Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Η. ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΚΕ ΟΑΚΚΕ ΣΤΗΝ EΡΤ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ 2024

   

 

ΔΙΑΚΑΝΑΛΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΟΑΚΚΕ ΣΤΙΣ 26 ΜΑΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ 2024

   

 

ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ

Νέα Ανατολή αρ.φ.559 (εδώ μπορείτε να βρείτε τα φύλλα από φ.486-Μάρτης 2013-και νεώτερα)

  Που μπορείτε να βρείτε την έντυπη έκδοση της Νέας Ανατολής

1pag559

 

crisis russia

Άρθρα Αναφοράς

OAKKE WEB TV

Εκδόσες Μεγάλη Πορεία

ΑΝΤΙΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ

http://www.antinazi.gr/ 

www.antinazi.gr

ΑΝΤΙ ΝΑΖΙ

 

4ο ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΥΠΟΚΛΟΠΩΝ: ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΝΕΟΧΙΤΛΕΡΙΚΗΣ ΡΩΣΙΑΣ

-Η γενική πολιτική διάσταση του τελευταίου σκανδάλου παρακολουθήσεων.   -Η γενική προβοκατόρικη φύση όλων των σκανδάλων παρακολούθησης μετά τη μεταπολίτευση.   -Το κλειδί σε όλες τις εκκαθαρίσεις μέσω σκανδάλων είναι οι εκκαθαριστές από το εσωτερικό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.   -Το 4ο είναι το ως τώρα πιο πολιτικά αποδοτικό για το θύμα του σκάνδαλο υποκλοπών. Το ρήγμα στη βάση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και το τέλος του επιτελικού κράτους.   -Η εισαγγελική υπογραφή: Το σημείο κλειδί στο οποίο αποκαλύπτεται η αντιδημοκρατική υποκρισία των ρωσόφιλων.   -Το Predator ή η ραδιουργία που μπορεί να διαβαστεί και αντίστροφα από τον τρόπο που τη διαβάζουν Ανδρουλάκης και Τσίπρας.   -Η προβοκάτσια Καραμανλή του 2005 και του 2009 επαναλαμβάνεται αντικειμενικά σε πολύ ανώτερη κλίμακα και με πιο λίγα λάθη.   -Ακόμα πιο πολύ βρωμάει η υπόθεση του αιτήματος παρακολούθησης του Ανδρουλάκη από «σύμμαχες» χώρες για τις επαφές του με «κινέζους αξιωματούχους».   -Να μην στηριζόμαστε σε μυστικές υπηρεσίες, ιδίως φασιστικές, για να βγάζουμε τα κύρια πολιτικά συμπεράσματα μας. Ειδικά όμως σε ότι αφορά την ΕΥΠ αυτή το καλύτερο θα ήταν να διαλυθεί (αν δεν ήταν για να φτιάξει μια νέα ο ΣΥΡΙΖΑ).

 

Η γενική πολιτική διάσταση του τελευταίου σκανδάλου παρακολουθήσεων

 

Το ρωσόφιλο μπλοκ σοσιαλφασιστών και φασιστών έχοντας επικεφαλής του την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τη λαλιωτική κλίκα Ανδρουλάκη μέσα στο ΠΑΣΟΚ, προσπαθεί να πείσει τον ελληνικό λαό αλλά κυρίως την ΕΕ ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ αποτελεί την απόδειξη ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει μια ακροδεξιά κυβέρνηση που πρέπει να αντικατασταθεί το συντομότερο από μια δημοκρατική. Εννοούν στην ουσία ότι πρέπει να πέσει από την κυβέρνηση το σχετικά πιο προοδευτικό δυτικόφιλο τμήμα της ΝΔ που στέκεται απέναντι στους ρώσους νεοναζί ενεργειακούς στραγγαλιστές της Ευρώπης και να αντικατασταθεί από ένα μέτωπο διακυβέρνησης που ο κορμός του θα βρίσκεται στο πλευρό τους σε όλα τα καίρια σημεία εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η φύση αυτού του μετώπου αποκαλύπτεται πάνω απ όλα στο ζήτημα του εξοπλισμού * της Ουκρανίας. Στην κυβέρνηση Μητσοτάκη υπάρχει πραγματικά μια πολύ ισχυρή ακροδεξιά τάση που έχει επίσημο εκφραστή τον ρωσόφιλο ορθοδοξοφασίστα Σαμαρά, αλλά ουσιαστικό και βαθύ αρχηγό τον Καραμανλή τον Β΄. Όμως τον μεν πρώτο σπάνια ή καθόλου δεν τον χτυπάει ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ τον δεύτερο τον εκθειάζει με κάθε ευκαιρία απλά γιατί είναι ένας ανοιχτός ρωσόφιλος. Ο κυνισμός και η πραγματική ακροδεξιά φύση του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδειχτεί σε όσους δεν είναι πολιτικά τυφλοί στη συγκυβέρνησή του με τους ΑΝΕΛ.

Προς το παρόν σε αρκετό βαθμό οι δυτικές δημοκρατίες (μέχρι τώρα οι σοσιαλδημοκράτες αλλά όχι οι κεντροδεξιοί) τσιμπάνε σ’ αυτήν την πολιτική εκστρατεία όχι μόνο επειδή όλη η υπόθεση των παρακολουθήσεων Ανδρουλάκη, (σε συνδυασμό με εκείνη του Κουκάκη) είναι μια από τις πιο καλοστημένες προβοκάτσιες αυτού του είδους, αλλά κυρίως γιατί οι ρωσόφιλοι τύπου ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ των ΓΑΠ και Ανδρουλάκη είναι μόνιμα ντυμένοι ευρωπαίοι δημοκράτες. Ο μεν πρώτος εμφανίζεται σαν δυτικός φιλελεύθερος στο ζήτημα των μεταναστών και στην πολιτική των φύλων, ενώ πιο πολύ κοροϊδεύει τη Δύση ο Ανδρουλάκης ο οποίος έχει επενδύσει για χρόνια στην Ευρωβουλή στο να παριστάνει τον ακραιφνή ευρωπαίο σοσιαλδημοκράτη αλλά και το φιλονατοϊκό. Ειδικά πάντως αυτή τη στιγμή έχει αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει την κεντρική παραπλάνηση: να καταγγέλλει στο εξωτερικό την ακροδεξιά τάση της ΝΔ την ώρα που την καλύπτει στην πράξη στο εσωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που κάνει τώρα με τη φιλοχιτλερική εισαγγελέα Παγουτέλη την οποία καταγγέλλει με στόμφο στην Ευρωβουλή επειδή η ΝΔ την έκανε αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου ενώ κυριολεκτικά δεν έβγαλε άχνα όταν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αυτή προβιβάστηκε σε μέλος του Αρείου Πάγου!

 

Χάρη λοιπόν στο τελευταίο σκάνδαλο και σε όλες αυτές τις προσποιήσεις μπορεί μια συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ να έχει την εύνοια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και ενός κομματιού του δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ περισσότερο από όσο θα την έχει η πιο φιλοδυτική ΝΔ, ιδιαίτερα αν ήταν πρωθυπουργός ο Ανδρουλάκης και όχι ο Τσίπρας που καταψήφισε την ελληνοαμερικανική συμφωνία. Πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ανδρουλάκης διεκδικεί την πρωθυπουργία σε μια μελλοντική συγκυβέρνηση χωρίς ο ΣΥΡΙΖΑ ως τώρα να διαμαρτύρεται. Ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο θα ήταν πιο εύκολο στη δημοκρατική βάση του ΠΑΣΟΚ να καταπιεί μια κυβέρνηση στην οποία στην πράξη θα κυριαρχεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά δεν είναι μόνο οι μεταμφιέσεις των ρωσόφιλων σε δημοκράτες που μπερδεύουν τους ευρωπαίους και σπεύδουν ανήσυχοι στην Ελλάδα να τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν το ελληνικό Γουότεργκεϊτ-φάρσα. Τους μπερδεύει στο βάθος το γεγονός ότι ο άνθρωπος, που οι αστοδημοκράτες της χώρας μας θεωρούν αρχηγό τους, ο Μητσοτάκης, εμπόδισε με λύσσα επί πολλά χρόνια τόσο τη βάση της ΝΔ όσο, κυρίως τους δημοκράτες στην ΕΕ και στις ΗΠΑ να μάθουν ότι δεν υπήρξε μεγαλύτερος κίνδυνος φασιστικής εκτροπής στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας από την απόπειρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει τα κανάλια (δύο από τα οποία πάντως το ΟΠΕΝ και το ΜΕΓΚΑ κατάφερε και τα παρέδωσε στην πουτινική ιδιοκτησία το πρώτο και στην πουτινική πολιτική επιρροή το δεύτερο), και κυρίως να μετατρέψει τη δικαιοσύνη σε όπλο πολιτικής βίας με τη ναζιστικής σύλληψης Σκευωρία Νοβάρτις. Μάλιστα ο Μητσοτάκης έκανε τα πάντα για να αθωώσει τελικά τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά, και να αθωώσει ποινικά το εργαλείο του Καραμανλή του Β΄, τον Παπαγγελόπουλο καθώς και την Τουλουπάκη, γι αυτή τη Σκευωρία.

Βέβαια το μπλοκ πια ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ αναζητώντας δημοκρατικές και πατριωτικές αρχές εκεί ακριβώς που δεν υπάρχουν, δηλαδή ειδικά στις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες μιας ξενόδουλης αστικής τάξης και ειδικότατα στην ΕΥΠ, ισχυρίζεται ότι υπάρχει σήμερα μια ποιοτική διαφορά επειδή είναι η ΕΥΠ του Μητσοτάκη αυτή που συνελήφθη να παρακολουθεί έναν βουλευτή της αντιπολίτευσης, και μάλιστα έναν που ήταν τότε υποψήφιος αρχηγός του τρίτου κόμματος. Προσπαθώντας να αποδείξουν ότι μόνο η παρακολούθηση βουλευτών είναι λόγω συντάγματος παράνομη με διάφορες νομικίστικες ακροβασίες αποδέχονται ότι όλες οι άλλες ακόμα και σημαντικών κυβερνητικών στελεχών όπως ο πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ Πιτσιόρλας που παρακολουθούνταν επί ΣΥΡΙΖΑ είναι συνταγματικά νόμιμες. Αποδέχονται μάλιστα ασυζητητί ότι οι παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ όλων των πολιτικών προσώπων που δεν έχουν ούτε βουλευτικές ούτε οποιεσδήποτε ψηλές κρατικές θέσεις είναι νόμιμες σύμφωνα τουλάχιστον με τους νόμους που έχουν οι ίδιοι φτιάξει. Καλούν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αυτούς που πρέπει πάνω απ όλους να προστατεύονται σε μια δημοκρατία, δηλαδή εκείνους τους δημοκράτες που βρίσκονται μακριά από θέσεις εξουσίας και ιδιαίτερα τους διεθνιστές (πχ της ΟΑΚΚΕ) που διαφωνούν στις κεντρικές άδικες και επιθετικές επιλογές της σημερινής εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, πολιτικής που επιπλέον σημαίνει απόλυτη υποταγή της χώρας μας στους χειρότερους φασίστες ιμπεριαλιστές, να παλέψουν απλά για να εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις ένας βουλευτής σαν τον Ανδρουλάκη που δεν έχει τίποτα να παραβιάσει από αυτή την ελεεινή πολιτική.

