Αφού λοιπόν στο όνομα της αντίθεσης στην υποχρεωτικότητα, και κυρίως αυτή του εμβολιασμού, καθυστέρησε να εφαρμόσει οποιοδήποτε μέτρο προφύλαξης δυναμώνοντας την πολιτική της εγκληματικής απόλυτης χαλάρωσης την Άνοιξη, σαν ικανοποίηση των αιτημάτων των κουφοντινέων σπασιματιών της Νέας Σμύρνης, αφού το καλοκαίρι ανέβασε τον φιλοναζί και ρατσιστή Πλεύρη στην ανώτερη θέση του εμβολιαστικού αγώνα για να ματαιώσει την επέκταση, και στην πράξη να καταργήσει τελείως, την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στους κρατικούς υπάλληλους σε υπηρεσίες, σε ιδιωτικούς υπάλληλους που έρχονται σε επαφή με το πλατύ κοινό και στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αφού ακόμα και τώρα επιμένει να μην εφαρμόζει το μέτρο «εμβόλιο ή ράπιντ τεστ» σε συγκοινωνίες και σούπερ μάρκετ (παρά τις αντίθετες τοποθετήσεις αρκετών λοιμοξιολόγων), κατάφερε στις αρχές του Νοέμβρη να γεμίσει όλες τις ΜΕΘ της χώρας και στα μέσα του Νοέμβρη να σκοτώνει 100 άτομα τη μέρα κάνοντάς την ευρωπαίο πρωταθλητή σε θανάτους, να έχει 600 διασωληνωμένους και να ματαιώνει τις αναγκαίες εγχειρήσεις εκατοντάδων συνανθρώπων μας που δεν έχουν την πολυτέλεια της ιδιωτικής ασφάλισης. Τώρα επικαλείται ακριβώς το γέμισμα των ΜΕΘ που ο ίδιος προκάλεσε για να διατάξει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό όλων των πάνω από τα 60 συμπολιτών μας με την άσκηση οικονομικής βίας, δηλαδή με την απειλή του προστίμου των 100 Ευρώ που θα πέφτει κάθε μήνα και αυτόματα σαν φορολογικό χρέος και στους πιο φτωχούς συνταξιούχους, δηλαδή για να αντικαταστήσει τη δημοκρατική με τη φασιστική υποχρεωτικότητα.
Η ΟΑΚΚΕ είναι από την πρώτη στιγμή της πανδημίας υπέρ της υποχρεωτικότητας σαν κοινωνικό καθήκον όλων των μέτρων άμυνας απέναντι στον ιό, και πάνω απ όλα του εμβολίου, αντίθετα με τους φασίστες και τους σοσιαλφασίστες που πάντα καταφέρονταν ενάντια στον κοινωνικό καταναγκασμό που υποχρέωνε τα ξεχωριστά άτομα να τηρήσουν αυτά τα μέτρα όταν δεν πείθονται από αυτά. Αυτό τον καταναγκασμό, που μπορούσε να ασκηθεί μέσω του μόνου σημερινού διαθέσιμου μέσου για την άσκηση του, που είναι το αστικό κράτος, τον κατήγγειλαν σαν αστυνομοκρατία και τον εμπόδιζαν και με παπαδίστικα ακροδεξιά και με νεολαιίστικα ψευτοπροοδευτικά κινήματα. Μάλιστα κυρίως με τα τελευταία δίνανε πάτημα στο Μητσοτάκη να ματαιώσει την κρατική επιτήρηση και την επιβολή των μοναδικών μέτρων πριν το εμβόλιο (μάσκες και αποστάσεις). Επίσης η ΟΑΚΚΕ διαρκώς κατάγγελνε την κυβέρνηση και τους φαιο-«κόκκινους» (που στην αρχή ήταν ανοιχτοί ή καλυμμένοι αντιεμβολιαστές) επειδή δεν εφάρμοσαν ποτέ τη μόνη αποτελεσματική μέθοδο πειθούς που είναι δυνατή στη χώρα μας όταν την επηρεάζει τόσο πολύ μια παγκόσμια φασιστική εκστρατεία αντιεπιστημονικής προπαγάνδας εναντίον της αντιπανδημιακής άμυνας, που έχει σαν κέντρο της την πουτινική Ρωσία. Αυτή η μέθοδος είναι η διαρκής καταγγελία των ψευτοεπιστημόνων, ειδικά των ελλήνων και η συστηματική αποκάλυψη τους με πραγματικά επιστημονικές και όσο γίνεται πιο μαζικές και εκλαϊκευμένες εκστρατείες των πραγματικών ειδικών στα ΜΜΕ, στα σχολεία, στις γειτονιές κλπ.
