Η άνοδος του Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με άνετη πλειοψηφία και μάλιστα με την ανοιχτή υποστήριξη του Λοβέρδου, ο εξαιρετικά ευνοϊκός τρόπος με τον οποίο όλα τα ΜΜΕ και μάλιστα πιο πολύ αυτά της ΝΔ και μάλιστα ο ίδιος ο Μητσοτάκης υποδέχτηκαν τη νίκη του Ανδρουλακη, τα πολύ θετικά σχόλια από μια σειρά σχολιαστές του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και πριν την πρώτη Κυριακή (πχ Ακρίτα, Λακόπουλος) και τέλος η θερμή υποδοχή του από τη θεσμική εκπρόσωπο όλου του πολιτικού καθεστώτος, την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Σακελλαροπούλου, βάζουν σε άμεση και ισχυρή αμφισβήτηση τη βασική πολιτική εκτίμηση αυτού του άρθρου ότι το ρωσόδουλο διακομματικό καθεστώς, και ειδικά ο σοσιαλφασισμός επεδίωξε την ήττα του Ανδρουλάκη. Αυτή μας την εκτίμηση τη στηρίζαμε από τη μια στο διαπιστωμένο υπεραντιδραστικό και στην ουσία φιλο-σοσιαλφασιστικό χαρακτήρα των πολύ γνωστών στην πολιτική τους πορεία Παπανδρέου και Λοβέρδου και από την άλλη- και μάλιστα πιο πολύ- στο ότι ο Ανδρουλάκης ήταν κιόλας από τις εσωκομματικές εκλογές του 2017 ο μόνος ουσιαστικός αντίπαλος της Γεννηματά, δηλαδή, σύμφωνα με όλη της τη στάση, της πιο ανοιχτά και πιο έντονα φιλοσυριζαίας αρχηγού του ΠΑΣΟΚ στην ιστορία του. Αυτή τη θετική εικόνα για τον Ανδρουλάκη την ενίσχυε το γεγονός ότι σαν πιο στενός του σύμμαχος και εκπρόσωπος στην κοινοβουλευτική ομάδα πρόβαλε από τότε ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, ένας από τους ελάχιστους υπερασπιστές της παραγωγικής ανάπτυξης μέσα στο ΠΑΣΟΚ και όχι τυχαία κόκκινο πανί για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι γεγονός ότι η θετικότερη εικόνα που είχαμε για τον Ανδρουλάκη από εκείνη για τους δυο βασικούς ανταγωνιστές του μετά το θάνατο της Γεννηματά δεν κράτησε πέρα από την πρώτη Κυριακή των εσωκομματικών εκλογών, όταν προφανώς μαζί με τη μεγάλη διαφορά του σε ποσοστά εκδήλωσε και τα βασικά στοιχεία της γραμμής του ενώ εκδηλώθηκαν και οι πραγματικοί εσωκομματικοί σύμμαχοί του. Έτσι ενώ πριν την πρώτη Κυριακή εμφανιζόταν να κρατάει σχολαστικά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ αμέσως μετά κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν ήταν αυτός ο πραγματικός και αποτελεσματικός κύριος εχθρός της ΝΔ, αλλά ο ίδιος και το νέο δικό του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Αυτή τη στάση του την αποκάλυψε όταν απαντώντας στον ΓΑΠ, που τον κατηγόρησε ότι με αυτόν αρχηγό ο Μητσοτάκης θα κάνει πάρτυ , δήλωσε ότι η ΝΔ κάνει πάρτυ επειδή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι ο ίδιος στην αξιωματική αντιπολίτευση, όταν δηλαδή έβαλε και αυτός μπροστά την παλιά καλή γραμμή του αντιΝΔ μετώπου με το οποίο ο παπανδρεϊσμός έλεγχε πάντα το ΠΑΣΟΚ. Είναι ακόμα πιο ανησυχητικό ότι αμέσως μετά την πρώτη Κυριακή ο Ανδρουλάκης πρόβαλε σαν «εθνική γραμμή» αυτή του «Νέου Ελσίνκι». Αυτή από τη μια τον κάνει στην πράξη σύμμαχο των Λοβέρδου-Δένδια- Μητσοτάκη, καθώς σημαίνει στην πράξη κάλεσμα στην ΕΕ να στραφεί ενάντια στην Τουρκία ώστε να ρίξει οριστικά την τελευταία στην αγκαλιά της Ρωσίας, ενώ στη μορφή της είναι ατόφια η στρατηγική που εγκαινίασε ο ΣΥΡΙΖΑ το Μάη του 21 ώστε να προωθήσει η Ελλάδα στην ΕΕ ένα «Ελσίνκι με νέους όρους» που θα υπόσχεται στην Τουρκία την τελωνειακή συμφωνία με την ΕΕ αρκεί αυτή να συνυπογράψει με την Ελλάδα το γνωστό ανδρεοπαπανδρεϊκό συνυποσχετικό για τη Χάγη αποκλειστικά για την υφαλοκρηπίδα