 

Η γενική προβοκατόρικη φύση όλων των σκανδάλων παρακολούθησης μετά τη μεταπολίτευση

 

Για να κατανοήσει κανείς στοιχειωδώς την πολιτική φύση αυτού εδώ του σκανδάλου υποκλοπών δεν πρέπει να το αντιμετωπίζει σαν κάτι το ξεκομμένο από τα αντίστοιχα προηγούμενα. Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά την τακτική των ρωσόφιλων σοσιαλφασιστικών και φασιστικών πολιτικών δυνάμεων θα διαπιστώσει ότι αυτές ανοίγουν το δρόμο τους προς την εξουσία κυρίως μέσα από σκάνδαλα, σκάνδαλα διαφθοράς και σκάνδαλα υποκλοπών. Ειδικά τα σκάνδαλα υποκλοπών είναι τα πιο περιζήτητα από αυτούς, επειδή αποτελούν το πιο αόρατο υποκεφάλαιο της γενικότερης μεθόδου τους, της συνωμοσιολογικής, με την οποία κυρίως διεκδικούν την πολιτική εξουσία. Αυτή η μέθοδος αφορά τις αθέατες πλευρές της πολιτικής ή οικονομικής συμπεριφοράς των αντίπαλων τους κομματιών της αστικής τάξης που οι φασίστες θέλουν να εκτοπίσουν από την εξουσία και τους επιτρέπει να σέρνουν τις μάζες μακριά από την ανοιχτή διαπάλη των πολιτικών γραμμών και των πολιτικών πρακτικών μέσα από τις οποίες εκείνες πραγματικά μπορούν να κατανοούν και να αντιμετωπίζουν την άρχουσα τάξη δηλαδή να οργανώνονται για να αλλάζουν τη μοίρα τους. Γι αυτό ο φασισμός, δηλαδή οι πιο εκμεταλλευτικές και πιο επιθετικές μερίδες του ιμπεριαλιστικού κεφάλαιου προσανατολίζουν μέσα από τα σκάνδαλα τις λαϊκές μάζες στο να περιμένουν από τις νέες δικές του τάχα έντιμες, τάχα λαϊκές και τάχα πατριωτικές δυνάμεις και τις κατάλληλα εκκαθαρισμένες από αυτές δικαστικές, αστυνομικές και στρατιωτικές κρατικές αρχές για να τιμωρήσουν τις ακάθαρτες παλιές οικονομικές ελίτ. Έτσι ο φασισμός πρώτα εγκαθιστά για τα καλά την εξουσία του και μετά ασκεί στις πολιτικά ανοργάνωτες μάζες την πιο φρικτή δικτατορία.

Αυτήν την ικανότητα την έχει στο μεγαλύτερο βαθμό ο πιο μοντέρνος φασισμός, ο σοσιαλφασισμός που έχει σε τελική ανάλυση γεννηθεί από την άλωση των εργατικών επαναστατικών εξουσιών από τα μέσα οπότε αυτές έχουν μετατραπεί στο πιο βάρβαρο ιμπεριαλιστικό αντίθετό τους (Ρωσία και Κίνα). Όλα τα σοσιαλφασιστικά πραξικοπήματα στον κόσμο έχουν σαν κεντρική τους πολιτική υπόσχεση την πάλη κυρίως ενάντια στη διαφθορά και όχι την πάλη κυρίως για τη δημοκρατία. Δηλαδή θέλουν πρώτα μέσα από την πάλη ενάντια στη διαφθορά, δηλαδή με τη συνομωσία, την αστυνομία, και τον δημοκρατικά ανοργάνωτο λαό να ασκήσουν πολιτική βία στα παλιά κομμάτια της αστικής τάξης, να πάρουν την πολιτική εξουσία και μετά μόνο αφού την πάρουν θα ασκήσουν την πιο έντονη και πιο μαζική τους βία εκεί που ξέρουν πιο καλά να την ασκούν: στο λαό. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς στις εξεγέρσεις της Αιγύπτου και της Τυνησίας που αξιοποίησαν τις γνήσιες δημοκρατικές αντιστάσεις των μαζών αλλά κατέληξαν σε στυγνές δικτατορίες των ρωσόφιλων. Αυτό το σύνθημα είναι και ένας από τους λόγους για τον οποίο θεωρούμε αντιδραστική και εξαιρετικά ύποπτη την ηγεσία Ναβάλνι του δημοκρατικού κινήματος της Ρωσίας.**

Τα τρία λοιπόν προηγούμενα ελληνικά σκάνδαλα υποκλοπών από το 1989 (ΟΤΕ, Μαυρίκης, σκάνδαλο Vodafone) έχουν αποδείξει τα εξής: 1ον Όλα λειτούργησαν σαν τουλάχιστον αντικειμενικές προβοκάτσιες. Έγιναν δηλαδή προσχήματα για πολιτικές εκκαθαρίσεις όσων κατηγορήθηκαν σαν πολιτικοί υπεύθυνοι για τις παρακολουθήσεις ενώ οι αυτουργοί των παρακολουθήσεων δεν τιμωρήθηκαν, ούτε τα υποτιθέμενα θύματα των παρακολουθήσεων επλήγησαν πολιτικά από κάποια διαρροή μυστικών τους, 2ον όλα τα πολιτικά θύματα αυτών των εκκαθαρίσεων ήταν στελέχη που κυρίως ανήκαν στα πιο μεγάλα ρεύματα των δύο βασικών κομμάτων της μεταπολίτευσης: στο εθνοανεξαρτησιακό τμήμα του ΠΑΣΟΚ που δεν ήθελε συγκυβέρνηση με ΣΥΝ-ψευτοΚΚΕ, και στο δυτικόφιλο, κυρίως το φιλελεύθερο τμήμα της ΝΔ, 3ον οι σταθερά πολιτικά κερδισμένοι από αυτά τα σκάνδαλα καθώς και από τα σκάνδαλα οικονομικής διαφθοράς ήταν πάντα οι πρωταθλητές όλων των κινημάτων «κάθαρσης» μέσω σκανδάλων, δηλαδή το ρωσόδουλο μπλοκ ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ-ψευτοΚΚΕ και οι φασιστοναζί κάθε είδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φαιο-«κόκκινοι» πολιτικοί διώκτες των «κοριών» ακόμα και όταν με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ ήρθαν στην εξουσία ποτέ δεν φέρανε στο φως και δεν εξέθεσαν στο λαό κανένα κρατικό ή παρακρατικό μηχανισμό παρακολούθησης. Αντίθετα συνέχισαν να τους λειτουργούν με ακόμα λιγότερο πολιτικό ή δικαστικό έλεγχο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε, και αυτό ισχύει και σήμερα, να είναι μόνο ένας και όχι δύο οι εισαγγελείς που εγκρίνουν τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ.

 

Το κλειδί σε όλες τις εκκαθαρίσεις μέσω σκανδάλων είναι οι εκκαθαριστές από το εσωτερικό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ

 

Οι πολιτικές εκκαθαρίσεις που έκαναν στη διάρκεια δεκαετιών οι ρωσόφιλοι μέσα στα δύο μεγάλα κόμματα μέσω σκανδάλων θα ήταν αδύνατες αν δεν δρούσανε μέσα σε αυτά επίσης σαν δήθεν διώκτες της διαφθοράς και σαν χειρούργοι εξυγιαντές κάποιες ισχυρές ρωσόφιλες και γι αυτό πάντα φιλικές προς τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και το ψευτοΚΚΕ ηγετικές φράξιες του ΠΑΣΟΚ και από κάποια στιγμή και πέρα και της ΝΔ. Αυτές οι φράξιες στο ΠΑΣΟΚ είχαν πάντα αρχηγό τον έμπιστο του Α. Παπανδρέου και αληθινό διάδοχο του στο ΠΑΣΟΚ, τον «δημιουργό αρχηγών» Λαλιώτη. Το τελευταίο και από ότι φαίνεται το πιο ανεπτυγμένο δημιούργημα του Λαλιώτη, στο βαθμό που αποσαφηνίζονται τα στοιχεία της πολιτικής του φυσιογνωμίας αλλά κρίνοντας και από τα δύο λαλιωτικά στελέχη που τον εκπροσωπούν στο κοινοβούλιο, είναι ο Ανδρουλάκης. Σε ότι αφορά τη ΝΔ αυτή άργησε πολύ να έχει έναν ρωσόφιλο, οπότε και φιλοσυριζαίο αρχηγό αλλά τελικά τον βρήκε στο πρόσωπο του Καραμανλή του Β΄ του ανηψιού. Αυτός, αφού εκκαθάρισε χάρη σε μια σειρά από κινήματα του ΣΥΡΙΖΑ κατά «παρακολουθήσεων και διαφθοράς» αρκετά δυτικόφιλα στελέχη της ΝΔ με πιο βασικό τον Βουλγαράκη, διόρισε διάδοχους του στην ηγεσία της ΝΔ πρώτα τον υμνητή του «Ορθόδοξου Τόξου» σοβινοφασίστα Σαμαρά και μετά τον διπρόσωπο Μητσοτάκη τον Β΄. Ο τελευταίος διαρκώς προδίδει πολιτικά και μαχαιρώνει πισώπλατα τους φιλελεύθερους, που τον θεωρούν αρχηγό τους, αρχίζοντας από τον πατέρα και την αδελφή του όταν εναντίον τους στήριξε την επιστροφή του Σαμαρά στη ΝΔ πράγμα για το οποίο ανταμείφθηκε με την πρωθυπουργία, ενώ μόλις τώρα αποκεφάλισε τον ανεψιό του. Οι Καραμανλής- Σαμαράς χρειάστηκαν τον «φιλελεύθερο» στη μορφή Μητσοτάκη κυρίως για να πείθει τις ΗΠΑ ότι είναι ο άνθρωπος τους επειδή αυτός έχει αναλάβει να οξύνει (μαζί με τον καραμανλικό Δένδια) όσο κανείς τις σχέσεις της Δύσης (ΗΠΑ και ΕΕ) με την Τουρκία για να τη σπρώξει για τα καλά στην αγκαλιά του Πούτιν ειδικά και του νεοχιτλερικού Άξονα γενικά. Κατά τα άλλα ο Μητσοτάκης συνεχίζει -με κάποιες αντιστάσεις από το φιλοβιομηχανικό κομμάτι της ΝΔ, που έχει τυπικό εκφραστή τον Γεωργιάδη- τη βαθιά πολιτική των ρωσόδουλων στο εσωτερικό: βιομηχανικό σαμποτάζ, ιδίως στο μέτωπο της εξόρυξης υδρογονανθράκων και λιγνιτών, ιεροποίηση του ηγετικού ρωσόδουλου κόμματος, του ψευτοΚΚΕ, δικαίωση του ΣΥΡΙΖΑ ειδικά στο κεντρικό του μέτωπο που είναι η απονομιμοποίηση της δικαστικής εξουσίας με στόχο τον έλεγχο της. (Δες πως ο Μητσοτάκης δικαίωσε την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στην αποφυλάκιση του Λιγνάδη και κυρίως πως μεθόδευσε την πολιτική και στη συνέχεια τη δικαστική μεθόδευση της αθώωσης ΣΥΡΙΖΑ για τη σκευωρία Νοβάρτις). Η πιο χτυπητή και χαρακτηριστική ήταν η περυσινή ικανοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ από τον Μητσοτάκη μέσω του ανασχηματισμού με τον οποίο, χάρη στους εμπρησμούς, καθαίρεσε όλα τα στελέχη που στην κρίση της πανδημίας συνάντησαν την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ, του ψευτοΚΚΕ και των φαιών, ενώ ιδιαίτερα ικανοποίησε το ψευτοΚΚΕ ματαιώνοντας την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών στην βόρεια Εύβοια και σε άλλα βουνά. (Ειδικά τους άπειρους, εντατικούς και εξαντλητικούς περιαστικούς εμπρησμούς τους αξιοποιούν επί δεκαετίες πολιτικά οι ρωσόφιλοι, όπως και τα σκάνδαλα, για πολιτικές εκκαθαρίσεις και για κυβερνητικές αλλαγές και πάνω από όλα βέβαια για σαμποτάζ στις παραγωγικές χρήσεις της γης και γι αυτό ποτέ δεν ζητάνε ούτε τη σύλληψη, ούτε την αυστηρή τιμωρία των συλληφθέντων, ούτε την αυστηροποίηση της νομοθεσίας ενάντια στους εμπρησμούς***). Ταυτόχρονα ο Μητσοτάκης προωθεί σε ηγετικές θέσεις φασίστες σαν τον Θ. Πλεύρη. Αυτή η προώθηση δίνει ένα καλό επιχείρημα στο αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ στη Δύση ότι η φιλελεύθερη ΝΔ στήνει φασιστικό κράτος στην Ελλάδα πράγμα που όπως είπαμε στην αρχή κάνει την άνοδο του ρωσόφιλου ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία μια αξιόπιστη δημοκρατική λύση.

