει και μάλιστα με αποστροφή ιδιαίτερα τους μετά τη μεταπολίτευση πολιτικά πανίσχυρους στην ανώτατη και ανώτερη παιδεία σοσιαλφασίστες.
Η σχετική αλλαγή συσχετισμών φαίνεται ωστόσο ακόμα πιο ανάγλυφα και στην πολιτική επιρροή εντός της ηγεσίας του συνδικαλιστικού οργάνου του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των πανεπιστημίων (ΠΟΣΔΕΠ), που κάποτε αποτελούσε άντρο κυρίως του ανοιχτού, αλλά και του «ντροπαλού», δημαρίτικου συριζαϊσμού, που γενικά έσερνε μαζί του και το ΠΑΣΟΚ. Πλέον στην ΠΟΣΔΕΠ οι δυνάμεις που έχουν πολιτική αναφορά στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ, Συνεργασία Πανεπιστημιακών (μέτωπο της ΑΣΚΕΥ με ανεξάρτητους) και ΚΙΠΑΝ, πλειοψηφούν με 6 στις 11 έδρες στην Εκτελεστική Γραμματεία της ομοσπονδίας. Αστοδημοκρατικό προσανατολισμό δείχνει στις διακηρύξεις της και η Ενωτική Πρωτοβουλία, που διατηρεί κι αυτή εκπροσώπηση στην Ε.Γ. Η «Αριστερή Μεταρρύθμιση» της πάλαι ποτέ ΔΗΜΑΡ, πάντα αμφίσημη, συσπείρωνε, τουλάχιστον παλιότερα, πέρα από κουβελικούς κρυφοσυριζαίους, και ορισμένες ρεφορμιστικές δυνάμεις με φιλοευρωπαϊκό και αντισυριζέικο προσανατολισμό και διατηρεί μία έδρα. Οι δυνάμεις του καθαρού και διυλισμένου σοσιαλφασισμού (ΣΥΡΙΖΑ - ψευτοΚΚΕ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ) διατηρούν 3 στις 11 έδρες, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε εάν μέσα και στους εκπροσώπους των υπόλοιπων παρατάξεων υπάρχουν δυνάμεις που να παίζουν στα κρίσιμα σημεία το παιχνίδι του σοσιαλφασισμού, αυτόνομα ή και με την πίεση των Μητσοτάκη - λαλιωτικής Γεννηματά.
Σε κάποιο βαθμό λόγω της αντίδρασης φοιτητών και καθηγητικού προσωπικού, που οδηγούσε σε απομόνωσή τους, σε κάποιον άλλο βαθμό λόγω της πορείας προς την εξουσία με τη μορφή του ΣΥΡΙΖΑ (οπότε οι δουλειές γίνονταν κατευθείαν «από τα πάνω») ή και λόγω διεργασιών που ενδεχομένως να μην έχουν βγει στο φως της δημοσιότητας, την τελευταία 10ετία μειώθηκε επίσης αρκετά (χωρίς να εκλείψει βέβαια τελείως) και το φαινόμενο της άσκησης ανοιχτής σοσιαλφασιστικής βίας κατά καθηγητών και διοικητικών στελεχών (με τα γνωστά χτισίματα γραφείων και τη βίαιη διακοπή συνεδριάσεων συγκλήτων και συνελεύσεων τμημάτων) των πανεπιστημίων.