Όμως υπάρχει υποχρεωτικότητα και υποχρεωτικότητα, κοινωνικός καταναγκασμός και κοινωνικός καταναγκασμός, σε ό,τι αφορά τα μέτρα άμυνας στην πανδημία, κυρίως στο ζήτημα του εμβολιασμού. Οι ξεχωριστές μορφές του καταναγκασμού καθώς και η ένταση αυτού του καταναγκασμού έχουν να κάνουν όχι μόνο με την πάλη με τη φύση, δηλαδή ανάλογα με την ένταση του πανδημικού κινδύνου, αλλά και με την ταξική πάλη και συγκεκριμένα με την ένταση του φασιστικού κινδύνου σε μια χώρα, αλλά και τη συνείδηση και τις διαθέσεις των μαζών.
Έτσι η κοινωνία μπορεί σχετικά εύκολα να επιβάλει ένα μέτρο άμυνας που περιορίζει την ελευθερία σε πολλές κοινωνικές δραστηριότητες ενός ατόμου υποχρεώνοντας το να φοράει μάσκα και να κρατάει ορισμένες αποστάσεις επειδή μια απεριόριστη ελευθερία του βλάπτει άμεσα, σύμφωνα με μια επιστημονική θέση που έχει γίνει και κοινή αντίληψη της κοινωνίας, τα άλλα άτομα. Έτσι μια Δημοκρατία μπορεί να ασκεί ανάλογη βία με πολύ πλατειά κοινωνική αποδοχή σε ένα μέλος της κοινωνίας όταν αυτό δεν εφαρμόζει τα μέτρα, δηλαδή μπορεί να το πετάει έξω από ένα σουπερμάρκετ και ένα λεωφορείο ή να του βάζει πρόστιμα όταν παραβιάζει ένα συνολικό λοκντάουν χωρίς η κοινωνία στη συντριπτική της πλειοψηφία να εξεγείρεται. Γι’ αυτό το λόγο οι διαδηλώσεις των ναζί και των παπάδων, όπως και οι πλατείες των ανταρσοσυριζαίων ενάντια σε αυτά τα περιοριστικά μέτρα το 2020 και το 2021 δεν είχαν ποτέ καμία πλειοψηφική απήχηση στο λαό, παρόλο που δυνάμωναν έτσι τη συγκρότηση του φασιστικού στρατού τους. Αυτός είναι ο λόγος που τα πιο μαζικά κόμματα του σοσιαλφασισμού, το ψευτοΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, που έμμεσα υπεράσπιζαν αυτά τα κινήματα, έγιναν σταδιακά και καιροσκοπικά οπαδοί των υποχρεωτικών μέτρων. Βέβαια πάντα όσο μπορούν ρίχνουν τη μπάλα της υποχρεωτικότητας στην εξέδρα μετατοπίζοντας το ζήτημα της άμυνας στον ιό, που είναι πάνω απ όλα ζήτημα μαζικής συμμόρφωσης στα μέτρα άμυνας, σε ζήτημα πάνω απ’ όλα οικονομικό, απαιτώντας αύξηση των κρατικών υποδομών. Αυτό όχι βέβαια για το καλό του λαού, που τις έχει έντονα ανάγκη, αλλά για να αυξηθεί ο υπαλληλοκρατικός στρατός στον οποίο στηρίζουν την ισχύ τους. Από αυτή την άποψη θέλουν την αύξηση των ΜΜΜ, των ΜΕΘ, της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, τις προσλήψεις δεκάδων χιλιάδων υγειονομικών, και το πιο αγαπημένο τους, επίταξη χωρίς αποζημίωση οπότε και χρεωκοπία- κρατικοποίηση της ιδιωτικής υγείας.