που ποτέ η Τουρκία δεν έχει δεχτεί, ούτε θα δεχτεί όσο η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει άλλες διαφορές. Το «νέο Ελσίνκι» των Τσίπρα-Ανδρουλάκη διευκολύνει αντικειμενικά τη ρωσόφιλη ελληνική εξωτερική πολιτική να στρέφει την ΕΕ ενάντια στην Τουρκία χωρίς να εκτίθεται στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ ότι κρατάει μια αδιάλλακτη και διασπαστική στάση και από την άλλη είναι και αυτός ένας τρόπος να επικρατεί μια επίφαση καλών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας ώστε να μην έρχεται και η Ρωσία στη δύσκολη θέση να συνεργάζεται όλο και πιο στενά με την Τουρκία ενώ θα παριστάνει το φίλο της αδελφής «ορθόδοξης» Ελλάδας. Πρέπει πάντως να επισημάνουμε εδώ ότι αυτή η ερμηνεία που δίνουμε για την αντιτουρκική γραμμή του Ανδρουλάκη έρχεται σε κάποια σύγκρουση με μια θέση που εκφρασε αυτός δυο τρεις φορές στην προεκλογική περίοδο αναφερόμενος αρνητικά στη Ρωσία σαν πραγματικά αντίπαλο των βόρειων χωρών της ΕΕ και επίσης σαν συνυπεύθυνη στον γεωπολιτικό της ανταγωνισμό με κάποιες «τρίτες χώρες», που δεν κατονόμασε, για την αύξηση των τιμών της ενέργειας στην ΕΕ (στην ομιλία του Πειραιά). Σαν πιο πιθανή ερμηνεία που δίνουμε σε αυτή τη στάση είναι ότι η νέα ηγεσία θέλει να καθησυχάσει κυρίως τις ΗΠΑ και εν μέρει την ΕΕ ως προς τη φιλοδυτική της συνέπεια.
Αυτή η νέας μορφής αντιτουρκική γραμμή του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από το ποιες είναι τελικά οι προθέσεις του ίδιου του Ανδρουλάκη, ανοίγει το δρόμο στην ανοιχτή συνεργασία του με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με το ηγετικό δίδυμο Δένδια-Μητσοτάκη. Και για να γίνουν τα πράγματα ακόμα πιο ανησυχητικά για το που το πάει αυτός ο ξαφνικά ομόθυμα αγαπητός ηγέτης του ως χθες περιφρονημένου ΠΑΣΟΚ απατώντας στην εύλογη κριτική ότι δεν είχε σαφείς θέσεις έκανε πιο συγκεκριμένο το τι εννοούσε όταν μιλούσε για ανάπτυξη. Εδώ την έμφαση του την έριξε συντριπτικά, όπως το χειρότερο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ και ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που τα κεφάλαια τους πρότεινε, ακριβώς όπως και ο Τσίπρας, να τα αντλήσουν από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Όμως παντού στο σύγχρονο καπιταλισμό όρος για την επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι η διαδικασία της παραγωγικής τους ενοποίησης μεταξύ τους με κρατική βοήθεια και επίσης η σύνδεση τους με τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες. Μάλιστα ακόμα και σ αυτή την τάχα αυθύπαρκτη μικρομεσαία οικονομία τη μεγαλύτερη έμφαση την έδωσε στην παραγωγή ενέργειας από μικρομεσαίες ΑΠΕ και από φωτοβολταικά στέγης των καταναλωτών! (Δες ομιλία του στον Πειραιά στις 8 Νοέμβρη αναμεσα στο 15ο και 18ο λεπτό). Γενικά ό,τι ακούστηκε από τον Ανρουλάκη για την ανάπτυξη ήταν η επανάληψη της γνωστή δημαγωγίας της ψευτοαριστεράς για την πάλη του μικρού κεφάλαιου ενάντια στις ελίτ, χωρίς να ειπωθεί από μεριάς του ούτε μια κουβέντα για τα άπειρα διοικητικά, δικαστικά, περιβαλοντικά, αντιεκπαιδευτικά κλπ τερτίπια με τα οποία οι φαιο-«κόκκινοι» στο όνομα του αγοραίου μικροαστικού αντικαπιταλισμού σκοτώσανε και συνεχίζουν να σκοτώνουν τη σύγχρονη μεγάλης κλίμακας βιομηχανική και αγροτική παραγωγή, και μαζί με αυτές την εφαρμοσμένη έρευνα και τη μαζική τεχνική εκπαίδευση, αλλά τελικά και αναγκαία εξοντώνουν με τον πιο σκληρό τρόπο τη μικρή παραγωγή μαζί με τους τάχα «αγαπημένους» τους μικρομεσαίους.