Με δυο λόγια, ένα υφεσιακό προς την ψευτοαριστερά αλλά αρκετά αστοδημοκρατικό και ευρωπαϊκό ρεύμα, πατώντας στα νύχια και προσπαθώντας να μην ενοχλεί τα βάθρα της σοσιαλφασιστικής ιδεολογικής κυριαρχίας στη χώρα και στο πανεπιστήμιο, προσπάθησε και εν πολλοίς κατάφερε να διατηρήσει με χίλιες προφυλάξεις την επιστημονική «γωνιά» του της έρευνας, της σύνδεσης με την Ευρώπη και - όσο γινόταν, έστω αδύναμα - με την παραγωγή, συνεχίζοντας φυσικά να δουλεύει μέσα στο σκόπιμα αφημένο από αισθητική άποψη μέσα στη βρωμιά και την παρακμή ελληνικό πανεπιστήμιο. Πρόκειται για μια εντελώς εύθραυστη ισορροπία, η οποία βασίζεται στη ρήση του Μάο Τσε Τουνγκ ότι οι αντιδραστικοί δεν μπορούν να πιάνουν με 10 δάχτυλα 100 μύγες ή αλλιώς στο ότι οι ψευτοαριστεροί σοσιαλφασίστες, εισοδίζοντας στην Ευρώπη (ως συριζοδημαρίτες μάλιστα καμώνονται εδώ και καιρό τους ακραιφνείς ευρωπαιόφιλους), δεν μπορούσαν πια να αφήνουν την ίδια ελευθερία στο σοσιαλφασιστικό και αναρχοφασιστικό λούμπεν μέσα στο πανεπιστήμιο χωρίς κόστος, ειδικά την περίοδο της διακυβέρνησής τους. Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν και η εκκένωση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 2017 όχι από την αστυνομία αλλά από τους φιλοκνίτες (και φιλοσυριζαίους) μέσα στον αναρχισμό (φιλοκνίτες της Ταξικής Αντεπίθεσης, με την πολιτική στήριξη του φιλοσυριζαίου Ρουβίκωνα), υπό την προστασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που είχε παραταχθεί απ’ έξω, όταν τμήματα του κλασσικού, από στρατηγική άποψη αντιδραστικού, αλλά πάντως αντικνίτικου αναρχισμού κατέλαβαν το χώρο και είχαν αποκλείσει από τον «τριήμερο εορτασμό» τους συριζαίους, κνίτες και ναρίτες, που καπηλεύονται την ηρωική αντιφασιστική εξέγερση. Οι σοσιαλφασίστες θέλουν να έχουν εκείνοι το διακόπτη που ξεκινά ή σταματά ως δια μαγείας τη βία στα πανεπιστήμια και προφανώς οι μπάχαλοι στη συγκεκριμένη περίπτωση πήγαιναν να τους χαλάσουν τη «σούπα». Αυτή η εκκένωση έδειξε ότι ο σοσιαλφασισμός δεν χρειαζόταν πια τους μπάχαλους για τις εμπρηστικές εσωτερικές και εξωτερικές παραστάσεις ισχύος του στο κέντρο της χώρας, οπότε προετοίμασε και την είσοδο της αστυνομίας του Χρυσοχοΐδη στην ΑΣΟΕΕ το 2019, όπου αυτή έβαλε το λουκέτο στην πύλη και ο κνίτης το έσπασε επιδεικτικά δείχνοντας ποιος είναι ο τελικός αληθινός διαχειριστής του κτιρίου.
Αυτή η ισορροπία, που αν και προσωρινή, έδωσε μεγάλη ανακούφιση σε μεγάλο μέρος του φοιτητικού, ερευνητικού και καθηγητικού δυναμικού, θα τέλειωνε αργά ή γρήγορα, στη βάση των γενικότερων πολιτικών εξελίξεων στη χώρα και στην Ευρώπη, καθώς το πανεπιστήμιο δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να αποτελέσει παρά μόνο πρόσκαιρα μια «γυάλα» ανεξάρτητη από το γενικό συσχετισμό δυνάμεων στην κοινωνία. Εδώ όμως είναι που έρχεται ο καλός φίλος των ψευτοΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ Χρυσοχοΐδης-Μητσοτάκης, να τη διαταράξει μια ώρα αρχύτερα, να αναστηλώσει τους στρατούς του σοσιαλφασισμού, να παίξει το παιχνίδι τους και να τους δώσει το φιλί της ζωής.