Με το εμβόλιο όμως υπάρχει η εξής ποιοτική διαφορά σε σχέση με τις μάσκες και τις αποστάσεις: Το υποχρεωτικό εμβόλιο, ενώ δεν βάζει κανέναν περιορισμό στην ελευθερία των κοινωνικών σχέσεων του κάθε ατόμου και αντίθετα το απελευθερώνει σε μεγάλο βαθμό από αυτούς τους περιορισμούς, για το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας μας αποτελεί λόγω της φασιστικής προπαγάνδας μια αληθινή απειλή για την υγεία και τη ζωή του, την ώρα που επιστημονικά και εμπειρικά αυτή η απειλή είναι στατιστικά σχεδόν ανύπαρκτη. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι πολιτικά κυρίαρχη, αλλά ευτυχώς όχι ακόμα κυρίαρχη πολιτιστικά στο λαό, η φασιστική και σοσιαλφασιστική προπαγάνδα που βρίσκεται στην πηγή του αντιεμβολιαστικού κινήματος όχι μόνο για τον κορονοϊό, αλλά εδώ και μια δεκαετία για όλα τα εμβόλια, ιδιαίτερα της γρίπης (θυμίζουμε το άρθρο μας για το εμβόλιο της γρίπης που έβαλε από μια δεκαετία πριν ζήτημα αντιεμβολιαστικού φασισμού στη χώρα μας https://www.oakke.gr/na550/emvolio450.htm). Γι αυτό το λόγο το εμβόλιο διχάζει τις μάζες. Τις διχάζει επειδή τις διχάζει πολιτικά ή και πολιτιστικά ο φασισμός. Μάλιστα κυρίως τις διχάζει ο σοσιαλφασισμός ο οποίος έχει δουλέψει πολύ στις μάζες, ιδιαίτερα σε αυτές της φτωχολογιάς, καθώς δημαγωγώντας ταξικά καλλιεργεί σε αυτές την καχυποψία στην επιστήμη και στην τεχνολογία που τις κατηγορεί ότι είναι ταξικές και μάλιστα ιμπεριαλιστικές στο περιεχόμενο τους οπότε και αμφίβολες ως προς την αξιοπιστία τους. Αυτή την κατηγορία, αντίθετη με την καρδιά του μαρξισμού που τίποτα δεν θεωρεί πιο επαναστατικό από τις μεγάλες επιστημονικές και τεχνικές ανακαλύψεις, ο σοσιαλφασισμός την απευθύνει κυρίως για τα εμβόλια «που κατασκευάζουν οι πολυεθνικές για γρήγορο κέρδος» κρύβοντας από το λαό ότι οι κυβερνήσεις και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές που τα αγοράζουν από αυτές και τα διανέμουν δεν έχουν κανένα λόγο να σκοτώσουν και να αρρωστήσουν τους λαούς που εκμεταλλεύονται, αντίθετα τους θέλουν ζωντανούς, και όσο επιτρέπει η παραγωγική τους εκμετάλλευση, υγιείς. Βαθύτερα βέβαια ο σοσιαλφασισμός πατάει στη δίκαιη δυσπιστία των πλατειών μαζών απέναντι στις κοινωνικές επιστήμες, που με πρώτη την πολιτική οικονομία, έχουν τόσο λερωθεί και κομπογιαννιτοποιηθεί από την κυρίαρχη τάξη εδώ και δύο αιώνες, ώστε κάθε εφαρμογή τους στην οικονομική διακυβέρνηση των χωρών να είναι εφιαλτική γι’ αυτές. Γι’ αυτό εκείνες, ιδιαίτερα η φτωχολογιά, είναι δύσπιστες όταν οι κυβερνήσεις τους λένε «να ακούτε τι σας λένε οι επιστήμονες». Γιατί αυτές οι μάζες ξέρουν ότι οι πολιτικοί ηγέτες τους περιλαμβάνουν στους επιστήμονες εκτός από τους εαυτούς τους τους κρατικούς οικονομολόγους, τους κρατικούς ιστορικούς, τους κρατικούς κοινωνιολόγους, κλπ. Ταυτόχρονα οι καθεστωτικοί ειδικοί, γιατροί, βιολόγοι κλπ ακολουθώντας το πνεύμα της πολιτικής ηγεσίας τους δεν μιλάνε ποτέ στις τηλεοράσεις για να ξεσκεπάζουν και να καταγγέλλουν με εκλαϊκευμένο τρόπο επώνυμα, ακόμα και σε ζωντανές εκπομπές τους ψευτοεπιστήμονες, κάποιους και περιωπής, που ο σοσιαλφασισμός καλύπτει.