 

Το 4ο είναι το ως τώρα πιο πολιτικά αποδοτικό για το θύμα του σκάνδαλο υποκλοπών. Το ρήγμα στη βάση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και το τέλος του επιτελικού κράτους.

 

Το εν εξελίξει 4ο σκάνδαλο υποκλοπών σε ότι αφορά τα πραγματικά του στοιχεία είναι μακράν το πιο σκοτεινό και πολύπλοκο από κάθε προηγούμενο καθώς σε αυτό εμπλέκεται η ελληνική κρατική κατασκοπία δηλαδή η ΕΥΠ, μυστικές υπηρεσίες «συνεργάτες» τρίτων χωρών, καθώς και μια από τις πιο κακόφημες ιδιωτικές εταιρίες υποκλοπών που σύμφωνα με τη φασιστική τυπολογία των «κύριων εχθρών του κόσμου» είναι ισραηλινή.

Μακράν όμως σημαντικότερο από όλα τα προηγούμενα είναι το βασικό πολιτικό αποτέλεσμα αυτού σκανδάλου. Αυτό ήδη ξεδιπλώνεται μπροστά μας με σαφήνεια. Πρόκειται για το ότι ο διπρόσωπος Ανδρουλάκης μπορεί να σύρει το πολιτικά πολυεγχειρισμένο, άγρια ακρωτηριασμένο και καταβασανισμένο από τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ για πρώτη φορά στην ιστορία του σε συγκυβέρνηση με τον πρώτο, κινδυνεύοντας λιγότερο από μια διάσπαση του ΠΑΣΟΚ που θα έφερνε η φιλοσυριζέικη και φιλορώσικη γραμμή που έχει αυτός από την αρχή και την οποία αποδεικνύεται μόλις σήμερα ότι επιμελώς έκρυβε. Η πραγματική φιλοσυριζέικη γραμμή του Ανδρουλάκη υπήρξε πολύ χτυπητή κυρίως σε δύο ζητήματα: στην πολιτική κάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ για τη σκευωρία Νοβάρτις και στο ζήτημα της αποστολής βαριών όπλων στην Ουκρανία, όπου όπως αναφέραμε στην αρχή συμπαρατάχθηκε τελικά με το ρώσικο μπλοκ. Όμως εκείνο που αποκάλυπτε τον Ανδρουλάκη από την αρχή της εκλογής του ήταν το εξής: ενώ με το κεντρίστικο σύνθημα του «ούτε ΝΔ- ούτε ΣΥΡΙΖΑ» καθησύχαζε την αντισυριζέικη βάση του ΠΑΣΟΚ, η συμπύκνωση της κριτικής του στο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι με την πολιτική του αυτός ευνοεί την ΝΔ, ότι δηλαδή το χειρότερο που μπορεί να συμβεί με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να είναι στ αλήθεια φιλικός με τη ΝΔ. Αυτός ήταν από την αρχή ο καλυμμένος τρόπος του Ανδρουλάκη να λέει ότι ο κύριος εχθρός του είναι η ΝΔ.

Ποντάροντας τώρα σε αυτό το εντελώς σκοτεινό κατασκοπευτικό σκάνδαλο επιχειρεί ένας αρχηγός του ΠΑΣΟΚ για πρώτη φορά με κάποιες πιθανότητες επιτυχίας τις δύο τελευταίες δεκαετίες να σύρει την πιο δημοκρατική-φιλοευρωπαική πλευρά του ΠΑΣΟΚ σε σύγκρουση με την πιο δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα της ΝΔ και σε μια συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή σε μια κυβέρνηση υπέρ της πουτινικής Ρωσίας. Αυτό θα ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα για τους σοσιαλφασίστες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ γιατί θα διέλυε μια βάση του ΠΑΣΟΚ που διαμορφώθηκε στη διάρκεια πολύχρονων επώδυνων εμπειριών η οποία μετά τη χρεωκοπία της χώρας και τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου ταρακούνησε σοβαρά και με μεγάλο κόστος το παλιωμένο, προβοκατόρικο παπανδρεϊκό δίπολο δεξιά-αντιδεξιά. Αυτό το γεγονός υπήρξε μια μεγάλη πολιτική πρόοδος για την Ελλάδα καθώς χάρη σε αυτό το δίπολο μπορούσε για δεκαετίες η σοσιαλφασιστική ψευτοαριστερά να εμφανίζεται σαν αντιδεξιά δύναμη και να διασπάει τις δημοκρατικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις και στο βάθος τις δημοκρατικές μάζες που τις ακολουθούσαν, μιας και δεν υπάρχουν εδώ και πολλές δεκαετίες πραγματικά αριστερά εργατικά ή λαϊκά κόμματα στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ειδικά ήταν επώδυνη για τη βάση του ΠΑΣΟΚ η διαδικασία του να μάθει να απεχθάνεται τον ακροδεξιό στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος αφού πέρασε από το ειδικό δικαστήριο το 1989 και εκκαθάρισε το ΠΑΣΟΚ έφτασε να τραμπουκίζει μαζί με τους φασίστες σε ό,τι απέμεινε από αυτό στη διάρκεια του φαιο-«κόκκινου» κινήματος των «αγανακτισμένων» και τελικά να σέρνει τα στελέχη της πιο δημοκρατικής τάσης του για πολιτική εξόντωση στη ναζιστική πλεκτάνη Νοβάρτις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επικέντρωσε ποτέ την κριτική του στα κρατικογραφειοκρατικά-παρασιτικά και πελατειακά χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ, αλλά τα έστελνε στο χειρουργείο επί δεκαετίες - με αναισθησιολόγο τον επίσης κεντριστή Λαλιώτη και χειρουργούς τους Ανδρέα, Σημίτη και ΓΑΠ- για τις δυο καλές του πλευρές: πρώτο γιατί σε γενικές γραμμές δεν τραμπούκιζε στα συνδικάτα όπως το ψευτοΚΚΕ αλλά επέτρεπε μια στοιχειώδη αστοδημοκρατική λειτουργία τους όπως άλλωστε και η ΔΑΚΕ, και δεύτερο γιατί συχνά αντιστεκόταν στο βιομηχανικό σαμποτάζ ακόμα και στον κρατικό τομέα της οικονομίας, παρόλο τον παρασιτισμό με τον οποίο το διέφθειρε ο Α. Παπανδρέου.

Μια χαρακτηριστική διαφορά αυτού του σκανδάλου σε σχέση με τα προηγούμενα, που δείχνει τη νέα του ποιότητα είναι ότι σε εκείνα πλήττονταν κάθε φορά είτε ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ, είτε ένα τμήμα της ΝΔ. Εδώ έχουμε ένα ταυτόχρονο πολιτικό πλήγμα στα πιο δημοκρατικά και εχθρικά απέναντι στο σοσιαλφασισμό τμήματα και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και που γι αυτό ως χθες στέκονταν μαζί απέναντι σε μια συγκυβέρνηση οποιασδήποτε μορφής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και η ουσία αυτού του πλήγματος είναι ότι διασπά αυτό το δημοκρατικό μέτωπο. Επιτρέπει δηλαδή στον καραμανλικό Μητσοτάκη και στο λαλιωτικό Ανδρουλάκη αντίστοιχα να σύρουν ο πρώτος τους φιλελεύθερους της ΝΔ και ο δεύτερος τους δημοκράτες του ΠΑΣΟΚ σε μια άνευ προηγουμένου μεταξύ τους σύγκρουση. Αυτή η σύγκρουση κινδυνεύει να κακοφορμίσει και να δώσει σε πολύ μεγαλύτερο βάθος την εξουσία στο ρωσόφιλο μπλοκ αν το σκάνδαλο της παρακολούθησης Ανδρουλάκη δεν αποκαλυφθεί πολιτικά σαν μια προβοκάτσια κυρίως σε βάρος του φιλελεύθερου φιλοευρωπαϊκού ρεύματος της ΝΔ, που ως χθες νόμιζε ότι κυβερνούσε στ αλήθεια ενώ του είχε εκχωρηθεί από τον Καραμανλή τον Β και τον Σαμαρά μια επίφαση εξουσίας.

Γιατί αντικειμενικά αυτό είναι εκείνο το ρεύμα που κυρίως χτυπήθηκε πολιτικά και με εντελώς άμεσο τρόπο από την παρακολούθηση Ανδρουλάκη. Αυτό είναι το νόημα του απνευστί οπότε πολιτικά ταπεινωτικού αποκεφαλισμού από τον Μητσοτάκη του δεξιού του χεριού, ανηψιού του, γραμματέα του πρωθυπουργικού γραφείου και πρακτικού επικεφαλής του περίφημου επιτελικού κράτους Δημητριάδη. Τον αποκεφαλισμό του τον ζήτησε από την πρώτη στιγμή της αποκάλυψης του σκανδάλου ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Μητσοτάκης δεν δίστασε στιγμή δικαιώνοντας τις κατηγορίες του ενάντια στο πρόσωπο κλειδί της πρωθυπουργίας του.

Ο Δημητριάδης ήταν ο συντονιστής όλων των υπουργείων, που πολιτικά σημαίνει διαχειριστής των αντιθέσεων των διαφορετικών πολιτικών τάσεων μέσα στην κυβέρνηση της ΝΔ και αυτός ήταν που είχε σύμφωνα με τα πολιτικά «μεταθανάτια» ρεπορτάζ την εμπιστοσύνη των φιλελεύθερων στελεχών της ΝΔ. Ο αποκεφαλισμός του Κοντολέοντα μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί αφού αυτός ο ίδιος πήρε την ευθύνη της παρακολούθησης του Ανδρουλάκη. Όμως ο αποκεφαλισμός του Δημητριάδη που ο Μητσοτάκης δήλωσε ότι όπως και ο ίδιος δεν ήξερε τίποτα για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, ουσιαστικά ενίσχυσε σε τεράστιο βαθμό τις ηθικού χαρακτήρα καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ ότι αυτός ήταν δεμένος με τις παρακολουθήσεις και μάλιστα είχε δεσμούς με το σύστημα του Predator που έχει μπει από τον Ανδρουλάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ στο κέντρο του σκανδάλου. Το τι είναι στ’ αλήθεια από πολιτική άποψη αυτά τα ουσιαστικά άγνωστα στο λαό στελέχη σαν τον Δημητριάδη ή τον Κοντολέοντα που βρίσκονται από τη μια στιγμή στην άλλη στα κέντρα της πολιτικής εξουσίας θα αργήσουμε να το μάθουμε πραγματικά. Όμως είτε ο Δημητριάδης ήταν ένας πραγματικός φιλελεύθερος, είτε ήταν ένας απλός έμπιστος του Μητσοτάκη, δηλαδή ένας προδότης του ρεύματος που εκπροσωπούσε, το σίγουρο είναι ότι στο πρόσωπο του καθαιρέθηκε από το κέντρο της κυβερνητικής εξουσίας και κυρίως ταπεινώθηκε πολιτικά αυτό ακριβώς το ρεύμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πτώση του Δημητριάδη ακολούθησε η επίσημη διάλυση και του επιτελικού κράτους από τον Μητσοτάκη, καθώς στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο μετά τον αποκεφαλισμό ανακοίνωσε ότι από δω και μπρος κάθε υπουργείο θα είναι το ίδιο υπεύθυνο για το έργο του. Αυτός ήταν από μόνος του ο πιο βαθύς ως τώρα λειτουργικού τύπου ανασχηματισμός της κυβέρνησης, που σήμαινε αντικειμενικά μια ισχυροποίηση μέσα στη ΝΔ και την κυβέρνηση του ανοιχτά πλέον ρωσόφιλου και φιλοσυριζαίου Καραμανλή του Β΄ που είναι η τρίτη μετά τους Ανδρουλάκη και Τσίπρα συνιστώσα του μετώπου για μια «διαφανή ΕΥΠ». Δεν είναι τυχαίο ότι ο σκοτεινός και αμίλητος αυτός τύπος, ο «δημιουργός αρχηγών», δηλαδή το παρασκηνιακό αντίστοιχο του Λαλιώτη στη ΝΔ βρήκε τώρα τη στιγμή μετά από πολλά χρόνια να μιλήσει για την εσωτερική πολιτική και να κατηγορήσει την κυβέρνηση της ΝΔ και να παραταχθεί για πρώτη φορά ανοιχτά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν δεν έριξε την κυβέρνηση είναι ακριβώς γιατί απέσπασε το δικαίωμα και να την ανασχηματίσει και να ξεφτιλίζει το πιο εχθρικό πολιτικό του ρεύμα, το δυτικόφιλο φιλελεύθερο μέσα σε αυτήν, ενώ ο πανάθλιος Μητσοτάκης διαβεβαιώνει ότι «τα ίδια λέει κι αυτός».