Η μορφή της προβοκάτσιας
Πάνω στη στιγμή λοιπόν της μεγαλύτερης απομόνωσης του σοσιαλφασισμού μέσα στα ΑΕΙ (που πλέον περιλαμβάνουν και τα καταργημένα από τον ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα της «καθαρής θεωρητικής γνώσης» ΤΕΙ), έρχεται η κυβέρνηση του ψευτοοικολόγου πρωταθλητή του παραγωγικού σαμποτάζ (κυρίως μέσω της πανάκριβης ενέργειας για τη βιομηχανία) Μητσοτάκη να εκμεταλλευτεί την αποστροφή μιας μεγάλης δημοκρατικής μάζας, εντός και εκτός πανεπιστημίου, για τη βία των μειοψηφικών συμμοριών (που τη συμβόλισε επίτηδες η καλοστημένη προβοκάτσια με τον πρύτανη της ΑΣΟΕΕ) για να φτιάξει, μέσω Χρυσοχοΐδη, ειδικό σώμα, με καθημερινή και μόνιμη ένστολη παρουσία μέσα στους χώρους των ΑΕΙ, ακόμη και εκείνων που χοντρικά (κυρίως στην περιφέρεια) δεν αντιμετωπίζουν ζητήματα βίας ή ποινικού χαρακτήρα παρανομιών μέσα στις εγκαταστάσεις τους.
Οι ηγεσίες της ψευτοαριστεράς, αυτοί οι τόσοι έμπειροι και τόσο κυνικοί φονιάδες επαναστάσεων και δημοκρατικών εξεγέρσεων, τη συλλογική μνήμη των οποίων ωστόσο χρησιμοποιούν χωρίς καμιά ντροπή για σκοπούς διαμετρικά αντίθετους από εκείνους των πρωταγωνιστών τους, υποδέχονται με δεξιοτεχνία «άσου» της μπάλας την πάσα των κυβερνητικών φίλων τους και ήδη έχουν εξαπολύσει εκστρατεία περί «νέου σπουδαστικού της Ασφάλειας», «χούντας» κλπ., χωρίς όμως να κλιμακώνουν τη βία τους, ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπως κάνουν όταν θέλουν πραγματικά να ρίξουν ένα νομοσχέδιο ή έστω να σκηνοθετήσουν μια φαντασμαγορική «λαϊκή αντίσταση» σε μια κυβέρνηση για τα μάτια της Ευρώπης, όπως έκαναν την πρώτη διετία των μνημονίων (στη συνέχεια η «λαϊκή αντίσταση» σταμάτησε ως δια μαγείας μετά τις εκλογές του 2012, αφού ο στόχος να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητικό κόμμα στη θέση του ΠΑΣΟΚ είχε επιτευχθεί).
Είναι φανερό σε όποιον μπορεί να κοιτάξει ελάχιστα κάτω από την επιφάνεια των ρητορικών διακηρύξεων ότι ΣΥΡΙΖΑ-ψευτοΚΚΕ θέλουν όσο τίποτα την έγκριση του νομοσχεδίου Χρυσοχοΐδη, ώστε να δώσουν τότε την άδεια κυρίως στα φιλικά τους τάγματα εφόδου των ΕΑΑΚ (που ελέγχονται πολιτικά από το ΝΑΡ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και από τις ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ που σήμερα βρίσκονται εντός, εκτός και επί τ’ αυτά της ΛΑΕ του Λαφαζάνη) να αρχίσουν την «αντιαστυνομική αντίσταση», με τη βοήθεια - σχεδόν βέβαιο - και κάποιου τραμπούκου μπάτσου που θα στείλει ο μιλημένος «σερίφης» υπουργός, που θα δώσει την κατάλληλη αφορμή. Ήδη την πιο κατάλληλη στιγμή μπήκε στο παιχνίδι της μητσοτακέικης προβοκάτσιας η κατά τους συριζο-ανταρσαίους «τελειωμένη» ναζιστική Χρυσή Αυγή, κάνοντας κάτι που δεν το συνήθιζε ούτε στις πιο μαζικές εποχές της. Σήκωσε πανώ έξω από την Πάντειο με σύνθημα ενάντια στους υπερασπιστές της 17Ν