Αυτές οι πολύ στενές επαφές των θέσεων του Ανδρουλάκη με εκείνες του Τσίπρα αλλά και των Δένδια - Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική και στην παραγωγή μπορούν να εξηγήσουν τη μεγάλη και σχεδόν ομόφωνη συμπάθεια που έδειξε ο πολιτικός κόσμος και τα κανάλια στον νέο αρχηγό με αποτέλεσμα ξαφνικά τα δημοσκοπικά ποσοστά του να εκτοξευτούν μέχρι του σημείου να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί σε βάρος κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της ΝΔ χωρίς κανένας από τους δύο αρχηγούς να τον κατηγορήσει, ούτε στο ελάχιστο. Επίσης μπορούν να εξηγήσουν γιατί κόντρα σε όλες τις αρχικές εκτιμήσεις παραμερίστηκε από αυτόν χωρίς καμιά εξήγηση ο Κωνσταντινόπουλος σαν ο προεξωφλούμενος «αντ- αυτού» κοινοβουλευτικός αρχηγός του ΚΙΝΑΛ και μπήκε στη θέση του ο φιλοσυριαίος άνθρωπος του Λαλιώτη Κατρίνης και δίπλα του σαν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ο επίσης παλιός σύμμαχος του Λαλιώτη Σκανδαλίδης. Το ότι και οι δύο αυτοί είχαν τοποθετηθεί από την ίδια τη Γεννηματά σαν κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι ΚΙΝΑΛ μετά την καθαίρεση από εκείνη του ως τότε κοινοβουλευτικού εκπροσώπου Λοβέρδου δείχνει πόσο κυριαρχικές θέσεις είχε ήδη ο Λαλιώτης στο γεννηματικό στρατόπεδο, πράγμα που σε όλες τις αναλύσεις μας εδώ και χρόνια τονίζαμε. Αυτή όμως ήταν και η αιτία για την οποία δεν υπολογίζαμε ότι υπήρχε κάτι δεξιότερο, δηλαδή κάτι πιο φιλοσυριζέικο και πιο λαλιωτικό από τη Γεννηματά μέσα στο ΚΙΝΑΛ, και πάντως δεν υπολογίζαμε ότι αν υπήρχε αυτό θα ήταν ο Ανδρουλάκης ο οποίος της εναντιώθηκε στις εκλογές του 2017, και ο οποίος μετά το θάνατό της βρέθηκε απέναντι στον πιο ανοιχτό φιλοσυριζαίο από τους τρεις υποψηφίους που ήταν ο ΓΑΠ.