 

Η εισαγγελική υπογραφή: Το σημείο κλειδί στο οποίο αποκαλύπτεται η αντιδημοκρατική υποκρισία των ρωσόφιλων

 

Αλλά το πολιτικό πλήγμα στους φιλελεύθερους ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο ήταν το οργανωτικό, πράγμα που το αντιλαμβάνεται κανείς αν παρακολουθήσει τους φιλελεύθερους πολιτικούς σχολιαστές της ΝΔ που προσπαθούν ακόμα να συνέλθουν από το σοκ αυτής της παρακολούθησης, να την εξηγήσουν πολιτικά και να βρουν μια διέξοδο για τη ΝΔ πέρα από τη γελοία δικαιολογία ότι έγινε ένα λάθος από τον Κοντολέοντα. Η μόνη διέξοδος που βρίσκουν όμως ως τώρα είναι η «μεγαλύτερη διαφάνεια» που προτείνει και ο Ανδρουλάκης και ο Καραμανλής, ενώ η ουσία της κατασκοπίας και των κατασκοπευτικών σκανδάλων είναι ακριβώς η έλλειψη διαφάνειας. Ιδίως όταν τη διαφάνεια την απαιτεί ο φασισμός, είναι σίγουρο ότι οτιδήποτε βγει στη φόρα θα είναι βασικά ό,τι τον συμφέρει. Άρα το μόνο τεστ που πρέπει να κάνει κανείς στο στρατόπεδο των υπερασπιστών της «καθαρής ΕΥΠ» είναι αν έχουν συνέπεια στην τήρηση στο ζήτημα αυτό των δημοκρατικών αρχών που επικαλούνται.

Αν έχει προσέξει κανείς την ουσία των διαξιφισμών κυβέρνησης αντιπολίτευσης για το πόσο πολιτικό όγκο έχει για τη δημοκρατία η παρακολούθηση Ανδρουλάκη θα διαπιστώσει ότι αυτός ο όγκος κρίνεται στο αν ήταν νόμιμη ή παράνομη. Η κυβέρνηση λέει ότι πουθενά δεν λέει ο νόμος ότι οι βουλευτές εξαιρούνται από την παρακολούθηση της ΕΥΠ και βάζουν σαν απόδειξη το γεγονός ότι η παρακολούθηση είχε και την έγκριση της Δικαιοσύνης με την υπογραφή της αρμόδιας εισαγγελέως της ΕΥΠ. Η αντιπολίτευση απαντάει ότι δεν είναι ανάγκη να αναφέρεται ρητά στον ειδικό νόμο της ΕΥΠ κάτι που απορρέει έμμεσα από το ίδιο το Σύνταγμα ότι δηλαδή ειδικά οι βουλευτές δεν επιτρέπεται να παρακολουθούνται. Όμως επειδή αυτό το επιχείρημα δεν πήγε καλά στο διαξιφισμό του Γεραπετρίτη με τον Βενιζέλο ο τελευταίος επικαλέστηκε σαν ουσιαστικό του επιχείρημα το ότι στην ουσία μόνο κάτι παράνομο θα δικαιολογούσε κάτι τόσο σοβαρό όσο τον αποκεφαλισμό του αρχηγού της ΕΥΠ και, κυρίως, του άμεσα πολιτικού της προϊστάμενου που ήταν ο Δημητριάδης.

Όμως ενώ ο Πρωθυπουργός συλλαμβάνεται σαν ασυνεπής, (σύμφωνα πάντα με τους σίγουρα ψεύτικους για μας ισχυρισμούς του ότι δεν ήξερε τίποτα για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη), για το ότι αποκεφάλισε το δεξί του χέρι που ο ίδιος θεωρεί ότι επίσης δεν ήξερε τίποτα, η αντιπολίτευση και ειδικά ο Ανδρουλάκης και ο ΣΥΡΙΖΑ συλλαμβάνονται σαν πολλαπλάσια ασυνεπείς για το ότι ρίχνουν όλο το βάρος της παραβίασης της συνταγματικής νομιμότητας - για την οποία κόπτονται- στην κυβέρνηση και καθόλου στην εισαγγελέα και μέσω αυτής στη Δικαιοσύνη η οποία υπέγραψε την παρακολούθηση και έτσι έδωσε νομιμότητα σε αυτή την κατ’ αυτούς συνταγματική παραβίαση. Αυτή η ασυνέπεια προδίδει τα επιλεκτικά μη δημοκρατικά κίνητρα όχι μόνο και όχι τόσο του Ανδρουλάκη, όσο κυρίως τον κυνισμό και τον απέραντο καιροσκοπισμό του ΣΥΡΙΖΑ που έχει αφιερώσει όλο τον τελευταίο καιρό στο να καταγγέλλει τη δικαιοσύνη, το «κράτος των δικαστών» και την άλωση της δικαιοσύνης από τη ΝΔ σαν το χειρότερο χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης της. Δεν θα έπρεπε στην προμετωπίδα όλης της εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΠΑΣΟΚ για την υπεράσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας να βρίσκεται η καταγγελία της εισαγγελέως Βλάχου που υπογράφοντας την παρακολούθηση Ανδρουλάκη προώθησε «τα άνομα συμφέροντα του παρακράτους του Μητσοτάκη» και δεν θα έπρεπε κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί όλη την ώρα την ηγεσία της Δικαιοσύνης ότι κρατάει ακόμα και τώρα επιδεικτική σιγή, ενώ έπρεπε σύμφωνα με την δική του αντίληψη να κινηθεί άμεσα πειθαρχικά εναντίον αυτής της εισαγγελέως; Δεν είναι η κραυγαλέα παραβίαση από τη Δικαιοσύνη μιας άγριας όπως λένε παραβίασης της συνταγματικής νομιμότητας πολύ πιο ανησυχητική για τη δημοκρατία από την άγρια παραβίαση της από μια κυβέρνηση;

Το πρώτο και πιο προφανές συμπέρασμα από αυτή τη στάση του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι η ιερή οργή τους δεν είχε σαν στόχο της τον οποιοδήποτε εκδημοκρατισμό του κράτους αλλά το να πραγματοποιήσουν μέσα στην κυβέρνηση και μέσα στην ΕΥΠ τις αναγκαίες δικές τους φασιστικές εκκαθαρίσεις και κυρίως να διαμορφώσουν τις πολιτικές προϋποθέσεις μιας κυβέρνησης με πρακτικό ηγέτη τον ΣΥΡΙΖΑ, που θα έχει πολύ πιο σκληρά φασιστικά-πραξικοπηματικά χαρακτηριστικά από εκείνα της περιόδου 2015-19. Αυτό μπορεί κανείς να το αντιληφθεί μετά το θρασύ και μεγαλεπήβολο κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ αμέσως μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών για μια «Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία» που πρέπει να εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα υπό μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και συμμάχων η οποία θα «εκδημοκρατίσει» τους θεσμούς. Αυτό σημαίνει να ελέγξει τον Τύπο, τις Ανεξάρτητες αρχές και πάνω απ όλα τη Δικαιοσύνη, τον τελευταίο και πιο βασικό κρίκο που λείπει στους ρωσόφιλους για τον έλεγχο όλου του κράτους και την άσκηση της κοινοβουλευτικής τους δικτατορίας.

 

Το Predator ή η ραδιουργία που μπορεί να διαβαστεί και αντίστροφα από τον τρόπο που τη διαβάζουν Ανδρουλάκης και Τσίπρας

 

Ακόμα αυτή η αδιαφορία του ΣΥΡΙΖΑ, του ανδρουλακικού ΠΑΣΟΚ και των υπόλοιπων ρωσόφιλων για την πιο βασική, τη δικαστική πλευρά της αντισυνταγματικής εκτροπής που οι ίδιοι καταγγέλλουν και η συγκέντρωση τους αποκλειστικά εδώ στις πολιτικές και όχι στις δικαστικές εκκαθαρίσεις, ενισχύει την υπόνοια μας από την πρώτη στιγμή ότι αυτές οι πολιτικά τόσο προσοδοφόρες για τους ρωσόφιλους υποκλοπές - βάζουμε μαζί και αυτήν του Κουκάκη - είναι συνειδητές προβοκάτσιες που αν δεν τις έχει στήσει μόνο του, τουλάχιστον τις έχει ενισχύσει ή υποθάλψει το ανερχόμενο παρακράτος που τις τελευταίες δεκαετίες έχει οικοδομήσει η ρώσικη υπερδύναμη μέσω των πρακτόρων και των φίλων της στη χώρα και που όπως κάθε άλλο παρακράτος αναζητεί κυρίως θέσεις μέσα στα σώματα ασφάλειας και τις μυστικές υπηρεσίες.

Τις υπόνοιες μας ότι σε αυτές τις υποκλοπές το βασικό δεν είναι να μάθουν οι υποκλοπείς τα μυστικά των παρακολουθουμένων αλλά ο λαός να μάθει ότι οι τελευταίοι είναι θύματα παρακολούθησης και υποκλοπών από το κράτος, την κυβέρνηση και ξένες μυστικές υπηρεσίες, τις ενισχύει το γεγονός ότι εντελώς καίριο ρόλο παίζει η εταιρία Intellexa που έβαλε στον Κουκάκη και επεχείρησε να βάλει και στον Ανδρουλάκη τον κοριό Predator. Ο Κουκάκης είναι ένας δημοσιογράφος που κάνει έρευνες με στόχο να αναδείξει παρανομίες σε όλες τις συμβάσεις και τους νόμους των κυβερνήσεων της ΝΔ που βασικά ξεμπλοκάρουν επενδύσεις, κάνει έρευνες δηλαδή προσπαθώντας να επαληθεύσει τη συριζέικη γραμμή στην οικονομία όπως ακριβώς ο Ανδρουλάκης κάνει ακούραστες πολιτικές προσπάθειες και χρησιμοποιεί κάθε ευκαιρία για να επαληθεύσει τη συριζέικη γραμμή μέσα στο ΚΙΝΑΛ.