στα Πανεπιστήμια, ουσιαστικα δηλαδή υπέρ της αστυνομίας και της κυβέρνησης, αξιοποιώντας το φιλο17Ν κείμενο των 68 πανεπστημιακών του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ταυτόχρονα έριξε τρικάκια με ανάλογο περιεχόμενο στο Πανεπισττημιο της Θεσσαλονίκης. Έτσι οι χρυσαυγίτες έδωσαν στο απομονωμένο σοσιαλφασιστικό μπλοκ στα πανεπιστήμια τη δυνατότητα να συσπειρώσει για έναν ακόμα παραπάνω, και μάλιστα κρίσιμο λόγο, στο αντιαστυνομικό του μπλοκ ένα μέρος από τον πλατύ δημοκρατικό φοιτητικό κόσμο που προ πολλού έχει χάσει, ο οποίος μισεί και απεχθάνεται βαθιά τα ναζιστικά τέρατα. Όχι τυχαία εμφανίστηκαν και οι πρώτες αναρτήσεις του “χώρου” που αξιοποιήσαν αυτή την καθόλου δύσκολη ταύτιση αστυνομίας - ΧΑ. Άλλωστε πραγματικά μια τέτοια φιλοναζιστική αστυνομία θα μπορεί στο μέλλον, όταν το καθεστώς τους χρειαστεί, να χώσει και τους ανοιχτούς φασίστες μέσα στις σχολές.
Βέβαια, παριστάνοντας τους καθώς πρέπει αστούς, ΣΥΡΙΖΑ και ψευτοΚΚΕ δεν θα βρίσκονται στην ενεργητική πρωτοπορία της αντιαστυνομικής βίας αν αυτή στρέφεται ωμά ενάντια σε καθηγητές και φοιτητές, αλλά πάντα θα παίρνουν το μέρος των «αθώων θυμάτων» ΕΑΑΚιτών ή μπάχαλων, όπως επίσης θα τους «νουθετούν» εάν το παρακάνουν, παίζοντας το ρόλο των απόλυτων μεσολαβητών ανάμεσα σε κράτος, καθηγητικό - ερευνητικό προσωπικό και καθεστωτικούς μικροαστούς «εξεγερμένους», όπως έχουν μάθει τόσο καλά να κάνουν, με κορυφαίο τον Περισσό που είναι ταυτόχρονα «απόλυτος αντικαπιταλιστής επαναστάτης» και αγαπημένο παιδί κάθε προέδρου Δημοκρατίας, πρωθυπουργού και αρχιεπίσκοπου.
Αυτός ο ρόλος είναι πολύ οικείος στους σοσιαλφασίστες, τους πιο διπρόσωπους ρεβιζιονιστές, που ξέρουν να είναι πάντα και απόλυτα καθεστωτικοί και να ηγούνται του ψευδεπίγραφου «αντικαθεστωτισμού», παρασύροντας συνήθως διάφορους γενικά καλών προθέσεων μικροαστούς και σαπίζοντάς τους. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι ταυτόχρονα φίλος της Μέρκελ, του Μακρόν, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ακόμη και των ΗΠΑ ως «πρεσπικός (σ.σ. Συμφωνία των Πρεσπών) που θυσίασε ακόμη και την κυβέρνησή του για το καλό του ΝΑΤΟ», την ίδια ώρα που κλείνει το μάτι και διατηρεί επαφές με τον κάθε Ρουβίκωνα και τον κάθε Κουφοντίνα, ως αρχηγός του ενιαίου ρεύματος της ψευδεπίγραφης «αντιδεξιάς» και του «αιώνιου αντιδυτικισμού» και φιλορωσισμού της χώρας. Το ίδιο ο κνίτης μπορεί να σέρνει πολιτικά από τη μύτη τον ναρίτη ή τον αναρχικό και να του επισημαίνει ότι ο ίδιος και μόνο ο ίδιος είναι ο τάχα θεματοφύλακας του πραγματικού αντικαπιταλισμού, ενώ την ίδια ώρα δουλεύει παλιούς εθνικιστές, παλιούς χουντικούς, καραβανάδες, βετεράνους διπλωμάτες κλπ. στη γραμμή «τι καλό είδατε από τη συμπόρευση με τη Δύση; ελάτε μαζί μας στο αντιδυτικό μέτωπο για να σωθούμε από την τουρκική προκλητικότητα».