Όταν λοιπόν αυτό το 1/3 του λαού έχει δηλητηριαστεί τόσο πολύ ώστε πραγματικά να φοβάται ότι αυτό το εμβόλιο μπορεί να τον αρρωστήσει, ή να τον σκοτώσει, ή να τον τερατοποιήσει, όχι σε 1 χρόνο όπου σήμερα υπάρχει τουλάχιστον η θετική εμπειρία των ως τώρα 7 δις των εμβολιασμών, αλλά σε 3 η σε 10 χρόνια, όπως του λένε οι απατεώνες επειδή τάχα αυτό το εμβόλιο εγκρίθηκε βεβιασμένα, τότε απαγορεύεται δια ροπάλου στο κράτος να πει στον παππού των 700 Ευρώ που τρέμει σύγκορμος ή έστω σοβαρά ανησυχεί: «κάντο τώρα αλλιώς 100 ευρώ το μήνα». Τονίζουμε εδώ, για να διαχωρίσουμε τη θέση μας από θέση αρχής από τους δήθεν υποστηρικτές του εμβολίου τύπου Σύριζα, που όμως δεν θέλουν καμία κοινωνική του υποχρεωτικότητα, ότι αν δεν υπήρχε η μεγάλη επιρροή της φασιστικής αντιεμβολιαστικής προπαγάνδας το κράτος θα μπορούσε να επιβάλει το εμβόλιο σε όσους δεν το κάνανε από αμέλεια ή ατομικίστικη άρνηση.
Μόνο ένας προβοκάτορας που δουλεύει για να παραδώσει τις μάζες της φτωχολογιάς στο φασισμό θα ανέθετε σε έναν φιλοναζί υπουργό υγείας, γιο του αρχηγού των ελλήνων ναζί, να κυνηγάει με μια σύριγγα στο χέρι εκατομμύρια τρομοκρατημένων φτωχών, με την απειλή ότι πριν τον ιό θα τους σκοτώσει η εφορία, τη στιγμή που όλη η δημαγωγία του αντιεμβολιαστικού φασισμού είναι ακριβώς πως υποχρεωτικότητα σημαίνει ναζισμός. Μόνο ένας προβοκάτορας θα έκανε επανειλημμένες δηλώσεις κατά της υποχρεωτικότητας το τελευταίο δίμηνο, και θα τη σταματούσε στην πράξη αφήνοντας την πανδημία να φουντώσει, για να κάνει ξαφνικά και χωρίς καμιά εξήγηση στροφή 180 μοιρών και να την εφαρμόσει στην πιο οριζόντια και στην πιο πιεστική για τις μάζες μορφή της, αυτή του οικονομικού καταναγκασμού.
Οι αληθινοί φιλελεύθεροι που ακολουθούν το Μητσοτάκη, που σε γενικές γραμμές βρίσκονται στο προοδευτικό στρατόπεδο του εμβολιασμού, περιφρονούν τη φτωχολογιά και δείχνουν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τον προβοκάτορα ως το θάνατο, επειδή ούτε φαντάζονταν πριν από αυτόν ότι θα έπαιρναν κάποτε ένα μικρό κομμάτι εξουσίας σ’ αυτή τη χώρα της απόλυτης ηγεμονίας των φαιο”κόκκινων” πλατειών. Είναι χαρούμενοι επειδή τώρα οι περισσότεροι από τους ανεμβολίαστους θα εμβολιαστούν. Δεν νοιάζονται ότι ο φόβος τους, που για πολλούς θα δυναμώσει μετά τον εμβολιασμό, και πιο πολύ ο θυμός τους επειδή εκβιάστηκαν, θα τους πάει στο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αυτούς που φοβούνται πιο πολύ επειδή έχουν μεγαλύτερη πολιτική ή πολιτιστική καθυστέρηση ή επειδή είναι από πεποίθηση αντιεμβολιαστές, οπότε προτιμούν το θάνατο από την εφορία παρά το θάνατο από το εμβόλιο ή βλέπουν τον εμβολιασμό τους σαν ιδεολογική προδοσία, θα τους πάει στους ναζί και στον Βελόπουλο. Εκείνο βέβαια που λένε πολλοί έντιμοι και δημοκρατικοί άνθρωποι, που κατά τη γνώμη μας λαθεμένα υποστηρίζουν αυτού του είδους την υποχρεωτικότητα, είναι ότι πολλοί που δεν κάνανε το εμβόλιο και ταλαντεύονταν θέλαν ένα μικρό σπρώξιμο σαν πρόσχημα στον εαυτό τους για να κάνουν το εμβόλιο. Αυτό ισχύει για κάποιους ανθρώπους που έκαναν το εμβόλιο και δεν μετάνιωσαν, όπως κάποιος που το καλοκαίρι διστάζει να πέσει στη θάλασσα και θέλει έναν δικό του να τον σπρώξει για να το κάνει και μετά να ευχαριστηθεί. Η διαφορά εδώ είναι ότι δεν είναι φίλοι που σπρώχνουν το φίλο τους, αλλά χωροφύλακες που σηκώνουν εκατοντάδες χιλιάδες από το σπίτι τους για να τους ρίξουν όλους μαζί σε μια θάλασσα που βλέπουν κρύα και φουρτουνιασμένη στην οποία σουλατσάρουν ντυμένοι ναυαγοσώστες και με το στόμα ανοιχτό οι πολιτικοί καρχαρίες του συριζοκνιτισμού και του ναζιφασισμού.
Γι αυτό το λόγο εμείς σαν ΟΑΚΚΕ δεν είδαμε ποτέ την υποχρεωτικότητα για τα εμβόλια να μπαίνει με τον ίδιο τρόπο που μπαίνει για τις μάσκες, τις αποστάσεις, και τα λοκντάουν, δηλαδή όταν παραβιάζονται αυτοί οι περιορισμοί στις κοινωνικές επαφές να μπαίνουν πρόστιμα στον πολίτη. Υποχρεωτικότητα στο εμβόλιο είναι το να περιορίζεται ο πολίτης που δεν είναι εμβολιασμένος στις κοινωνικές επαφές του ανάλογα με τον κίνδυνο να μεταδώσει τον ιό, επειδή είναι πολύ πιο πιθανός φορέας του από έναν ανεμβολίαστο. Αυτός είναι ήδη ένας σημαντικός πρακτικός περιορισμός που επιβάλλεται στον ανεμβολίαστο από τη φύση της πανδημίας, από τους ειδικούς κινδύνους της μετάδοσης, αλλά και από τις ζωτικές κοινωνικές ανάγκες που πρέπει να καλύψει. Αρκεί το κράτος, σαν εκπρόσωπος της κοινωνίας στην πάλη με τη φύση, όσο δεν υπάρχει επαναστατική δυαδική εξουσία, να επιτηρεί πραγματικά αυτόν τον περιορισμό όπως και τους υπόλοιπους. Αυτός ο περιορισμός δεν είναι μια διοικητική ποινή, μια απειλή για να υποχρεωθεί να εμβολιαστεί. Πιο απόλυτος είναι ο περιορισμός που του επιβάλλεται για να μπει σαν ασθενής ή επισκέπτης, ή ακόμα περισσότερο σαν εργαζόμενος, σε νοσοκομεία και γι αυτό το λόγο ανεμβολίαστοι υγειονομικοί δεν επιτρέπεται να δουλεύουν εκεί, όποιες και αν είναι οι εναλλακτικές που τους δίνει ένα δημοκρατικό κράτος. Μάλιστα σήμερα στα νοσοκομεία που έχουν τη μεγαλύτερη φροντίδα για τους ασθενείς τους επιβάλλεται πέρα από τον εμβολιασμό και το ράπιντ τεστ. Απόλυτη αλλά και δημοκρατική είναι αυτή τη στιγμή η υποχρεωτικότητα να υπάρχει εμβολιασμός για χώρους με πυκνό και πολύωρο ή έντονο συγχρωτισμό όπου όμως η παρουσία ενός πολίτη δεν είναι ζωτική κοινωνική του ανάγκη μέσα στην κορύφωση μιας πανδημίας. Τέτοιοι χώροι είναι αυτοί του θεάματος, της εκγύμνασης κλπ. Ίσως πρέπει να λογαριαστούν σ’ αυτούς με γεμάτες τις ΜΕΘ και οι κλειστοί χώροι διασκέδασης.