Η Intellexa είναι μια εταιρεία με αρχική έδρα την Κύπρο και μετά την άνοδο στην εξουσία του Μητσοτάκη την Ελλάδα και ανήκει σε κάποιον Ταλ Ντίλιαν, ειδικό στις διαδικτυακές παρακολουθήσεις, πρώην στέλεχος των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών οι οποίες είχαν φτιάξει το αντίστοιχο δικό τους λογισμικό που λεγόταν Pegasus και ο Ντίλιαν ήρθε σε σύγκρουση με αυτές. Το Predator φτιάχτηκε από μια startup εταιρεία με το όνομα Cytrox με φαινομενική έδρα τη Δημοκρατία της Β. Μακεδονίας αλλά με κεφάλαια που είχαν έδρα τους την Ουγγαρία και το Ισραήλ των ρωσόφιλων Ορμπάν και Νετανιάχου αντίστοιχα. Η Intellexa του Ταλ Ντίλιαν αγόρασε σχετικά πρόσφατα τη Cytrox. Το βασικό χαρακτηριστικό του Predator από πολιτική άποψη είναι ότι βρίσκει ως τώρα πελάτες σε κράτη με κυβερνήσεις που έχουν στενούς δεσμούς ή έντονα τους αναπτύσσουν με τη Ρωσία. Σύμφωνα με το CitizenLab του πανεπιστημίου του Τορόντο του Καναδά, που ειδικεύεται στην έρευνα των διαδικτυακών παρακολουθήσεων και στο οποία στείλανε τα κινητά πρώτα ο Κουκάκης και μετά η ΕΕ για λογαριασμό του Ανδρουλάκη, τα κράτη που έχουν τη βάση τους οι πελάτες του Predator είναι η Αίγυπτος του Σίσι, η Αρμενία, η Ελλάδα, η Ινδονησία, η Μαδαγασκάρη, το Ομάν, η Σαουδική Αραβία και η Σερβία. Μέχρι την υπόθεση Ανδρουλάκη, οι πιο βασικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων που είχαν βγει στην επιφάνεια από το CitizenLabμε το σύστημα Predator ήταν δύο στελεχών της αντι-Σίσι αντιπολίτευσης στην Αίγυπτο, με πιο διάσημο τον Αϊμαν Νουρ (AymanNour). Αυτός είναι ο αρχηγός ενός κόμματος που έχει διαπράξει το μεγαλύτερο έγκλημα για τον Σίσι και τη ρώσικη διπλωματία: Προωθεί την ενότητα των φιλελεύθερων δημοκρατών της Αιγύπτου, στην οποία ο ίδιος ανήκει, με την πιο δημοκρατική πλευρά της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Το ότι η επιχειρηματική βάση της εταιρείας αυτής είναι η Ελλάδα δεν είναι καθόλου τυχαίο μιας και μόνο η χώρα αυτή είναι ταυτόχρονα καταδιαβρωμένη από τη Ρωσία αλλά και μέσα στην ΕΕ όπως θέλει η Intellexa να φαίνεται. Περιέργως για μια εταιρεία που χρησιμοποιείται από κράτη με στενούς δεσμούς με τη Μόσχα για να παρακολουθούν ανθρώπους που είναι φυσικό να αντιπολιτεύονται τη φιλορώσικη πολιτική τους οι πρώτες παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων που έρχονται στο φως στην Ελλάδα είναι σε δυο στελέχη που όχι μόνο δεν είναι αντίθετα με το φιλορώσικο πολιτικό μπλοκ της χώρας τους αλλά αποτελούν στην πράξη υποστηρικτές του.

Ο τρόπος με τον οποίο το Predator μπαίνει στο πολιτικό παιχνίδι στην Ελλάδα μας δείχνει ότι αν όχι ο στόχος σίγουρα το αποτέλεσμα των παρακολουθήσεων αυτών των δύο πολιτικών προσώπων είναι να φέρει στο φως την παρακολούθηση που έχει κάνει η ΕΥΠ στον Ανδρουλάκη και δευτερευόντως στον Κουκάκη που λειτουργεί σαν ενδιάμεσο θύμα σε αυτή την πολύ σκοτεινή αλληλουχία. Ας τη δούμε:

Εν αρχή ήν ο Κουκάκης και η πολύ σκοτεινή σχέση του με την ΕΥΠ. Η υπόθεση ξεκινάει από το ότι ο Κουκάκης βρίσκει το κινητό του να μην λειτουργεί καλά και αφού δεν ανακαλύπτει κάποια τεχνική αιτία την αναζητεί σε κάποια παρακολούθηση του κινητού του. Τότε ψάχνει να βρει μήπως παρακολουθείται οπότε ένας φίλος του (!) όχι μόνο τον πληροφορεί ότι παρακολουθείται από την ΕΥΠ αλλά του δίνει και μαγνητοφωνημένες παρακολουθήσεις του! Αυτά τα καταθέτει ο ίδιος στην εξεταστική του ευρωκοινοβουλίου. Με λίγα λόγια ο Κουκάκης έχει συνδέσμους με «πάρα πολύ γερές άκρες με την ΕΥΠ» όπως δεν τις έχουν οι πολίτες γενικά. Αφού λοιπόν μαθαίνει ότι παρακολουθείται από την ΕΥΠ κάνει αίτηση στην ΑΔΑΕ να τον πληροφορήσει αν παρακολουθείται. Η ΑΔΑΕ αρνείται να του απαντήσει επί μήνες και στο μεταξύ ο Μητσοτάκης αλλάζει το νόμο που έλεγε ότι οι πολίτες μπορούν να μαθαίνουν από την ΑΔΑΕ αν παρακολουθούνται. Τότε ο Κουκάκης δίνει το κινητό του στην CitizenLab του Τορόντο η οποία του γνωστοποιεί ότι τον παρακολουθούσε η Predator. Στο σημείο αυτό αρχίζει η εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στην Predator και την κυβέρνηση ότι την χρησιμοποιεί για τις παρακολουθήσεις της. Όμως ελάχιστος πολιτικός θόρυβος γίνεται γιατί πολλοί λίγοι άνθρωποι ενδιαφέρονται αν παρακολουθείται ένας πολίτης, ακόμα και δημοσιογράφος, από την ΕΥΠ.

Από εδώ αρχίζει ο Ανδρουλάκης. Μια μέρα αγόρασε ένα νέο iphone και ένας στενός συνεργάτης του λόγω της παρακολούθησης Κουκάκη από το Predator του προτείνει να πάνε το παλιό σε μια υπηρεσία που έχει πρόσφατα συσταθεί στο ευρωκοινοβούλιο ενάντια στις παρακολουθήσεις. Η υπηρεσία επίσης μέσω του CitizenLab ανακαλύπτει ότι το Predator επεχείρησε να παρακολουθήσει τον Ανδρουλάκη αλλά αυτός δεν πάτησε το λινκ που του προτάθηκε από το λογισμικό οπότε η παρακολούθηση απέτυχε. Τότε ο Ανδρουλάκης έκανε την πρώτη διαμαρτυρία, κατά της κυβέρνησης και κάλεσε την ΑΔΑΕ να του πει αν παρακολουθείται από την ΕΥΠ. Η ΑΔΑΕ ανταποκρίθηκε αμέσως σε αυτό το αίτημα και ανακάλυψε μέσω της τηλεφωνικής εταιρείας του κινητού του ότι ο Ανδρουλάκης παρακολουθείτο από κάποια στιγμή όπου κατέβηκε υποψήφιος μέχρι λίγο πριν εκλεγεί. (Η στιγμή που άρχισε η παρακολούθηση του ήταν πριν βγει από την κούρσα διαδοχής η Γεννηματά, που ήταν επίσης φιλοσυριζαία, και δύσκολα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι θα την ξεπερνούσε σε ψήφους ο Ανδρουλάκης αν και αυτός είχε στο σημείο εκείνο κάποια δυναμική).

Από την Ευρώπη λοιπόν και τη Δύση γενικά, αλλά από μια εταιρεία με πολύ ανατολικά χαρακτηριστικά αρχίζει να ξεδιπλώνεται ένα σκάνδαλο υποκλοπών, δηλαδή συνομωσίας, μέσα από το οποίο οι ρωσόφιλοι στην Ελλάδα επιχειρούν να σύρουν πίσω τους και τους καλοπροαίρετους σοσιαλδημοκράτες και κλασικούς φιλελεύθερους της ΕΕ για να ρίξουν μια κυβέρνηση που παρά τη βρώμικη ηγεσία της έχει μέσα της ευρωπαίους που αντιστέκονται στη Ρωσία και να εξασφαλίσουν στήριξη σε μια κυβέρνηση που τη βάση της θα τη φλογίζει με το σύνθημα της εκδίκησης ενάντια στη Δύση ένας σοσιαλφασίστας σαν τον Πολάκη. Που να ξέρουν όλοι αυτοί οι τραγικοί υποψήφιοι πολιτικοί αυτόχειρες της ΕΕ ότι η σημερινή Ελλάδα είναι η συμπύκνωση του ιστορικού ταλέντου της βυζαντινής ραδιουργίας που έχει μπει στην υπηρεσία των καθηγητών της επιστημονικής προβοκάτσιας της Οχράνα-Κάγκεμπε.

Σημασία έχει για μας ως εδώ ότι αντικειμενικά το κυρίως ανατολικής πολιτικής χρήσης Predator έδωσε σε έναν φιλοανατολικό πολιτικό αρχηγό ενός δυτικού κόμματος, τον Ανδρουλάκη, τη δυνατότητα να ανακαλύψει εντελώς νόμιμα και εντελώς μέσα από δυτικά δημοκρατικά αντικατασκοπευτικά κανάλια ότι παρακολουθείται από το ιδιωτικό Predator. Στη συνέχεια μέσω αυτού του έδωσε τη δυνατότητα να ανακαλύψει επίσημα από το πιο «διακομματικό» κομμάτι του ελληνικού κράτους των παρακολουθήσεων, την ΑΔΑΕ, η οποία δεν δεσμεύεται από κανένα απόρρητο, ότι τον παρακολούθησε η ΕΥΠ. Δηλαδή το Predator ενώ δεν χρησίμευσε καθόλου στη Δύση για να μάθει ή να διαρρεύσει οτιδήποτε επιβαρυντικό για τον Ανδρουλάκη, όπως άλλωστε και για τον Κουκάκη, χρησίμευσε για να αποκαλύψει ότι η Δύση μέσω ΕΥΠ και στο βάθος μέσω της κυβέρνησης του υποτίθεται πιστού φίλου της Μητσοτάκη παρακολουθούσε το, στην κύρια πλευρά της βάσης του φιλικό προς τη δημοκρατική πλευρά της ΝΔ, ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα για να είναι σίγουρο ότι τίποτα αρνητικό για τον Ανδρουλάκη προσωπικό ή πολιτικό δεν θα υπήρχε πουθενά για να χρησιμοποιηθεί εναντίον του κάποτε όπως γίνεται για τους πραγματικούς δυτικόφιλους, όλο το υλικό αυτής της παρακολούθησής καταστράφηκε από την ΕΥΠ ενώ και η Predator τίποτα δεν μπόρεσε να αποσπάσει από το υποψήφιο θύμα της. Έτσι εκείνο που έμεινε σαν βασικό αίτημα για να ανακοινωθεί κάποτε στο λαό σύμφωνα με το κάλεσμα του Καραμανλή και του Ανδρουλάκη «όλα στο φως», κάλεσμα που στο λόγια τουλάχιστον έγινε δεκτό από τον Μητσοτάκη αλλά βρήκε την ανοιχτή αντίθεση της Μπακογιάννη ήταν το ποιος και γιατί ζήτησε την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη. Ο προφανής στόχος αυτής της επιλεκτικής διαφάνειας είναι να μάθει κάποια στιγμή ο ελληνικός λαός ότι η Δύση, που στο βάθος σημαίνει ΗΠΑ, παρακολουθούσε τον Ανδρουλάκη κάνοντας ωμή ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας με ψέμματα και υπουλίες όπως παλιότερα συνήθιζε. Έτσι έμεινε για τα επίσημα θύματα των παρακολουθήσεων να καρπωθούν από πολιτική άποψη σκέτο ψαχνό και καθόλου κόκκαλα, όλα δηλαδή τα πολιτικά οφέλη μιας παρακολούθησης από μυστικές υπηρεσίες χωρίς καμιά από τις απώλειές της.

Η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη και προηγούμενα αυτή του Κουκάκη από το Predator φαίνεται να ήταν ο καλύτερος δρόμος για να μην γίνει η διαρροή της παρακολούθησης Ανδρουλάκη μέσα από στελέχη ή πολιτικούς ή δικαστικούς παράγοντες της ΕΥΠ γιατί τότε θα εμφανιζόταν ο Ανδρουλάκης, (όπως έγινε και με τον Κουκάκη αλλά αυτό πέρασε κυριολεκτικά στο ντούκου) σαν να είχε δεσμούς με μια πλευρά της ΕΥΠ και μάλιστα μια φιλοανατολική πλευρά της ενάντια σε μια φιλοδυτική της. Μια τέτοιου είδους αποκάλυψη της παρακολούθησής του Ανδρουλάκη θα ήταν ύποπτη και αμφίβολης πραγματικής αξίας και στο εσωτερικό αλλά κυρίως στο εξωτερικό της χώρας. Δηλαδή στο εσωτερικό αυτός δεν θα φαινόταν σαν ένα αγνό λαϊκό και πατριωτικό θύμα ενός σκοτεινού καθεστώτος όπως εμφανίζεται σήμερα να είναι, αλλά σαν να είχε κι αυτός το δικό του στρατό στην ΕΥΠ που «κάρφωσε» την άλλη ΕΥΠ. Όσο για το εξωτερικό ενώ σήμερα η ΕΥΠ εμφανίζεται σαν ένα εργαλείο της Δύσης και μάλιστα πειθήνιο που πρέπει να διορθωθεί από αυτό του το ελάττωμα και να εκδημοκρατιστεί δηλαδή να εξευρωπαϊστεί περισσότερο θα εμφανιζόταν σαν επίφοβος χώρος ενός τουλάχιστον οξύτατου ανταγωνισμού Δύσης-Ανατολής.