Χαρακτηριστικό και για τους Τσίπρες και για τους Κουτσούμπες είναι ότι κανείς από όσους κοροϊδεύουν και σέρνουν ξωπίσω τους δεν τους ζητάει λογαριασμό συνέπειας. Οι μεν ξένοι ιμπεριαλιστές και ντόπιοι αστοί επειδή έτσι έχουν μάθει κι εκείνοι να κάνουν τις δουλειές, με αρκετές δόσεις υποκρισίας και διπροσωπίας, οι δε ντόπιοι μικροαστοί εξεγερμένοι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ και το ψευτοΚΚΕ τους δίνει τις κατάλληλες δόσεις εκπλήρωσης των βίαιων «επαναστατικών» ονειρώξεών τους, προστατεύοντάς τους ταυτόχρονα έναντι της αστυνομικής και δικαστικής τιμωρίας από την κλασική αστική τάξη.
Τι πρέπει να κάνουν οι δημοκράτες και οι αριστεροί μέσα στο πανεπιστήμιο
Πολλοί δημοκράτες μπορεί να αντιτείνουν στην επιχειρηματολογία μας ότι, σε μια περίοδο κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει μακριά από την επιστροφή στην εξουσία και το ψευτοΚΚΕ είναι γενικά περιθωριακό σε επίπεδο εκλογικής δύναμης, μια άοπλη πανεπιστημιακή αστυνομία θα μπορούσε να αναβαθμίσει το ελληνικό πανεπιστήμιο στη λογική που λειτουργεί η φύλαξη στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, της Βρετανίας ή της Γαλλίας, όπου γενικά κανένα τέτοιο σώμα δεν εμπλέκεται στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών και δεν την εμποδίζει, όπως πιθανόν να συνέβαινε σε εποχές μακαρθισμού ή γαλλικού Μάη του ‘68, δηλαδή στις περιόδους της ανοιχτής αντικομμουνιστικής και αντινεολαιίστικής φρενίτιδας της κλασικής αστικής τάξης δυτικού τύπου. Πιθανόν λοιπόν ορισμένοι δημοκρατικοί άνθρωποι, ακόμη πιο ειδικά πανεπιστημιακοί και φοιτητές, να θεωρούν ένα τέτοιο σώμα ως μια παραπάνω εξασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, άρα και της δικής τους δραστηριότητας μέσα σε αυτά.