Από την άλλη δεν μπορεί να είναι απόλυτη απαίτηση ο εμβολιασμός για χώρους αρκετά στενού αλλά κοινωνικά υποχρεωτικού συγχρωτισμού, όπως είναι τα καταστήματα τροφίμων και εστίασης και οι συγκοινωνίες. Ο εμβολιασμός εδώ πρέπει να είναι υποχρεωτικός (πράγμα που δεν έχουν κάνει οι Μητσοτάκης-Πλεύρης για ΜΜΜ και σουπερμάρκετ), αλλά δημοκρατικά υποχρεωτικός που σημαίνει να δίνεται σαν διέξοδος στους ανεμβολίαστους, ακριβώς για να μην γίνει αφόρητος ο περιορισμός τους και τον δουν σαν εκβιασμό, να είναι εφοδιασμένοι με αρνητικό ράπιντ τεστ δύο ημερών. Αλλά για να μην είναι τιμωρητικός αυτός ο περιορισμός για τους πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, και για να μην δυναμώνει το φαιο-«κόκκινο» κίνημα και να μην διασπιέται ο λαός, πρέπει να είναι γι’ αυτούς δωρεάν τα υποχρεωτικά ράπιντ τεστ*. Αυτή είναι η μορφή που παίρνει η δημοκρατική υποχρεωτικότητα σε αυτήν την περίπτωση.
Προσπερνάμε λοιπόν με αυτόν τον τρόπο το επιχείρημα ότι αυτοί για τους οποίους τα ράπιντ τεστ κοστίζουν από 60 ως 40 Ευρώ το μήνα και δυσκολεύονται να τα πληρώσουν σήμερα αναγκάζονται να εμβολιάζονται. Πέρα από το ότι όπως είπαμε ο εμβολιασμός γίνεται έμμεση τιμωρία και μάλιστα ταξική τιμωρία (όπως και τα 100 ευρώ που δεν τρομάζουν τους πιο εύπορους), η αντικειμενική υποχρέωση ενός εργαζόμενου που κινείται με τα ΜΜΜ να στήνεται κουρασμένος δυο φορές τη βδομάδα σε ένα φαρμακείο για μια εξέταση αποτελεί μια έμπρακτη απόδειξη για το πόσο πολύ δεν θέλει να εμβολιαστεί. Αλλά αυτή η πίεση δεν θα είναι διοικητικά τιμωρητική. Είναι μια πίεση που βγαίνει σαν αναγκαία συνέπεια της λογικής της μεγάλης πλειοψηφίας για την αναγκαιότητα και την ασφάλεια της προφύλαξης όλων σε ένα λεωφορείο ή σε ένα σουπερμάρκετ. Αυτό οι περισσότεροι που δεν θέλουν να κάνουν το εμβόλιο μπορούν να το καταλάβουν και θα αναγκαστούν να το δεχτούν, γιατί με αυτό το μέτρο έχουμε αποδείξει ότι σκοπός δεν είναι να τους εκβιάσουμε για να εμβολιαστούν αλλά να προστατευτούμε από την πανδημία.
Η βαθύτερη διαφορά μας με τους φιλελεύθερους που ακολουθούν το Μητσοτάκη, που από αυτή πηγάζει και η αντίθετη προσέγγιση μας στο συγκεκριμένο μέτρο, είναι το πού εντοπίζει ο καθένας μας την πηγή της αντιεμβολιαστικής αντίδρασης. Για τους φιλελεύθερους αυτή η κοιτίδα είναι η αμορφωσιά και αξεσιά του λαού, γι’ αυτό και δεν έχει κανένα πρόβλημα να ασκήσει οικονομική βία ακόμα και πάνω σε μεγάλες μάζες του. Μιλάμε για 3 εκατομμύρια ανθρώπους. Εμείς σαν μαρξιστές, και ιδιαίτερα σαν λενινιστές και μαοϊστές, αλλά και από την πολύχρονη εμπειρία μας στην πάλη ενάντια στο φασισμό και ιδιαίτερα στο σοσιαλφασισμό, έχουμε μάθει να είμαστε πολύ επιμελείς στο να κάνουμε διάκριση των αντιθέσεων μέσα στις τάξεις του λαού, από τις αντιθέσεις του λαού με τους εχθρούς του, κυρίως για να μην χαρίσουμε ούτε μία σπιθαμή γης σε αυτούς, ούτε έναν δικό μας ή ταλαντευόμενο άνθρωπο. Η πλειοψηφία των ανεμβολίαστων δεν είναι εχθροί του λαού, αντίθετα είναι άνθρωποι του λαού, μάλιστα συχνά της πιο παραμελημένης και καταπιεσμένης πλευράς του, που είναι τα πρώτα θύματα της αντιεμβολιαστικής δημαγωγίας. Με αυτό δεν εννοούμε ότι πρέπει να χαϊδέψουμε τις αντιεμβολιαστικές τους αυταπάτες. Ίσα ίσα πρέπει να τους σώσουμε από αυτές. Γι’ αυτό άλλωστε η ΟΑΚΚΕ είναι από την πρώτη στιγμή η πιο επίμονη και συνεπής πολιτική δύναμη στο ιδεολογικό και πολιτικό χτύπημα του αντιεμβολιαστικού μεσαίωνα, φαιού και ψευτοκόκκινου. Αντίθετα, η ηγεσία του αντιεμβολιαστικού κινήματος, είναι συντριπτικά συνειδητοί ψεύτες, απατεώνες, φασίστες και ναζιστές που ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν, και είναι απολύτως δίκαιο, και πρέπει -το προτείνουμε- να ασκηθεί πάνω τους κρατική βία με διοικητικά και ποινικά μέτρα, αλλά αφού αυτοί πρώτα θα έχουν αποκαλυφθεί και θα έχουν γελοιοποιηθεί μεθοδικά μέσα από τις εκλαϊκευμένες επιστημονικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις μαζί τους. Αυτοί οι τελευταίοι είναι βέβαια απλά τα πιο χαμηλόβαθμα βαποράκια μιας διεθνούς δολοφονικής ναζιστικής γραμμής, που η υλική δύναμη πίσω της είναι μια πλευρά της μονοπωλιακής αστικής τάξης, που αφού κατήργησε κάθε δημοκρατία στο εσωτερικό των χωρών της τώρα εφορμάει για να εξαπλώσει αυτή την απολυταρχική της κυριαρχία και στον υπόλοιπο πλανήτη. Μιλάμε φυσικά για τη ρώσικη και την κινέζικη αστική τάξη. Πίσω τους σέρνουν ένα ετερόκλητο μέτωπο από κάθε λογής αντιδραστικά στοιχεία, από κατεστραμμένους μικροαστούς μέχρι δυτικούς μονοπωλιστές που συμμαχούν τακτικά μαζί τους τσεπώνοντας τα κατάλληλα οικονομικά ή πολιτικά ανταλλάγματα. Οι φιλελεύθεροι αστοί έχουν βοηθήσει πολύ αυτά τα τέρατα να γιγαντωθούν, συμμαχώντας με τη Ρωσία ενάντια σε κάθε ανεξαρτησιακή τάση στον τρίτο κόσμο και μεταφέροντας τα βιομηχανικά τους κεφάλαια στην Κίνα καταχαρούμενοι για την υπεραξία που οι Κινέζοι ναζί τους πρόσφεραν για ξεζούμισμα από το ασύλληπτα καταπιεσμένο κινέζικο προλεταριάτο. Στο βάθος αυτή η ομαλή εξαγωγή υπεραξίας τους ενδιαφέρει και τώρα, γι’ αυτό βλέπουν την καθυστέρηση των μαζών, για την οποία οι ίδιοι έχουν μερίδιο ευθύνης, σαν μια ενοχλητική παραφωνία που πρέπει να πατάξουν.
Νομίζουμε ότι με όλα τα παραπάνω γίνεται αρκετά σαφής στους αναγνώστες μας η διαφορά ανάμεσα στον υποχρεωτικό δημοκρατικό εμβολιασμό και στον υποχρεωτικό προβοκατόρικο εμβολιασμό με στόχο τον εκφασισμό των μαζών. Εννοείται ότι ταυτόχρονα και με γεμάτες τις εντατικές πρέπει να δυναμώσουν τα υποχρεωτικά μέτρα με μάσκες, αποστάσεις, ακόμα και με επιμέρους ή τοπικά λοκντάουν όπου χρειαστεί και με αυστηρή κρατική επιτήρηση.
Αυτή η πολιτική, που σε χοντρές γραμμές περιγράψαμε, έχει σαν στόχο της να αντιπαλαίψει τη δολοφονική πανδημία, και να εμποδίσει νέα πλατειά λοκντάουν, καταστροφικά για μια υπερχρεωμένη οικονομία. Από την άλλη αυτή η πολιτική εναντιώνεται σε φασιστικά μέτρα, σαν αυτό του φιλοσυριζαίου, φιλοκνίτη και φιλοναζί προβοκάτορα πρωθυπουργού, που μπορούν να έχουν ακόμα πιο καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Αυτά τα μέτρα μπορεί να χαροποιούν τους φιλελεύθερους όμως εμάς τους πραγματικούς κομμουνιστές και τους δημοκράτες αντιφασίστες μας απασχολεί πολύ ο φασιστικός κίνδυνος, και μάλιστα σ αυτήν εδώ τη χώρα μας ανησυχεί πολύ περισσότερο από όσο μας ανησυχεί η πανδημία. Η πανδημία, αν συνεχιστεί να αντιμετωπίζεται άθλια από την αντίδραση που διοικεί τη χώρα, θα μας κοστίσει πιθανά χιλιάδες νεκρούς. Από την άλλη, ένα φούντωμα της πανδημίας που λέγεται φασισμός την ώρα που ο πουτινισμός επιτίθεται στην Ευρώπη, θα κοστίσει στη χώρα μας εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια νεκρούς. Γιατί νίκη του φασισμού στη χώρα μας θα σημάνει ένθερμη συμμετοχή της στο πλευρό των ρωσοκινέζων ναζί στον παγκόσμιο πόλεμο που αυτοί πυρετώδικα πια ετοιμάζουν. Ας μην απειλούν λοιπόν κανένα δημοκράτη που διαφωνεί με το 100ρικό τους με άλλους νεκρούς αυτοί που τους φούντωσαν στη χώρα μας με τη χαλάρωση των μέτρων, και που ετοιμάζουν απείρως περισσότερους με την πολεμική ατμόσφαιρα που φτιάχνουν.
*Στο φύλλο αρ. 558 της Νέας Ανατολής διατυπώσαμε τη θέση ότι δεν θα έπρεπε τα συχνά δικά τους αναγκαία τεστ να τα αναλάβει όλη η κοινωνία αλλά οι ανεμβολίαστοι. Αυτή η άποψη ήταν σωστή σε ότι αφορά αυτούς που είχαν τη δυνατότητα να τα κάνουν, αλλά ήταν λαθεμένη για την πλειοψηφία του πληθυσμού που ζει εισοδηματικά στα όρια όπου αυτά τα ποσά μετράνε αποφασιστικά. Εκεί μετράνε σαν τιμωρία, πράγμα που κάποιοι ειδικοί και κυβερνητικοί παράγοντες δεν έκρυβαν. Δηλαδή κρίνεται σ’ αυτό το σημείο το δυνάμωμα του φασισμού, πράγμα που τώρα φανερώνεται με τα 100 Ευρώ, όπου γίνεται ωμός ο εκβιασμός στους ανεμβολίαστους.