Φαίνεται όμως σήμερα ότι η άκρη του φιλοσυριζαισμού, και γενικότερα της πιο δεξιάς τάσης ΠΑΣΟΚ δεν ήταν η Γεννηματά. Τώρα δηλαδή μετά την άνοδο του Ανδρουλάκη στην ηγεσία ήρθαν στην επιφάνεια όλες οι φράξιες που στήριξαν τον ΓΑΠ σε αυτήν την εκλογή. Ετσι διαπιστώσαμε αυτό που αναφέραμε στην αρχή, ότι δηλαδή ανάμεσα τους βρίσκονταν σε περίοπτη θέση και τα στελέχη της ΠΑΣΚΕ που είχαν πιο άγρια καταδιωχτεί από το κέντρο του σοσιαλφασισμού, το ψευτοΚΚΕ και τα τάγματα εφόδου του και είχαν αντισταθεί σε αυτά το 2018 κρατώντας τις θέσεις τους στις Ομοσπονδίες και στην ίδια τη ΓΣΕΕ, πράγμα που βοηθούσε τουλάχιστον να τηρούνται κάποιοι στοιχειωδώς όροι συνδικαλισμού απέναντι στη βαρβαρότητα του ΠΑΜΕ και των φασιστικών κλαδικών που ελέγχει. Στη συνέχεια το 2019 αυτές οι δυνάμεις είχαν δοκιμάσει επίθεση από τον φιλοκνίτη Μητσοτάκη παρά τη στήριξη που είχαν από ένα κομμάτι της ΔΑΚΕ και από τον υπουργό εργασίας Βρούτση που στη συνέχεια ο Μητσοτάκης γι αυτό το λόγο αποκεφάλισε. Ετσι απομονωμένο αυτό το κομμάτι της ΠΑΣΚΕ είχαν καταφύγει με επικεφαλής τους Πολυζωγόπουλο και Παναγόπουλο στο στρατόπεδο της Γεννηματά. Στην πραγματικότητα είχε καταφύγει εκεί επειδή ήδη στη ΓΣΕΕ είχε αναγκαστεί να στηριχθεί συνδικαλιστικά στο ΣΥΡΙΖΑ που κρατούσε μια δήθεν ενδιάμεση στάση ανάμεσα στην ΠΑΣΚΕ και στο ΠΑΜΕ,ενώ αυτή ήταν στην ουσία μια στάση υπέρ του ΠΑΜΕ. Με το θάνατο της Γεννηματά αυτοί οι συνδικαλιστές μαζί με ένα κατάλοιπο του παλιού προεδρικού αυτοδυναμικού ΠΑΣΟΚ μπήκαν μαζί του σε μια βάρκα με αρχηγό τον ΓΑΠ και αυτός τους άδειασε μισοπέλαγα πραγματοποιώντας την πιο γελοία προεκλογική μάχη που μπορούσε ποτέ να υπάρξει, εκθέτοντας τους άσχημα σαν διασπαστές στον β γύρο απέναντι στο στρατόπεδο Ανδουλάκη.
Ανάλογα με τη στάση που θα κρατήσει η νέα ηγεσία απέναντι στη ΓΣΕΕ και το ψευτοΚΚΕ δεν θα αργήσουμε να καταλάβουμε την αληθινή φύση της νέας ηγεσίας οπότε και αν υπάρχει μέσα στο ΚΙΝΑΛ κάτι δεξιότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις ηγεσίες Γεννηματά και ΓΑΠ. Σε κάθε περίπτωση είναι ανησυχητικό το ότι ο Ανδρουλάκης επαναλάμβανε με έμφαση στην συγκέντρωση του Πειραιά της 8 του Δεκέμβρη ότι το νέο του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ θα συγκροτηθεί από τα κάτω και θα στηριχθεί, όπως επέμενε, στα Επιμελητήρια (δηλαδή τη μικρή και μεσαία αστική τάξη), στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (που του έδωσε και την πανελλαδική οργάνωση) και στην κοινωνία των πολιτών, χωρίς πουθενά να αναφέρει τα συνδικάτα και την ΠΑΣΚΕ. Στην καλύτερη περίπτωση αυτή είναι μια σύγκρουση με μια εσωκομματική τάση του ΠΑΣΟΚ που εμποδίζει την ηγεσία να πάρει ολοκληρωμένα την εξουσία. Στη χειρότερη όμως περίπτωση θα πρόκειται για την παράδοση των εργατικών συνδικάτων στον πιο κτηνώδη φασισμό. Θα δούμε. Σε κάθε περίπτωση τίποτα δεν πεθαίνει χωρίς μάχη, ιδίως απέναντι σε έναν εχθρό που η εργατική τάξη έχει από πείρα μισήσει ακόμα και αν δεν μπορεί ακόμα να τον κατανοήσει.
Αν σε μια τέτοια κατεύθυνση βρίσκονται οι σχεδιασμοί της ηγετικής ομάδας που ήρθε στην εξουσία στο ΠΑΣΟΚ ο δρόμος της δεν θα είναι καθόλου εύκολος. Συνθήματα σαν κι αυτό το γεμάτο κούφια και αυτάρεσκη έπαρση που ακούστηκε στην πρώτη Κυριακή από τους οπαδούς προς το νέο αρχηγό: «Στα χέρια σου κρατάς το μέλλον μιας γενιάς» συνήθως οδηγούν σε ντροπιαστικές πανωλεθρίες.