Μια τέτοια θέση θα ήταν λάθος όχι τόσο από γενική άποψη, δηλαδή από θέση αρχής, αλλά λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα: με έναν υπουργό και έναν πρωθυπουργό που όχι μόνο δεν καταγγέλλουν πολιτικά την ψευτοαριστερά, αλλά την υμνολογούν (ιδίως το ψευτοΚΚΕ που είναι η πολιτικοϊδεολογική καθοδηγητική καρδιά κάθε σοσιαλφασισμού) ως τάχα «δύναμη με ιδανικά και οράματα» και ποτέ δεν την ξεμπροστιάζουν για τους εμφανείς και αφανείς δεσμούς της με το λούμπεν της καταστροφής και της οπισθοδρόμησης στα πανεπιστήμια, με μια ΔΑΠ και μια ΠΑΣΠ που ουδέποτε κατήγγειλαν τα τελευταία 20 χρόνια τη διάλυση της ΕΦΕΕ από τους τραμπούκους της ΕΑΑΚ (με την κάλυψη ΣΥΡΙΖΑ-ψευτοΚΚΕ), με το να είναι προς το παρόν ανύπαρκτη κάθε ενεργητική αυτοοργάνωση φοιτητών και καθηγητών/ερευνητών για αντίσταση σε κάθε απόπειρα επιστημονικού σαμποτάζ από τις δυνάμεις της ψευτοαριστερής αντίδρασης μέσα στα πανεπιστήμια, τουλάχιστον σε ορατό συλλογικό επίπεδο. Σε τέτοιες συνθήκες καμιά αστυνομία κανενός αστικού κράτους, πόσο μάλλον του φιλοκνίτικου κράτους των Μητσοτάκη-Χρυσοχοΐδη και της φιλοχρυσαυγίτικης αστυνομίας τους, δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του φύλακα - άγγελου της αστοδημοκρατικής και ευρωπαϊκού τύπου λειτουργίας του ελληνικού πανεπιστημίου. Δεν είναι δυνατόν από ουσιαστική άποψη ένας εξωτερικός παράγοντας βίας, ακόμα και αν αυτός ήταν η πιο δημοκρατική αστυνομία του κόσμου, να λύσει το ζήτημα μιας βίας που είναι εσωτερική. Ο μπάχαλος και από πίσω του το ποινικό λούμπεν που έρχονται από τα έξω σε μια σχολή ή σε μια φοιτητική εστία και καταλαμβάνουν χώρους της, αν δεν στηρίζονται εσωτερικά από τους σοσιαλφασίστες όπως γινόταν ως πρόσφατα, μπορούν να εξουδετερωθούν από έναν άλλο εξωτερικό παράγοντα όπως είναι οι αστυνομικές έφοδοι. Αλλά η εσωτερική βία, όπως είναι η κνιτο-ανταρσέικη ενάντια σε φοιτητές και καθηγητές, που μάλιστα ασκείται στο όνομα της ταξικής πάλης, είναι λεπτή πολιτικά και πάντα με ταξικά προσχήματα και σαν τέτοια μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από έναν εσωτερικό και μάλιστα ταξικό και δημοκρατικό παράγοντα της πανεπιστημιακής ζωής.
Και δεν εννοούμε εδώ ότι τα τάγματα εφόδου του σοσιαλφασισμού μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ομάδες δημοκρατικής αυτοάμυνας των πραγματικά αριστερών και δημοκρατικών φοιτητών, αν και αυτό θα ήταν το καλύτερο. Εννοούμε ότι αναγκαίος όρος για να είναι στοιχειωδώς θετική οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση - ακόμα και αν αυτή είναι της πιο δημοκρατικής λαϊκής δύναμης - πρέπει να στηρίζεται τουλάχιστον σε ένα εσωτερικό μαζικό πολιτικό κάλεσμα, μια μαζική διαδήλωση μπροστά σε όλο το λαό υπέρ αυτής της επέμβασης. Εδώ όχι μόνο δεν υπάρχει αυτός ο όρος ούτε στοιχειωδώς, αλλά υπάρχουν μόνο οι διαδηλώσεις των σοσιαλφασιστών ενάντια στην εξωτερική επέμβαση μιας φιλοναζιστικής αστυνομίας που ο στρατός της βάσης της δεν έχει υποστεί ποτέ απολύτως καμία κάθαρση σε αυτό το επίπεδο. Από την άλλη υπάρχει η απόλυτη σιωπή των φοιτητών, επειδή είναι ακόμα στα σπάργανα η συνειδητή τους αντίσταση στο σοσιαλφασισμό, ενώ οι πρυτανικές αρχές αρνήθηκαν ανοιχτά να υποστηρίξουν τον νόμο όπου ο Μητσοτάκης ανακάτεψε την αστυνομία μαζί με αντιδημοφιλείς διατάξεις περί εισακτέων, περί συντόμευσης των σπουδών κλπ. Εκτιμάμε ότι το «όχι» τους οφείλεται στο ότι οι πανεπιστημιακοί θέλουν από τη μια να κατευνάσουν τους σοσιαλφασιστικούς στρατούς της βίας και από την άλλη φοβούνται πραγματικά ότι αν μπει η αστυνομία θα τους ξυπνήσει και τότε θα την πληρώσουν οι ίδιοι, καθώς ξέρουν από πείρα ότι οι κυβερνήσεις και οι αντιπολιτεύσεις προστατεύουν τους τραμπούκικους στρατούς, δηλαδή ότι αυτοί οι τελευταίοι είναι κράτος μέσα στο κράτος.