 

Η προβοκάτσια Καραμανλή του 2005 και του 2009 επαναλαμβάνεται αντικειμενικά σε πολύ ανώτερη κλίμακα και με πιο λίγα λάθη

 

Φαίνεται εδώ σαν να βρισκόμαστε σε μια επανάληψη σε πολύ ανώτερο επίπεδο του σκανδάλου Vodafone του 2005 μέσα από το οποίο ο Καραμανλής πέρα από το ότι έδιωξε το φιλοδυτικό δελφίνο Βουλγαράκη από πολιτικό αρχηγό της αστυνομίας, προσπάθησε να αποδείξει ότι τον παρακολουθούσαν οι ΗΠΑ για να εμποδίσουν την πολιτική και ενεργειακή του προσέγγιση με τη Ρωσία. Στα 2009 μάλιστα με στοιχεία που έδωσαν επίσημα οι ρώσικες μυστικές υπηρεσίες στην ΕΥΠ αυτή υιοθέτησε, (η τελευταία είχε τότε σαν επικεφαλής της τον τοποθετημένο από τον Καραμανλή τον Β΄ Κοραντή) τη θέση ότι οι ΗΠΑ προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον Καραμανλή , αλλά ότι οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες με ανθρώπους τους στην Ελλάδα τον προστάτευσαν και του έσωσαν κυριολεκτικά τη ζωή. Το 2019 η ίδια η ΕΥΠ υπό την ηγεσία του τοποθετημένου από τον ΣΥΡΙΖΑ Ρουμπάτη διέψευσε αυτόν τον ισχυρισμό χωρίς βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ να δώσει δημοσιότητα σε αυτή τη διάψευση. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να μην τη διαψεύσει γιατί τότε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έφτασε να απελάσει ρώσους διπλωμάτες από την Ελλάδα προσπαθώντας να αποδείξει στις ΗΠΑ την όψιμη και ξαφνική αμερικανοφιλία του. Αποφάσισε δηλαδή να ακολουθήσει τη στρατηγική όλων των ελληνικών ρωσόφιλων κυβερνήσεων μετά τη σύνδεση του Ερντογάν με τη Ρωσία, να οξύνουν όσο ποτέ πριν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και να προσδεθούν όσο ποτέ πριν στρατιωτικά με τις ΗΠΑ ώστε να οξύνουν στο έπακρο τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας και να στείλουν τη δεύτερη μια ώρα αρχύτερα στα χέρια της Ρωσίας.

Σε μια τέτοια φάση λοιπόν σαν και αυτή που βρισκόμαστε σήμερα όπου οι ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να φαίνονται οπωσδήποτε αντιρώσικες δεν έπρεπε να επαναληφθεί το λάθος του 2005 και ένα νέο σκάνδαλο υποκλοπών να δείχνει με οποιοδήποτε τρόπο κάποια υποκίνηση από τη Ρωσία, όπως έδειχνε το γραφείο της παρακολούθησης της Vodafone που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το γραφείο του Κόκκαλη στην Ιντρακόμ ενώ διευθυντής της Vodafone ήταν ο πρώην συνεργάτης του Κόκκαλη Κορωνιάς και θύμα ο ανοιχτά ρωσόφιλος Καραμανλής. Αντίθετα για να συσπειρωθεί η Δύση, ειδικά η ΕΕ, ώστε να δει σήμερα χωρίς κανέναν οίκτο την πτώση των τελευταίων δυτικόφιλων μέσα στη ΝΔ και να υποστηρίξει την άνοδο στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ με την κάλυψη του ευρωπαϊκού «σοσιαλδημοκρατικού» ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε την παρακολούθηση να τη χρεώνεται η ίδια η Δύση. Έτσι έχουμε μια ΕΥΠ του Δημητριάδη και του Κοντολέοντα (τον οποίο από την πρώτη στιγμή της τοποθέτησης του τον είχε κατηγορήσει ο Περισσός σαν άνθρωπο των Αμερικάνων), στην οποία οδηγεί το λογισμικό ενός πρώην στελέχους των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ. Γι αυτό πιστεύουμε ο Ταλ Ντίλιαν έστησε αρχικά την κατασκοπευτική μηχανή του στην Κύπρο δηλαδή στο πλυντήριο χρήματος αλλά και πολιτικής της Ρωσίας μέσα στην ΕΕ, αλλά αμέσως μόλις ήρθε στην κυβέρνηση ο «αμερικάνος» Μητσοτάκης μετέφερε την έδρα της προφανώς για να την ξεπλύνει στην «αμερικάνικη και ευρωπαϊκή» Ελλάδα. Γι αυτό το λόγο η Intellexa επεδίωξε να αποκτήσει συνδέσεις με το κράτος και με δυτικά στελέχη της Ελλάδας, όπως το Δημητριάδη, χωρίς όπως φαίνεται να τα καταφέρει αποτελεσματικά. Πάντως πέτυχε κάποια πολύ έμμεση και πολύ μακρινή σύνδεση της Intellexa με τον Δημητριάδη (δες Τέλλογλου στην πύλη insidestory) ώστε να δώσει την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ να τον χαρακτηρίσει ύποπτο για σχέσεις με το Predator και στο Μητσοτάκη την αφορμή να τον ικανοποιήσει αποκεφαλίζοντάς τον.

Για να συνοψίσουμε. Αφού ήταν διαθέσιμη μια ιδιωτική εντελώς σκοτεινή εταιρεία μισθοφορικής παρακολούθησης σαν την Intellexaμε το Predatorγια να θυματοποιεί οποιονδήποτε ρωσόφιλο (μέχρι και τον ανυπόληπτο Σπίρτζη), αρκεί να του έστελνε ένα μέιλ, η μόνη δυσκολία του εγχειρήματος ήταν να βρεθούν οι άνθρωποι στην ΕΥΠ δηλαδή οι πολιτικοί υπεύθυνοι της με πρώτο τον ίδιο τον ρωσόφιλο Μητσοτάκη, οι υπηρεσιακοί παράγοντες μέσα της και κυρίως η εισαγγελέας που θα αποφάσιζαν αυτήν την παρακολούθηση.

Ας αναρωτηθούμε πόσο δύσκολο θα ήταν κάτι τέτοιο όταν κιόλας από το 2009 είχαμε πρωθυπουργό έναν Καραμανλή Β΄ -σήμερα ουσιαστικό αρχηγό της ΝΔ αφού έχει βέτο σε όλες τις στρατηγικής σημασίας αποφάσεις της- και αρχηγό της ΕΥΠ έναν τοποθετημένο από τον ίδιο Κοραντή, οπότε οι μυστικές υπηρεσίες είχαν εγκάρδιες σχέσεις συνεργασίας με τις ρώσικες μυστικές υπηρεσίες μέχρι που οι δεύτερες αποτελούσαν υποτίθεται τον προστάτη της ζωής του πρώτου. Αυτές οι σχέσεις δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν παρά μόνο προς το χειρότερο, δηλαδή να γίνει ακόμα πιο στενή η συνεργασία με τη Ρωσία, στο βαθμό που διάδοχοι του Καραμανλή του Β΄ ήταν δυο ρωσόφιλοι πρωθυπουργοί σαν τον Σαμαρά και τον Τσίπρα και μετά ο τοποθετημένος πάλι από τον Καραμανλή τον Β΄ Μητσοτάκης. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι στο διάστημα της πρωθυπουργίας του τρίτου υπήρξε κάποια επιρροή των δυτικών φιλελεύθερων στην ΕΥΠ, στην κύρια πλευρά οι πολιτικές ηγεσίες στην κορυφή τους ήταν διακομματικά φιλορώσικες, η όποια μη πολιτική οργάνωση των μαζών ήταν στα χέρια των φιλορώσικων κομμάτων και κυρίως ήταν φιλορώσικο το ελληνικό παρακράτος. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη άρχισε και τέλειωσε πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, πριν δηλαδή η Ρωσία αναγνωριστεί σαν κύριος εχθρός για τη Δύση, αν και αυτό ποτέ δεν έγινε από την Ελλάδα. Όπως φαίνεται μάλιστα από τις πρόσφατες δημοσιογραφικές διαρροές στο Βήμα από τις έρευνες της ΑΔΑΕ ακόμα και το στέλεχος της ΕΥΠ που ήταν το κατ εξοχήν υπεύθυνο για την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη, η «αξιωματικός κλειδί» όπως την αποκαλεί το παραπάνω άρθρο του Βήματος, συμμετείχε σε επιτελικό ρόλο στις πρώτες δραστηριότητες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπό την ηγεσία του Ρουμπάτη στην ΕΥΠ και είναι περίεργο κατά το ίδιο άρθρο που η ΝΔ την επανέφερε σε μια τόσο νευραλγική θέση.

 

Ακόμα πιο πολύ βρωμάει η υπόθεση του αιτήματος παρακολούθησης του Ανδρουλάκη από «σύμμαχες» χώρες για τις επαφές του με «κινέζους αξιωματούχους»

 

Νομίζουμε ύστερα από όλα αυτά ότι δεν θα υπήρχε καμιά δυσκολία από εσωτερική ελληνική πλευρά να στηθεί και σήμερα μια ανάλογη με του Καραμανλή του Β΄ προβοκατόρικη παρακολούθηση του Ανδρουλάκη. Αυτή θα ήταν αρκετή για να πετύχει το διπλό βραχυπρόθεσμο πολιτικό στόχο των ρωσόφιλων να στρέψουν τη βάση του ΠΑΣΟΚ ενάντια στη ΝΔ και να κάνουν τη Δύση, ειδικά τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις της ΕΕ, να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ- ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα αν αυτή είχε πρωθυπουργό το «σοσιαλδημοκράτη» Ανδρουλάκη. Όμως και αυτή η προβοκάτσια του 2022 είχε όπως και εκείνη του 2005 την ανάγκη ενός ξένου παράγοντα ο οποίος ζήτησε ή απαίτησε ή πυροδότησε αυτή την εντελώς έξω από κάθε προφανή εσωτερική αναγκαιότητα, όπως θα δούμε παρακάτω παρακολούθηση του Ανδρουλάκη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη διέρρευσε δηλαδή αμέσως στον φιλοκυβερνητικό τύπο μόλις έγινε γνωστή η παρακολούθηση ότι το αίτημα στην ΕΥΠ για να γίνει αυτή τέθηκε από «σύμμαχες» και μάλιστα «ευρωπαϊκές» χώρες (με τη διοχέτευση των ονομάτων της Ουκρανίας και της Αρμενίας) και κυρίως ότι η ύποπτη «αντεθνική» κίνηση του Ανδρουλάκη ήταν ότι συναντήθηκε με «σκιώδεις κινέζους αξιωματούχους». Αυτές οι διαρροές ειδικά η τελευταία κυβερνητική, που είναι πολιτικά η πιο ουσιώδης, ποτέ δεν διαψεύστηκαν από την ίδια την κυβέρνηση με αποφασιστικό τρόπο, δηλαδή δεν ειπώθηκε επίσημα το: «δεν σας λέμε ποιος μας είπε τι, αλλά δεν πρόκειται για καμιά επαφή του Ανδρουλάκη με την Κίνα». Απλά αμέσως μετά τη διαρροή της η κυβέρνηση κήρυξε το ιερό της απόρρητο και έτσι έμεινε να πλανάται αυτή η κατηγορία για τον Ανδρουλάκη. Ένα πρώτο όφελος αυτής της τακτικής για όσους πραγματικά αποφάσισαν την παρακολούθηση, ανάμεσα στους οποίους ένας βασικός ύποπτος είναι ο διπρόσωπος Μητσοτάκης, ήταν να διευκολυνθούν όλοι οι ντόπιοι πολιτικοί, υπηρεσιακοί και δικαστικοί παράγοντες που είχαν πολιτικές, διοικητικές και νομικές ευθύνες γι αυτήν να τις ξεφορτώσουν σε άλλες χώρες. Όμως το πιο βασικό αποτέλεσμα και νομίζουμε και ο σκοπός αυτών που στο ανώτατο επίπεδο αποφάσισαν την παρακολούθηση ήταν για να βοηθήσουν πολιτικά το φαινομενικά βασικό θύμα της και τους συμμάχους του. Εφόσον δηλαδή είναι «σύμμαχες» οι χώρες που επέμβηκαν στα εσωτερικά της δικιάς μας και κατηγόρησαν έναν καλώς ή κακώς εκπρόσωπο του δημοκρατικού στρατοπέδου της ύπουλα και κρυφά για τις σχέσεις του με την Κίνα (και για τον οποίο μάλιστα οι παρακολουθητές δηλώνουν ότι δεν βρήκαν απολύτως τίποτα ενοχοποιητικό), τότε δημιουργείται αυτόματα στη βάση του ΠΑΣΟΚ και γενικά σε αρκετούς δημοκρατικούς ανθρώπους η αίσθηση ότι άλλος ένας πατριώτης διώκεται από δυτικές δυνάμεις και ότι είναι κυρίως οι ΗΠΑ που βρίσκονται πίσω από αυτές. Γιατί η φασιστική Κίνα θεωρείται από ολόκληρο τον επίσημο ελληνικό πολιτικό κόσμο σαν καλή φίλη, η ΕΕ την αντιμετωπίζει στην πλειοψηφία της σαν μια ενδιάμεση δύναμη και ουσιαστικά μόνο οι ΗΠΑ του Δημοκρατικού Κόμματος την αντιμετωπίζουν σαν φασιστικό εχθρό (ενώ η άλλη πλευρά των ΗΠΑ την αντιμετωπίζει μεν σαν εχθρό αλλά από ιμπεριαλιστική ανταγωνιστική θέση).

Δηλαδή μιλώντας για μια από τα έξω υπαγορευμένη παρακολούθηση Ανδρουλάκη, οι ίδιοι οι παρακολουθητές της δίνουν αυτόματα και το πολιτικό χρώμα που χρειάζεται σε βάθος χρόνου το ρωσόφιλο μπλοκ για τη χρήση της στο εσωτερικό με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιήθηκε από το ίδιο μπλοκ η παρακολούθηση Καραμανλή στο σκάνδαλο Vodafone. Απλά επειδή αυτή η στρατηγική χρήση του σκανδάλου στο εσωτερικό της χώρας, στην παρούσα φάση δεν θα έκανε καθόλου καλό στην παραπλάνηση της Δύσης που είναι ο βασικός στόχος τους, δεν θέλουν να την τονίζουν σήμερα οι Ανδρουλάκης και ΣΥΡΙΖΑ.

Το ότι είναι αυτής της πολιτικής κατεύθυνσης και φύσης η «αντεθνική πράξη» για την οποία κατηγορείται ο Ανδρουλάκης αποτελεί απόδειξη ότι οι πολιτικοί εμπνευστές της παρακολούθησης τη χρησιμοποίησαν σαν πρόσχημα για να πετύχουν τον ακριβώς αντίθετο στόχο (να δείξουν σαν επικίνδυνους για την εθνική ανεξαρτησία τους «δυτικούς επεμβασίες» και σαν «ωφέλιμους εθνικά» συμμάχους το φασιστικό κινέζικο καθεστώς). Όσοι δηλαδή παρακολούθησαν τον Ανδρουλάκη γιατί θεώρησαν εθνικά ύποπτες τις επαφές του με κινέζικα κρατικά στελέχη, θα έπρεπε αν ήταν συνεπείς να παρακολουθούν όλη την πολιτική ηγεσία της χώρας αρχίζοντας από τον πρωθυπουργό. Γιατί όλοι αυτοί δεν χάνουν την ευκαιρία να συναντιούνται με τους αξιωματούχους της Κίνας για να την υπηρετούν επίσημα και ξεδιάντροπα έχοντας όχι μόνο παραδώσει σε αυτήν το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και τελευταία παράνομα το 67%, αλλά σαμποτάρουν διακομματικά και για λογαριασμό της επί εφτά χρόνια όλα ανεξαίρετα τα έργα εθνικής ανάπτυξης που αυτή έχει δεσμευτεί να πραγματοποιήσει και αρνείται να κάνει σε αυτό (κρουαζιέρα, Επισκευαστική Ζώνη, επιβατικό σταθμό εμπορικό κέντρο κλπ) ακριβώς επειδή θέλει μια αποικιακή οικονομία για την Ελλάδα. Προφανώς γι αυτό στην πιο διαδεδομένη εκδοχή της διαρροής, αυτής του Βήματος οι «κινέζοι αξιωματούχοι» με τους οποίους συναντιόταν ο Ανδρουλάκης «προωθούσαν τα ρώσικα συμφέροντα». Πέρα από το ότι είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς τη Ρωσία του Πούτιν να χρησιμοποιεί σαν πράκτορες της κρατικά στελέχη της υπερσοβινιστικής και πιο πολύτιμης γιγαντιαίας συμμάχου της για να εκμεταλλευτεί έναν έλληνα πολιτικό τότε δεύτερης κατηγορίας, εδώ είναι που οι κατασκευαστές σκανδάλων γίνονται τελείως γελοίοι. Γιατί εκτός από τον Μητσοτάκη, που ανακάλυψε μόλις εδώ και 6 μήνες ότι είναι αντιρώσος και γι αυτό ξεχνιέται κάθε τόσο και βάζει μια σειρά κρίσιμα βέτο στην ΕΕ υπέρ της Ρωσίας, κανένας έλληνας πολιτικός δεν χρειάζεται τους κινέζους για να προωθήσει τα ρώσικα συμφέροντα. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει: Ο Καραμανλής ο Β΄, ο Σαμαράς, και ο Τσίπρας δεν φέρανε την ΚΟΣΚΟ στον Πειραιά από κινεζοφιλία αλλά γιατί η αγαπημένη τους Ρωσία μόνο στηριγμένη σε έναν πανίσχυρο διεθνή εμπορικό και ναυτιλιακό γίγαντα σαν την Κίνα θα μπορούσε να διεισδύσει βαθύτερα στην καρδιά του ελληνικού διεθνούς εμπορίου και στην πόλη που αποτελεί τη βάση του κύρια ως σήμερα δεμένου με τη Δύση πανίσχυρου ελληνικού εφοπλισμού ώστε να εκτοπίσει από αυτή το δυτικό κεφάλαιο και τις ΗΠΑ.

Εννοείται ότι τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα για τους ρωσόφιλους αν αποδειχθεί κάποια στιγμή ότι οι «σύμμαχες χώρες» που σύμφωνα με τις διαρροές ζήτησαν την παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν πραγματικά κάποια από τις Ουκρανία και Αρμενία πράγμα που οι ίδιες διέψευσαν. Πιστεύουμε απόλυτα την ειλικρίνεια της επίσημης διαβεβαίωσης της Ουκρανίας, όχι μόνο εξαιτίας του δικαιολογημένου κύρους της αλλά και εξαιτίας του ότι ποτέ δεν θα έστελνε ένα τέτοιο μήνυμα στην Ελλάδα λόγω της λαθεμένης της αντίληψης ότι η Κίνα έχει χοντρικά μια θετική στάση στο ουκρανικό επειδή είναι ουδέτερη (https://www.oakke.gr/global/item/1503- ). Όμως ίσως πολλά θα μπορούσαν να γίνουν έξω από τον έλεγχο της ουκρανικής κυβέρνησης την εποχή της παρακολούθησης Ανδρουλάκη όταν αρχηγός της των μυστικών της υπηρεσιών ήταν ο άνθρωπος τον οποίο αυτή καθαίρεσε πάνω στον πόλεμο με τη σαφή κατηγορία ότι άφησε έκθετους τους ουκρανικούς μηχανισμούς ασφάλειας στους ρώσους κατασκόπους και στους ντόπιους συνεργάτες τους. Όσο για την Αρμενία τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Είναι μια εντελώς πολιτικά και κυρίως στρατιωτικά εξαρτημένη από τη Ρωσία χώρα που οι μυστικές της υπηρεσίες είναι βαθιά διαβρωμένες από αυτήν για να μπορούν να κάνουν μια τόσο μικρή εξυπηρέτηση στο αφεντικό τους. Γενικά όχι μόνο με τις μυστικές υπηρεσίες χωρών που παλεύουν να απελευθερωθούν από την ρώσικη νεοχιτλερική κυριαρχία αλλά και με εκείνες των πιο ισχυρών και ανεξάρτητων κρατών δεν υπάρχει τίποτα πιο συνηθισμένο για τη Ρωσία από το να προσπαθεί και πολύ συχνά να πετυχαίνει να διοχετεύει στοιχεία με τα οποία να μπορεί να ενοχοποιεί εχθρούς ή να αθωώνει φίλους της. Αλλά τέτοιες βρωμιές τις συνηθίζουν λίγο πολύ όλοι οι ιμπεριαλιστές στις πιο επιθετικές στιγμές της ιστορίας τους.

 

Να μην στηριζόμαστε σε μυστικές υπηρεσίες, ιδίως φασιστικές, για να βγάζουμε τα κύρια πολιτικά συμπεράσματα μας. Ειδικά όμως σε ότι αφορά την ΕΥΠ αυτή το καλύτερο θα ήταν να διαλυθεί (αν δεν ήταν για να φτιάξει μια νέα ο ΣΥΡΙΖΑ)

 

Γι αυτό το λόγο ειδικά στο σημερινό κόσμο δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να εξαρτιέται καμιά πολιτική στάση από τις μυστικές υπηρεσίες και την κατασκοπία γενικά, κυρίως όταν αυτές βρίσκονται στα χέρια μισοφασιστικών ή φασιστικών πολιτικών δυνάμεων. Αλλά δεν αξίζει ούτε να στηρίζεται κανείς για τα πολιτικά του συμπεράσματα για γνωστά στη δράση τους πολιτικά πρόσωπα ή και για κράτη κυρίως σε μυστικές υπηρεσίες, ακόμα και αν αυτές βρίσκονται στα χέρια των δημοκρατικών ή επαναστατικών εξουσιών. Γιατί είναι οι πράξεις και τα λόγια των προσώπων και των κρατών που έρχονται στο πολιτικό φως, δηλαδή η ανοιχτή τους πολιτική γραμμή, εκείνη που δίνουν πολύ πιο ισχυρά και πιο ασφαλή στοιχεία πολιτικής ανάλυσης παρά η κρυφή τους δράση, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα άριστα στην τέχνη της προσποίησης και της προβοκάτσιας φασιστικά κράτη και τους πάντα από θέση αρχής διπρόσωπους ανθρώπους που είναι οι συνειδητοί φασίστες και σοσιαλφασίστες. Ήταν γι αυτούς τους λόγους κατά τη γνώμη μας πολύ σοφή η απόφαση της μαοϊκής Κίνας να καταργήσει την κατασκοπία στο εξωτερικό με το επιχείρημα ότι με αυτήν χάνει μια χώρα την εμπιστοσύνη των λαών και των χωρών που κατασκοπεύει, πράγματα που είναι πολύ πιο πολύ πολύτιμα από όσα κερδίζει από αυτήν. Ειδικά η κατασκοπία είναι πολύ βρώμικη και καταστροφική για ένα κράτος σαν το ελληνικό που ασκεί στην κύρια πλευρά του επιθετική, άδικη και αντιδραστική εξωτερική πολιτική και χρησιμοποιεί ιστορικά την άμυνα απέναντι στην κατασκοπία των άλλων χωρών σαν πρόσχημα κυρίως για να παρακολουθεί τους πολίτες της. Γι αυτό είμαστε της άποψης ότι τίποτα καλό δεν έχει σήμερα να βγει από την ΕΥΠ όπως δεν έχει βγει και τίποτα καλό στην ιστορία της σαν ΕΥΠ και ΚΥΠ και θα ήταν καλό να διαλυθεί έως ότου έρθει μια πραγματικά φιλειρηνική και δημοκρατική κυβέρνηση στη χώρα μας. Βέβαια αυτή τη διάλυση τη ζήτησε και ο Πολάκης του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος κάλεσε σε απόλυση όλων των υπαλλήλων της αλλά με την πρόταση να προσλάβει καινούργιους ο ΣΥΡΙΖΑ για να φτιάξει μια νέα ΕΥΠ, δηλαδή μια ελληνική Στάζι. Αν μπει ποτέ έτσι το δίλημμα: «ΕΥΠ του Πολάκη ή ΕΥΠ όπως είναι σήμερα» πρέπει δυστυχώς να διαδηλώσουμε υπέρ αυτής εδώ της πανάθλιας.

Τη φύση των μυστικών υπηρεσιών μιας χώρας δεν την αποφασίζει κανείς εκδημοκρατισμός. Αυτά τα λένε μόνο πολιτικοί απατεώνες όταν δεν πρόκειται για αφελείς φιλελεύθερους. Την πολιτική αλλά και ταξική φύση των μυστικών υπηρεσιών την αποφασίζει αποκλειστικά η φύση της πολιτικής εξουσίας που τις διοικεί, δηλαδή το αν αυτή είναι δημοκρατική όχι. Αλλά και όταν είναι δημοκρατική ή επαναστατική και τότε θα γίνεται σκληρή πάλη στο εσωτερικό της για να πάρουν την εξουσία οι αστοί παλινορθωτές, συνήθως φασίστες και σοσιαλφασίστες, στα χέρια τους. Το μόνο που δεν θα γίνει ποτέ είναι να γίνουν πραγματικότητα οι απάτες και οι δημαγωγίες των κάθε λογής «φιλελεύθερων» κρυφοφασιστών τύπου ΣΥΡΙΖΑ περί «διαφάνειας» και «διακομματικού ελέγχου» των μυστικών υπηρεσιών.

Ειδικά στην Ελλάδα που η πολιτική κρατική ηγεσία της είναι λίγο ή πολύ υποχείρια από τη γέννηση του ελληνικού κράτους στα πιο ξενόδουλα τμήματα των αρχουσών τάξεων και αυτά με τη σειρά τους στις κυρίαρχες σε κάθε εποχή μεγάλες δυνάμεις, οι βασικοί κατάσκοποι των ξένων δυνάμεων είναι συνήθως και μάλιστα συχνά αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους οι κύριοι πολιτικοί ηγέτες της. Αυτοί φτάσανε χαρακτηριστικά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα να διαμελίσουν την Ελλάδα σε Βορρά και Νότο με το Βορρά να διοικείται από τον εξαρτημένο από την αγγλική πολιτική Βενιζέλο και το Νότο από το εξαρτημένο από τη γερμανική πολιτική Παλάτι με νικητή τον πρώτο αποκλειστικά χάρη στα αγγλογαλλικά όπλα. Γι αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι κάθε εθνική υπηρεσία κατασκοπίας που ιδρύθηκε στην Ελλάδα από τα 1908 με στόχο την επέκταση του κράτους στην Μακεδονία διαλυόταν κάθε τόσο επειδή χρησίμευσε κυρίως στο να παρακολουθεί η κάθε κυβέρνηση την αντίστοιχη αντιπολίτευση. Η πρώτη φορά που επέζησε για πολλά χρόνια και μάλιστα έπαιξε κεντρικό πολιτικό ρόλο μια τέτοια υπηρεσία ήταν με την ΚΥΠ, της οποίας οι βάσεις μπήκαν το 1949 δηλαδή μετά την ήττα του επαναστατικού β΄ αντάρτικου, η οποία ιδρύθηκε επίσημα με το όνομα ΚΥΠ το 1953 (διάβασε το πολύ ενδιαφέρον σχετικό λήμμα στη βικιπαίδεια για ΚΥΠ-ΕΥΠ) και διοικήθηκε απευθείας και για χρόνια από τις τότε εντελώς κυρίαρχες ΗΠΑ. Δηλαδή η ΚΥΠ ιδρύθηκε και διοικήθηκε από εκείνον τον ιμπεριαλισμό που ήταν τότε ο κύριος εθνικός εχθρός της χώρας, και είχε για πρώτη φορά μια σαφή αποστολή: να παρακολουθεί το μόνο ενοποιητικό εχθρό της ελληνικής αστικής τάξης και την κύρια πατριωτική δύναμη της χώρας που ήταν οι επαναστάτες κομμουνιστές στο εσωτερικό της. Το εθνικό πρόσχημα αυτής της παρακολούθησης ήταν ότι η χώρα ήθελε να αντιμετωπίσει τον κύριο εξωτερικό εθνικό εχθρό την ΕΣΣΔ που παρέμεινε για καιρό σαν τέτοιος ακόμα και όταν έπαψε να είναι σοσιαλιστική.

Η ΚΥΠ έμεινε με αυτόν τον χαρακτήρα και αυτή την ταξική και ευρύτερα αντιδημοκρατική αποστολή σχεδόν ως το τέλος της δικτατορίας χρησιμεύοντας σαν πολιτικό εκτροφείο των απριλιανών δικτατόρων. Μετά το μέτωπο δυτικών και ρωσόφιλων αστών και ψευτοαριστερών που διαδέχτηκε τη χούντα άλλαξε το κακόφημο όνομα της και το έγινε ΕΥΠ. Κύριος εθνικός εχθρός της ΕΥΠ από τότε και μοναδικό ουσιαστικό πρόσχημα εσωτερικής πολιτικής παρακολούθησης έγινε ένας τοπικός εχθρός η Τουρκία με εσωτερικούς εχθρούς τους τούρκους μειονοτικούς πολίτες. Δηλαδή δεν υπήρχε από τότε ένας ενοποιητικός διεθνής, οπότε και εσωτερικός εχθρός του έθνους, ώστε να ξαναυπάρξει σαν ενοποιητικό αντικείμενο για την ΕΥΠ πλην της βοηθητικής λειτουργίας που είχε στην εσωτερική ποινικού τύπου αστυνομική παρακολούθηση. Μοιραία από τότε, όπως και πριν από το 1950, η ΕΥΠ-ΚΥΠ είναι χώρος ανταγωνισμού για κυριαρχία στο εσωτερικό της χώρας ανάμεσα στις βασικές μερίδες της άρχουσας τάξης και των προστατών τους: τις κατερχόμενες αλλά με ισχυρό παρελθόν ΗΠΑ και την ανερχόμενη ΕΣΣΔ-ΡΩΣΙΑ. Από τα 1990 και μετά κύριος πολιτικός εχθρός για τη χώρα έγινε η Ρωσία. Αυτή μεταμφιέστηκε τότε παγκόσμια σε ένα ακίνδυνο πολιτικό πτώμα αλλά παντού στον κόσμο οι πράκτορες της πήραν μια ασύλληπτη πνοή. Στη χώρα μας έχοντας εντελώς δικό της το ψευτοΚΚΕ και τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και έχοντας κυριαρχήσει από την αρχή στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αν και ποτέ στη βάση του, η Ρωσία επειδή απέβαλε τη σκέτη κομμουνιστική φορεσιά της εισέδυσε με πελώρια επιτυχία σε όλα τα πολιτικά κόμματα και ρεύματα κατακτώντας με τον Καραμανλή τον Β΄ την αρχηγία της δυτικόφιλης ΝΔ ενώ διευκόλυνε διακομματικά την ίδρυση της ρωσόδουλης «Χρ. Αυγής» και μετά της «Ελληνικής Λύσης». Από τότε η ΕΥΠ είναι ένα από τα έπαθλα που ύστερα από κάποιες εκκαθαρίσεις θα διεκδικήσει η Ρωσία για να ασκήσει τη φρικτή νεοναζιστική δικτατορία της στη χώρα.

Γι αυτό τον τελευταίο λόγο νομίζουμε ότι πρέπει οι αντιφασίστες δημοκράτες να ασχοληθούν σοβαρά με το σκάνδαλο της ΕΥΠ και γενικά του παρακράτους των παρακολουθήσεων για να μην επιτρέψουν στους προβοκάτορες που το έχουν στήσει μέσα και έξω από την ΕΥΠ είτε σαν θύτες, είτε σαν θύματά της και επιχειρούν τώρα μέσα από το σκοτάδι της και το επιλεκτικό της φως να εξαρτήσουν τις πολιτικές εξελίξεις να οργανώσουν αυτή την δικτατορία. Γι αυτό είμαστε ήμασταν τόσο διεξοδικοί και ίσως κουραστικοί με αυτό μας το άρθρο προσπαθώντας να φωτίσουμε πολλές πλευρές του σκανδάλου γιατί με αυτό σκοπεύουν να μας πάνε πολύ μακριά και σε πολύ άσχημα μέρη. Λέμε λοιπόν «Ναι στην ανοιχτή πολιτική πάνω απ όλα», αλλά αν οι φασίστες συνεχίσουν να κάνουν κεντρική πολιτική της χώρας τους συνωμοτικούς μηχανισμούς του κράτους πρέπει να ασχοληθούμε και με ότι διαρρέει από τους περίπλοκους και ατέλειωτους οχετούς της, με τον ανάλογο ψύχραιμο τρόπο με τον οποίο οι στατιστικολόγοι μετράνε τα λήμματά για να βρουν την έκταση μιας επιδημίας.

 

 

* Δες https://www.oakke.gr/antifasism/item/1500-

** Στη χώρα μας για παράδειγμα ο σοσιαλφασισμός, αν και είναι σε ένα βαθμό εκτεθειμένος στις λαϊκές μάζες επειδή σαν ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε τη χώρα για ένα διάστημα, δεν έχει ακόμα ασκήσει απευθείας την πολιτική φασιστική του βία πάνω στις λαϊκές μάζες, αλλά μόνο έμμεσα. Την έχει δηλαδή ασκήσει οικονομικά μέσα από το βιομηχανικό-παραγωγικό του σαμποτάζ, (που μέρος του είναι η οικονομική του βία αλλά και η φυσική επί «17Ν» στους αντίπαλους αστούς), το οποίο φέρνει την ανεργία, τη μετανάστευση των ειδικών και τους πολύ χαμηλούς μισθούς που παράλληλα με το σαμποτάζ η μικρή καθυστερημένη παραγωγή φέρνει. Ειδικά την άμεση πολιτική βία του ο κυβερνητικός σοσιαλφασισμός του ΣΥΡΙΖΑ πρόσεξε να την ασκήσει ως τα σήμερα άμεσα μόνο στα δυτικόφιλα κομμάτια της αστικής τάξης με ναζιστικού τύπου σκευωρίες σαν την Νοβάρτις, με την εκστρατεία για την άλωση των καναλιών και με την πολιτική κάλυψη της δήθεν αναρχικού τύπου βίας σε βάρος κυρίως αστών στο δημοσιογραφικό, πανεπιστημιακό και δικαστικό χώρο. Αν δεν μπόρεσε να προχωρήσει περισσότερο τις κρατικές του εκκαθαρίσεις είναι γιατί βρίσκει ένα μεγάλο πρόβλημα στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας, του βασικού τμήματος του κρατικού μηχανισμού που είναι απαραίτητος σε μια φασιστική εξουσία για να μπορεί να ασκήσει δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα, δηλαδή να πνίξει τον τύπο και να καταδιώξει ποινικά και οικονομικά τους πολιτικούς του αντιπάλους.

*** Με την ευκαιρία είναι άξιο παρατήρησης ότι εφέτος όσο όλο το πολιτικό ενδιαφέρον ήταν συγκεντρωμένο στο σκάνδαλο της παρακολούθησης Ανδρουλάκη και ενώ το αυγουστιάτικο μελτέμι σάρωνε για αρκετές μέρες τη χώρα δεν σημειώθηκε ούτε μια πυρκαγιά που θα επέτρεπε να αποσπαστεί το ενδιαφέρον του κοινού από το κεντρικό σκάνδαλο και τις εκκαθαρίσεις της φάσης.