Με τις κατάλληλα στημένες προβοκάτσιες που δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι θα αργήσουν να εκδηλωθούν, δεν αποκλείεται οι νεολαίες των σοσιαλφασιστικών κομμάτων να αρχίσουν να ξαναγεμίζουν τις τάξεις τους με αριστερών διαθέσεων νεολαίους, στους οποίους οι Κουτσούμπες και οι Τσίπρες, μαζί με τους ναρίτες φίλους τους, θα πουλάνε “αντίσταση στο σπουδαστικό της Ασφάλειας” και επανάληψη, ως φάρσα, των παλιών δημοκρατικών και προοδευτικών αγώνων της νεολαίας και του πραγματικού τότε φοιτητικού κινήματος περασμένων εποχών. Οι νέες αυτές παραφουσκωμένες νεολαίες της ψευτοαριστεράς φυσικά δεν θα κυνηγούν παλαιού τύπου ασφαλίτες, εκοφίτες και φασίστες μέσα στα πανεπιστήμια (έτσι κι αλλιώς τέτοιου τύπου αντιδραστικοί δεν κυκλοφορούν γενικά εδώ και χρόνια στο ελληνικό πανεπιστήμιο), αλλά δημοκράτες φοιτητές κι ερευνητές, τους οποίους θα κατηγορούν ως «νεοφιλελεύθερους πράκτορες της αγοράς στο δημόσιο πανεπιστήμιο» και των οποίων την έρευνα και επιστημονική δραστηριότητα θα διαλύουν, θα σταματούν και θα υπονομεύουν, με πρόσχημα την πάλη ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία.
Ο σοσιαλφασισμός, η απόλυτη αντίδραση, που φοράει όμως τα ρούχα της προόδου, δεν μπορεί ποτέ να νικηθεί ούτε στη μορφή ούτε στην ουσία με επικλήσεις στον συντηρητικού τύπου «νόμο και τάξη». Μπορεί να νικηθεί πραγματικά και ουσιαστικά μόνο από ένα δημοκρατικό ρεύμα που θα τον έχει πρώτα αποκαλύψει ως μαύρη αντίδραση και αντιδημοκρατική οπισθοδρόμηση, που θα έχει δηλαδή συνείδηση (και θα το φωνάζει) ότι το κοινωνικό μοντέλο του σοσιαλφασισμού δεν έχει τίποτε το λαϊκό και προοδευτικό, αλλά μοιάζει με τις φασιστικές διχτατορίες της Ρωσίας και της Κίνας, τελικά ότι έρχεται να χτυπήσει από τα δεξιά τον μισοδημοκρατικό καπιταλισμό της σχετικά ελεύθερης αγοράς που κυριαρχεί σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οπότε και το μισοδημοκρατικό ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο που επιβιώνει κάπως και μέσα στο ελληνικό ομόλογό του.
Μόνο ένα πλατύ μέτωπο της συνειδητής Αριστεράς, οσοδήποτε μειοψηφική κι αν είναι σήμερα, με την αριστερών διαθέσεων νεολαία και την πλατιά δημοκρατική μάζα φοιτητών, ερευνητών και καθηγητών, μπορεί να προστατέψει το πανεπιστήμιο από τη θανατερή τανάλια καταστροφής του, την οποία του ετοιμάζουν οι καλοί φίλοι της Ρωσίας και κάθε φασίστα παλιανθρώπου ανά τον πλανήτη Χρυσοχοΐδης-Μητσοτάκης, ψευτοΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ.